Κι εγω ο σαλτιμπάγκος!
Το κρύο ήταν πολύ τσουχτερό. Βοριάς και μάλιστα στο θέατρο Δάσους, έκανε το κοινό να τουρτουρίζει και τους ηθοποιούς δυο τρεις φορές να χάσουν τα λόγια τους. Ήταν το μεγάλο μας τσίρκο! Δεν φημίζομαι για τις αγνές μου προθέσεις όταν πηγαίνω σε παραστάσεις. Καθώς για πάρα πολλά χρόνια, λόγω δουλειάς, ήμουν υποχρεωμένη να παρακολουθώ το […]
Το κρύο ήταν πολύ τσουχτερό. Βοριάς και μάλιστα στο θέατρο Δάσους, έκανε το κοινό να τουρτουρίζει και τους ηθοποιούς δυο τρεις φορές να χάσουν τα λόγια τους. Ήταν το μεγάλο μας τσίρκο!
Δεν φημίζομαι για τις αγνές μου προθέσεις όταν πηγαίνω σε παραστάσεις. Καθώς για πάρα πολλά χρόνια, λόγω δουλειάς, ήμουν υποχρεωμένη να παρακολουθώ το σύμπαν των δρώμενων στην πόλη – και όχι μόνο- μου βγήκε ένα κουσούρι. Δεν μπορούσα να ευχαριστηθώ με τίποτε. Έχασα το μέτρο –πώς το λένε; Το Χόλιγουντ ολόκληρο να έπαιζε μπροστά μου και οι big bands του κόσμου όλου, εγώ θα ανακάλυπτα λάθη και αδυναμίες. Με το ανικανοποίητο να με κατατρέχει, άρχισα να αραιώνω τις πολιτιστικές εξόδους μου και να περιορίζω τις συναυλίες και τα θέατρα που παρακολουθούσα. Το σινεμά έμεινε στο απυρόβλητο.
Στην παράσταση «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» πήγα λίγο για το χατήρι του Άρη, λίγο επειδή συγκινήθηκα όταν πριν από δυο εβδομάδες άκουσα τον δίσκο της πρώτης παράστασης ολόκληρο, λίγο επειδή πιάνομαι μπόσικη αραιά και που και λέω «ας δώσω άλλη μια ευκαιρία». Και το θαύμα έγινε. Το θαύμα ήταν η παράσταση. Ο διαχρονικός λόγος του Ιάκωβου Καμπανέλη, το λιτό, απλούστατο σκηνικό, οι μουσικοί επί σκηνής (εικόνα από παλιά μεγαλεία) ο ίδιος ο συνθέτης, σεμνός, ταπεινός υπηρέτης ενός θιάσου κι αυτός, ο τραγουδιστής που μας καθήλωσε ενώ κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πως ο Ξυλούρης θα κληροδοτούσε απλόχερα το ταλέντο του, το παιχνίδι με το συναισθηματικό κομμάτι μας έξυπνα μελετημένο από τον σκηνοθέτη, το πήγαινε έλα των αναμνήσεων, το χιούμορ, οι αλήθειες, τα ψέματα, ο κλαυσίγελος του αρλεκίνου, το ερμαφρόδιτο πρόσωπό του, η Ελλάδα του έτσι και του αλλιώς, της μιζέριας και της μεγαλοπρέπειας, εντέλει…το τσίρκο μας!
Και τώρα έχω γίνει ευάλωτη. Λατρεύω την ελληνική μουσική της δεκαετίας του 60 και ξέρω πως μεγάλο μέρος της πηγαίνει σφιχταγγαλιασμένο με τις θεατρικές παραστάσεις της εποχής. Δεν θέλω άλλο Αριστοφάνη, Αισχύλο και Ευριπίδη, κατά το όχι άλλο Νταλάρα, Πάριο και Αλεξίου. Θέλω να αξιωθώ να δω το «Παραμύθι χωρίς όνομα», τη «Μαγική Πόλη», « Το κορίτσι με το κορδελάκι», το «Φουέντε Οβεχούνα» με τις μουσικές και τα τραγούδια που αγάπησα. Θέλω να δω παραστάσεις που αντέχουν 40, 50 χρόνια μετά την επίσημη πρώτη τους και εξακολουθούν να συναρπάζουν. Τώρα γνωρίζω ότι μπορώ και πάλι να συναρπάζομαι. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο δώρο της παράστασης σε μένα.