Οι παλιές ταμπέλες που ξέμειναν στην πόλη…
"Ζαχαρώδη", "Σιγαρέττα", "Επισκευαί Ραπτομηχανών", ταμπέλες που ξέμειναν στον χρόνο και άφησαν το δικό τους αποτύπωμα.
Κάποτε, τα καταστήματα δεν χρειάζονταν φανταχτερά ονόματα, λογότυπα ή έξυπνα λογοπαίγνια.
Ήταν προσωπικές υποθέσεις – μικρές, ζεστές επιχειρήσεις που έπαιρναν το όνομα του ιδιοκτήτη: “Αφοί Παπαδοπούλου”, “Μπακάλης Θανάσης”, “Κουρείον Ηλίας”. Άλλες απλώς δήλωναν τι πουλούσαν: “Ζαχαρώδη”, “Σιγαρέττα”, “Επισκευαί Ραπτομηχανών”. Οι επιχειρήσεις δεν ήταν περιτυλιγμένες με φρου-φρου και αρώματα, κρατούσαν τον χαρακτήρα εντός τους και βασιζόταν στους ανθρώπους τους. Τηλέφωνα επικοινωνίας για ώρες ανάγκης.
Οι ταμπέλες τους, λιτές και αυθεντικές, φτιαγμένες από ξύλο, τσίγκο ή παλιά εμαγιέ, ακόμα ξεπροβάλλουν σε γωνιές της Θεσσαλονίκης – ξεχασμένες πάνω από πόρτες, σκονισμένες από τον χρόνο, αλλά φορτωμένες μνήμες. Δεν υπήρχε ανάγκη για “branding” ή “αισθητική ταυτότητα”. Όλα έμοιαζαν μεταξύ τους, αλλά μέσα τους έκρυβαν τον χαρακτήρα των ανθρώπων που τα κρατούσαν ζωντανά.
Τα διπλανά μαγαζιά γνωριζόντουσαν και στήριζαν το ένα το άλλο. Στις στοές, Χριστούγεννα και Πάσχα, έστηναν γλέντια, σαν ναναι μία οικογένεια. Το κάθε κατάστημα ψιλικών δεν συναγωνιζόταν το άλλο, τότε ήταν λίγα, όχι σαν σήμερα που ξεπηδούν σε κάθε γωνιά με το ίδιο εμπόριο.
Οι τεχνίτες, κάποτε απλωνόντουσαν απ’ άκρη σ’ άκρη, μπορούσες να βρεις εργάτη για όποια δουλειά ήθελες, τα “αρτοποιεία” που δεν λέγοντουσαν “μπουλανζερί” σε κάθε τετράγωνο ξεφούρνιζαν τα χαράματα τα πιο αφράτα ψωμιά, τα κομμωτήρια είχαν όνομα “Ειρήνη”, “Φώνη”, δεν έψαχνες στο instagram να βρεις σε ποιο θα πας, επισκεπτόσουν της γειτονιάς σου. Ταμπέλες που δεν διαφήμιζαν, μα δήλωναν την παρουσία – με απλότητα και σεμνότητα.
Στα αστικά τετράγωνα υπήρχαν πάντα τα καφενεία, με τους ωραίους τσιπουρομεζέδες βουτυγμένους στο λάδι και τα τάβλι. Τα μπακάλικα με τα ωραία τοπικά τυριά, οι οικογενειακές επιχειρήσεις με τους αυθεντικά ελληνικούς ξηρούς καρπούς. Οι αγορές των γειτονιών δούλευαν, η κίνηση ήταν αυξανόμενη όλο το 24ωρο, τα μανάβικα, σέρβιραν τα φρέσκα χωρίς ορμόνες φρούτα τους, σε πλαστικά τελάρα, χωρίς να επιδιώκουν την άψογη βιτρίνα του pinterest. Η αγορά ήταν προσωπική υπόθεση.
Θυμάμαι η γιαγιά μου που μένει χρόνια στην Τούμπα έλεγε, να πάμε στην Χρυσούλα να πάρουμε τσιγάρα και στον Λάκη για φρέσκο κρεμμύδι, “Παναγιώτη, πετάξου στην Σούλα να πάρεις κασεροκούλουρο στο παιδί”. Μία οικειότητα, μία αμεσότητα που με τα χρόνια του genification, της απλοποίησης, των αυτόματων πωλητών χάθηκε για πάντα και δεν θα γυρίσει πίσω, την συναντάς μόνο στα χωριά, μέχρι κι αυτά να γίνουν θύματα του υπερτουρτισμού.
Σήμερα, λίγες από αυτές τις ταμπέλες έχουν απομείνει, να κοιτούν σιωπηλά το πέρασμα του χρόνου. Είναι οι σκιές μιας άλλης εποχής, κολλημένες στους τοίχους της πόλης. Τα καταστήματα κλείσανε, και άφησαν πίσω τους μονάχα κατεβασμένα ρολά και κρεμασμένα “ενοικιάζεται”. Και όμως, σε κάνουν να σταθείς. Να θυμηθείς ή έστω να φανταστείς πώς ήταν κάποτε η αγορά.