Ένα καλοκαιρινό μεσημέρι στα έρημα Λουτρά Θέρμης
Εικόνες και αισθήματα από μια καλοκαιρινή βόλτα σε έναν έρημο τόπο
Λέξεις-Εικόνες: Τάσος Ορφανίδης
Μέσα στο καταμεσήμερο, με θερμοκρασία κοντά στους 35 βαθμούς, το μόνο που σκεπτόμουνα ήταν να κλέψω λίγο ύπνο στο αυτοκίνητο κάτω από την παχιά σκιά των δένδρων. Μια πινακίδα μπροστά μου έδειχνε τα Λουτρά Θερμης σε ένα εγκαταλελειμένο κτίριο και σε ένα άλλο Δήμος Θεσσαλονίκης. Εδώ είμαστε σκέφτηκα, ένα δάσος από πεύκα θα ήταν η μεσημεριανή μου παρέα. Η σκέψη μου γύρισε αρκετά χρόνια πίσω….
Είχε σηκωθεί από τα άγρια χαράματα κι ετοίμαζε τη βαλίτσα της. Πήρε στα χέρια της το λευκό μπουρνούζι, πέρασε την παλάμη της αρκετές φορές στη χνουδωτή του σάρκα, το έφερε αργά στο πρόσωπο να πάρει από το απαλό του χάδι, το δίπλωσε στη συνέχεια με προσοχή και το έβαλε προσεκτικά στο βάθος της μεγάλης βαλίτσας της.
Συμβουλεύτηκε το χαρτί που είχε σημειωμένα όλα όσα χρειαζόταν να πάρει μαζί της, ένα ένα τα τσεκάρισε με το μολύβι, μέχρι να βεβαιωθεί ότι δεν λείπει κάτι. Στάθηκε για τελευταία ματιά μπροστά στον καθρέφτη , πήρε με το χέρι της την φράντζα που έπεφτε στα μάτια της και την έφερε πίσω, να σκεπάσει τα αραιά μαλλιά της.
Τελευταία είχε πάρει την απόφαση μετά από 60 χρόνια να τα κόψει κοντά, ελπίζοντας να δυναμώσουν. Συνήθιζε παλιά να κάνει περμανάντ, μέχρι που η χτένα διέψευσε τις προσδοκίες της. Είχε αρχίσει να κρατά κάθε φορά περισσότερες τρίχες. Βγήκε από τα ρούχα της, την πέταξε με μανία στο δάπεδο, το θυμάται με κάθε λεπτομέρεια, νιώθοντας να την έχει προδώσει.
Η κόρνα από το αυτοκίνητο που την περίμενε έξω από το σπίτι για αρκετή ώρα, σήμανε ότι δεν έχει άλλα περιθώρια, έπρεπε να βιαστεί. Ο γιατρός που την παρακολουθούσε της είχε συστήσει να κάνει 15 λουτροθεραπείες, επιλέγοντας μάλιστα τα λουτρά της Θέρμης στη Θεσσαλονίκη, ξακουστά για γυναικολογικές παθήσεις. Ένας μικρός παράδεισος 500 στρεμμάτων, της είπε, ιδανικός τόπος για διακοπές και ξεκούραση.
Έσυρε τα βήματα της μέχρι την πόρτα του αυτοκινήτου, παρέδωσε την βαλίτσα της και με την βοήθεια του εγγονού της βολεύτηκε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Σε μισή ώρα λίγο έξω από την πόλη, βρέθηκε σε ένα πευκόφυτο παράδεισο με μικρά σπιτάκια και κιόσκια. Ανάμεσα στα πεύκα, με τις πευκοβελόνες τους να χαράσσουν τη διαδρομή.
Ήθελε, με το που πάτησε το πόδι της, να κάνει αναγνώριση της περιοχής, να γνωριστεί με τους άλλους συγκατοίκους της,να ανοίξει την κάμαρη της μοναξιά της.
Είχε διαβάσει σ’ ένα τεύχος που έπεσε τυχαία στα χέρια της, ότι τα λουτρά χρονολογούνται από τα αρχαία χρόνια. Γι αυτό και μόνο τον λόγο ανέβηκαν πολύ στην εκτίμηση της, ιδιαίτερα όταν πληροφορήθηκε ότι οι υπαίθριοι μαρμάρινοι λουτήρες είναι από τα βυζαντινά χρόνια. Ο εγγονός της έφερε την βαλίτσα από το αυτοκίνητο και περίμενε μέχρι να τακτοποιηθεί στο κρεβάτι της.
Κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος, όταν το αυτοκίνητο του πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Τα μάτια της για πρώτη φορά, άφησαν να κυλήσει ένα δάκρυ. Ένιωσε ένα πέπλο μοναξιάς να την σκεπάζει, γι αυτό πήρε την κουβέρτα πάνω της καλύτερα και την τράβηξε μέχρι το κεφάλι.
Νάξεραν πόσο λαχτάρησε μια καινούργια μέρα στο στεγνό κορμί της , κουβαλούσε τη βιασύνη μέσα του.