Μαρίνα Χεκίμογλου: Η διαρκής ομορφιά της προσφοράς
Εθελόντρια ακούραστη, μπολιασμένη με την ιδέα της προσφοράς για τον άλλον, έζησε οκτώ και μισή δεκαετίες στη Θεσσαλονίκη, βιώνοντας τις αλλαγές και τις ιστορίες της πόλης.
Μια γυναίκα με τεράστια καρδιά, μια καρδιά γεμάτη αγάπη για το συνάνθρωπο.
Εθελόντρια ακούραστη, μπολιασμένη με την ιδέα της προσφοράς για τον άλλον, έζησε οκτώ και μισή δεκαετίες στη Θεσσαλονίκη, βιώνοντας τις αλλαγές και τις ιστορίες της πόλης.
-Είμαι 85 χρόνων. Με καταγωγή της οικογένειας μου από το Ικόνιο και την Προύσα, μεγάλωσα σε ένα προσφυγικό σπίτι στην Άνω Πόλη. Όποιος πέθαινε στη γειτονιά μάζευε η μάνα μου τα ρούχα και τα πήγαινε με τα πόδια στο Λεμπέτι, στο Ψυχιατρείο. Είχαν ανάγκη από ρούχα. Έμαθα από παιδί στην προσφορά. Έτσι προσέφερα όλη μου τη ζωή σε ομάδες διάφορες. Δεν είμαι των κανόνων. Τα παιδιά μου τα μεγάλωσα έτσι, με την ιδέα της προσφοράς. Ο εθελοντισμός δεν έχει ηλικία. Ο Μπουτάρης προώθησε τον εθελοντισμό. Βοηθούσα κάποτε ένα ζευγάρι προσφύγων, δεν ήξερα γρι τη γλώσσα τους, μιλούσαμε με τη γλώσσα της ψυχής. Τον καιρό της προσφυγικής κρίσης μαγειρεύαμε και πηγαίναμε φαγητό και παιχνίδια στα σύνορα, στα καμπ. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ήθελε να μου φιλήσει το χέρι μια φορά. Ντράπηκα.
-Σαν παιδί, παρά τα προβλήματα της εποχής, πέρασα καλά. Γεννήθηκα στο Άσυλο, 1η Απριλίου. Οι σειρήνες ηχούσαν. Δυο μέρες μετά μπήκαν οι Γερμανοί. Πήραν τις λεχώνες και τις πήγαν στο καταφύγιο στο υπόγειο και μείναμε τα νεογέννητα επάνω. Έλεγε πάντα η μάνα μου πώς από τη μέρα που γεννήθηκα τα βγάζω πέρα μόνη μου. Η ζωή μου τα φερε δύσκολα και οδυνηρά αλλά είμαι ακόμα εδώ. Η γειτονιά μας ήταν κοριτσογειτονιά. Κανένα αγόρι. Πιο κάτω στην παλιά Λαχαναγορά είχε αγόρια. Κάθε Τετάρτη σε ένα τοίχο ερχόταν κάποιος με ένα πανί και έδειχνε σινεμά. Εμείς όλοι παίρναμε τα σκαμπό μας και πηγαίναμε να δούμε ταινία. Εκείνος μας έδειχνε κάτι ταινίες για υγιεινή. Για το πώς πρέπει να προσέχουμε τις μύγες, την υγεία μας. Επιμορφωτικές. Αλλά για μας διασκέδαση ήταν και αυτό.
-Θυμάμαι τα καλντερίμια στην Άνω Πόλη. Νερό δεν είχαμε στο σπίτι. Απέναντι από το σπίτι μου είχε δημόσια βρύση. Τον πατέρα μου τον γνώρισα στρατιώτη. Ήταν στο Αλβανικό μέτωπο και μέχρι τα επτά μου στρατιώτη τον θυμάμαι με τα χακί ρούχα. Από το 1947 και μετά άρχισα να νοιώθω ότι έχω μπαμπά. Ήταν δύσκολα χρόνια. Ήμουν τσαούσα και καταφερτζού. Δεν είχα ύπνο από τότε. Το νερό ερχοταν συγκεκριμένες ώρες και οι γειτόνισσες βγαίναν και πιάναν ουρά με τους τενεκέδες. Είχαμε δίπλα μας μια χιώτισσα, ηλικιωμένη που δεν είχε ύπνο και αυτή. Μέσα στη μαύρη νύχτα εμφανιζόταν και άλλαζε τη σειρά στους τενεκέδες. Έβγαινα στο παράθυρο τρεις τη νύχτα και της φώναζα: Θα το πω, θα το πώ, θα το πώ! Πήγαινε την άλλη μέρα στη μαμά μου και της έλεγε ίντα η κόρη σου, ίντα…Όταν πέθανε με φώναξε να με αποχαιρετήσει. Απέναντι από το σπίτι μας ήταν τα καστρόπληκτα. Εκεί παίξαμε πολύ. Έφυγα 18 χρόνων από την Άνω Πόλη γιατί παντρεύτηκα. Το 1962.
-Μετακόμισα Κασσάνδρου, στις Νέες Φυλακές. Εκεί ήταν και ο Παγκρατίδης και άλλοι. Τώρα το κτίριο είναι Λύκειο. Ήταν φυλακές μέχρι το 1978 νομίζω. Μας ξυπνούσε το εγερτήριο των κρατουμένων στις πέντε το πρωί. Ήταν υπόδικοι εκεί. Πριν πάνε στο Επταπύργιο. Από το μπαλκόνι μου, επειδή έμενα στον 5ο όροφο είχε όλη την εικόνα. Με τα κελιά που βλέπαν στην αυλή. Τους έβγαζαν στο προαύλιο. Οι ομοφυλόφιλοι έβγαιναν με τις γυναίκες να αυλιστούν. Ο Παγκρατίδης ήταν σε ένα κελί απέναντι από μπαλκόνι μου. Έκανε σήματα με ένα καθρεφτάκι.
-Η πόλη άλλαζε πολύ αργά. Θυμάμαι το Πανόραμα να πηγαίνουμε εκδρομή. Να ναι μόνο εξοχές και τα πεϊνιρλί και τα τρίγωνα. Στην Κασσάνδρου περνούσε γαλατάς, ο Θωμάς με το ένα χέρι. Η μαμά μου δεν είχε ιδέα από εμπόριο. Πήραμε ένα μικρό μαγαζί στη Στοά Καράσσο. Η αθηναϊκή αγορά μέσα είχε βιτρίνες. Πήραν μαζί με άλλους δυο-τρεις μαγαζάκια. Πλισέδες, χάντρες, κλωστές. Ήταν ένας συμβολαιογράφος, ένας οδοντίατρος, δικηγόροι και μια μοδίστρα μέσα στη στοά. Πάγκοι με υφάσματα, Εμείς είχαμε πελάτισσες τις καλύτερες μοδίστρες του καιρού εκείνου που ράβανε για πλούσιες και φτωχές. Οι επώνυμες ραβόταν ας πούμε για το χορό των Ανεμώνων, τα μπαλταφάν. Ράβαν αλά Σανέλ. Κάναμε εισαγωγές από έξω. Κουμπιά. Πασματερί. Αγαπούσα πολύ τη δουλειά μου, τα παιδιά μου μεγάλωναν σχεδόν μόνα. Τα μαγαζιά μας πήγαιναν καλά αλλά αποφάσισαν να μας κάνουν όλους έξωση και βρεθήκαμε στο δρόμο.
-Στη Στοά Χρυσικοπούλου υπήρχαν άδεια μαγαζιά. Μεταφερθήκαμε εκεί. Δεν μας ακολούθησαν οι πελάτισσες. Ο άνδρας μου άλλαξε κατεύθυνση έγινε μεσίτης. Ξεκινούσαν τα Κωνσταντινοπολίτικα. Εμείς πουλήσαμε το 90% των οικοπέδων εκεί. Αποφάσισα και γω να κάνω ένα πρατήριο άρτου μέσα στη στοά. Δεν ήξερα ούτε να ζυγίσω τότε…Από το φούρνο μου πέρασε όλος ο καλλιτεχνικός κόσμος, ο συμβολαιογραφικός, οι πάντες. Επάνω ήταν ο ΟΠΑΠ κατέβαιναν Κυριακή όλα τα παιδιά που δούλευαν, ΤΣΜΕΔΕ, Ένωση Γυναικών, γνώρισα τον Ανδρέα και τη Μαργαρίτα. Πέρασε το σύμπαν. Ήμουν διαρκώς εκεί. Επάνω είχε και τη Διαγώνιο ο κύριος Ντίνος Χριστιανόπουλος και κάθε μέρα ήταν λαλίστατος. Μια φορά μια κυρία που έγραφε ποιήματα του τα έδωσε εκεί στη στοά και τον ρώτησε πώς του φάνηκαν: Να πάτε να πλύνετε τα πιάτα σας της είπε και να αφήσετε την ποίηση για αυτούς που ξέρουν…
-Βγαίναμε στα κέντρα εκείνα τα χρόνια. Στο Στορκ, στο Remember που έκανε εγκαίνια με τη Μοσχολιού. Μου είχε μια αγάπη η Μοσχολιού ιδιαίτερη, πρώτο τραπέζι πίστα. Στα εγκαίνια ρίχνει μια βροχή, πλημμυρίζει η πίστα, τα τραπέζια αλλά η Βίκη έπρεπε να βγει να τραγουδήσει. Και βγαίνει με τα παντοφλάκια με τα μπον μπον ξυπόλυτη και συνεχίζει μέσα στο νερό να τραγουδά! Ο Στράτος Διονυσίου ήταν πατριώτης με το Χατζόπουλο που χε μια χαρτοπαικτική λέσχη. Του έδωσε ένα εκ. δραχμές να τραγουδήσει για κείνον το Σαλονικιό. Για να το χορεύει και το χόρευε ωραία!
-Ο Μπουτάρης με φώναξε μαζί του από την αρχή. Με φώναζε συμπεθέρα, μέχρι και στο Σαββόπουλο έτσι με σύστησε! Άνοιγα το γραφείο προεκλογικά το πρωί και το ‘κλεινα το βράδυ. Χρωστάω και στο Ζέρβα γιατί τον καιρό της δοκιμασίας με το παιδί μου στον Άγιο Λουκά με ρωτούσε κάθε μέρα πώς είμαι…Δούλεψα με την ψυχή μου και στις δυο δημαρχίες. Πρόσφερα ώρες ατέλειωτες…