Menex || Ο Θεσσαλονικιός μουσικός που διεισδύει στην διεθνή ηλεκτρονική σκηνή με την λύρα

Ένας νέος μουσικός που, επιλέγοντας σαν «εργαλείο» το απροσδόκητο όργανο της λύρας, έχει φτάσει να δημιουργήσει τον δικό του ήχο, ο οποίος πλανάται πια σε πολύπλευρα project σε Ευρώπη και Αμερική.

Χριστίνα Παρασκευοπούλου
menex-ο-θεσσαλονικιός-μουσικός-που-διεισδ-542780
Χριστίνα Παρασκευοπούλου

Ο Δημήτρης Μενεξόπουλος ή «Menex», όπως τον «βάφτισαν» αρχικά οι φίλοι του και τον γνωρίζουν πλέον σε Ελλάδα αλλά και εξωτερικό, είναι ένας νέος Θεσσαλονικιός μουσικός που ακολουθώντας μια αντισυμβατική πορεία και επιλέγοντας σαν «εργαλείο» το απροσδόκητο όργανο της λύρας, έχει φτάσει να δημιουργήσει τον δικό του ήχο, ο οποίος πλανάται πια σε πολύπλευρα project σε Ευρώπη και Αμερική.

Ο Δημήτρης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης. Παρά την σημερινή του μουσική υπόσταση, έχει σπουδάσει Γεωλογία στο ΑΠΘ, ενώ η παιδεία του στην μουσική δεν ήταν ποτέ επίσημη, καθώς είναι αυτοδίδακτος. Ενώ μικρός είχε την παρότρυνση από τους γονείς του να ασχοληθεί με την μουσική, οι προσπάθειές τους κρίθηκαν ανεπιτυχείς, μέχρι που σε ηλικία 15 χρονών έφτασε να ανακαλύψει μόνος του μια μέρα, ξεχασμένο στο σπίτι της γιαγιάς του, τον δίσκο που άλλαξε τα δεδομένα, το «Oxygène» του Γάλλου ηλεκτρονικού μουσικού Jean-Michel Jarre.

Από εκεί ξεκίνησε μια μεγάλη πορεία εξερεύνησης του ηλεκτρονικού ήχου, με νέα ακούσματα και επιρροές από ποικίλους καλλιτέχνες, που τον ενέπνευσαν να ξεκινήσει να δοκιμάζει. Οι πρώτοι του πειραματισμοί στην εκτέλεση έγιναν με τον πιο απροσδόκητο τρόπο, με την χρήση ενός… παιδικού μουσικού οργάνου, και συγκεκριμένα αρμονίου. Ακούγοντας μουσική και προσπαθώντας να παίξει αυτό που άκουγε, μπήκε σε μια διαδικασία ανακάλυψης και εκμάθησης διαφορετικών στυλ και ήχων. Όπως αναφέρει και ο ίδιος «Με την ηλεκτρονική μουσική η φαντασία είναι το μόνο όριο», σημειώνοντας, «Γνωρίζεις έναν νέο κόσμο από το μηδέν με καθετί που ακούς».

Συνέχισε να αναπτύσσει την τεχνική του, καθώς διαρκώς προσπαθούσε να επεκτείνει τις γνώσεις και τις ικανότητές του, και το παιδικό αρμόνιο στην πορεία έγινε ηλεκτρονικό όργανο. Όπως αναφέρει, «Το πρώτο όργανο που πήρα και μπορούσα να χρησιμοποιήσω για επαγγελματικό σκοπό ήταν η λύρα», την οποία αγόρασε και ξεκίνησε να εξερευνεί το καλοκαίρι του 2013, έχοντας περάσει έναν χρόνο συγκεντρώνοντας τα χρήματα για να την πάρει. Μέχρι τότε είχε ασχοληθεί μόνο με ηλεκτρονικά όργανα, μεταξύ αυτών ένα μίνι κοντρόλερ κι ένα ηλεκτρονικό αρμόνιο, αλλά του έλειπε το φυσικό κομμάτι.

Γιατί επέλεξε όμως συγκεκριμένα την λύρα; Όπως αναφέρει, «Πρώτον, ήθελα να έχω ένα όργανο καλής ποιότητας, ήθελα να έχω ένα όργανο με διευρυμένες δυνατότητες, τεχνικές, εκφραστικές, ένα όργανο που να έχει έναν μοναδικό ήχο, να ταιριάζει ή που να είναι σχετικά ανεξερεύνητο, αλλά και να έχει κάποια φόντα να ταιριάζει σε νέες μουσικές, και ένα όργανο το οποίο να μπορώ να μεταφέρω μαζί μου. Και νομίζω συνοψίστηκε στη λύρα, και στη συγκεκριμένη λύρα κιόλας, που είναι η λύρα με συμπαθητικές χορδές, που είναι η λύρα που παίζει ο Ross Daly. Ο Ross Daly είναι Ιρλανδός μουσικός που είναι εδώ και πάνω από 40 χρόνια στην Κρήτη και είναι αυτός που στην ουσία σχεδίασε αυτή την νέα μορφή λύρας, που το πρωτότυπο έγινε το 1990 και έχει ωριμάσει από τότε. Είναι η λύρα η κρητική, αλλά έχει επιπλέον χορδές κι αυτό περισσότερο από οτιδήποτε έχει αποτέλεσμα στον ήχο της, όχι τόσο στην τεχνική, έχει έναν διαφορετικό ήχο, ο οποίος ταιριάζει σε πολλά πράγματα. Επίσης, το θετικό είναι ότι, λόγω της κατασκευής της συγκεκριμένης, κουβαλάει ειδική ηχώ».

Όπως σημειώνει, «Μου ταίριαξε άμεσα ο ήχος, με μουσικές που ήθελα να κάνω και δεν είχα τρόπο να έχω μια τέτοια χροιά μέσα σε αυτές. Επίσης, μου φάνηκε το συγκεκριμένο όργανο ότι κοιτάει εξίσου στο παρελθόν και το μέλλον. Είναι ένα όργανο που κουβαλάει τεράστια ιστορία, και με την συγκεκριμένη μορφή που έχει τώρα, έχει πολύ μεγάλο περιθώριο να εξερευνηθεί και στο μέλλον. Κι όχι μόνο σε μουσική που σχετίζεται με κάποια παράδοση. Με τελείως διαφορετικά στυλ, σύγχρονα στυλ, τα οποία να πηγάζουν είτε από μια κουλτούρα ή από μουσικές του κόσμου, και είναι ένα όργανο που όντως ταιριάζει πάρα πολύ καλά με τον ηλεκτρονικό ήχο».

Ο Δημήτρης έμαθε τους χειρισμούς του ιδιαίτερου αυτού οργάνου εντελώς μόνος του, ακούγοντας μουσική που παιζόταν με λύρα αλλά και με εξάσκηση και πειραματισμό, καθώς μέχρι τότε γνώριζε να παίζει μόνο πληκτροφόρα όργανα, με τα έγχορδα να θεωρούνται αυξημένης δυσκολίας. «Το γεγονός ότι ήδη είχα μια μουσική δραστηριότητα επιτάχυνε λίγο τη διαδικασία. Όταν καταλάβεις το πώς λειτουργεί η μουσική, πλέον δεν χρειάζεται να ξαναμάθεις την μουσική με το νέο όργανο. Πρέπει να καταλάβεις την μηχανική του οργάνου, τις δυνατότητές του και να καλλιεργήσεις αυτό το κομμάτι. Και να προβάλλεις τη μουσική πάνω στο συγκεκριμένο όργανο. Και φυσικά κάθε όργανο σε καλεί να το δεις διαφορετικά, με τις δικές του δυνατότητες», αναφέρει.

Ο μουσικός συνέχισε να αναπτύσσει την δραστηριότητά του με την λύρα και τους ήχους της, ενώ παράλληλα πραγματοποιούσε τις σπουδές του. Πώς πήρε την απόφαση να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην μουσική; Σημαδιακά, την ημέρα ορκωμοσίας του στο Τμήμα Γεωλογίας του ΑΠΘ, έλαβε μια ιδιαίτερα θετική είδηση, ότι είχε γίνει δεκτός για να σπουδάσει Electronic Production and Design στο φημισμένο Berklee College of Music στην Βοστώνη της Αμερικής. «Αυτή ήταν στην ουσία η ευκαιρία που το κατοχύρωσε, γιατί ήδη είχα κυκλοφορήσει τον πρώτο δίσκο εδώ, το «Phenomena», τέλη του 2014», αναφέρει.

Γιατί επέλεξε το Sound Design; Όπως σημειώνει «Καταρχάς, εφόσον ξεκίνησα την μουσική μου πορεία καλλιεργώντας την ο ίδιος, δεν ήθελα να εμπλακεί κάποιος σε αυτό. Είχα αναλάβει εγώ την πλήρη ευθύνη αυτού του κομματιού. Αυτό που ήταν πιο δύσκολο να έχω εδώ και υπήρχε μια πολύ καλή ευκαιρία να έχω εκεί ήταν να έρθω σε επαφή με την τεχνολογία της μουσικής. Και με μέσα τα οποία θα μπορούσα να αναπτύξω τη μουσική μου δραστηριότητα, τα οποία ήταν πολύ δύσκολο να τα έχω οπουδήποτε αλλού. Επομένως, επέλεξα να μπω πολύ πιο βαθιά μέσα στο πώς λειτουργούν τα synthesizers, το sound design, και επίσης να μπω και στον προγραμματισμό, κατά ένα κομμάτι σε αυτό που λέμε computer music. Και θεωρώ ότι όντως μου άλλαξε τη ζωή αυτό. Ήταν μια πολύ καλή επιλογή, γιατί συνέχισα και τη μουσική μου δραστηριότητα και αυτό επίσης που δεν είχα εδώ ήταν οι μουσικές συνεργασίες. Εκεί γνώρισα κι άλλους μουσικούς και ο καθένας κουβαλούσε τη δική του ιστορία, ήταν άνθρωποι που είχαν έρθει από διάφορα μέρη του κόσμου».

Όσο σπούδαζε στο Berklee, ο Δημήτρης ολοκλήρωσε και το δεύτερό του άλμπουμ, «Perpetuum Mobile», παρά τις αυξημένες απαιτήσεις των σπουδών και της part-time δουλειάς που έκανε την περίοδο. Όπως αναφέρει για την εμπειρία του εκεί, «Η ζωή στην Αμερική, σχετικά με εδώ, ήταν σε ρυθμούς ειλικρινά πάρα πολύ γρήγορους. Ήσουν από το πρωί μέχρι το βράδυ πολλές φορές με ελάχιστο ύπνο. Τα πράγματα έτρεχαν τόσο γρήγορα που έπρεπε να είσαι συνεχώς σε εγρήγορση».

Το σκέφτηκε ποτέ να συνεχίσει την πορεία του εκεί; «Ήταν καλό να το επισκεφτείς, ήταν καλό να σπουδάσεις εκεί, να γνωρίσεις ανθρώπους, αλλά δεν φανταζόμουν τον εαυτό μου στην Αμερική. Για πολλούς λόγους. Καταρχάς, όσον αφορά τις τέχνες τους, και ξεκάθαρα τη μουσική, η αντιμετώπιση που έχουν είναι του τύπου «θα κάνουμε κάτι για να σε εντυπωσιάσει παρά για να σε αγγίξει». Και ακόμα και στην καθημερινή ορολογία που χρησιμοποιούσαν, και μουσικοί, μπορεί να είχαν όλων των ειδών τις δραστηριότητες, μπορεί να ήταν μουσικοί τζαζ, μπορεί να ήταν μουσικοί παραδοσιακοί, αλλά όλοι ανεξαιρέτως λέγανε «my next show», όλα ήταν ένα σόου. Και αυτό ούτε στην προσωπικότητά μου και στις επιδιώξεις μου σαν μουσικός, αλλά ούτε και στην ίδια την μουσική που κάνω ταιριάζει. Κι επίσης, δεν ήθελα να συνεισφέρω σε ένα τέτοιο σύστημα. Όσον αφορά άλλους παράγοντες, επίσης είναι και το πρακτικό του ότι είσαι πάρα πολύ μακριά κι εγώ δεν ήθελα να διακόψω τις επαφές μου με την Ελλάδα. Ειδικά κάθε φορά που έχω χρόνο συνήθως, αποφασίζω να έρχομαι, να κάνω μια συναυλία εδώ τουλάχιστον», σημειώνει.

Μετά τις ΗΠΑ, το επόμενό του βήμα ήταν στην αντίπερα πλευρά του Λονδίνου, καθώς όταν τελείωσε τις σπουδές του, είχε την ευκαιρία να κάνει ένα μεταπτυχιακό με υποτροφία στο Royal College of Art, στο Information Experience Design, με κατεύθυνση το Sound Design. «Εκεί πήγα για να έχω πρόσβαση σε μια μεγαλούπολη, γιατί στην Αμερική ήμουν στην Βοστώνη, που είναι μια πόλη με ανεπτυγμένη δραστηριότητα στις τέχνες και πολύ ανεπτυγμένα πανεπιστήμια κυρίως, αλλά το Λονδίνο είναι Λονδίνο. Είναι μια μητρόπολη του κόσμου, μια μητρόπολη της Ευρώπης. Και κάνοντας τις συγκεκριμένες σπουδές θα μπορούσα να μείνω στην πόλη για αρχή και παράλληλα να αναπτύξω και μια επαγγελματική δραστηριότητα εκεί και να γνωρίσω και κόσμο που δεν ήταν μουσικοί. Στο Royal College of Art έχεις κυριολεκτικά όλων των ειδών τους ανθρώπους όσον αφορά μια δραστηριότητα πάνω στο design, πάνω σε τέχνες, και όλοι έχουν ένα background που συνήθως είναι πολυποίκιλο. Μπορεί κάποιος να έχει σπουδάσει Computer Science και να έχει κάνει και Digital Art. Το να υπάρχει αυτού του είδους το μείγμα των ανθρώπων είναι κάτι που εκ του φυσικού παρακινεί τη συνεργασία», αναφέρει.

Έχοντας περάσει εκεί περίπου 1,5 χρόνο, ο Δημήτρης τελειώνει το μεταπτυχιακό του τον Ιούλιο. Κατά την παραμονή του στο Λονδίνο, είχε ευκαιρία να συνεργαστεί με καλλιτέχνες, designers για installations, ενώ παράλληλα δουλεύει τον επόμενο δίσκο του. Κατά τη διάρκεια της μουσικής του δραστηριότητας όμως, εκτός από τα σόλο άλμπουμ του, σημειώνει και πολύ ενδιαφέρουσες μουσικές συνεργασίες σε μεγάλα και διεθνή project, έχοντας συμμετάσχει με την ερμηνεία του με λύρα σε soundtrack για ντοκιμαντέρ και ταινίες, με πιο πρόσφατη την χολιγουντιανή ταινία «Οι Βράχοι της Ελευθερίας» (Cliffs of Freedom), όπου είχε σολιστικό μέρος με την λύρα σε ένα από τα κομμάτια σε μουσική Γιώργου Κάλλη.

Πώς προκύπτουν αυτές οι διεθνείς συνεργασίες; «Πέρα από το ότι εσύ κάνεις πράγματα μόνος σου, για να αναπτύξεις τη δραστηριότητά σου και σαν σόλο πρότζεκτ μια παρουσία και μια παραγωγικότητα, κυρίως είναι μέσω γνωριμιών που κάνεις σε όλη σου αυτή την πορεία», αναφέρει. «Αυτό που με ενδιαφέρει εμένα είναι φυσικά να κάνω τη δική μου μουσική, αλλά να συνεργάζομαι και με άλλους ανθρώπους, αν μπορώ να προσφέρω στο δικό τους project, αν με συγκινεί κι εμένα, κι αν αυτοί εμπιστεύονται τη δουλειά μου».

*Συνεργασία με τη Ρωσίδα ηλεκτρονική μουσικό Olya, με συμμετοχή ως σολίστ στη Λύρα

Τα δύο σόλο άλμπουμ του τα δημιούργησε εξολοκλήρου μόνος του, μέσα στον χώρο του εκάστοτε δωματίου του, το πρώτο στη Θεσσαλονίκη και το δεύτερο στη Βοστώνη. Ποια είναι η δημιουργική του διαδικασία; Όπως σημειώνει, «Πάντα όπου μένω έχω ένα μικρό setup για να μπορώ να δουλεύω άμεσα. Γενικώς, αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να μην φιλτράρω τη μουσική μέσα από μια αναλυτική διαδικασία. Δηλαδή μπορεί να κάτσω, να παίζω κάτι και όσο λιγότερο το σκέφτομαι τόσο αφήνω περιθώριο σε αυτό να αναπτυχθεί. Και όταν έχω κάτι που λέω, αυτό είναι ενδιαφέρον, μετά μπορεί να το αναπτύξω με διάφορους τρόπους».

«Μπορεί να έχω ένα concept στο μυαλό μου και απλά κάθομαι και παίζω στην αρχή και μετά αυτό το αναπτύσσω όσον αφορά την παραγωγή του, όσον αφορά την ενορχήστρωσή του, σε όλους τους τομείς. Αλλά θεωρώ ότι είναι το πιο σημαντικό πράγμα να αφήσεις τη μουσική να έρθει στην επιφάνεια. Γιατί πιστεύω πως, ότι καλό εγώ θεωρώ ότι έχω κάνει στη μουσική, έχει βγει από μια τέτοιου είδους διαδικασία, η οποία δεν περιλαμβάνει την ανάλυση. Επίσης, θεωρώ ότι δεν είναι καν δικές μου αυτές οι μελωδίες, αποκτώ πρόσβαση σε αυτές με κάποιον τρόπο. Δεν ξέρω αν είναι έμπνευση ή οτιδήποτε, θεωρώ ότι απλά προετοιμάζεις τον εαυτό σου να εισέλθει σε μια διαφορετική κατάσταση όταν φτιάχνεις μουσική», αναφέρει.

Πώς θα περιέγραφε το δικό του προσωπικό μουσικό στυλ; «Δεν έχω μια απάντηση σε αυτό. Σίγουρα υπάρχει μια ισορροπία μεταξύ ηλεκτρονικών και ακουστικών ήχων. Και αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι πάντοτε να μελετώ και να αφομοιώνω όσο περισσότερα στοιχεία γίνεται από διάφορες μουσικές, από διάφορα στυλ, και κάθε φορά να το εκφράζω με τον τρόπο που καλεί εκείνη τη στιγμή η μουσική. Σίγουρα υπάρχει μια ηλεκτρονική βάση σε αυτό που κάνω», αναφέρει. «Είναι ένα στυλ που εξελίσσεται. Δεν παραμένει το ίδιο, γιατί πάντοτε υπόκειται σε μια διαδικασία έρευνας και εξερεύνησης».

Όσο για την λύρα, «Είναι ένα όργανο που μέσα μου έχει μια ιδιαίτερη θέση και προσπαθώ να το ερευνώ σε διαφορετικές περιπτώσεις. Πάντοτε λέω, εδώ η λύρα πώς θα έμπαινε; Και να δοκιμάζω διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους μπορεί να την προσθέσω σε μια σύνθεση, σε μια συγκεκριμένη ενορχήστρωση». Όπως σημειώνει, «Με τη λύρα έχω παίξει από soundtrack μέχρι ηλεκτρονική μέταλ, μέχρι τζαζ, μέχρι οτιδήποτε, και με διάφορα γκρουπ».

Πώς αντιλαμβάνονται τη λύρα σαν όργανο στο εξωτερικό και πώς την εντάσσει κάποιος στο δικό του έργο; «Είναι κάτι που τους είναι άγνωστο. Στη δική μου περίπτωση, επειδή εγώ δεν κατάγομαι από μια μουσική παράδοση αλλά πήρα το συγκεκριμένο όργανο για να πειραματιστώ χωρίς να λαμβάνω οποιοδήποτε στυλ σαν βάση μου, πηγαίνω εξαρχής με μια ευέλικτη διάθεση, με μια διάθεση που λέει, πες μου τι θέλεις και θα προσαρμοστώ και θα το συζητήσουμε και θα σου προτείνω κι εγώ πράγματα. Είναι κάτι που, πρώτα από όλα, επειδή δεν τους είναι γνωστό, τους κινεί το ενδιαφέρον από μόνο του. Και από εκεί και πέρα, επειδή όντως είναι ένα όργανο ευέλικτο και με πολλές θετικές δυνατότητες, καλούμαι κάθε φορά να δοκιμάζω πράγματα και να του δίνω μια διαφορετική ηχητική μορφή, αναλόγως το project. Αλλά είναι κάτι που σίγουρα έχει μια θετική απήχηση και επίσης μιλάει και πολύ στον κόσμο αυτό το όργανο. Είναι ένα όργανο το οποίο φαίνεται ότι κουβαλάει μια ιστορία, σε όσο σύγχρονο στυλ και να παίζεις. Καταλαβαίνεις ότι δεν είναι κάτι το οποίο έγινε χθες. Κουβαλάει έναν ήχο και κουβαλάει και μια ιστορία και επίσης, επειδή κι εγώ, μεγαλώντας στην Ελλάδα και ακούγοντας πολλές μουσικές, είναι κάτι που περνάει μέσα από το όργανο αλλά περνάει και μέσα από μένα».

Ενώ η λύρα είναι το όργανο επιλογής του στην ερμηνεία και τις συνεργασίες του, δεν την έχει αξιοποιήσει ακόμα στη προσωπική του δισκογραφία, μένοντας στον ηλεκτρονικό ήχο, ενώ όπως αναφέρει «Το επόμενο σόλο project και το επόμενο άλμπουμ, θα έχει μέσα σίγουρα ηλεκτρονικό ήχο και θα έχει σίγουρα και κατά ένα μέρος ακουστικούς ήχους, με πρωταγωνιστή τη λύρα σε αυτό το κομμάτι».

Όσο για τα επόμενα επαγγελματικά του βήματα, στις βλέψεις του είναι και η μουσική και το sound design, ενώ καθώς αναγνωρίζει ότι «η μουσική βιομηχανία τώρα βρίσκεται σε μια κατάσταση η οποία είναι πάρα πολύ δύσκολο να σε βιοπορίσει», κοιτάει και προς κατευθύνσεις ακαδημαϊκές και freelance. Όπως αναφέρει, «Περισσότερα βγάζω κάνοντας sound design ή βοηθώντας άλλους καλλιτέχνες ή designers με ένα σύστημα ήχου που θέλουν για ένα installation ή οτιδήποτε. Είναι όντως πάρα πολύ δύσκολο πλέον. Είναι συγκεκριμένοι οι άνθρωποι που έχουν όλη την προσοχή πάνω τους, όσον αφορά τα μέσα με τα οποία μπορεί κανείς να έχει πρόσβαση στη μουσική άρα και όλες τις πιθανές πηγές για να μπορείς να βιοποριστείς από εκεί. Αλλά όσον αφορά λίγο πιο προσωπική δραστηριότητα, πιο indie δραστηριότητα, γιατί κυρίως έτσι κάνει ο κόσμος μουσική. Όσοι ασχολούνται με αυτό επαγγελματικά, πολλοί από αυτούς, συμπεριλαμβανομένου κι εμένα, δεν ανήκουν σε μια δισκογραφική. Υπάρχουν τρόποι που μπορείς να κυκλοφορείς τα έργα σου μόνος σου και αυτά να διανεμηθούν σε φορείς όπως είναι ας πούμε τα Spotify, Apple Music και μετά να τυπώσεις κιόλας δίσκους, βινύλια, αν κι ο κόσμος δεν ασχολείται πάρα πολύ με αυτό».

Μπορεί έτσι κανείς να μαθευτεί; «Θέλει τεράστιο κεφάλαιο για να μαθευτείς. Εκεί παίζεται όλο το παιχνίδι. Στο τι είδους μάρκετινγκ θα έχεις. Γενικά η σύγχρονη μουσική ήταν μια βιομηχανία εδώ και δεκαετίες, αλλά έχει βιομηχανοποιηθεί με τέτοιο τρόπο που ενώ παρουσιάζεται ότι μπορείς να τα κάνεις όλα μόνος σου και να έχεις επιτυχία, στην πραγματικότητα δεν είναι έτσι. Είναι πάρα πολύ δύσκολο. Και πάλι καταλήγουμε στο τι ανθρώπους γνωρίζεις. Και το πώς τους γνωρίζεις ή τι είδους επαφές και συνεργασίες έχετε».

Θα γυρνούσε πίσω στη Θεσσαλονίκη; «Άμεσα είναι δύσκολο, πάρα πολύ. Αλλά αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι όταν έρχομαι πάντα να κάνω μια συναυλία, κάτι να αφήνω πίσω μου. Ίσως μετά από κάποια χρόνια, μια 5ετία, 10ετία, μπορεί να είναι παραπάνω, δεν ξέρω. Αυτό που έχω σκεφτεί πολλές φορές είναι ότι θα ήθελα πάρα πολύ εδώ να έχω ένα μέρος στο οποίο θα μπορώ να έχω συγκεκριμένους ανθρώπους, οι οποίοι σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο με μένα ή προφανώς έχουν διάθεση να μάθουν, κυρίως νέοι, σε ένα μέρος στο οποίο θα μπορούσα να διδάσκω sound design και ηλεκτρονική μουσική, και πιστεύω ότι αυτό μας λείπει πάρα πολύ. Έχουμε κάποιους ανθρώπους που ασχολούνται και είναι πολύ καλοί στον ηλεκτρονικό τομέα, αλλά έχουμε πολύ μεγάλο περιθώριο ακόμα. Θεωρώ ότι εφόσον βρισκόμαστε στην Ελλάδα και έχουμε μια τέτοια πλούσια μουσική παράδοση αλλά και ιστορία, το να καταφέρουμε να το εκσυγχρονίσουμε και στην μουσική και να γνωρίσουμε τον ηλεκτρονικό ήχο και να το φέρουμε σε μια ισορροπία και να το δούμε εκ νέου είναι κάτι που δεν το έχουμε κάνει, που θα μπορούσαμε πιστεύω».

Γιατί κάνει ο ίδιος μουσική; «Την μουσική την κάνω γιατί θεωρώ ότι πρέπει να την κάνω. Είναι κάτι που το ευχαριστιέμαι, αλλά είναι κάτι που θεωρώ ότι πρέπει να κάνω, εφόσον μπορώ να το κάνω, πιστεύω ότι οφείλω να το κάνω. Φυσικά, για μένα, αλλά αν υπάρχει κάτι που να αξίζει να έρθει κάποιος σε επαφή με αυτό, θα προσπαθήσω με όλες μου τις δυνάμεις να το κάνω. Και θεωρώ ότι είναι όντως δύσκολα, αλλά το θέμα είναι να μην σταματήσεις, να συνεχίσεις να το κάνεις, γιατί κάποια στιγμή γίνονται πράγματα. Φτάνεις σε ένα σημείο που μπορείς να έχεις και ένα κομμάτι του βιοπορισμού σου από αυτό. Απλά παίρνει πάρα πάρα πολύ χρόνο. Και δεν έχει να κάνει με το πόσο καλός ή ταλαντούχος είσαι. Και το βλέπω αυτό από παραδείγματα και γνωστών μου και φίλων μου. Όσο πιο σοβαρός και όσο πιο στοχευμένα και με τη δική σου φωνή κάνεις τα πράγματα, τόσο περισσότερο χρόνο θα πάρει. Το ανάποδο, αν γνωρίσεις επιτυχία, γενικά να αναρωτιέσαι αν το έκανες σωστά».

Όπως αναφέρει, «Ιδανικό για μένα είναι να μπορέσω να έχω μια συνεχή παραγωγική πορεία που αφορά και απτά, δισκογραφικά, τη δραστηριότητά μου. Και προς το τέλος της ζωής μου να μπορώ να πω ότι είχα κάποιες δυνατότητες, είχα κάποια ευθύνη, την καλλιέργησα, άφησα πίσω όσο περισσότερα πράγματα μπορώ, έτσι ώστε να πω ότι, ξέρεις κάτι, άφησα πίσω κάτι καλό για την ανθρωπότητα. Να μπορώ να έχω αφήσει κάτι το οποίο να είναι ειλικρινές μουσικά, και κάτι το οποίο αξίζει να έρθει κάποιος σε επαφή με αυτό».

Απώτερή του επιθυμία του είναι να βρεθεί με την μουσική του σε πολλές χώρες του κόσμου. «Όσο μπορεί κι αν το αξίζει η μουσική μου να ταξιδέψει και να εμπνεύσει τους ανθρώπους να συνεχίσουν την ζωή τους με έναν τρόπο θετικό, γιατί είναι πάρα πολύ εύκολο να πέσεις σε μια λούπα που να σκέφτεσαι ότι όλα πάνε στραβά. Πάρα πολλά πάνε στραβά, αλλά δεν είναι τα μόνα που συμβαίνουν. Εγώ είμαι χαρούμενος, όσο μπορώ να συνεχίζω να το κάνω και κάποιος να λαμβάνει κάτι από αυτό που κάνω».

www.menexmusic.com | Facebook | Youtube | Bandcamp| Spotify

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα