Μια διαφορετική άποψη για την ανάπλαση της πλατείας Αριστοτέλους

Aντιμετωπίζει την Αριστοτέλους ως χωρικό απόσπασμα και όχι ως οργανικό κομμάτι μιας πόλης και ενός συνολικότερου πολεοδομικού σχεδιασμού...

Parallaxi
μια-διαφορετική-άποψη-για-την-ανάπλασ-804259
Parallaxi

Λέξεις: Χάρης Χεϊζάνογλου

Υπάρχουν δύο σκέλη στην κουβέντα για την ανάπλαση της Αριστοτέλους και γενικά των “αναπλάσεων” που διαφημίζονται και επιχειρούνται τελευταία. Το ένα σκέλος είναι αυτό της Αρχιτεκτονικής κριτικής, της κριτικής στον φοίνικα, στο είδος της απεικόνισης κλπ. Αυτή είναι μια κριτική σε ένα δεύτερο επίπεδο όμως. Υπάρχει το άλλο σκέλος που συνδέεται με την αρχιτεκτονική αλλά στη βάση του είναι πολιτικό και προσωπικά θεωρώ ότι εκεί είναι ο πυρήνας του προβλήματος.

Μάλιστα η περίπτωση της Αριστοτέλους είναι ένα καλό παράδειγμα για να το καταλάβουμε αυτό, ακριβώς γιατί σε αντίθεση με άλλα πρόσφατα προβληματικά παραδείγματα δεν πρόκειται για ανάθεση αλλά για διαγωνισμό.

Ας κάνουμε λοιπόν ένα ζουμ άουτ και πριν μιλήσουμε για τον φοίνικα και τον καθρέφτη από νερό, ας δούμε την επιλογή της ανάπλασης της Αριστοτέλους και ας την κρίνουμε σαν μια πολιτική επιλογή που δεν έχει καμία αναφορά σε ένα ανώτερο πλαίσιο.

Θα το βάλω λοιπόν απλά με τη μορφή ερωτημάτων. 1) Που ακριβώς στοχεύει μια ανάπλαση της Αριστοτέλους; 2) Ποια είναι η ανάγκη που θέλουμε να καλύψουμε; 3) Ποιο είναι το πρόβλημα που θέλουμε να λύσουμε; 4) Αυτά τα προβλήματα και οι ανάγκες της Αριστοτέλους είναι στην αξιολογική μας κλίμακα τόσο σημαντικότερα από τα προβλήματα και τις ανάγκες σε άλλα σημεία ή και στο σύνολο της πόλης; Με λίγα λόγια, γιατί χρειάζεται μια ανάπλαση στην Αριστοτέλους;

Η δική μου απάντηση είναι ότι μάλλον δεν χρειάζεται και τόσο, δεν έχουμε στην Αριστοτέλους πραγματικά προβλήματα να λύσουμε (τουλάχιστον όχι αρχιτεκτονικής φύσης), ούτε τρομερές ανάγκες να εντοπίσουμε και να καλύψουμε (πάλι όχι αρχιτεκτονικής φύσης), και αυτό είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτής της πρότασης και πιθανότατα όλων των προτάσεων για την Αριστοτέλους. Ότι έρχονται σε ένα χώρο που επί της ουσίας δεν υπάρχει κάποιο σοβαρό πρόβλημα. Μια επισήμανση εδώ, δεν θεωρώ ότι η Αρχιτεκτονική και ο σχεδιασμός είναι αποκλειστικά διαδικασίες problem solving, πιστεύω όμως ότι όταν δεν υπάρχει το πρόβλημα το οποίο παράγει μια σαφώς αρθρωμένη αναγκαιότητα, τότε η αρχιτεκτονική πρακτική πολύ εύκολα βυθίζεται σε μια τυχαιότητα, στην τυχαιότητα του concept ή πιο σωστά στην τυχαιότητα αυτού που ονομάζουμε initiative…

Γι’ αυτό το λόγο, ακόμα και η αφήγηση με τα δωμάτια είναι αδύναμη, καθώς δεν υπάρχει καμία ισχυρή σύνδεση αυτής της αφήγησης με τον ίδιο τον χώρο, ούτε ως χρήση ούτε ως ιστορικό τόπο κλπ… Να το πω πιο απλά, όταν δεν υπάρχει ένα ισχυρό ΓΙΑΤΙ καταλήγουμε σε μια αρχιτεκτονική του “και γιατί όχι;”… Και αυτό δεν είναι ποτέ αρκετά πειστικό.

Και δεν θεωρώ ότι αυτό είναι πρόβλημα της μελετητικής ομάδας ή της κριτικής επιτροπής. Είναι πρόβλημα της επιλογής να γίνει ένας διαγωνισμός για τη συγκεκριμένη ανάπλαση, με έναν τρόπο που αντιμετωπίζει την Αριστοτέλους ως χωρικό απόσπασμα και όχι ως οργανικό κομμάτι μιας πόλης και ενός συνολικότερου πολεοδομικού σχεδιασμού…. Και όταν σε αυτή την κλίμακα λείπει η πιο πάνω κλίμακα (η πολεοδομική) τότε η αρχιτεκτονική μοιραία υποβιβάζεται σε ένα τρισδιάστατο αστικό ντεκορασιόν.

Αυτό συμβαίνει όταν η Αρχιτεκτονική δεν έχει αναφορά σε μια ανώτερη κλίμακα σχεδιασμού που λειτουργεί προγραμματικά. Το ίδιο ακριβώς είδαμε και με τον μεγάλο περίπατο, πολύ πιο εμφατικά καθώς είχαμε την ατυχία να δούμε την αποτυχία στην πράξη. Με αφορμή τον μεγάλο περίπατο να φέρω ένα παράδειγμα για να γίνει πιο κατανοητό αυτό που λέω, όταν χωρίς να θέσεις συνολικές στρατηγικές για την κυκλοφορία στην πόλη, και χωρίς να σχεδιάσεις ένα ευρύ δίκτυο πεζοδρόμων και ποδηλατοδρόμων επαναπρογραμματίζοντας την πόλη ώστε αυτό να μπορεί να λειτουργεί, πηγαίνεις και σημειακά φτιάχνεις έναν ποδηλατόδρομο στον οποίο δεν μπορεί να φτάσει κανείς, αυτονόητα ο ποδηλατόδρομος δεν θα δουλέψει όσες ψευδοπιπεριές και ουασινγκτόνιες να βάλεις γύρω γύρω.

Και εδώ ανοίγει κι ένα άλλο θέμα, που συζητήθηκε και για την Αριστοτέλους έντονα, το αίτημα για πράσινο στην πόλη. Βεβαίως και το ζήτημα του ισοζυγίου πρασίνου στις ελληνικές πόλεις είναι πολύ σημαντικό και το πρόβλημα μεγάλο. Ωστόσο είναι διαφορετικό πράγμα να κουβεντιάζουμε για συνολικές στρατηγικές που θα μας βοηθήσουν να αυξήσουμε τα τετραγωνικά μέτρα πρασίνου ανά κάτοικο και να τα κατανείμουμε ορθολογικά μέσα στην πόλη, από το να φωνάζουμε για πράσινο σε κάθε ανάπλαση δημόσιου χώρου, θεωρώντας ότι είναι το μόνο αναγκαίο ή αυτό που πρέπει να γίνεται κατά προτεραιότητα.

Δεν είναι πάντα έτσι, και το παράδειγμα της Αριστοτέλους είναι χαρακτηριστικό. Η Αριστοτέλους είναι ένας μεγάλος άξονας, δεν είναι πλατεία με την παραδοσιακή έννοια και κακώς τη μιλάμε σαν πλατεία. Είναι βασικά ένας χώρος κίνησης που απολήγει στη θάλασσα, δεν είχε ποτέ χαρακτηριστικά πάρκου με πράσινο κλπ και δεν φαίνεται ποτέ να ήταν η πρόθεση αυτή. Ό Εμπράρ όταν τη σχεδίασε είχε στο μυαλό του ένα βουλεβάρτο που θα συνέδεε δύο πλατείες. Την άνω πλατεία που θα ήταν το δικαστικό μέγαρο, το οποίο ποτέ δεν έγινε γιατί βρέθηκαν αρχαία, και την κάτω πλατεία όπου θα υπήρχε ένα μεγάλο άγαλμα. Είναι μια κουβέντα μεγάλη αν οι καταγωγές και οι σχεδιαστικές προθέσεις των αρχιτεκτόνων και των πολεοδόμων έχουν νόημα να συζητούνται έναν αιώνα μετά, αλλά οφείλουμε τουλάχιστον να αναρωτηθούμε αν οι προθέσεις έχουν βαθύτερες αιτίες και ποιες είναι αυτές. Είναι η οπτική συνέχεια και η σύνδεση της πόλης με τη θάλασσα; είναι η κίνηση και ο προσανατολισμός; είναι ο αερισμός; είναι η θέα προς τον Όλυμπο; είναι απλά η εμβληματικότητα;

Θέλω να πω ότι όταν μιλάμε και σχεδιάζουμε σημειακά υπάρχουν διαστάσεις του σχεδιασμού που πρέπει να σκεφτούμε και οι οποίες είναι πέρα και έξω από γενικότερα προβλήματα και στρατηγικές, όπως το ζήτημα του ισοζυγίου πρασίνου κλπ. Το γεγονός ότι πρέπει να έχουμε θέσεις και στρατηγικές για την πόλη δεν σημαίνει αυτόματα ότι όταν κάνουμε ζουμ ιν για να σχεδιάσουμε σημειακά θα πρέπει να υπηρετήσουμε υποχρεωτικά και αποκλειστικά αυτές τις στρατηγικές. Κάποιες φορές δεν γίνεται, άλλες φορές δεν χρειάζεται, άλλες δεν πρέπει. Συγκεκριμένα, η Αριστοτέλους στο στενό της κομμάτι είναι ένας άξονας που δεν πάσχει ιδιαίτερα από σκιά και λόγω προσανατολισμού και λόγω του γεγονότος ότι έχει στοές εκατέρωθεν. Τον χειμώνα μάλιστα που η πόλη είναι σκοτεινή και δεν έχεις άμεσο φωτισμό στο επίπεδο του δρόμου, η Αριστοτέλους είναι από τα πιο ευχάριστα σημεία να περπατήσεις, ειδικά την ώρα που ο ήλιος είναι προς τη δύση, ακριβώς γιατί είναι από τα λίγα σημεία της πόλης που έχει άμεσο ηλιασμό.

Έχει δύο όψεις το νόμισμα δηλαδή, χρειαζόμαστε και τη σκιά αλλά χρειαζόμαστε και ανοιχτούς ακάλυπτους χώρους, γιατί έχουμε μια πόλη με στενούς δρόμους που τον χειμώνα δεν βλέπεις ήλιο.

Όλα αυτά προφανώς δεν τα λέω γιατί διαφωνώ προκαταβολικά με τα δέντρα, αλλά για να δείξω ότι υπάρχει μια συνθετότητα στο τί αποφασίζουμε, πώς το αποφασίζουμε και γιατί, και προφανώς η κριτική στην κάθε Αρχιτεκτονική πρόταση πρέπει να γίνεται σε αυτή τη βάση. Και εκεί ακριβώς είναι ένα ακόμα πρόβλημα της συγκεκριμένης πρότασης, ότι δεν μοιάζει να υπηρετεί ένα συγκροτημένο γιατί που να συνδέεται πραγματικά και πρακτικά με την αστική συνθήκη, ή έστω για να είμαι πιο έντιμος, δεν μπορώ εγώ να το δω.

Και εκεί έρχεται ένα τρίτο θέμα, που έχει να κάνει με το ΠΩΣ μιλιέται και παρουσιάζεται η αρχιτεκτονική σήμερα, όχι μόνο μέσω των Αρχιτεκτόνων, αλλά κυρίως μέσω των ΜΜΕ, προς την κοινωνία. Έχω γράψει πάρα πολλές φορές για την θεαματικότητα του φωτορεαλισμού, κυρίως με αφορμή το Ελληνικό, και έχω πει ότι υπάρχει ένα όριο ανάμεσα στην θεαματικότητα και την αρχιτεκτονική πραγματικότητα το οποίο οφείλουμε να μην ξεπερνάμε. Μάλιστα έχω φτιάξει πολλές εικόνες σατιρίζοντας αυτό το πράγμα, την αναπαραστατική υπερβολή. Φυσικά και είμαστε επαγγελματίες και βιοποριζόμαστε από αυτή τη δουλειά και βεβαίως θέλουμε οι εικόνες μας να είναι δελεαστικές, να επικοινωνούν τα concept μας με τρόπο γοητευτικό κλπ. Ωστόσο η αρχιτεκτονική δεν είναι εικαστική τέχνη ούτε τέχνη του φαντασιακού, υπό την έννοια ότι η αρχιτεκτονική αναπαράσταση δεν είναι αυτοτελής, αλλά έχει αναφορά σε μια υλοποιημένη ή εν δυνάμει υλοποιήσιμη πραγματικότητα. Αυτή η πραγματικότητα είναι που βάζει το όριο στην αναπαράσταση, η πιο σωστά βάζει το αίτημα να την υπηρετήσουμε μέσω της αναπαράστασης, πράγμα που σήμερα είναι απολύτως εφικτό καθώς έχουμε τα εργαλεία για να το κάνουμε.

Να γίνω πιο συγκεκριμένος, όσο κι αν κατανοώ ότι πρόκειται ουσιαστικά για έναν διαγωνισμό ιδεών που είναι ακόμα πολύ μακριά από το αποτελεί καν προμελέτη, με ενοχλεί αυτό το επίπεδο αφαίρεσης. Όχι γιατί είναι παράλογο οι αρχιτέκτονες να επικοινωνούμε μεταξύ μας τις ιδέες μας με αυτό τον τρόπο, αλλά γιατί όταν αυτές οι εικόνες δημοσιεύονται δημιουργούν απολύτως ψευδείς εντυπώσεις και προσδοκίες, μάλιστα όχι πάντα καλύτερες αλλά συχνά χειρότερες αδικώντας μια δουλειά.

Τέλος, κλείνοντας θέλω να πω ότι όλο αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια με την Δημόσια Αρχιτεκτονική και της κάθε είδους αναπλάσεις, υπάρχει μέσα σε ένα εξαιρετικά προβληματικό πλαίσιο θεωρήσεων, την ευθύνη των οποίων έχουν κυρίως οι αιρετοί και τα ΜΜΕ, όπου η αρχιτεκτονική δεν αντιμετωπίζεται σαν χωρικός σχεδιασμός που λύνει χωρικά προβλήματα και αυτά με τη σειρά τους λύνουν άλλα προβλήματα, αλλά σαν χωρικός εξωραϊσμός που αυτόματα στο συλλογικό φαντασιακό δύναται να αποτελέσει θεραπεία για κάθε κοινωνική νόσο. Και φυσικά αυτό αποτυγχάνει και θα αποτυγχάνει γιατί η αρχιτεκτονική από μόνη της δεν παράγει πλούτο, δεν λύνει το πρόβλημα των ναρκωτικών, δεν είναι αυτοκαθαριζόμενη, δεν γεφυρώνει τα κοινωνικά χάσματα, δεν παρέχει κοινωνική ασφάλεια και κυρίως δεν γεμίζει τα ψυχικά κενά και το σύνδρομο κατωτερότητας όσων πιστεύουν ότι ο λόγος που δεν είμαστε Ευρωπαίοι είναι η αστική και αισθητική υποβάθμιση. Αυτό είναι το αποτέλεσμα… όχι η αιτία.

*Ο Χάρης Χεϊζάνογλου είναι αρχιτέκτονας.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα