Καλό ταξίδι και καλή αρχή
της Ειρήνης Περπερίδου Εικόνες: Sheba Gray Γνώρισα τον Αντώνη κατά τη διάρκεια του ρεπορτάζ που έκανα για το «Κοινωνικό Ιατρείο Αλληλεγγύης». Μόλις αντιλήφθηκε την ιδιότητα μου, με πλησίασε διστακτικά έχοντας ένα μεγάλο, μα συνάμα συγκρατημένο χαμόγελο στα χείλη και με ρώτησε «Μπορείς να γράψεις για το πόλεμο;». Απορροφημένη με το εν λόγω θέμα, δεν κατάφερα […]
της Ειρήνης Περπερίδου Εικόνες: Sheba Gray
Γνώρισα τον Αντώνη κατά τη διάρκεια του ρεπορτάζ που έκανα για το «Κοινωνικό Ιατρείο Αλληλεγγύης». Μόλις αντιλήφθηκε την ιδιότητα μου, με πλησίασε διστακτικά έχοντας ένα μεγάλο, μα συνάμα συγκρατημένο χαμόγελο στα χείλη και με ρώτησε «Μπορείς να γράψεις για το πόλεμο;». Απορροφημένη με το εν λόγω θέμα, δεν κατάφερα εξαρχής να αντιληφθώ σε ποιον πόλεμο αναφερόταν, «Για τα αδέρφια μου, στη Συρία». Όλα αυτά τότε φάνταζαν τόσο μακρινά στα μάτια μου!
Ο Αντώνης είναι ένας από τους Χριστιανούς Σύριους που εδώ και αρκετά χρόνια έχουν βρει καταφύγιο στη χώρα μας. Είδε σε μια ημέρα την οικογένεια του να ξεκληρίζεται, καθώς μια βόμβα σκότωσε τους γονείς του στο πατρικό του σπίτι. ‘Έτσι, αποφάσισε να φύγει μακριά για να σωθεί και μαζί του να σώσει ένα κομμάτι της αγαπημένης του πατρίδας. Σήμερα ευχαριστημένος από το δώρο του Θεού, ζει αξιοπρεπώς μαζί με την οικογένεια του στη πόλη μας.
Ένα μήνα μετά και αφότου η ιδέα ενός επί τόπιου ρεπορτάζ στους δρόμους της πόλης είχε ωριμάσει, κάλεσα τον Αντώνη στον αριθμό που μου είχε δώσει και μαζί κατευθυνθήκαμε αρχικά προς τη Κολόμβου όπου πολλοί πρόσφυγες, όσοι έχουν χρήματα, καταλύουν σε φθηνά ξενοδοχεία, τα οποία δεν είναι και τόσο φθηνά καθώς ζητούν από κάθε άτομο 20 ευρώ την ημέρα για ένα δωμάτιο με τρεις ή και τέσσερις συγκατοίκους ή περιμένουν υπομονετικά σε καφέ, παγκάκια ή και πεζοδρόμια μαζί με τις οικογένειες τους το σωτήριο τηλεφώνημα από τους διακινητές, με τις απαραίτητες πληροφορίες για τη συνέχιση του ταξιδίου τους και τη πορεία προς το «Δυτικό Παράδεισο», δηλαδή τις Σκανδιναβικές χώρες και τη Γερμανία.
Είχα προβλέψει να πάρω μαζί τη φωτογραφική μηχανή ήθελα με το φτωχό μου μυαλό να καταγράψω πρόσωπα και στιγμές, βλέμματα και κινήσεις, αλλά όταν αρχίζεις να επικοινωνείς με αυτούς τους ανθρώπους (με τη βοήθεια φυσικά του Αντώνη που μετέφραζε) χάνεσαι στις διηγήσεις τους και αυτομάτως ξεχνάς κάθε απόπειρα για λήψη που συχνά γεννά αμήχανες αντιδράσεις. Δεν θα αναφερθώ στα γνωστά πλέον στοιχεία: τον τρόπο μεταφοράς, τις χρηματικές απολαβές, τις συνθήκες και τις αντιξοότητες, όλα μοιάζουν και είναι μια καλοκουρδισμένη μηχανή που εμπορεύεται την ανθρώπινη δυστυχία και απόγνωση τόσο καλά που εξισώνει τα έμψυχα όντα με τα άψυχα χρήματα.
Αυτό που μετρά και πάλι είναι η ανθρώπινη τόλμη και γενναιότητα που υπερνικά κάθε φόβο και κάθε φυσικό εμπόδιο. Αδιαφορώντας για τη σωματική και ψυχική τους κατάσταση, βάζοντας στην άκρη το πόνο της απώλειας ήταν αποφασισμένοι να φτάσουν στο τελικό προορισμό. Ρωτώντας τους τι θα κάνουν όταν φτάσουν στις χώρες- στόχους, μου απαντούν: «Δεν γνωρίζω, θα δουλέψω, θα δουλέψω όπου βρω αρκεί να μην χρειαστεί να γυρίσω πίσω».
Δίπλα τους μια παρέα τεσσάρων αγοριών, ήταν φοιτητές συνομήλικοι μου! Τους ρωτώ αυθόρμητα τι σπουδάζουν ή καλύτερα τι σπούδαζαν, ο Αμπίρ προοριζόταν να γίνει γιατρός, ο Μπαχίρ οικονομολόγος, ο Ομάρ φιλόλογος και ο Φατίν ο νεότερος της παρέας μηχανικός. Με ένα ζεστό χαμόγελο μου μιλούσαν για τα μελλοντικά τους σχέδια την έναρξη μιας νέας περιόδου αναίμακτης και ειρηνικής.
Μια σκέψη έχει στοιχειώσει το μυαλό μου συνεχώς και με προβληματίζει έντονα, εάν αυτοί οι άνθρωποι που συνάντησα εκείνη την ημέρα, κατάφεραν τελικά να εκπληρώσουν το μεγαλόπνοο σχέδιο τους: να φτάσουν στο προορισμό τους • εάν ο Αλί, εκείνο το φοβισμένο αγοράκι που δεν έφευγε στιγμή από την αγκαλιά της μητέρας του θα καταφέρει να μεγαλώσει γαλήνια, επουλώνοντας όσο είναι δυνατόν της πληγές του από έναν πόλεμο θηρίο• εάν η Ναντίμα κατάφερε να ανταμώσει με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας της στη Σουηδία.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι κατά τη διάρκεια του αμήχανου αποχαιρετισμού, ευχαριστώντας τους αρχικά για τις σκέψεις, τις εμπειρίες που μοιράστηκαν με μια άγνωστη και ξένη μέχρι πρότινος νεαρή γυναίκα, τους ψιθύριζα με δισταγμό «Καλό ταξίδι και καλή αρχή». Μακάρι η ευχή αυτή να έγινε καλός σύντροφος στη δική τους Οδύσσεια.