Θεσσαλονίκη

Κάποτε στο Καραμπουρνάκι

Από τα τέλη Μαϊου μέχρι το Σεπτέμβριο, τα κορίτσια και τα αγόρια της Καλαμαριάς, κατηφόριζαν στη θάλασσα της γειτονιάς τους, στο Καραμπουρνάκι.

Εύη Καρκίτη
κάποτε-στο-καραμπουρνάκι-18206
Εύη Καρκίτη

Ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι ανήκω στη Θεσσαλονίκη. Ακόμη και τώρα, σαν Βούδας των Ανατολικών προαστίων, όταν με ρωτούν “από πού είσαι;” απαντώ “από την Καλαμαριά”. Τέλη του ’60, αρχές του 70 και σε ολόκληρη την περιοχή, δεν θυμάμαι ούτε μια οικογένεια να πηγαίνει διακοπές.

Δεν χρειαζόταν. Από αρχές του Ιούνη µέχρι και τα µέσα του Σεπτέµβρη, µε το που ξυπνούσαµε, µας φορούσαν τα µαγιό και µας έτρεχαν για µπάνιο στο Καλαµάκι. Ήταν µια περίεργη εποχή. Ξεθυµασµένη. Ανάµεσα στις καλαµιές. που είχαν θεριέψει, υπήρχαν τα αποµεινάρια µιας πίστας. Λίγα χρόνια νωρίτερα, στην περιοχή έπαιζαν ζωντανά µπάντες – το πάρτι στηνόταν από τα ξηµερώµατα.

Στα χρόνια τα δικά µου, ο κόσµος δεν είχε πια χρόνο για σέικ. Υπήρχαν µονάχα χτισµένα εδώ και εκεί δυο τρία µπουζουξίδικα. Η θάλασσα ήταν ρηχή, ζεστή, φιλική, αν και εµείς, τότε, ονειρευόµασταν τα «Μπλόκια», από όπου έκαναν τις βουτιές τους κατευθείαν στα βαθιά τα γυµνασιόπαιδα.

Η ακτή είχε την τέλεια θέα προς τη πόλη. Κάθε φορά που έβγαζα το κεφάλι από το νερό, προσπαθούσα να µαντέψω που βρίσκεται η οδός Τσιµισκή, την οποία, ζήτηµα αν είχα δει τρεις φορές στη ζωή µου µέκρι τότε.

Κάναµε γύρω στα εξήντα µε εβδοµήντα µπάνια ολόκληρη τη σεζόν και, στις µεγάλες ζέστες, κατεβαίναµε πρωί και απόγευµα. Γυρνούοαµε περπατώντας ξυπόλυτοι από την οδό Παπάγου, στην περιοχή «των αξιωµατικών», δίπλα στο στρατόπεδο Κόδρα, και ακούγαµε τους φαντάρους να πειράζουν τις µαµάδες µας.

Με γοήτευαν τα σπίτια, κατά µήκος του- δρόµου. Ήταν κάτι υπέροχες µονοκατοικίες, µερικές έργα σηµαντικών αρχιτεκτόνων, µε υπόγεια, βεράντες και έπιπλα κήπου. Εγώ ζούσα πιο πάνω, στην Κερασούντος, στα προσφυγικά διώροφα, αλλά δεν είχα παράπονο, ήµουν ευτυχισµένη.

Περαία, δεκαετία του 70

Οι βουτιές που Χάθηκαν Χρόνια ολόκληρα, και θυµάµαι να χάσαµε µπάνιο µόνο δυο φορές. Ένα αυγουστιάτικο πρωινό, που η θάλασσα είχε γίνει πηκτή από τις µέδουσες, και το πρωινό της επιστράτευσης, το 1974. Εκείνη τη µέρα την περάσαµε κλεισµένοι σε τέσσερις τοίχους, µιλώντας για κάποιον λόγο σιγά, µε εντολή του µπαµπά µου. Η Καλαµαριά ήταν µια «αριστερή» συνοικία. Εµένα δεν µε έπαιρναν µαζί, αλλά στο θερινό σινεµά «Άλεξ», φανερά πριν από το ’67, στα κρυφά στη συνέχεια, πριν αρχίσει η ταινία, έδειχναν «επίκαιρα» από τη ζωή στη Σοβιετική Ένωση και ο κόσµος χειροκροτούσε τους ρώσους προέδρους.

Εγώ ονειρευόµουν άλλα πράγµατα. Κυρίως τα µεσηµέρια, πίσω από τα κλειστά παντζούρια. Διάβαζα τα παιδικά βιβλία µου, αλλά επιθυµούσα βιβλία µεγαλίστικα, που δεν µου έπαιρνε κανείς. Επιθυµούσα µεγαλίστικη ζωή. Πότε πότε, άκουγα µουσική από το δωµάτιο του εξάδελφου µου, που βρισκόταν ακριβώς κάτω από το δικό µου. T-REX, Led Zeppelίn, αλλά και κανένα ιταλικό, τις εποχές που ήταν ερωτευµένος. Τηλεόραση δεν είχαµε, έβλεπα στης θείας µου τον «Φυγά” και τους είχα γίνει τόσο τσιµπούρι, που µια φορά, για να µε διώξουν, µου είπαν πως ο «Φυγάς» από το πολύ τρέξιµο κρύωσε και έτσι δεν θα είχε επεισόδιο. Λίγο αργότερα, άνοιξε η πλαζ Αρετσούς.

Στην ταβέρνα Ο Φάρος

Η πλαζ Αρετσούς Το συναίσθηµα, όταν πέρασα τη σιδερένια πόρτα, ρίχνοντας το πενηντάλεπτο στη σχισµή, είναι απλά πέρα από περιγραφές. Για πρώτη φορά, έβλεπα καµπίνες, σεζ λοννκ, οµπρέλες θαλάσσης. Πρώτη φορά, επίσης, µύριζα αντιηλικό, το καφετί Κόπερτον, που υποσχόταν τροπικό µαύρισµα. Τότε, δεν ξέραµε τι είναι όζον, ποιο είναι το στρώµα του, δεν µας ενδιέφερε η προστασία, γιατί δεν φοβόµασταν τίποτε. Στην πλαζ, τσακίζαµε τα σάντουιτς µε το βραστό λουκάνικο – ήταν ντροπή να κουβαλάς το τάπερ µε τα γεµιστά από το σπίτι, όπως στο Καλαµάκι, και ο µπαµπάς έπινε µαύρη µπίρα. Τις Κυριακές, η εξόρµηση συνεχιζόταν στην ταβέρνα «Φάρος». Λάτρευα τα τηγανητά µύδια, µέκρι που έπαθα µια φορά δηλητηρίαση, πίστεψα πως θα πεθάνω και από τότε δεν τα άγγιξα ξανά.

Τα καραβάκια Πότε πότε, µε τα καραβάκια περνούσαµε απέναντι: Μπαξές, Αγία Τριάδα. Θυµάµαι ένα νυχτερινό µπάνιο στην αγκαλιά της µαµάς µου, ένα πολύ ζεστό βράδι, που η πόλη απέναντι, παρά την κάψα, έµοιαζε µε χριστουγεννιάτικο παιχνίδι. Θυµάµαι πως γινόσουν µούσκεµα, αν καθόσουν στην πλώρη του καραβιού, για να παραστήσεις τη Βουγιουκλάκη στη «Μανταλένα», θυµάµαι πως τα νερά του Θερµαϊκού ήταν κρυστάλλινα, ονειρεµένα.

Διακοπές στο… διάστημα Οι διακοπές άρχισαν αργότερα, πολύ αργότερα. Έπαθα µεγάλο σοκ, όταν η φίλη µου η Αµαλία έφυγε για πρώτη φορά για µπάνια στην Κατερίνη. Ήταν σαν να έφευγε για το διάστηµα. Η γιαγιά µου έλεγε πως η θάλασσα είναι «µολυµένη» και µας το κρύβουνε, πως καλό θα ήταν να κόψουµε τα πολλά πολλά. Πέρασαν µερικά στεγνά καλοκαίρια και η Καλαµαριά άλλαζε: Κάποιοι κολυµπούσαν, άλλοι πάλι όχι, όµως οι πάντες συνωστίζονταν εκεί, για να διασκεδάσουν.

Remezzo Ο «Ιππόκαµπος» έφερε έναν αέρα λούσου, έναν αέρα Μόντε Κάρλο στη ζωή µας. Κατάφερα να περάσω τη µεγάλη,γυάλινη πόρτα του, όταν είχα γίνει ήδη δεκατεσσάρων, όταν πια ο «Ιππόκαµπος» λεγόταν «Remezzo Palace». Φορούσα ένα φόρεµα από οινοπνευµατί νήµα δανεικό της εξαδέλφης’ µου, που άφηνε τον ένα ώµο ακάλυπτο και κάτι απαίσια παπούτσια, που δεν ταίριαζαν καθόλου. Το παγωτό µου είχε λιώσει στο µπολάκι του, γιατί ντρεπόµουν να το φάω. Νόµι- ζα πως µε κοιτούσαν όλοι.

Στα χρόνια της εφηβείας, της πολύ άγριας, το «Remezzo» ήταν ο ναός του ξενερώµατος. Ωστόσο, το «τοιxάκι» του«Remezzo» ήταν για µας ο απόλυτος τόπος των ραντεβού, όπως είχε η υπόλοιπη πόλη τον Λευκό Πύργο και την Καµάρα. Η πλαζ είχε ρηµάξει, η θάλασσα µύριζε περίεργα και στα ξέφωτα από την κάτω πλευρά της Νικολάου Πλαστήρα έβρισκαν καταφύγιο τα άστεγα, νεαρά ζευγάρια.

Τα οικόπεδα του έρωτα Η περιοχή ήταν χωρισµένη σε οικόπεδα και απαγορευόταν, εκτός από περίπτωση µεγάλης ανάγκης, να χρησιμοποιήσεις το οικόπεδο του άλλου. Επίσης, ακούγονταν άσχηµα πράγµατα για τα κορίτσια που είχαν επισκεφτεί τουλάχιστον τρία από αυτά. Στα χρόνια της αλλαγής της περιοχής, όταν άρχισαν στην Αρετοού τα έργα ανάπλασης, κανείς δεν σκέφτηκε να πει δυο λόγια για τα οικόπεδα του έρωτα.

Το µέρος του θρήνου Ντρέπονταν, κι ας είχε περάσει η µισή Καλαµαριά από εκεί. Ούτε κανείς πένθησε για το µέρος του Θρήνου, κάποια σκαλάκια κάτω από το παλατάκι, όπου αναζητούσες παρηγοριά ύστερα από κάθε χωρισµό ή χυλόπιτα. Στις καλές εποχές, όταν οι κωρισµοί έπεφταν βροχή, στο µέρος του Θρήνου µαζευόταν τόσος κόσµος, που έµοιαζε µε πάρτι. Εκεί, ήξερες πως µπορούσες να προχωρήσεις µε εκείνον που σε φλερτάριζε. Ήταν σίγουρα κωρισµένος.

Τα παιδιά µεγάλωσαν πια … Μετά, νιώσαµε πως µεγαλώσαµε. Η Καλαµαριά πια δεν µας χωρούσε, ψάχναµε συγκινήσεις στη πόλη, ονειρευόµασταν το Λονδίνο, του τόπους «που γίνονταν πράγµατα». Συχνάζαµε στο «Seagull», πίναµε φρουίτ ποντς ακούγαµε Κάπτεν Μπίφχαρντ και Πίτερ Χάµιλ, Στίλι Νταν και τζαζ. Το καλοκαίρι του ’82, πήγα για πρώτη φορά στα νησιά. Στον γυρισµό, είδα λάιβ στην Αθήνα τον Νίκ Κέιβ µε τους Birthday party. Είχα αλλάξει πολύ. Και η Καλαµαριά, επίσης.

*Μπείτε και κάντε like εδώ για να ενημερώνεστε για όλα τα σημαντικά και γραμμένα αποκλειστικά για το parallaximag.gr άρθρα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα