Μαμά είδα τον Άγιο Βασίλη
Υπάρχει γιατί έτσι το θέλουν τα παιδιά και οι γονείς που αγαπούν τα παραμύθια. Ας αφήσουμε όμως ιστορίες και ανθρώπους να μιλήσουν γι΄αυτόν και το μύθο του.
Λέξεις: Δήμητρας Κεχαγιά/Εικόνες: Γιάννης Τζιμπρές
Ο Άγιος Βασίλης υπάρχει. Την ύπαρξη του επιβεβαιώνουν τα χιλιάδες γράμματα που φεύγουν κάθε χρόνο τέτοιες μέρες με κατεύθυνση τη Λαπωνία, αλλά και τα δώρα κατά παραγγελία που ως δια μαγείας βρίσκουν κάτω από το δέντρο τα παιδιά. Υπάρχει γιατί έτσι το θέλουν τα παιδιά και οι γονείς που αγαπούν τα παραμύθια. Ας αφήσουμε όμως ιστορίες και ανθρώπους να μιλήσουν γι΄αυτόν και το μύθο του.
Τα τεχνάσματα του παραμυθιού
«Ο Πέτρος είναι βαθιά προβληματισμένος», μου εξηγεί μια φίλη και θεωρώ ότι ο 45χρονος επιχειρηματίας σύζυγός της σκέφτεται τη διεθνή οικονομική κρίση. «Ψάχνουμε μια νέα, πρωτότυπη ιδέα για το πώς θα «έρθει» φέτος ο Άγιος Βασίλης στο σπίτι!».
Δεν είμαι σίγουρη ποιος σε αυτήν την οικογένεια- αλλά και σε αρκετές ακόμη όπως διαπίστωσα- πιστεύει περισσότερο στον Άγιο Βασίλη. Η μαμά, ο μπαμπάς ή τα παιδιά; Η μαμά-φίλη μού περιγράφει την αγωνία τους να υποδεχτούν κάθε χρόνο τον Άγιο Βασίλη.
«Όταν τα παιδιά άρχισαν να καταλαβαίνουν τί θα πει Αϊ-Βασίλης, περίμεναν να τον δουν και να του μιλήσουν. Τότε προσφέρθηκε μια γειτόνισσα να βάλει τη γνωστή στολή και να έρθει στο σπίτι μας. Τους έδωσε τα δώρα και έφυγε για να «επισκεφτεί κι άλλα σπίτια». Την επόμενη χρονιά μετά το καθιερωμένο πρωτοχρονιάτικο γεύμα, βάλαμε τα παιδιά να παίξουν σ’ ένα δωμάτιο. Τοποθετήσαμε τα δώρα μέσα στο τζάκι, έτσι ώστε να φαίνονται σαν να έπεσαν από την καμινάδα. Όταν ήμασταν έτοιμοι βάλαμε δυνατά τα κάλαντα και τα παιδιά ήρθαν τρέχοντας στο σαλόνι. Ακολούθησε πανζουρλισμός. Την επόμενη χρονιά αρχικά το σκηνικό ήταν παρόμοιο. Τα παιδιά ήταν πάλι στο δωμάτιο και έπαιζαν, ενώ τα δώρα ήταν τοποθετημένα στο τζάκι με το γνωστό τρόπο. Τους είπα τάχα ότι ακούω έναν θόρυβο απ’ έξω και όλα ήρθαν στο παράθυρο να δουν τι συμβαίνει. Τότε ο οικοδεσπότης πέταξε ένα κεραμίδι από τον επάνω όροφο και έσπασε μπροστά στα μάτια τους. «Ο Αϊ-Βασίλης είναι πάνω στη σκεπή» τους φώναξα και αυτά τρελάθηκαν. Άρχισαν να τσιρίζουν, να ουρλιάζουν και έτρεξαν στο σαλόνι να βρουν τα δώρα τους. Πέρυσι αγοράσαμε ένα κόκκινο κολάρο για μεγαλόσωμα σκυλιά, δέσαμε επάνω μια κουδούνα σαν αυτές που έχουν στα πρόβατα και έγραψα με καλλιτεχνικά γράμματα τη λέξη Rudolf. Όταν λοιπόν έφτασε η ώρα να «έρθει ο Αϊ-Βασίλης», του …Rudolf του έπεσε το κολάρο μαζί με ένα κλαδί από έλατο. Δεν περιγράφεται ο χαμός που έγινε και τα βλέμματα των παιδιών. Ειδικά τα μεγαλύτερα παιδιά είχαν μπερδευτεί πολύ. Δεν ήξεραν τι να σκεφτούν. Μέχρι να φύγουν από το σπίτι σχεδίαζαν πώς θα γίνει του χρόνου να επιστρέψουμε το κολάρο στον αγαπημένο τάρανδο του άγιου».
Έλενα Πατήλα- Ψυχολόγος-Σύμβουλος οικογένειας
Είναι καλό να ενθαρρύνουμε τη φαντασία και τα συναισθήματα των παιδιών. Δεν πρέπει όμως να αξιοποιούμε το μύθο του Αϊ Βασίλη για δικούς μας λόγους. Για να επιβάλλουμε, για παράδειγμα, τρόπους συμπεριφοράς που θέλουμε εμείς, με τακτικές όπως «αν δεν είσαι καλό παιδί δε θα έρθει ο Άγιος Βασίλης». Περισσότερο πρέπει να ακολουθούμε τη σκέψη των παιδιών. Κάθε παιδί έχει επενδύσει με το δικό του τρόπο στο μύθο αυτό. Δεν υπάρχει σωστή ηλικία να σταματήσει να πιστεύει ένα παιδί. Εξαρτάται από το πότε έχει την ανάγκη να αποδεσμευτεί από αυτό το μύθο. Αν πιστεύει σε αυτόν, είναι καλό να υποστηρίζουμε και να επεκτείνουμε τη φαντασία του. Αν αρχίζει να τον απομυθοποιεί δε χρειάζεται να το συνεχίσουμε. Η στάση των γονιών και η συμπεριφορά τους σχετικά με τη διαχείριση της παιδικής σκέψης και φαντασίας είναι πράγματι ουσιαστικής σημασίας. Το πόσο ενθαρρύνουμε και παρακολουθούμε τα όνειρα ή και τις φαντασιώσεις των παιδιών μας, σχετίζεται με τη μελλοντική σχέση, που αυτά θα αποκτήσουν, με τη δυνατότητα και την επιθυμία να ονειρεύονται και να στοχεύουν ψηλά.
Μανίνα Ζουμπουλάκη- Συγγραφέας
Όσο ο γιος μου ήτανε μικρός πίστευε ότι ένας παππούς με άσπρη γενειάδα και κόκκινα ρούχα ερχόταν κάθε Χριστούγεννα και του έφερνε δώρα. Έγραφε μάλιστα και γράμματα, “αγαπητέ Αϊ Βασίλη αν έχεις αρκετά λεφτά θα ήθελα ένα ολόκληρο παιχνιδάδικο φέτος”, κλπ., κλπ. Ως έθιμο είναι συμπαθητικό, σου δίνει κάτι να συζητάς με τα (πολύ μικρά) παιδάκια σου όσο πλησιάζουν οι Γιορτές, τα κάνει να μην αισθάνονται ότι όλα εξαρτώνται από τους γονείς/συγγενείς τους… και γενικά δεν με χαλάει καθόλου. Το να αποδίδω τα δέοντα στον κύριο με τα άσπρα γένια, δηλαδή. Ίσως να είμαστε η τελευταία γενιά γονιών, πάντως, που πλασάρουμε στα παιδιά μας την ιδέα του Αϊ Βασίλη: υποθέτω ότι οι νεότεροι θα το κόψουν σιγά-σιγά και μάλλον κρίμα μου φαίνεται. Γιατί πρόκειται για παραμύθι, και τα παραμύθια είναι ωραία, ειδικά όταν είσαι παιδί και στα λέει η μαμά σου. Η οποία στα λέει επειδή στο βάθος δεν έπαψε ποτέ να πιστεύει ότι υπάρχει (κάτι σαν) Αϊ Βασίλης… έστω και σαν ιδέα.
Άρης Δημοκίδης-Συγγραφέας παιδικών βιβλίων
Κατά τη γνώμη μου είναι μάλλον ακίνδυνη η αναβίωση των εθίμων του Αϊ Βασίλη – και μάλλον διασκεδαστική. Το να πιστεύουν τα παιδιά σ’ αυτόν είναι κάτι που τους δίνει χαρά, επίσης είναι μια πλάνη με ημερομηνία λήξης: τα παιδιά κάποτε θα μάθουν πως δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης και θα επιζήσουν και χωρίς αυτόν. (Αντίθετα υπάρχουν άλλοι μύθοι που μαθαίνουμε ως παιδιά και που, για τους πιο εύπιστους, συνεχίζονται μια ζωή!) Είναι σίγουρο πως το όνειρο και τα παραμύθι είναι αναπόσπαστα κομμάτια της παιδικής ηλικίας. Το πρόβλημα, υποθέτω, είναι όταν οι γονείς κάνουν υπερβολές και αρχίζουν να αγχώνονται μην τυχόν πάρουν χαμπάρι τίποτα τα παιδιά. Σ’ ένα απ’ τα βιβλία μου, στο «Νησί των Χριστουγέννων», δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης. Τα ίδια τα παιδιά παίρνουν στα χέρια τους την υπόθεση των δώρων. Ταυτόχρονα οι μικροί ήρωες του βιβλίου χλευάζουν τις απελπισμένες προσπάθειες των γονιών να μασκαρευτούν και να δημιουργήσουν τεχνητό χριστουγεννιάτικο κλίμα. Αυτό που δεν καταλαβαίνουν, όμως, είναι ότι πολλές φορές οι γονείς χρησιμοποιούν ως άλλοθι τη διασκέδαση των παιδιών τους. Στην πραγματικότητα στολίζουν, λένε ιστορίες για τον Αϊ Βασίλη και μερικές φορές ντύνονται ανάλογα, γιατί θέλουν να γίνουν κι αυτοί ξανά παιδιά για λίγο, θέλουν (έστω και υποσυνείδητα) να παίξουν κι αυτοί. Συχνά, οι ντυμένοι γονείς το διασκεδάζουν πιο πολύ κι απ’ τα παιδιά τους. Και κανείς δεν μπορεί να τους κατηγορήσει…
Αλέξης Σταμάτης-Συγγραφέας
Εάν η αναβίωση του παραμυθιού συμβαίνει ακόμα -που νομίζω ότι μάλλον έχει ατονήσει- δε με πειράζει, μια και μεταφέρει την έννοια παραμύθι και παιχνίδι μες στην οικογένεια. Έτσι κι αλλιώς, στην απομυθοποιητική εποχή που ζούμε, τα παιδιά, όσο και να τους «πείσει» η οικογένεια για την ύπαρξή του Άγιου Βασίλη, κάποια στιγμή θα καταλάβουν την αλήθεια από μόνα τους.
Πένυ Κουτσάκη- Εκπαιδευτικός-Νηπιαγωγός
Είναι σωστό να ενθαρρύνουμε τα παιδιά μας να πιστεύουν στον Άγιο Βασίλη; Να ένα καλό ερώτημα! Έκανα ένα γρήγορο γκάλοπ ανάμεσα σε συναδέλφους μου και η ετυμηγορία ήταν ομόφωνα πως ¨ναι, φυσικά!¨. Ανάτρεξα στα παιδικά μου χρόνια και θυμήθηκα τον εαυτό μου να κοιτάζει με γλυκιά ανυπομονησία προς τον ουρανό. Όλες μου οι αισθήσεις επιβεβαίωναν το όνειρο. Άκουγα κουδουνάκια, έβλεπα τη χρυσόσκονη, το γάλα και τα κουλουράκια ήταν κάθε φορά φαγωμένα και το δώρο, μικρό ή μεγάλο, πάντα εκεί. Βέβαια δεν το είχα δει ποτέ, αλλά μάλλον είναι κι αυτό ένα από τα μυστικά του Αγίου, που προσθέτει σασπένς στη διαδικασία…
Τα χρόνια πέρασαν και καλούμαι τώρα από τη θέση του γονιού και την ιδιότητα του εκπαιδευτικού να απαντήσω στο ερώτημα. Δεν νιώθω την ανάγκη να ανατρέξω στη βιβλιογραφία παρά μόνο στο συναίσθημα και στη μαγεία, που παραδόξως ακόμη και μετά την ανακάλυψη «της αλήθειας» είναι ακόμη εκεί. Πιστεύω στον Αϊ – Βασίλη και υπερασπίζομαι με πάθος το δικαίωμα των παιδιών (αλλά και των μεγάλων) να πιστεύουν σε πράγματα που δεν βλέπουν με τα μάτια της λογικής τους αλλά με αυτά της φαντασίας τους και της ψυχής τους. Πιστεύω στον Άγιο Βασίλη των παιδικών μου χρόνων που είναι συνδεδεμένος με αξίες όπως η καλοσύνη, η αγάπη, η αλληλοβοήθεια και η ευγνωμοσύνη. Σ΄ αυτόν τον Άγιο Βασίλη ενθαρρύνω τα παιδιά στο σχολείο αλλά και τα δικά μου παιδιά να πιστεύουν, διαχωρίζοντάς τον από τα χιλιάδες κακέκτυπα.
Μια μικρή Χριστουγεννιάτικη ιστορία μιας τρελής-τρελής οικογένειας
«Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς είμαστε όλοι στο σπίτι. Εγώ, η μαμά, ο μπαμπάς, η αδερφή μου και οι γιαγιάδες. Όταν η ώρα πάει 11.45μ.μ., εγώ, η μαμά και η αδερφή μου βγαίνουμε έξω και πηγαίνουμε μια βόλτα μέχρι το πάρκο γιατί «έτσι πρέπει». Να λείπουμε, ώστε να μπει ο Αϊ Βασίλης από την καμινάδα και να μας φέρει τα δώρα. Πάντα όμως στο σπίτι μένουν ο μπαμπάς με τις γιαγιάδες. Κλείνουν τα φώτα και κρύβονται μήπως και καταφέρουν να τον τσακώσουν πριν φύγει, ώστε να τον δούμε κι εμείς! Όταν η ώρα πάει 12 και ακούγονται τα πρώτα πυροτεχνήματα αγκαλιαζόμαστε, λέμε τα χρόνια πολλά και τρέχουμε στο σπίτι για να δούμε τι έγινε. Όταν φτάνουμε στην εξώπορτα είναι όλα πολύ σκοτεινά και από μέσα ακούγεται πολύ φασαρία. (Οι γιαγιάδες πετάνε κατσαρολικά από τις σκάλες και χτυπάνε καπάκια μεταξύ τους σαν τύμπανα).
Χτυπάμε όλοι μαζί την πόρτα, συνήθως ανοίγει ο μπαμπάς και φωνάζει: τρέξτε, τρέξτε. Από εκεί πήγε. Από εκεί. Επειδή είναι σκοτεινά, εμείς τρέχουμε πέρα δώθε και ξαφνικά η γιαγιά φωνάζει «τον τσάκωσα». Ο μπαμπάς ανάβει τα φώτα, η γιαγιά λέει «όχι, μου ξέφυγε, αλλά τσάκωσα ένα κομμάτι από το βρακί του» και τρέχει προς το μέρος μας ανεμίζοντας ένας κόκκινο ύφασμα. Όταν ησυχάζουν τα πράγματα ακούμε όλες τις βρύσες του σπιτιού να τρέχουν (τις άνοιξε ο Άγιος Βασίλης για να φύγει ο παλιός ο χρόνος). Κι έρχεται η καλύτερη στιγμή. Κοιτάμε κάτω από το δέντρο όπου βρίσκονται όοοολα τα δώρα (πάνω από ένα για τον καθένα) και ορμάμε όλοι μαζί να τα ανοίξουμε.
Μετά από όλο αυτό το παραλήρημα που διαρκεί καμιά ώρα, κόβουμε τη βασιλόπιτα και για κάποια λόγο ΠΑΝΤΑ εκείνη την ώρα τηλεφωνεί ο θείος Νίκος (ο αδερφός της γιαγιάς) για τα Χρόνια Πολλά. Σαν παιδί όλο αυτό μου φαινόταν μαγικό. Η καρδιά μου πάντα πήγαινε να σπάσει από την αγωνία όταν χτυπούσαν οι κατσαρόλες. Τρόμαζα λίγο. Εννοείται ότι αυτό συνεχίζεται κάθε χρόνο και νιώθω τα ίδια πράγματα. Σίγουρα θα κάνω το ίδιο και στα παιδιά μου. Η Πρωτοχρονιά μας είναι η καλύτερη μέρα του χρόνου. Παρότι ξέρουμε ότι πλέον ο Αϊ Βασίλης δεν έρχεται, εκείνη την ώρα πιστεύουμε όλοι τόσο πολύ στο ρόλο μας, που μερικές φορές νομίζουμε ότι πράγματι τον είδαμε να φεύγει από την καμινάδα.