Αρχιτεκτονικη

Μια εικόνα της Επανομής που χάνεται στο πέρασμα των χρόνων

Η Επανομή οργανώνεται ιστορικά σε τρεις συνοικίες–μαχαλάδες: στη συνοικία του Αγίου Γεωργίου, της Παναγιάς και του Κακοσουλίου, οι οποίες ορίζονται με βάση το γεωγραφικό ανάγλυφο της περιοχής. Η λαϊκή αρχιτεκτονική που χάνεται...

Parallaxi
μια-εικόνα-της-επανομής-που-χάνεται-στ-1022329
Parallaxi

Λέξεις: Ελένη Κυριακίδου / Εικόνες: Στέργιος Καράβατος

Ανατολικά του Θερμαϊκού κόλπου και στα όρια μεταξύ Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής βρίσκεται ο οικισμός της Επανομής, προικισμένος με μια ιδιαιτέρως μακραίωνη ιστορία.

Η ευρύτερη περιοχή κατοικούνταν από τα προϊστορικά χρόνια, όπως μαρτυρούν και οι τούμπες που ανασκάφηκαν στην περιοχή. Ωστόσο, η πρώτη γνωστή μνεία του οικισμού ως «Πανομή» συναντάται τον 14ο αιώνα και συγκεκριμένα το 1302. Στα βυζαντινά χρόνια, το χωριό ήταν ιδιοκτησία μοναστηριακή και γνωστός αμπελότοπος.

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας υπαγόταν στην Καλαμαριά και ως την Επανάσταση του 1821 αποτελούνταν από μικτό πληθυσμό χριστιανών και μουσουλμάνων, ανήκε δε στην κατηγορία των ελεύθερων χωριών: δε μετατράπηκε, δηλαδή, σε τσιφλίκι και οι κάτοικοι κράτησαν τις ιδιοκτησίες τους.

Οι Επανομίτες συμμετείχαν ενεργά στην Επανάσταση του 1821 και οι Οθωμανοί, για αντίποινα, λεηλάτησαν και πυρπόλησαν το χωριό.

Ωστόσο, χάρις στην εύφορη αγροτική έκταση της Επανομής και κυρίως στη μεγάλη παραγωγή κουκουλιών, οι Τούρκοι μπέηδες της περιοχής και ο Εβραίος μεγαλέμπρορος Ισάκ, διαμεσολάβησαν ώστε να δοθεί αμνηστία στους Επανομίτες ώστε να μπορέσουν να επιστρέψουν στο χωριό και να συνεχίσουν τη γεωργική παραγωγή.

Μετά την επανάσταση, ο πληθυσμός της Επανομής αποτελούνταν πλέον μόνο από χριστιανούς, ενώ μετά την Απελευθέρωση, το 1912, η Επανομή συνέχισε να υπάγεται στον Δήμο Καλαμαριάς, μέχρι την αναγνώρισή της ως ξεχωριστής Κοινότητας το 1918 (Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορική εξέλιξη του οικισμού βλ. και Παζαράς Θεοχάρης, Επανομή Ιστορία – Μνημεία- Τοπογραφία, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Μακεδονική Βιβλιοθήκη, αρ.79, Θεσσαλονίκη 1993)

Στις μέρες μας, με το σχέδιο Καλλικράτης (2011), η Επανομή αποτελεί ιστορική έδρα του Δήμου Θερμαϊκού (ΦΕΚ2742/Β/31.08.2016)

Η Επανομή οργανώνεται ιστορικά σε τρεις συνοικίες–μαχαλάδες: στη συνοικία του Αγίου Γεωργίου, της Παναγιάς και του Κακοσουλίου, οι οποίες ορίζονται με βάση το γεωγραφικό ανάγλυφο της περιοχής. Τα σπίτια και στις τρεις συνοικίες κτίζονταν μεν ελεύθερα στο οικόπεδο, αλλά συχνά ομαδοποιούνταν σε οικόπεδα όπου κατοικούσαν μέλη της ίδιας οικογένειας, σχηματίζοντας «οικογενειακές συνοικίες» με κοινό επίθετο (πχ. τα Τσιαμουρτζάδ’κα, τα Μπουγκάδ’κα, κοκ). (Βλ. και Παζαράς 1993, σελ.113)

Στα πλαίσια της έκδοσης, πραγματοποιήθηκε ενδελεχής περιήγηση και σάρωση του οικισμού, καθώς και βιβλιογραφική έρευνα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο καταγράφηκε ένας μεγάλος αριθμός αξιόλογων αρχιτεκτονικών κτισμάτων που καταλαμβάνουν ένα ευρύ χρονικό φάσμα, από τα μετεπαναστατικά χρόνια (1821)―οπότε και επαναδομείται το χωριό―έως και το πρόσφατο παρελθόν (δεκαετία 1960). Στην έκδοση αυτή παρουσιάζονται ιδιωτικά κτήρια, δηλαδή κατοικίες, καταστήματα και βιοτεχνίες που ταξινομούνται σε τρεις τυπολογικές και αντίστοιχες χρονικές ενότητες.

Στην πρώτη ενότητα παρουσιάζονται τα παλαιότερα και πιο αξιόλογα διασωζόμενα ιδιωτικά κτήρια του οικισμού της Επανομής που εντάσσονται χρονικά στην περίοδο 1821-1912. Πρόκειται για αγροτόσπιτα της λαϊκής αρχιτεκτονικής του μακεδονικού χώρου.

Σε επίπεδο κάτοψης, τα σπίτια αυτά είναι στο σύνολό τους ορθογώνια και πλατυμέτωπα. Έχουν δε όλα νότιο προσανατολισμό, ακολουθώντας τις αρχές του βιοκλιματικού σχεδιασμού. Στο ισόγειο συνήθως συναντάμε μία κεντρική σάλα με δύο δωμάτια εκατέρωθέν της.

Στον όροφο, επαναλαμβάνεται η ίδια κάτοψη, ενώ η επικοινωνία των δύο επιπέδων γίνεται με εσωτερική ξύλινη σκάλα στο πίσω μέρος της σάλας. Στη βόρεια πλευρά των σπιτιών χτιζόταν η «κρέμαση», ένα πρόσκτισμα με αποθηκευτική χρήση. Εξωτερικά του σπιτιού υπήρχαν διάφορα προσκτίσματα, όπως αχυρώνας, στάβλοι, αποχωρητήριο, φούρνος, καθώς και το λεγόμενο επανομίτικο «χαγιάτι», το οποίο περιλάμβανε πλυσταριό και εστία (Το χαγιάτι αυτό δεν έχει σχέση με το γνωστό χαγιάτι της λαϊκής αρχιτεκτονικής των μακεδονικών σπιτιών που ήταν ένας ημιυπαίθριος χώρος στην πρόσοψη των σπιτιών).

Μορφολογικά, τα σπίτια αυτά ήταν λιτά στην πρόσοψη και τα ανοίγματα τοποθετούνταν συμμετρικά της κεντρικής εισόδου. Ιδιάζον χαρακτηριστικό της επανομίτικης λαϊκής αρχιτεκτονικής αποτελεί ένας μικρός εξώστης σε εσοχή στο μέσο της όψης του ορόφου. Ο εξώστης αυτός διέθετε πόρτα με δύο παράθυρα εκατέρωθέν της και ημικυκλικό φεγγίτη στο πάνω μέρος.

Η κατασκευή των σπιτιών γινόταν κατά κύριο λόγο με τη χρήση «πλιθιών» από πηλό και άχυρο, με την παρεμβολή ξυλοδεσιών ανά οριζόντια διαστήματα, για τη στατική ενίσχυσή τους. Μόνο τα θεμέλια και το κάτω τμήμα των σπιτιών που ερχόταν σε επαφή με το έδαφος κατασκευαζόταν από πέτρα.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, η τυπολογία των αγροτόσπιτων εγκαταλείπεται σταδιακά και την εμφάνισή τους κάνουν αστικές μονοκατοικίες με νεοκλασικά στοιχεία (περίοδος 1912-1940). Οι πρώτες νεοκλασικές κατοικίες χτίζονται επί των κεντρικών πλατειών, σηματοδοτώντας μια νέα περίοδο για την Επανομή, η οποία αρχίζει να αποκτά περισσότερο αστικό χαρακτήρα.

Όσα εκ των κτισμάτων είναι αμιγώς κατοικίες, αποτελούνται από υπερυψωμένο ισόγειο, ημιυπόγειο χώρο με αποθηκευτική χρήση και επιστέγαση κεραμοσκεπής. Στην περίπτωση που υπάρχει μαγαζί, τα κτίσματα είναι διώροφα, με το μαγαζί να στεγάζεται στο ισόγειο και την κατοικία στον όροφο. Ο προσανατολισμός δεν καθορίζει πλέον την χωροθέτηση της κατοικίας, η οποία αναπτύσσεται είτε επί του μετώπου της οδού, είτε ελεύθερα στο οικόπεδο και εκμεταλλευόμενη την εκάστοτε θέα.

Σε επίπεδο κάτοψης υπάρχει ένας κεντρικός χώρος υποδοχής και τα δωμάτια διατάσσονται στη μία ή και στις δύο πλευρές του. Στις πλουσιότερες οικίες, ο χώρος υποδοχής διαχωρίζεται σε δύο μέρη μέσω μίας πολύφυλλης υαλόθυρας, και φιλοξενεί την τραπεζαρία και το καθιστικό.

Τα δωμάτια είναι συνήθως δύο σε κάθε πλευρά. Κατά κανόνα, οι κύριοι «καλοί» χώροι διατάσσονται στην επίσημη όψη, ενώ οι βοηθητικοί (κουζίνα, αποχωρητήριο), που άλλοτε αποτελούσαν χωριστά κτίσματα στην αυλή, ενσωματώνονται τώρα στην κάτοψη και χωροθετούνται στην πίσω πλευρά, προς τον ακάλυπτο.

Μορφολογικά, βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η πρόθεση συμμετρικής διάταξης και η τριμερής οργάνωση της όψης σε βάση, κορμό και στέψη. Επιπροσθέτως, οι όψεις οργανώνονται ακολουθώντας κατακόρυφους άξονες ανοιγμάτων. Κατασκευαστικά, η βάση των κτηρίων εξακολουθεί να κατασκευάζεται από πέτρα. Οι ξύλινοι τοίχοι με τα πλιθιά και τα ξύλινα πατώματα εγκαταλείπονται σταδιακά και νέα υλικά κάνουν την εμφάνισή τους, όπως το μπετόν, οι μεταλλικές δοκοί (μπουντρέλια) και τα ψημένα τούβλα.

Στην τρίτη ενότητα παρουσιάζονται αρχιτεκτονικά αξιόλογες κατοικίες των μεταγενέστερων χρόνων και κάποια ιδιαίτερα μαγαζιά της λαϊκής αρχιτεκτονικής (περίοδος 1940-1960). Οι κατοικίες είναι κατά κανόνα διώροφες, με ισόγειο και όροφο. Το ισόγειο στεγάζει είτε μαγαζί, είτε έχει βοηθητική χρήση, ενώ η κατοικία βρίσκεται στον όροφο.

Από άποψη χωροθέτησης, όπως και οι κατοικίες της προηγούμενης περιόδου, τα κτίσματα αυτά διατάσσονται είτε κατά μήκος του μετώπου της οδού, είτε ελεύθερα στο οικόπεδο, στραμμένες προς την καλή θέα.

Τυπολογικά, συνεχίζει να ακολουθείται η διάταξη με έναν κεντρικό χώρο υποδοχής με τραπεζαρία και καθιστικό, ο οποίος χωρίζεται στα δύο, μέσω πολύφυλλης υαλόθυρας και τα δωμάτια να διατάσσονται στη μία ή και στις δύο πλευρές του.

Μορφολογικά, η διακόσμηση των όψεων είναι λιτότερη από την προηγούμενη περίοδο, ωστόσο δεν εκλείπουν τελείως τα διακοσμητικά στοιχεία.

Ιδιαίτερο στοιχείο αποτελεί και η εισαγωγή ορισμένων γραμμικών στοιχείων τεχνοτροπίας «art deco».

Στις κατασκευές επικρατεί πλέον το οπλισμένο σκυρόδεμα και τα τούβλα.

Όπως λοιπόν παρατηρούμε, η ζωή αλλάζει μαζί με τις ανάγκες, τις επιθυμίες, τις τεχνολογίες και τις μόδες της κάθε εποχής. Τα σπίτια μας αλλάζουν και αυτά. Αυτό που δεν αλλάζει όμως είναι το συναίσθημα που έχουμε όλοι για το σπίτι στο οποίο μεγαλώσαμε ή ζούμε.

Η έκδοση αυτή αφιερωμένη στα παλιά σπίτια της Επανομής, θα κρατήσει «όρθια» σπίτια, που σύντομα πιθανόν να μην υπάρχουν.

*Η Ελένη Κυριακίδου είναι Αρχιτέκτονας MSc

«Από στόμα σε στόμα – Αρχιτεκτονήματα – Οι παλιές κατοικίες της Επανομής»

Στη μνήμη του Θοδωρή Τζίνα

Αγροτόσπιτα λαϊκής αρχιτεκτονικής, αστικές κατοικίες, μαγαζιά και βιοτεχνίες, από τον 19ο αιώνα μέχρι και το πρόσφατο παρελθόν της δεκαετίας του ’60, συνθέτουν μία εικόνα της Επανομής που χάνεται στο πέρασμα των χρόνων. Η αρχιτεκτονική και η φωτογραφική τεκμηρίωση καταγράφουν τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της κάθε εποχής, ενώ οι προφορικές μαρτυρίες ντόπιων αναδεικνύουν αντίστοιχα πλευρές της οικιακής καθημερινότητας των Επανομιτών.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα