Μια ιστορία για τον παλιό κινηματογράφο Έλση
Μια φορά και έναν καιρό στην παλιά Θεσσαλονίκη...
Με την παρότρυνση “Θα Σέβεστε” ο Σοφοκλής Πενλίδης μοιράστηκε σε ανάρτησή του, προσωπικές ιστορίες από τον κινηματογράφο Έλση, στην Ιασωνίδου με Χριστοπούλου. Διαβάζοντας τις κρυφές ιστορίες από την κινηματογραφική αίθουσα, γυρίζεις νοερά πίσω, κάνοντας ένα ταξίδι μαζί του σε μια Θεσσαλονίκη τόσο παλιά, όσο και ο χρόνος. Ακολουθεί η ανάρτηση του κ.Πενλίδη όπως ακριβώς την μοιράστηκε.
Λέξεις: Σοφοκλής Πενλίδης
ΘΑ ΣΕΒΕΣΤΕ!
Ο κινηματογράφος (σσ Έλση) χτίστηκε από τον πατέρα μου αρχές του 60 όταν γεννήθηκα! Ήταν η εποχή που ακόμα η μεγάλη οθόνη ήταν παντοδύναμη, η τηλεόραση έχει αρχίσει δειλά δειλά να μπαίνει στα σπίτια και ο κόσμος είχε ανάγκη κάτι να δει… Ως εκτός κέντρου ήταν δεύτερης προβολής έπαιζε δηλαδή τις ταινίες που ήδη είχαν παίξει κινηματογράφοι του κέντρου μαζί με ένα άλλο έργο και ο κόσμος έβλεπε δύο ταινίες με ένα εισιτήριο.
2ΕΡΓΑ2 έγραφε από έξω. Για τους τακτικούς πελάτες ήταν αδιάφορο το τι έπαιζε, έμπαιναν μέσα και μετά συνειδητοποιούσαν τι θα δούνε. Η συνήθεια δεν ήταν να μπούνε απ’ την αρχή της ταινίας, όποια ώρα έφτανε ο καθένας έκοβε εισιτήριο και έμπαινε, καθόταν δε όπου έβρισκε άδεια θέση.
Μερικές φορές ρωτούσε το διπλανό να του πει τι έγινε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Από εκεί βγήκε και το περίφημο «εδώ ήρθαμε πάμε να φύγουμε».
Το ταμείο μία εσοχή στον τοίχο όπως έμπαινες από τη είσοδο, τα εισιτήρια τριών ειδών: Εξώστης, Πλατεία και Φοιτητικό. Το τρίτο ήταν και το φθηνότερο. Ο διευθυντής του κινηματογράφου άγρυπνος φρουρός για το που θα πάει ο καθένας με το κατάλληλο εισιτήριο.
Ένας υπάλληλος της εφορίας σε όλη τη διάρκεια λειτουργίας παρακολουθούσε αν κόβονταν τα εισιτήρια και ένα ξύλινο κουτί σαν κάλπη, δέχονταν τα μισά αποκόμματα από τον έλεγχο!
Γύρω στα εννιά μου, αρχές ’70, συνέλαβα την ιδέα να εργαστώ παράνομα ως ταξιθέτης στον κινηματογράφο. Αγόρασα ένα φακό από αυτούς που έπαιρναν τις πλακέ μπαταρίες (τότε BEREC 9 Vlt) και χώθηκα μέσα στην αίθουσα σημειώνοντας τις κενές θέσεις μεταξύ των θεατών.
Όσοι έμπαιναν στη μέση της ταινίας ήταν δύσκολο να συνηθίσουν τα μάτια τους στο σκοτάδι, τότε εσύ τους πλεύριζες φωτίζοντας το δάπεδο με το φακό, και τους πρότεινες να τους βρεις μία κενή θέση, μέχρι την όποια τους συνόδευες φωτίζοντας το δάπεδο εφόσον συμφωνούσαν… Στους φοιτητές δεν έκανες καν τον κόπο να πλησιάσεις!
Τα ζευγάρια ήταν οι πιο σίγουροι πελάτες! Αμοιβή σου συνήθως ένα ολόκληρο αφορολόγητο πενηνταράκι. Πολλές φορές ο πελάτης σου ζητούσε να του φωτίσεις τη χούφτα για να ξεδιαλύνει τα ψιλά του, αν ήσουν τυχερός και δεν είχε πενηνταράκι σου έδινε κάτι παραπάνω. Πάντως έβγαινε ένα καλό χαρτζιλίκι!
Ο κίνδυνος της δουλειάς δεν ήταν ότι δουλεύεις ανασφάλιστος, αλλά μη σε πιάσει αστυνομία στις ακατάλληλες ταινίες, είχες πάντα έτοιμη μια καβάτζα σε περίπτωση ελέγχου. Σήμερα μια τέτοια επιχείρηση θα κινδύνευε τριπλά, από την αστυνομία, την επιθεώρηση εργασίας και το ΙΚΑ!
Κάποτε θα πούμε για τις ταινίες που βλέπαμε μέσα από το θάλαμο προβολής, τις παλιές μηχανές με το κάρβουνο, το μηχανικό που τύλιγε ξανά την ταινία μετά τη προβολή της στο αρχικό καρούλι, τα μηχανάκια που έτρεχαν από αίθουσα σε αίθουσα Α΄προβολής για να προλάβουν τις προβολές, τις αλλαγές των φωτογραφιών στις προθήκες κάθε Κυριακή βράδυ, τις ζωγραφισμένες υπέροχες αφίσες που ήταν κολλημένες με γλουτολίνη και ξεσχίζονταν στο βγάλσιμο, τις διαφημίσεις όλων των κινηματογράφων στη Μακεδονία της Κυριακής…
*Το όνομα του κινηματογράφου δόθηκε προς τιμή της κ. Έλσας Πενλίδου