Ματιές στην πόλη

Μόνο άνθρωποι υπάρχουν!

Λέξεις-Εικόνες: Θοδωρής Τσομίδης Είμαι ερωτευμένος με τους περιπάτους στην Άνω πόλη. Μου αρέσει η γαλήνη της, τα χρώματά της, το γεγονός πως είναι η μόνη γειτονιά της Θεσσαλονίκης που έχει μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα και που ανά πάσα στιγμή μπορεί απρόσμενα να σου αποκαλύψει ένα μυστικό της, να σε καταπλήξει να σε μαγέψει. Την περασμένη Τετάρτη […]

Parallaxi
μόνο-άνθρωποι-υπάρχουν-26538
Parallaxi
sam_6.jpg

Λέξεις-Εικόνες: Θοδωρής Τσομίδης

Είμαι ερωτευμένος με τους περιπάτους στην Άνω πόλη. Μου αρέσει η γαλήνη της, τα χρώματά της, το γεγονός πως είναι η μόνη γειτονιά της Θεσσαλονίκης που έχει μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα και που ανά πάσα στιγμή μπορεί απρόσμενα να σου αποκαλύψει ένα μυστικό της, να σε καταπλήξει να σε μαγέψει. Την περασμένη Τετάρτη ο περίπατός μου με αντάμειψε με ένα δώρο ανεπανάληπτο.

Κάπου στον Μάρτιο, περπατώντας την οδό Ακροπόλεως παρατήρησα πως στη μέση του πεζοδρομίου υπήρχε ένας μικρός περιφραγμένος μπαξές και ένας ηλικιωμένος κύριος που στωικά φτυάριζε το χώμα. Λίγους μήνες αργότερα η σπορά είχε αρχίσει να ξετρυπώνει δειλά δειλά από το έδαφος. Ποιος ήταν, όμως, εκείνος ο κύριος και τι δουλειά είχε ένας μπαξές πάνω στο πεζοδρόμιο;

Η τρίτη μου επίσκεψη έμελλε να λύσει τις απορίες μου. Όταν αντίκρισα ξανά το σπίτι έμεινα έκπληκτος. Μωβ και κίτρινα λουλούδια έκρυβαν την περίφραξη, πίσω από την οποία φύτρωναν μελιτζάνες, ντομάτες, πιπεριές στον ίσκιο μιας μεγάλης ροδακινιάς που προϋπήρχε. Το θαύμα είχε γίνει και η προσπάθεια του ηλικιωμένου κυρίου έμοιαζε με καρτερική, σιωπηλή αντίσταση στην τσιμεντούπολη που απλωνόταν στον ορίζοντα. Τότε τον είδα, περνούσε μπροστά από το παράθυρο μετακινούμενος εντός του σπιτιού, δίχως να έχει αντιληφθεί την παρουσία μου. Του φώναξα «Καλημέρα!» ενστικτωδώς, διαισθανόμενος πως είχα μια μοναδική ευκαιρία να γνωρίσω αυτόν τον ταπεινό “επαναστάτη”.

Ο κύριος Κώστας

Δέκα λεπτά μετά καθόμαστε μαζί στο προαύλιο, με θέα το θαυμαστό του δημιούργημα, πίνοντας καφέ που ο ίδιος έσπευσε να ετοιμάσει. Πίσω από τα κόκκινα χοντρά γυαλιά φανερώνεται ένα καλοσυνάτο βλέμμα, ένα κάλεσμα άνεσης και οικειότητας. Ο κ. Κώστας έχει περάσει στην όγδοη δεκαετία της ζωής του. Κατάγεται από τον Σοχό, αλλά ζώντας στην πόλη από το 1950 μπορεί να δηλώνει πλέον «περίπου Θεσσαλονικιός». Δούλεψε εργάτης και αργότερα εργοδηγός: «από ανάγκη διαλέγαμε επάγγελμα, δεν υπήρχαν προτιμήσεις». Συνταξιούχος εδώ και χρόνια ασχολείται με τον κήπο του. Τον ρωτώ για αυτό. Μου δείχνει το πόδι του: « Το βλέπεις το αριστερό μου πόδι; Το έχασα, μου το ‘κοψαν. Η πίσσα του τσιγάρου μου χάλασε τα αγγεία, ούτε το ζάχαρο, ούτε το αλκοόλ. Πρώτα έχασα τα δάχτυλα, μετά το υπόλοιπο.»

Ούτε η ηλικία, ούτε οι αναποδιές τον πτόησαν. «Κάνω κάτι που αγαπώ. Δεκαπέντε χρόνια τώρα. Αντί να τρέχω στα ΚΑΠΗ, φροντίζω τη γη. Όταν έχω όρεξη παίρνω και το λεωφορείο να κάνω μια βόλτα την πόλη.». Τον ρωτάω πώς περίφραξε το πεζοδρόμιο: « Όταν το πρωτοέκανα ήρθαν και μου το χαλάσανε. Μου είπαν το πεζοδρόμιο είναι του Δήμου. Εγώ δημότης δεν είμαι; Τους είπα εγώ θα το κάνω και αν εσείς φτιάξετε κάτι ομορφότερο ελάτε να μου το ξαναρίξετε. Δεν με ξαναενόχλησαν.» Ευτυχώς σκέφτομαι. «Αντί να έχουμε σκουπίδια και ακαθαρσίες έχουμε λουλούδια, λαχανικά, ζωή. Λέω και στους γείτονες: κάντε κάτι και εσείς, κάτι όμορφο». Το γήρας δεν έρχεται μόνο: « Πλέον δουλεύω καθιστός, δε βαστάω να είμαι πού ώρα όρθιος. Έφτιαξα μια καρεκλίτσα σαν έλκηθρο για να την τσουλάω και να μη βουλιάζω στο χώμα και φτυαρίζω. Πιάνουν τα χέρια μου. Παλιά μπορούσα να σου διαλύσω μηχανή μέχρι τις βίδες και να στην ξαναφτιάξω.»

Ο κ.Κώστας διακόπτει για να βγάλει το φαί από τη φωτιά. Κάνω να φύγω. «Κάτσε, εγώ τρώω αργά, έχω χρόνο». Μου λέει για την Άνω πόλη , την ηρεμία της, αλλά δυσανασχετεί. «Την κατέστρεψαν και αυτήν. Δες, όπως να είναι χτίζει ο καθένας, άλλος εξαώροφα, άλλος τετραώροφα, τσιμέντο. Αυτά δεν έπρεπε να υπάρχουν.»

Η συζήτηση φεύγει από τον μπαξέ του, κινούμαστε πίσω στο χρόνο. Τον ρωτάω πια εμπειρία του θα ξεδιάλεγε ως πιο συγκλονιστική. Μου λέει για τον Εμφύλιο,  κομπιάζει, η όψη του σφίγγεται «Χειρότερο πόλεμο από τον εμφύλιο δεν είδαμε. Ξέσπασε όσο μίσος υπήρχε. Σκότωναν για κάθε αφορμή. Επειδή τους είχαν πειράξει κάποτε την αδερφή, είχαν φλερτάρει την κοπέλα τους, επειδή είχαν πει δυο κουβέντες παραπάνω ένα βράδυ στο κρασί. Στο χωριό μου κόβανε τα κεφάλια των ανταρτών, τα βάζανε σε σακιά σαν τα καρπούζια και τα φέρνανε στην πλατεία για αναγνώριση. Μια μέρα   περνούσα από ένα μαγαζί και είδα μέσα δυο κορμιά νεκρά ξαπλωμένα. Δεν πρέπει να είχε ώρα που έγινε η δουλειά. Πλησίασα. Η μια ήταν γυναίκα και πάνω στο στήθος της προσπαθούσε να βυζάξει ένα μωράκι.» Βουρκώνει και στρέφει το κεφάλι του αλλού. « Όχι φανατισμός, μέτρο θέλουν όλα», μου λέει, «οι μεγάλοι κανονίζουν και οικονομούν, εμείς την πληρώνουμε». Φαίνεται απογοητευμένος. Ψηφίζει πάντα, αλλά ποτέ ως οπαδός. Πίστεψε ποτέ σε κάποιον πολιτικό; « Ναι, τον Ανδρέα πίστεψα στην αρχή, αλλά μετά δεν τα έκανε καλά. Έπρεπε να διαλέξει, πολιτικός ή γκόμενος, και τα δύο δε γίνονται.»

«Πιστεύεις στο θεό;» με ρωτάει. Του γνέφω αρνητικά. « Σωστός είσαι σε αυτό. Το έλυσα μέσα μου πριν από χρόνια. Αφού γίνανε αυτοί οι πόλεμοι δεν υπάρχει θεός. Να το ξέρεις ούτε θεός υπάρχει, ούτε Παναγία, μόνο άνθρωποι υπάρχουν», και αυτή είναι ίσως η στοχαστικότερη αποστροφή του.

Τόση εμπειρία ζωής σε ένα σώμα που μάζεψε με τον καιρό. Τι μένει αλήθεια από ογδόντα χρόνια ζωής; Ποιο είναι το συμπέρασμα; «Τίποτα. Αέρας. Δεν βγάζω νόημα.». Και αν ξαναγινόταν νέος για μια μέρα. Στο άκουσμα της ιδέας κουνάει βιαστικά το  χέρι «Όχι, όχι, δεν θέλω. Έκλεισα τα βιβλία μου. Μετά τα ογδόντα περιμένω τον διορισμό πλέον. Όπου να είναι θα έρθει. Μόνο να με βρει όρθιο θέλω. Για τα εγγόνια μου ανησυχώ, τι θα βρούνε.»

Με ξεπροβοδίζει και μου δίνει ντοματούλες από τον κήπο του. «Πάρε, καθαρές, χωρίς τίποτα». Στέκεται και με παρατηρεί που απομακρύνομαι. Του γνέφω και με χαιρετάει. Ένα χαμόγελο τόσο παιδικό ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του. «Θα ξανάρθω» του φωνάζω.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα