Κλείνει το Ινστιτούτο Goethe στη Θεσσαλονίκη;
Το παρασκήνιο πίσω από τους λόγους που ενδέχεται να το οδηγήσουν σε λουκέτο, δύο χρόνια πριν συμπληρώσει 70 χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας και συμβολής στην πόλη
Δύο χρόνια πριν συμπληρώσει 70 χρόνια ζωής και αδιάλειπτης παρουσίας και συμβολής στην πολιτιστική ζωή της πόλης, το Goethe-Institut της Θεσσαλονίκης απειλείται με λουκέτο.
Στις 28 Σεπτεμβρίου το Εκτελεστικό Συμβούλιο του Goethe-Institut σε συνέντευξη τύπου που παραχώρησε έκανε λόγο για έναν συνολικό μετασχηματισμό του οργανισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, σε ανοιχτή γραμμή με το υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας.
«Το κλείσιμο ινστιτούτων, οι περικοπές θέσεων εργασίας και τα μέτρα για την αύξηση της αποτελεσματικότητας θα οδηγήσουν στην απαραίτητη εξοικονόμηση πόρων» σημειώνει στην επίσημη ενημέρωση του το Goethe-Institut, ώστε «να παραμείνει ισχυρό στη δέσμευσή του για παγκόσμιες συνεργασίες μακροπρόθεσμα».
«Θα διανείμουμε τους πόρους με διαφορετικό τρόπο, θα αυξήσουμε τις ψηφιακές προσφορές, θα διαλύσουμε τις υπάρχουσες δομές και θα δημιουργήσουμε νέες» σημείωσε ο Johannes Ebert, Γενικός Γραμματέας του Ινστιτούτου.
Στόχος των αλλαγών που ξεκίνησε το Διοικητικό Συμβούλιο είναι να μειωθεί η αναλογία των πάγιων δαπανών στον συνολικό προϋπολογισμό και έτσι να απελευθερωθούν κονδύλια για επιχειρησιακό πολιτιστικό, γλωσσικό και πληροφοριακό έργο παγκοσμίως.
Για να το καταφέρει αυτό το Ινστιτούτο προχωρά σε μια σειρά μέτρων όπως:
– μεσοπρόθεσμη εξοικονόμηση περίπου 24 εκατ. ευρώ ετησίως
– το κλείσιμο εννέα από των σημερινών 158 ινστιτούτων: Μπορντό, Κουριτίμπα, Γένοβα, Λιλ, Οσάκα, Ρότερνταμ, Τεργέστη, Τορίνο, Ουάσιγκτον και το γραφείο διασύνδεσης του Στρασβούργου.
– η αλλαγή, η συρρίκνωση ή η συγχώνευση δομών καθώς και η μετεγκατάσταση παρουσών σε φθηνότερα ακίνητα
– η μείωση έως και 110 θέσεων στο δίκτυο
Ωστόσο, στο κλείσιμο των εννέα από των σημερινών 158 ινστιτούτων, έρχεται να προστεθεί και ένα δέκατο, που αποφασίστηκε να είναι αυτό της Θεσσαλονίκης το οποίο αυτή τη στιγμή απασχολεί 40 εργαζόμενους.
Στον πυρήνα των εξελίξεων της πόλης
Το Goethe-Institut της Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε το 1955 και ανήκει στο παγκόσμιο δίκτυο του Goethe-Institut e.V.. Στόχος της δραστηριότητάς του είναι η προαγωγή του γερμανο-ελληνικού πολιτιστικού διαλόγου, η προώθηση της γερμανικής γλώσσας και η διάδοση πληροφοριών για τη Γερμανία.
Το Goethe-Institut Θεσσαλονίκης είναι ο φορέας με το μεγαλύτερο κύρος στο χώρο εκμάθησης γερμανικών και διεξαγωγής διεθνώς αναγνωρισμένων εξετάσεων στην πόλη. Εκτός από τα γενικά τμήματα για όλα τα επίπεδα γλωσσομάθειας για ενήλικες και εφήβους, προσφέρει ποικίλες επιλογές, μεταξύ των οποίων και μια ευρεία γκάμα εξειδικευμένων τμημάτων. Για τους καθηγητές γερμανικών, το Goethe-Institut Θεσσαλονίκης προσφέρει εργαστήρια και σεμινάρια διδασκαλίας των Γερμανικών ως Ξένης Γλώσσας, μεταξύ άλλων, σε συνεργασία με πανεπιστημιακά ιδρύματα της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας. Ένα εκτεταμένο πρόγραμμα εξετάσεων συμπληρώνει το έργο του Goethe-Institut στον τομέα της γλώσσας.
Το πρόγραμμα πολιτιστικών εκδηλώσεων του Goethe-Institut Θεσσαλονίκης καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων του επιστημονικού και καλλιτεχνικού διαλόγου σε διάφορους τομείς, όπως η λογοτεχνία, η φιλοσοφία, οι επιστήμες του πολιτισμού, ο κινηματογράφος και τα ΜΜΕ, οι εικαστικές τέχνες, η αρχιτεκτονική, το ντιζάιν, η μουσική, ο χορός και το θέατρο, εστιάζοντας στις σύγχρονες τάσεις. Μια γκαλερί-στούντιο και μια αίθουσα πολλαπλών χρήσεων δίνουν τη δυνατότητα πραγματοποίησης εκδηλώσεων στο χώρο του Goethe-Institut. Το Καφέ Goethe είναι ανοιχτό σε όλους τους επισκέπτες του Ινστιτούτου.
Η Βιβλιοθήκη του Goethe-Institut Θεσσαλονίκης παρέχει πληροφορίες για επίκαιρα θέματα του πολιτιστικού, κοινωνικού και πολιτικού βίου της Γερμανίας. Προσφέρει πληθώρα έντυπων και οπτικοακουστικών μέσων και, από το 2012, την ψηφιακή υπηρεσία «Onleihe». Ο ψηφιακός κατάλογος OPAC (Online Public Access Catalogue) επιτρέπει την αναζήτηση σε όλους τους τίτλους της Βιβλιοθήκης. Οι επισκέπτες της Βιβλιοθήκης έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης στο Διαδίκτυο.
Ο τομέας αρμοδιότητας του Goethe-Institut Θεσσαλονίκης καλύπτει τη Μακεδονία, τη Θράκη και τη Θεσσαλία.
«Θέλουν να… σκοτώσουν το Ινστιτούτο»
Πηγές που γνωρίζουν πολύ καλά το ζήτημα σημειώνουν ότι δεν πρόκειται μόνο για οικονομικό ζήτημα, αλλά και για ένα ιδιαίτερα κρίσιμο θέμα που επεκτείνεται σε γεωπολιτικούς, ιστορικούς και πολιτιστικούς τομείς.
Το Goethe-Institut στη Θεσσαλονίκη με την παρουσία του όλα αυτά τα χρόνια στην πόλη έχει καταφέρει να στείλει πολλαπλά μηνύματα με τη δράση του πάνω στα συγκεκριμένα πλαίσια.
Σε καμία περίπτωση το έργο που παράγεται από τη Θεσσαλονίκη και το αποτύπωμα που αφήνει η παρουσία του Ινστιτούτου στην πόλη, δεν μπορεί να αντικατασταθεί ή να καλυφθεί από το αντίστοιχο έργο που γίνεται στην Αθήνα.
Το ζήτημα του υψηλότατου φόρου που έχει προκύψει με το νέο νόμο και ξεπερνάει τις 400.000 ευρώ τον χρόνο είναι αδύνατο να καλυφθεί από το ίδιο το Ινστιτούτο εδώ στη Θεσσαλονίκη.
Δε συμβαίνει το ίδιο με το Ινστιτούτο στη Γαλλία, καθώς εκεί ο χώρος είναι διπλωματικός. ενώ στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Μάλιστα, για το συγκεκριμένο θέμα έχουν γίνει επαφές με το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών, προκειμένου να βρεθεί λύση στο ζήτημα και πλέον επαφίεται στην ελληνική πλευρά το αν είναι διατεθειμένη να προχωρήσει προς αυτήν την κατεύθυνση.
Την ίδια ώρα το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών με την Αναλένα Μπέρμποκ πλέον στο «τιμόνι» φαίνεται να ακολουθεί μια διαφορετική πολιτική, όχι μόνο όσον αφορά το οικονομικό κομμάτι και το ύψος των ποσών που δαπανώνται προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά και ως προς το διπλωματικό.
Επιστρέφοντας στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, σε περίπτωση που πουληθούν τα κτίρια του Ινστιτούτου, αυτό δε θα μπορεί πλέον να λειτουργήσει στην πόλη με τον τρόπο που το έκανε, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Και όλα αυτά, λίγα χρόνια μετά την κολοσσιαία ανακαίνιση που έγινε και κόστισε 4 εκατ., χρήματα που πληρώθηκαν από τον γερμανικό λαό.
Αίσθηση προκαλεί επίσης το γεγονός ότι όσον αφορά τον κίνδυνο αφανισμού του Goethe-Institut στη Θεσσαλονίκη, παρά το γεγονός ότι σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο (τόσο στην Ελλάδα, όσο και στη Γερμανία) γνωρίζουν πολλοί για το θέμα, αυτό δεν έχει πάρει διαστάσεις στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ή στο δημόσιο διάλογο.
Σε αντίθεση με ότι συμβαίνει με τα Ινστιτούτα σε Γαλλία και Ιταλία που βρίσκονται στη… μαύρη λίστα, με τα γερμανικά, γαλλικά και ιταλικά μέσα ενημέρωσης με άρθρα τους να πιέζουν για τη σωτηρία τους. Αλλά, για την ώρα, ο γερμανικός λαός, όπως και οι πολίτες της Θεσσαλονίκης δεν γνωρίζουν το τι συμβαίνει με το Goethe στην πόλη.
Οι όποιες διαβεβαιώσεις για να συζητηθεί το θέμα σχετικά με το μέλλον του Ινστιτούτου στη Θεσσαλονίκη, μένουν μέχρι τώρα σε φιλολογικό επίπεδο, καθώς «σκοντάφτουν» διαρκώς λόγω των απρόβλεπτων εξελίξεων όπως οι φωτιές και οι πλημμύρες στην Ελλάδα, είτε των προγραμματισμένων όπως οι εκλογές.
Όλα αυτά βέβαια, ενώ η κλεψύδρα αδειάζει και δίνεται μεγάλη μάχη για να μην βρεθεί το Goethe-Institut στη Θεσσαλονίκη μπροστά σε έναν ξαφνικό θάνατο.
Το Goethe-Institut προσανατολίζεται σε νέες αγορές, όπως για παράδειγμα η μεταφορά από την Ουάσιγκτον στο Ντένβερ ή το άνοιγμα προς την Ασία, εκεί όπου φυσικά υπάρχουν και οικονομικά συμφέροντα, με γερμανικούς κολοσσούς που δραστηριοποιούνται εκεί, κάτι που έπαψε να συμβαίνει τα τελευταία χρόνια με την περίπτωση της Θεσσαλονίκης.
Αλλά, όπως σημειώσαμε και παραπάνω, αυτά που διακυβεύονται πραγματικά έχουν πολύ μεγαλύτερη αξία από το καθαρά οικονομικό κομμάτι.
Σε μία περίοδο που σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες η ακροδεξιά κερδίζει έδαφος επικίνδυνα, αντί να γίνονται κινήσεις προς την ενδυνάμωση των ευρωπαϊκών δεσμών, αποφάσεις όπως οι παραπάνω βάζουν σε κίνδυνο τους ιστορικούς, πολιτιστικούς και πολιτικούς δεσμούς που έχουν διαμορφωθεί με την ισχυρή παρουσία του Goethe-Institut στη Θεσσαλονίκη τις τελευταίες δεκαετίες.
Ιδιαίτερα, όταν το Ινστιτούτο ξεκίνησε τη λειτουργία του στην πόλη λίγα χρόνια μετά τις γερμανικές θηριωδίες που σημειώθηκαν στην Ελλάδα τη δεκαετία του 40′.
Η ιστορική ομιλία του Σταϊνμάγιερ στη Θεσσαλονίκη
Η έκθεση «Διαιρεμένες Μνήμες 1940-1950» αποτέλεσε μια πρωτοβουλία του Goethe-Institut Thessaloniki και υλοποιήθηκε μαζί με το Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης, το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και το Γερμανικό Μουσείο Ιστορίας του Βερολίνου και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 2016. Σε συνεργασία με το Κέντρο Τεκμηρίωσης ΕΣ (NS-DOK) της πόλης της Κολωνίας, το MOMus Θεσσαλονίκης και το Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης, η έκθεση ψηφιοποιήθηκε και έγινε παγκοσμίως προσβάσιμη.
Η έκθεση είναι αφιερωμένη σε ένα από τα πιο ζοφερά κεφάλαια της γερμανο-ελληνικής ιστορίας: η δεκαετία του 1940 σημαδεύτηκε από την Κατοχή, το Ολοκαύτωμα και τον Εμφύλιο. Στόχος της έκθεσης, και της ψηφιακής της εκδοχής, είναι να προβάλει τις ιστορίες και τα προσωπικά βιώματα ώστε να συμβάλει σε μια νέα, διαφοροποιημένη οπτική αυτής της δύσκολης δεκαετίας. Αντικείμενα τέχνης, ποίηση και άλλα αισθητικά μέσα προσφέρουν νέα συμφραζόμενα και δίνουν τη δυνατότητα θεματοποίησης τραυματικών εμπειριών.
Στα εγκαίνια της έκθεσης τον Δεκέμβριο του 2016 η ομιλία του τότε υπουργού Εξωτερικών, Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ ήταν ιστορική.
Και τα λεγόμενα του, επτά χρόνια μετά, έρχονται ξανά στο προσκήνιο και γίνονται πιο επίκαιρα από ποτέ, καταδεικνύοντας το πόσο σημαντικό είναι να παραμείνει ζωντανό το Goethe-Institut στη Θεσσαλονίκη, το οποίο δε δίστασε να ασχοληθεί ενεργά με ένα θέμα ταμπού όπως αυτό των σχέσεων Γερμανών, Ελλήνων και Εβραίων μετά τα όσα τραγικά είχαν συμβεί.
Ας θυμηθούμε την ομιλία του κ. Σταϊνμάγιερ.
«Η μνήμη μπορεί να πονά. Αυτό το ξέρουμε εμείς οι Γερμανοί και είναι κάτι που νιώθεις και στην Ελλάδα και ειδικά εδώ στη Θεσσαλονίκη», συνέχισε και εξήγησε: «Ξεκίνησα με ένα ποίημα του Νίκου Εγγονόπουλου γραμμένο το 1948. Μας κάνει να νιώσουμε πόσο δύσκολο είναι να βρεις τα λόγια γι αυτό που πέρασε. Δύσκολο να βρεις τα λόγια για τη μνήμη. Σήμερα εγκαινιάζουμε μια Έκθεση με τίτλο «Διαιρεμένες Μνήμες». Αυτή η Έκθεση προσπαθεί να κάνει αυτό που παλεύει και ο ποιητής μας. Αποκαλύπτει, δηλαδή, το παρελθόν. Εκεί ειδικά όπου δεν έχουμε καμιά μνήμη ή μόνο μια μνήμη θολή ή ακόμα και αντιφατικές μνήμες. Εκεί όπου βρίσκονται τα τυφλά σημεία μας. Εκεί φωτίζει το παρελθόν. Η Έκθεση αυτή παρουσιάζει τη σκοτεινή δεκαετία της ελληνικής ιστορίας μεταξύ 1940 και 1950. Δείχνει ποιες ιστορικές εικόνες επικαλύπτονται και ενίοτε ανταγωνίζονται και μεταξύ τους. Για μας τους Γερμανούς υπάρχει μια μνήμη αμετακίνητη στο επίκεντρο του βλέμματός μας και αυτή είναι τα χρόνια της Κατοχής στην Ελλάδα από τη γερμανική Βέρμαχτ.
Εμείς οι Γερμανοί κυρίες και κύριοι. Αυτό είναι κάτι που θέλω να σας το πω εδώ στη Θεσσαλονίκη ή να σας το βεβαιώσω.
Ειδικά εδώ σε αυτό τον χώρο βλέπετε μια σειρά από φωτογραφίες ασπρόμαυρες σε πλαίσιο από μαύρο χαρτόνι. Στις φωτογραφίες βλέπουμε παιδιά και όσο πιο προσεκτικά κοιτάξουμε τόσο πιο δύσκολο μας είναι να συνεχίσουμε να βλέπουμε. Βλέπουμε παιδιά που υποφέρουν, παιδιά που από αδυναμία δεν μπορούν καν να σταθούν στα πόδια τους, που πεθαίνουν από την πείνα. Οι φωτογραφίες είναι από τον μεγάλο λιμό στην Ελλάδα τα χρόνια της Κατοχής ειδικά το 1941 και 1942. Αυτές οι φωτογραφίες δίνουν στον τρόμο της πείνας ένα πρόσωπο. Φωτίζουν την ομίχλη της ανωνυμίας. Κι αυτό είναι εφικτό μόνο διότι τότε κάποιοι θαρραλέοι Έλληνες, πρώτη ανάμεσα τους η Βούλα Παπαϊωάννου, παρά την αυστηρή απαγόρευση των Γερμανών κατακτητών και παρά την έλλειψη υλικών, γιατί το τοπικό εργοστάσιο της Kodak είχε καταστραφεί, τεκμηρίωσαν τη θηριωδία με τη φωτογραφική τους μηχανή. Και όχι μόνον αυτό. Η Βούλα Παπαϊωάννου κατάφερε και έβγαλε τις φωτογραφίες από τη χώρα για να απευθύνει ένα μήνυμα συναγερμού σε όλο τον κόσμο. Μετά τον πόλεμο συγκέντρωσε τις φωτογραφίες της σε ένα άλμπουμ από μαύρο χαρτόνι το οποίο ονόμασε “Μαύρο Λεύκωμα” και το βλέπετε εδώ σήμερα».
Για το Ολοκαύτωμα των 50.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης σημείωσε ότι δείχνει το μίσος και το μένος με το οποίο το ναζιστικό καθεστώς έδρασε στη Θεσσαλονίκη. Σήμερα τα μέλη της Εβραϊκής Κοινότητας Θεσσαλονίκης είναι 1.200 κι αυτό δείχνει ότι υπάρχει ξανά μια πολύπλευρη εβραϊκή ζωή στην πόλη, είπε ο υπουργός.
Αναφέρθηκε στους Έλληνες που βρήκαν καταφύγιο στη Γερμανία στη διάρκεια της δικτατορίας στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στον φίλο του, τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά, υπενθυμίζοντας ότι έζησε και σπούδασε στην ίδια πόλη και στο ίδιο Πανεπιστήμιο στη Γερμανία».
Συνεργαζόμαστε πολύ καλά όχι γιατί συχνάζαμε στα ίδια φοιτητικά στέκια, αλλά γιατί και οι δυο μας, με τη σημερινή μας ιδιότητα, αναγνωρίζουμε ότι οι χώρες μας συνδέονται με μια τραγική ιστορία μεταξύ τους. Ειδικά γι αυτόν ακριβώς τον λόγο πρέπει να δουλέψουμε για ένα κοινό μέλλον μεταξύ της Ελλάδας και της Γερμανίας. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε ξανά ποτέ στο μέλλον την αποξένωση των χωρών μας και την εχθρότητα ανάμεσά μας. Σε αυτούς τους καιρούς της κρίσης που τα κύματα φουσκώνουν εύχομαι για την Ευρώπη περισσότερα για το κοινό έργο της μνήμης. Μια Ευρώπη που η συνείδηση της ιστορικής μνήμης είναι στην πολιτική της κουλτούρα καλύτερα εξοπλισμένη για τις καταιγίδες της εποχής μας. Η Γερμανία πάλεψε πολύ μετά τον πόλεμο για να συνειδητοποιήσει την ιστορία της και την ενοχή της. Και ακόμη και τώρα πολλά κεφάλαια παραμένουν στο σκοτάδι», επισήμανε.
Από όλα λοιπόν τα παραπάνω γίνεται κατανοητό το πόσο σημαντικό είναι το Goethe-Institut να συνεχίσει τη λειτουργία του στη Θεσσαλονίκη, καθώς ο ρόλος, το έργο του και η προσφορά του είναι αναντικατάστατα.