Μια λησμονημένη μνήμη: Οι χώροι μαρτυρίου της Θεσσαλονίκης
Οι αχαρτογράφητες όψεις της Θεσσαλονίκης, αλλά και οι εντοπισμένοι χώροι μαρτυρίου στην πόλη
Τη δυνατότητα, οι χώροι – πειστήρια των μελανών σελίδων της ιστορίας, να αποτελέσουν πυροδότες της συλλογικής μνήμης και του επιτελεστικού της χαρακτήρα, επιχειρεί η ερευνητική εργασία «ΣΥΛΛΕΓΟΝΤΑΣ ΤΑ ΧΩΡΙΚΑ ΙΧΝΗ ΜΙΑΣ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗΣ ΜΝΗΜΗΣ» της φοιτήτριας Ερμείδου Μαρίας Δέσποινα.
Η ερευνητική εργασία, κομμάτι της οποίας παρουσιάζει παρακάτω η parallaxi, πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2020 από την φοιτήτρια του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΑΠΘ, με επιβλέπουσα καθηγήτρια την κυρία Τσουκαλά Κυριακή.
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
‘’Αρκεί, επομένως, να στραφεί κανείς στα δικά του παιχνίδια, στη δική του πρακτική του κοινωνικού παιχνιδιού για να ανακαλύψει ότι η αίσθηση του παιχνιδιού είναι ταυτόχρονα η πραγματοποίηση της θεωρίας του παιχνιδιού και η αναίρεση της ως θεωρίας.’’ (Bourdieu,2006). Αρκεί να ανασύρει τη συλλογική μνήμη μέσα από στην κοινωνική κίνηση, πέρα από γνωστικές διεργασίες. Αρκεί να αντιληφθεί ότι η εκφορά και η μορφή της έχουν δια- λεκτική υπόσταση, αλλάζουν όσο αλλάζουν οι παίκτες, οι στρατηγικές, οι δράσεις και οι στόχοι του κοινωνικού παιχνιδιού, φθείρονται και αναζωπυρώνονται ανάλογα με την κοινωνική αναγκαιότητα.
Η αντικειμενική πραγματικότητα στην οποία τελείται η συλλογική μνήμη, αποτελεί την σύνθεση των υποκειμενικών αντιλήψεων της πραγματικότητας των μελών της ομάδας, η τέλεσή της αποτελεί τη σύνθεση των ατομικών πρακτικών τους.
Η συλλογική μνήμη ερευνάται μόνο σαν μια συνισταμένη κίνηση των ατομικών συνιστωσών πρακτικών, στο δοσμένο πεδίο τέλεσης της. Τα άτομα της ομάδας τελούν τη συλλογική μνήμη ανομοιόμορφα, σύμφωνα με τα προσωπικά βιώματα και τις εμπειρίες, τους εξωτερικούς κοινωνικούς κύκλους τους και τους μηχανισμούς, τα διαμορφωμένα ή υπό διαμόρφωση αισθητηριακά χαρακτηριστικά τους. Η αναπαραγωγή αυτών των πρακτικών συγκροτούν μια μνημονική ομολογία, της οποίας τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά διαμορφώνονται εν κινήσει, δεν προϋπάρχουν.
Η αναπαραγωγή της συλλογικής μνήμης δεν σημαίνει αναπαραγωγή των ίδιων πρακτικών στη διαχρονία τους. Ο συσχετισμός των διάφορων χρονικοτήτων ορίζει τον τρόπο τέλεσης της συλλογικής μνήμης στις παροντικές συνθήκες και το εύρος του κοινωνικού αντίκτυπου που έχει.
Οι κοινωνικές συγκρούσεις και οι μεταβολές της Θεσσαλονίκης, κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, καθόρισαν τις εκφερόμενες πρακτικές της συλλογικής μνήμης, τους προσέδωσαν νέες ποιότητες και μορφές. Οι ριζικές μεταβολές της ταυτότητας της πόλης, κατά τη διάρκεια των δύο Παγκοσμίων Πολέμων και του Εμφυλίου, ο πολιτισμικός πλουραλισμός, η συνύπαρξη φυλών και εθνοτήτων σε μία ενιαία κοινωνική ζωή, η ενιαία πολιτική έκφραση μέσα από πρωτοφανείς για την Ελλάδα δομές και σχήματα, όπως η Φεντερασιόν, το πρώτο Εργατικό Κέντρο, οι μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις, που στιγμάτισαν την ιστορία της χώρας, διαμόρφωναν μία δημόσια ζωή παράταιρη με τις γεωπολιτικές στρατηγικές στα Βαλκάνια και τις εθνικές επιδιώξεις. Η βίαιη εξώθηση και αποψίλωση της πολυφωνίας και της πολυχρωμίας της πόλης και οι επιταχυνόμενες προσπάθειες αστικού εκσυγχρονισμού της ρευστοποίησαν την αίσθηση του κοινωνικού περιβάλλοντος, άφησαν μετέωρες τις εικόνες των συλλογικών αναπαραστάσεων και έδωσαν όψη στη νέα κοινωνική και πολιτική συνθήκη.
Η έλλειψη συλλογικών αναφορών δημιούργησε συνθήκες συλλογικής απόγνωσης και συγκρότησης ιδεολογικών χαρακτηριστικών βασισμένων στην απώλεια. Η απώλεια των σημείων αναφοράς, των τόπων μνήμης ήταν η αποκρυστάλλωση της απώλειας μίας αντιπαρα- θετικής κουλτούρας, των πρακτικών της και των φορέων της.
‘’Όντας προϊόντα πρακτικής διαδοχικών γενεών σε καθορισμένους όρους ύπαρξης, τα αντιληπτικά αυτά σχήματα εκτίμησης και δράσης που αποκτώνται μέσα από την πρακτική και εφαρμόζονται σε πρακτική κατάσταση δίχως να φθάνουν στο επίπεδο της ρητής αναπαράστασης, λειτουργούν ως πρακτικοί τελεστές μέσα από τους οποίους οι αντικειμενικές δομές, των οποίων αποτελούν παράγωγα, τείνουν να αναπαράγονται μέσα στις πρακτικές.’’ (Bourdieu, 2006). Αυτή η ακολουθία αιτιολογεί την εμφάνιση πρακτικών συντηρητισμού, ακραίου φανατισμού και πολιτικής, θρησκευτικής και εθνικής μισαλλοδοξίας, την μετεμφυλιακή περίοδο, η οποία υιοθετήθηκε από κρατικούς μηχανισμούς, παρακρατικές ομάδες και μέρος του κοινωνικού υποκειμένου. Το κλείσιμο ενός σπαρακτικού ιστορικού κύκλου, επέβαλε και νομιμοποίησε όψεις της μισαλλοδοξίας (κάψιμο εβραϊκής συνοικίας Καμπέλ, επιθέσεις σε εργατικά σωματεία, κτλ) και ενέτεινε την καταστολή αντιπαραθετικών ιδεολογιών και πολιτικών πρακτικών, επιδρώντας εκ νέου στην πολιτική πρακτική των επόμενων δεκαετιών και τα χαρακτηριστικά του μετεμφυλιακού κράτους, την στέρηση των δημοκρατικών ελευθεριών, με χαρακτηριστικό στιγμιότυπο τη δολοφονία του Λαμπράκη, το επισφράγισμα της πολιτικής αστάθειας στη Θεσσαλονίκη, το πέρασμα στην πολιτική κρίση των Ιουλιανών και τελικά το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών.
‘’Οι μεταβατικές περίοδοι έχουν όλες τις ιδιότητες που έχει ένα κατώφλι, όριο μεταξύ δύο χώρων όπου συναντώνται οι ανταγωνιστικές αρχές και ο κόsμος αντιστρέφεται.’’ (Bourdieu,2006). Η μετάβαση συνοδεύεται είτε από τις ελπίδες για ευνοϊκότερες συνθήκες, είτε από φόβο για το δυσοίωνο μέλλον. Η μετάβαση από το στρατοκρατικό καθεστώς στο δημοκρατικό πολίτευμα, ήταν μετά από πολλές δεκαετίες ένα ελπιδοφόρο κατώφλι, μία μετάβαση προς τα έξω. Τα πολιτικά χαρακτηριστικά της συμφιλίωσης και της παύσης των εκδικητικών πρακτικών των ανταγωνιστικών αντιλήψεων, τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά της διευρυμένης κοινωνικής αμφισβήτησης και οι προβολές τους στις κοινωνικές συμπεριφορές όρισαν μία νέα λογική για την κοινωνική αντίληψη και την συσχέτισή της με τις πρακτικές. Το κατώφλι της ελευθερίας καθόρισε τις πρακτικές της μεταπολιτευτικής περιόδου για δεκαετίες, την κοινωνική αντίληψη, τις ενθυμήσεις του αυταρχισμού και της στέρησης των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Η χρόνια παθητική εναντίωση με τη δικτατορία αντικαταστάθηκε από ενεργητική στράτευση υπεράσπισης των δημοκρατικών δικαιωμάτων, ο φόβος μεταστράφηκε σε ελπίδα και οι συλλογικοί φορείς ανέπτυξαν δράσεις και πρακτικές, απαγορευμένες μέχρι πρότινος. Το κράτος και οι μηχανισμοί του λειτούργησαν με αρκετές αντιφάσεις, η μερική αθώωση των βασανιστών της δικτατορίας, η απαγόρευση διαδηλώσεων την επέτειο της δεκάτης εβδόμης Νοέμβρη, η αναγνώριση της αντιδικτατορικής αντίστασης μετά από τις κοινωνικές πιέσεις και την κυβερνητική αλλαγή την δεκαετία του 1980, η συνταγματική αλλαγή, στην οποία σύμφωνα με τον Παπαδημητρίου, ‘’ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ορισμένες επιλογές και ιδέες που αποτυπώθηκαν στα δικτατορικά ‘’Συντάγματα’’ του 1968 και 1973 άφησαν τη σκιά τους, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, στο Σύνταγμα του 1975’’ φανερώνουν την κρατική κατεύθυνση διαχείρισης της μεταπολιτευτικής περιόδου (Παπαδημητρίου,1999). Η κρατική αδυναμία ολικής ρήξης με το στρατοκρατικό καθεστώς, πέρα από τους θεσμικούς χειρισμούς, είχε σαφή αντανάκλαση στην αφήγηση της ιστορίας, τη διαχείριση της συλλογικής μνήμης, των μνημονικών ιχνών και των τραυμάτων. Η κρατική αποσιώπηση των τραυματικών εμπειριών σε συνδυασμό με την αναπτυσσόμενη συλλογική συνείδηση, αποτυπωμένη στην τέχνη, την πολιτική, την καθημερινότητα, μεγιστοποίησε τις πρακτικές ενεργητικής ενθύμησης, οι οποίες τροφοδοτούν τη συλλογική μνήμη έως σήμερα.
Η συναρμογή της ιστορίας με τη συλλογική μνήμη εντοπίζεται στην εκφορά της προφορικής ιστορίας. Η προφορική ιστορία αποτελεί μία διεργασία χωρίς πλήρη θεσμική αναγνώριση και με αμφισβητούμενη επιστημονική εγκυρότητα. Ωστόσο, αναβαθμίζει συνεχώς της θέση της στην διαμόρφωση της κοινωνικής αντίληψης του παρελθόντος. Φέρνει την ιστορία σε ανθρωπομετρικές διαστάσεις, διαρρηγνύει την γραμμική αφήγηση της, διαχωρίζει την πολυεστιακή οπτική στις επιμέρους οπτικές γωνίες της κάθε μαρτυρίας, δεν ποσοτικοποιεί τα γεγονότα. Το ιστορικό γεγονός δεν καταγράφεται σε ημερολογιακούς δείκτες, εγχαράσσεται στη συνείδηση ως βίωμα, το βίωμα δεν επιχειρεί να αποστασιοποιηθεί από το τραύμα. Η εκφορά της μέσα από πρακτικές διαφυλάσσει την πηγαία ποιότητά της, εισδύει στο παρελθόν μέσα από το παρόν και τις σύγχρονες ενθυμήσεις. Στη Θεσσαλονίκη, η κυρίαρχη αντίληψη της ιστορίας έχει επηρεαστεί από τις προφορικές μαρτυρίες και τα τεκμήρια. Η βαρύνουσα θέση των καλλιτεχνικών τεκμηρίων, ειδικά των λογοτεχνικών και ποιητικών, έχει απενοχοποιήσει την φαντασματική αναβίωση του παρελθόντος, έχει εξοικιώσει το κοινό της πόλης στην βιωματική υποκειμενική αφήγηση της παρελθοντικής αντικειμενικότητας και έχει καθορίσει την αναγέννηση των συλλογικών αναπαραστάσεων.
Η ενεργή παρουσία των φορέων της συλλογικής μνήμης της δικτατορικής περιόδου είναι καθοριστική για τις δυνατότητες ενθύμησης εμπειριών και ανάκλησης πρακτικών. Ο διαμοιρασμός των εμπειριών, η ανάδειξη της ιστορίας μέσω των ατομικών βιωμάτων και η διοχέτευση της συλλογικής μνήμης της ομάδας στη συλλογική μνήμη της πόλης επιδιώκεται μέσα από εκθέσεις, εκδηλώσεις, συμμετοχή στους επετειακούς εορτασμούς του Πολυτεχνείου, τροφοδότηση των συλλογικών φορέων και της σύγχρονης συλλογικής αμφισβήτησης. Ο Σύνδεσμος Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών (ΣΦΕΑ) είναι η κύρια φωνή της συλλογικής μνήμης στην πόλη, σωρεύοντας το αρχείο του αντιδικτατορικού αγώνα, αναπτύσσοντας δράσεις μέσα στον αστικό ιστό, καταδεικνύοντας την ιστορική υπόσταση του χώρου, διεκδικώντας όψεις θεσμικής αναγνώρισης αντιστασιακών πρακτικών στην πόλη. Ύστερα από τη διεκδίκηση του ΣΦΕΑ διαμορφώθηκαν τα δύο σημεία αναφοράς του αντιδικτατορικού αγώνα στη Θεσσαλονίκη, το ένα στο υπόγειο του Τρίτου Σώματος Στρατού, όπου συγκεντρώθηκε το αρχείο και είναι προσβάσιμο στο κοινό της πόλης και το άλλο στον τόπο δολοφονίας του Χαλκίδη, όπου τοποθετήθηκε μία επεξηγηματική επιγραφή και ο δρόμος μετονομάστηκε Γιάννης Χαλκίδης. Άλλες, μικρότερης απήχησης, πρακτικές αποτελούν οι περίπατοι σε τραυματικούς χώρους της πόλης, που διοργανώνονται με ιδιωτική πρωτοβουλία ξεναγών, αρχαιολόγων, ιστορικών, αρχιτεκτόνων και επιχειρούν να ανασύρουν μέσα από τα άνευρα ερείπια τον παλμό των θραυσμάτων της συλλογικής μνήμης. Αντίστοιχη δουλειά συντελείται από κόμματα, δημοτικές κινήσεις και συλλογικούς φορείς εστιάζοντας στην πολιτική ποιότητα της ενθύμησης και στις στρατεύσεις των μαρτύρων.
Η έλλειψη θεσμικής οργάνωσης και η μοριακή τέλεση της συλλογικής μνήμης αφαιρούν των παλμό των πρακτικών, τον ρυθμό και τη διάρκειά τους στο χρόνο. Η πάροδος του χρόνου, η απομάκρυνση από το τραυματικό παρελθόν, η σταδιακή απώλεια των φορέων της συλλογικής μνήμης οδη- γούν σε μια πιο συστηματοποιημένη και σχηματοποιημένη αντίληψη της μνήμης. Η εξατομικευμένη αναμέτρηση με τα ίχνη της συλλογικής μνήμης σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης μεγαλούπολης αναπλάθει τα γενεσιουργά κίνητρα της ενθύμησης και ενσωματώνεται σε σχήματα εξορθολογισμού και θεωρητικοποιησης. Η πρακτική απορρέει από το ιδεολογικό επίπεδο και χάνει τη δυνατότητά της να παράγει θεωρητικές μετατοπίσεις και αναστοχασμούς, χάνει την διαλεκτική σχέση της με την ιδεολογία και τα κοινωνικά συμφραζόμενα, τείνει ολοένα στην κυρίαρχη προσέγγιση της ιστορίας, τελείται στο χώρο ως μία εξωτερική επικουρική δύναμη, ως μία αναπαράσταση της ιστορίας.
ΤΑ ΧΩΡΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
A.ΟΙ ΑΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΤΕΣ ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Η ταυτότητα της πόλης, την επταετία 1967-1974, επηρεάστηκε από τη γενική κοινωνική συνθήκη. Ο χώρος στιγματίστηκε από τα καθεστωτικά στοιχεία του κοινωνικού αποκλεισμού και της πολιτικής επιβολής. Οι μεταλλάξεις της πόλης είχαν ως κοινό παρονομαστή την προβολή μίας συμπαγούς εικονικής χωρικής ενότητας, ικανής να υποσκιάσει την αυταρχική όψη της κοινωνικής ζωής. Κάποιες αστικές μεταλλάξεις της περιόδου, όπως είναι η συνέχιση και η ένταση του αστικού εκσυγχρονισμού με τη ραγδαία ανοικοδόμηση, τις βαρύνουσες δυσμενείς συνέπειες για την εντοπισμένη αρχιτεκτονική και πολιτισμική κληρονομιά, τη διαμόρφωση της πόλης σύμφωνα με τις ανάγκες του θεάματος και της κυρίαρχης κουλτούρας της εποχής, διαμορφώνοντας το αντίστοιχο μοντέλο αστικής ζωής και κατοίκησης, γίνονται ευρέως αντιληπτές τόσο από την κυρίαρχη πολεοδομική οπτική, όσο και από το κοινωνικό υποκείμενο της πόλης. Ωστόσο, οι περισσότερες μεταλλάξεις δεν αφορούν την αναδιάρθρωση του αστικού ιστού αλλά την μεταλλαγή της ταυτότητας του χώρου, του νοήματος του, των ιδεολογικών ποιοτήτων του, στη βάση της κοινωνικής και πολιτικής σύγκρουσης, αφορούν τις χωρικές σχέσεις, όπως αυτές αναδιαμορφώθηκαν στο νέο επιβαλλόμενο μοντέλο εκτέλεσης της δημόσιας ζωής.
Οι συνθήκες επιτήρησης της προσωπικής ζωής και ο περιορισμός της κοινωνικής ελευθερίας ύφαινε ένα ιστό πρακτικών και καταστάσεων στον αστικό ιστό, οι οποίες επαναπροσδιόρισαν το νόημα του χώρου και σκιαγράφησαν τη χωρική διάσταση του αυταρχισμού. Η φοβική αντίληψη του δημόσιου χώρου και η εν δυνάμει κατάργηση της ιδιωτικότητας του κατοίκου, ακόμα και σε ιδιωτικούς χώρους, ίδρυε χωρικότητες, φαινομενικά προσβάσιμες και ανοιχτές για τη δημόσια ζωή, αλλά πρακτικά χωροθετώντας τον αποκλεισμό, με βασικό στοιχείο την αίσθηση της έκθεσης σε κίνδυνο, της μετάβασης σε ένα πεδίο αναπάντεχης δυσχέρειας. Οι χωρικές σχέσεις επιτήρησης, το επιβαλλόμενο νομοθετικό πλαίσιο (απαγόρευση κυκλοφορίας το βράδυ, απαγόρευση συναθροίσεων, κτλ) και οι ιδεολογικές απολήξεις του στην κοινωνική αντίληψη ορίζει τον δημόσιο χώρο μονομερώς ως ένα πεδίο άσκησης της κυρίαρχης πολιτικής και συγκροτεί ένα ανασφαλές κοινωνικό περιβάλλον. Η κρατική εποπτεία της προσωπικής ζωής είναι ο βασικός παράγοντας διαμόρφωσης της χωρικής αντίληψης, ένας προπομπός της εισόδου στην μαρτυρική ακολουθία των χώρων της στρατοκρατίας.
‘’Είναι πεταλούδα. Δηλαδή, από τον Λευκό Πύργο μέχρι την Ευαγγελίστρια που είναι το αυτό. Τα εξακόσια αυτά μέτρα και ανοίγεται έτσι. Δηλαδή, εάν ναρκοθετηθεί και ελεγχθεί, μπορούν να σε πιάσουν έτσι περπατώντας ή με αυτοκίνητα είτε όχι. Δηλαδή κόβεται στα δύο η πόλη. Δε έχει την πόλη που
έχει η Αθήνα και δεν μπορεί να πιαστεί. Γι΄αυτό και πιάστηκε, καλώς κακώς, κάθε γκρουπ, κάθε ομάδα. Δεν έμεινε καμία αλώβητη. Πιαστήκαμε όλοι στη διάρκεια της Χούντας.’’(Σ.Σ.)
‘’Οι ιστορικοί χώροι είναι συνδεδεμένοι με καταστάσεις άγριες. Γιατί εγώ έτσι τους γνώρισα. Δεν γνώρισα την άλλη την πλευρά. Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη. Γνώρισα μόνο αυτή.’’(Α.Δ.)
‘’Και μας πιάσανε χωρίς κανένα λόγο, δεν είχαν και στοιχεία, επειδή μας είχαν όλη την ημέρα από πίσω. Μας παίρναν εξίμισι ώρα το πρωί, μας αφήναν έντεκα. Όλη την ημέρα, την κάναμε φιλαράκια.’’(Π.Τ.)
‘’Στη γειτονιά, εκεί, ο αστυνόμος σημείωνε, ‘’ωπ τον είδα στην τάδε συγκέντρωση’’ ή ‘’κάνει παρέα με τους τάδε’’, εί- ναι ύποπτος γι΄αυτό.’’ (Α.Δ.)
Εκτός από τους χώρους, που ήταν σημεία αναφοράς για την δικτατορία, υπήρχαν χώροι διάχυτοι στον αστικό ιστό, που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του κράτους και του παρακράτους. Τέτοιοι χώροι ήταν τα αστυνομικά τμήματα αλλά και χώροι, άγνωστοι για τους κατοίκους στην πόλη, που λειτουργούσαν ως κέντρα μυστικών υπηρεσιών και παρακρατικής οργάνωσης, για την εποπτεία και την περιστολή της δημόσιας ζωής και των αντισυστημικών πολιτικών πρακτικών. Οι μυστικοί χώροι της στρατοκρατίας εντοπίζονται στο κέντρο της πόλης, όπου η απροσωπία της μεγαλούπολης ευνοεί το χαρακτήρα τους. Αντίθετα στις περιφερειακές γειτονιές, τα υπαρκτά κλειστά κοινοτικά κοινωνικά χαρακτηριστικά κατοίκησης δυσχεράνουν την λειτουργικότητα τέτοιων χώρων. Άλλωστε, σ’ αυτές τις γειτονιές η εποπτεία της προοδευτικής πολιτικοποίησης και των πρακτικών αμφισβήτησης ήταν πιο εύκολη και άμεση. Φυσικά, όσο πιο έντονα ήταν τα χαρακτηριστικά αμφισβήτησης τόσο πιο έντονη γινόταν η κατασταλτική επίθεση των κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι προσφυγικές γειτονιές (Τούμπα, Χαριλάου, Τριανδρία, Συκιές, Εύοσμος) , οι οποίες λόγω του αναβαθμισμένου πολιτικού και πολιτισμικού τους επιπέδου και των αυξημένων πρακτικών αμφισβήτησης, δέχθηκαν δριμεία επίθεση, η οποία μπορεί να συγκριθεί, και μερικές φορές υπερβαίνει ποιοτικά, τις αντίστοιχες πρακτικές του κέντρου της πόλης.
Οι χώροι βασανισμού και περιορισμού της ελευθερίας, όλοι οι χώροι που συμπυκνώνουν την συνθήκη της κοινωνικής βαρβαρότητας αξονίζονται σε δύο νοητές ομόκεντρες ζώνες, που περικλείουν το κέντρο της Θεσσαλονίκης. Η χωροθέτηση τους συντεταγμένα γύρω από το κέντρο της πόλης δημιουργεί μία χωρική συνέχεια, ομόλογη της ποιοτικής και πειθαρχικής συνέχειας τους. Η μετρήσιμη απόσταση μεταξύ τους ευνοεί την διάχυση των αυταρχικών συμβολισμών και της κοινωνικής πειθαρχίας στην πλειονότητα
των χωρικών ενοτήτων της πόλης και παράλληλα εκτονώνει χωρικά τη βαρβαρότητα, χωρίς να γίνεται πλήρως αντιληπτή, όπως στην περίπτωση ενός ενιαίου χωρικού συγκροτήματος. Η πρώτη ζώνη περικλείει το κέντρο της Θεσσαλονίκης και συμπεριλαμβάνει τους χώρους μεταβίβασης μέχρι την καταδίκη και φυλάκιση των συλληφθέντων. Περιλαμβάνει έξι χώρους μαρτυρίου, δύο δυτικά του κέντρου της πόλης, την Εθνική Ασφάλεια στην πλατεία Βαρδαρίου και την Εθνική Ασφάλεια στην οδό Βαλαωρίτου, δύο ανατολικά, το συγκρότημα του Τρίτου Σώματος Στρατού και το χώρο της Δι- εθνούς Έκθεσης, στον οποίο λειτουργούσε το Στρατοδικείο, βόρεια του κέντρου τις φυλακές του Επταπυργίου και στο κέντρο της πόλης, το κτίριο των Μεταγωγών, στην οδό Φιλίππου. Η δεύτερη ζώνη αφορά την διάρθρωση χώρων σε περιφερειακό επίπεδο και συμπεριλαμβάνει κυρίως στρατόπεδα (Καρατάσιου, Σέδες, Στρεμπενιώτη, Κόδρα) και τις φυλακές των Διαβατών.
Η ομολογία των μαρτύρων για την σειρά ‘’επίσκεψης’’ του κάθε χώρου και για τη διαδρομή μεταβίβασης, δημιουργούν μία παράλληλη σύνδεση των χώρων, διαφορετική από την παραπάνω. Εκτός από τους σκοπούς της στρατοκρατίας και τη χωρική δομή των μαρτυρικών τόπων, τα κοινά αισθήματα του φόβου και του κινδύνου, της αποφασιστικότητας και της πίστης στην παρελθούσα πρακτική και την υπηρέτησή της μέχρι τέλους, διασύνδεουν τους χώρους άλλοτε νοητά και άλλοτε μέσα από τη διαδρομή του κάθε κρατούμενου, μία διαδρομή γεμάτη αντιθέσεις. Η έγκλειστη περιπλάνηση στο κοινωνικό περιβάλλον της παρελθούσας ελευθερίας, των ‘’ένοχων’’ πρακτικών, της κατοίκησης εν κινδύνω, ο οποίος επήλθε και τώρα βιώνεται, ο φόβος για το επόμενο βήμα και η ανακούφιση για το τέλος του προηγούμενου μαρτυρίου, η μηδενική αισθητηριακή αντίληψη του χώρου διάβασης και η βαθιά αντίληψη του παλμού του, των ανθρώπων που τον κατοικούν. Ο χώρος μετατρέπεται σε σκηνικό της εκτυλισσόμενης τραγωδίας, το κοινωνικό περιβάλλον σε ένα δίκτυο διαδρομών μεταξύ των μαρτυρικών χώρων, το οποίο προσλαμβάνει ο κρατούμενος με απομειωμένες αισθήσεις και μόνο αισθητηριακό κριτήριο την σχηματική αντίληψη του χρόνου για την εκτίμηση της απόστασης και του τόπου μεταγωγής. Σε περιβάλλοντα, όπου ο χώρος δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός λόγω της απαγόρευσης της όρασης, ο χρόνος γίνεται κυρίαρχος και μετατρέπεται σε ένα παιχνίδι μεταξύ της διάρκειας και της στιγμής, της διαρκούς βίωσης του κινδύνου και των φόβων και των στιγμών της επιβεβαίωσης τους. Εναλλαγές που δεν αποτυπώνονται χωρικά σε ίχνη και σημεία αναφοράς αλλά διαμορφώνουν ανεξίτηλα τις συλλογικές αναπαραστάσεις και το συλλογικό φαντασιακό. Μία οδική διαδρομή, η οποία αποκτά συμβολισμούς, γίνεται πεδίο αναστοχασμού για τους κρατούμενους, αποτελεί διαδικασία πρόσληψης των χωρικών ποιοτήτων της μαρτυρικής ακολουθίας. Μία διαδικασία που εκκινάται από την προσωπική τραυματική εμπειρία και ξεδιπλώνεται αφηγηματικά στο χώρο, ιδρύοντας νέες μορφές χωρικοτήτων.
‘’ Μετά από μια δυο μέρες με πήραν και με πήγαν στον Εύοσμο σε ένα αστυνομικό τμήμα. Η σύμπτωση είναι ότι εγώ αυτή τη διαδρομή την είχα κάνει πολύ παλιότερα όταν με τον Καζέλη συζητούσαμε για να ανατινάξουμε κολώνες της ΔΕΗ. Ακολουθώντας κολώνα κολώνα πήγα προς τα εκεί, για να δω από πού ξεκινάνε αυτές οι κολώνες, ας πούμε. Και τελικά τώρα, με το ασφαλίτικο τζιπάκι, δε θυμάμαι, πηγαίνουμε αυτή τη διαδρομή. Λέω, ‘’ωχ τώρα τι γίνεται εδώ; Με πάνε για καθάρισμα; Θα με βάλουνε πουθενά να παρακολουθώ, να ψάχνω και θα ρίξουν καμία. Τέλος πάντων, λίγο το σκέφτεσαι ότι μπορεί και να γίνει και λίγο ότι μπα δε γίνεται, αφού είμαι εδώ, είμαι εδώ, δεν υπάρχει αυτό το πράγμα.’’(Γ.Κ., 2017)
‘’Δύο χαφιέδες. Πίσω κάθισα εγώ, δίπλα οι δύο χαφίεδες, δίπλα μου, από δεξιά αριστερά και μπροστά ο οδηγός και ένας άλλος. Του λέει του αλλουνού, ‘’πήρες κουβέρτα;’’, λέει ‘’όχι’’, ‘’πάρε μία κουβέρτα’’. Με σκέπασαν με την κουβέρτα το κεφάλι και νόμισα ότι ήταν γι΄ αυτό, ενώ ήταν για κάτι χειρότερο. Τέλος πάντων, πρέπει να με πήγαν σε ένα στρατόπεδο εκεί, εκεί πίσω έχει στρατόπεδα, κάπου μεταξύ Καλαμαριάς και Αεροδρομίου. […] Με βάζουν στην κουβέρτα και την κρατάνε δύο από εδώ και από εκεί. Με βάζουν σε ένα πορτ μπαγκάζ αυτοκινήτου, με ρίχνουν μέσα και λένε ‘’θα τον πάμε στα σύνορα της Βουλγαρίας να τον σκοτώσουμε και να πούμε ότι πήγε να δραπετεύσει’’ και ξεκινάει το αυτοκίνητο. Εγώ τώρα όσο μπορούσα να υπολογίσω και το χρόνο, κάποτε σταμάτησε αυτό. Και κατάλαβα ότι ήταν εκεί, στην Ασφάλεια με πήγαν στο Βαρδάρη.’’(Γ.Γ.,2017)
Η αντίληψη του χώρου στη διαχρονία του, δηλαδή μέσα από τις αντανακλάσεις της συλλογικής μνήμης, των προσωπικών βιωμάτων και εμπειριών επιβάλλουν την αναπήδηση μεταξύ των κλιμάκων, από τη μεγάλη κλίμακα του προσωπικού βιώματος στη μικρή κλίμακα του ψηφιδωτού των συλλογικών αναπαραστάσεων και των αισθητηριακών διεργασιών από τις οποίες προέκυψαν. Οι χώροι που σήμερα χαρτογραφούνται, η χωρική επίδρασή τους στον αστικό ιστό, η συμπληρωματικότητά τους για την πολιτική σταθεροποίηση της περιόδου, διαφέρουν από τις προσλαμβάνουσες όσων βίωσαν τις χωρικές συσχετίσεις. Η αντίληψη του χώρου και του χρόνου, υπό την κοινωνική δεσπόζουσα, διαμορφώνει πολύ διαφορετικές συσχετίσεις. Υπό αυτήν την έννοια, η χωρική ανάλυση των μαρτυρικών ενοτήτων εμπεριέχει την αχαρτογράφητη πολυδαίδαλη διαδρομή κάθε κρατούμενου, τις κραυγές των βασανισμένων στις γειτο- νιές, την επιβλητική στρατιωτική παρουσία, τις δολοφονίες στους δρόμους, τις βίαιες μαζικές συλλήψεις σε δημόσια θέα, το κάθε προσωπικό βίωμα καταπίεσης και αυταρχισμού. Είναι πρακτικές, που ορίζουν συμπεριφορές, περιορίζουν πρακτικές και καθορίζουν τη συλλογική σκέψη. Μέσω αυτών των εναλλαγών εστίασης γεφυρώνεται η παροντική χωρική ανάλυση των τόπων μνήμης με την συναίσθηση της παρελθούσας χωρικής αντίληψης.
ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΧΩΡΩΝ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΧΩΡΩΝ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΜΕ ΠΥΚΝΩΣΗ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ
Β. ΟΙ ΕΝΤΟΠΙΣΜΕΝΟΙ ΧΩΡΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ
Η ύπαρξη των προσδιορισμένων χώρων μαρτυρίου έχει δεσπόζουσα επιρροή στην κοινωνική ταυτότητα της πόλης. Αν η ταυτότητα της πόλης μπορεί να οριστεί μέσα από την συλλογική σύμπνοια σε κάποιες κοινωνικές σταθερές και την αλληλοδιαπλοκή των διαφόρων σχέσεων, οι οποίες συγκροτούν μία ενότητα, τότε τίθεται μία προβληματική γύρω από αυτούς τους χώρους. Επιβάλλουν μία νέα κοινωνική ταυτότητα στην πόλη ή προσπαθούν να καταργήσουν κάθε ταυτότητα; Είναι οι πόλοι των νέων κοινωνικών ταυτοτικών χαρακτηριστικών ή τα αστικά κενά για την απονέκρωση κάθε κουλτούρας, κάθε διυποκειμενικής επικοινωνίας, κάθε κοινωνικής λειτουργίας;
Το φέρον νόημα των μαρτυρικών χώρων διαφαίνεται στην παρατήρησή τους στη διαχρονία. Στη Θεσσαλονίκη, από τους έξι χώρους μαρτυρίων (Τρίτο Σώμα Στρατού, Εθνική Ασφάλεια Βαρδαρίου, Εθνική Ασφάλεια Βαλαωρίτου, Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης, Μεταγωγών, Επταπύργιο), που χρησιμοποιήθηκαν στο κέντρο της Θεσσαλονίκης την περίοδο της δικτατορίας, οι πέντε χρησιμοποιούνταν για παραπλήσιους σκοπούς από την προδικτατορική περίοδο. Το στοιχείο της διαχρονικότητας μετέτρεπε τους χώρους σε σταθερές, ικανές να αναπαράγουν κοινωνικά αισθήματα φόβου και ανασφάλειας. Η συμβολική χρήση των ίδιων χώρων, που χρησιμοποιήθηκαν στον Εμφύλιο και στη Γερμανική Κατοχή, υποκρύπτει την ανάγκη της στρατοκρατίας να αποτυπώσει χωρικά τη συνέχιση μίας όμορης πολιτικής αντίληψης. Υποκρύπτει την ανάγκη της να εκμεταλλευτεί τον ήδη δια- μορφωμένο χαρακτήρα αυτών των χώρων και των εγχαραγμένων συλλογικών αναπαραστάσεων, των ήδη αποτυπωμένων τραυματικών εικόνων. Αντίθετα, οι παραπάνω χώροι, στη μεταπολίτευση, εγκαταλείφθηκαν ή άλλαξαν μερικώς ή ριζικά τη χρήση τους, προσπαθώντας να αποποιηθούν το σπαρακτικό φορτίο τους και την υλική αποτύπωση μίας γενικής πολιτικής και ιδεολογικής συνθήκης.
‘’Ότι αυτός βασάνιζε και ανέκρινε τους πατεράδες μας, αυτός εμάς και αυτός θα ανέκρινε και τα παιδιά μας αν δεν είχε πέσει η Χούντα το ‹74.’’ (Σ.Σ.)
Η εσωτερική ζωή τους ήταν αντι-ανθρώπινη, σκοτεινή, αποτρόπαιη, κρυφή ως προς το κοινό της πόλης, όμως δεν ήταν ξεκομμένη από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Η σχέση τους με το κοινωνικό περιβάλλον ήταν διαλεκτική, εξέπεμπαν τα μηνύματα αιτιολογημένου φόβου και κινδύνου, διέχυναν τις αντίστοιχες πρακτικές και παράλληλα απορροφούσαν τις αντισυστημικές αντιρρήσεις για σωφρονισμό. Δημιουργούσαν την πόλωση στην πόλη, εξέφραζαν την εκτυλισσόμενη βία και την ωμότητα. Όσο απροσπέλαστο και άβατο έμοιαζε το περιβάλλον των χώρων, τόσο οργανικά δεμένο ήταν με το κοινωνικό περιβάλλον, θεμελιωμένο στο διαμορφωμένο κοινωνικό πλαίσιο. Ενώ υπήρχε μία νοητή συνέχεια μεταξύ του δημόσιου χώρου και των χώρων μαρτυρίου, η αντίληψη του εσωτερικού χώρου ήταν μία απότομη αναβάθμιση της ωμότητας των προσλαμβανουσών. Όλα τα λανθάνοντα, ανεμικά και μεμονωμένα αισθητηριακά βιώματα στον αστικό ιστό μετουσιωνόταν σε μία συμπαγή πραγματικότητα στους χώρους μαρτυρίου, σε ένα τόπο συγκροτημένο με σκοπό να εκφράσει μονομερώς τον πόνο σε κάθε επίπεδο συνείδησης. Η απουσία κάθε λογικής, η καταπάτηση κάθε αξιακού κώδικα, η απύθμενη χρήση βίας δεν διαμόρφωναν το κενό, αφηγούνταν το νόημα αυτών των χώρων, ίσως όχι στην ολότητά του, αλλά σίγουρα στα ίχνη, που άφησε στην χωρική αντίληψη και την αστική κατοίκηση της περιόδου. Η αλληλοδιείσδυση του νοήματος των μαρτυρικών χώρων και του κατοικημένου χώρου και η συμπληρωματικότητα των εκτυλισσόμενων πρακτικών δημιουργούσε νέες κοινωνικές τάσεις και χωρικές σχέσεις, σκιαγραφούσε μία τραυματική εικόνα του χώρου, που νοηματοδοτούταν από τη βιωματική εμπειρία.
Εκτός από τη διαχρονικότητα των χώρων, η βαρύνουσα σημασία τους στην χωρική αντίληψη γίνεται κατανοητή στις αναφορές των μαρτύρων στις κοινωνικές κινήσεις απονομιμοποίησης και απαξίωσή των χώρων. Η προσήλωση του αντιστασιακού κινήματος να αμφισβητεί την ισχύ των χώρων υποδηλώνει δύο στοιχειά. Αφενός, ότι η στρατοκρατία πρόβαλε τους χώρους, ως αποκρυστάλλωση της αδιαμφισβήτητης ηγεμονίας της, που δεν μπορούσε να απειληθεί από τίποτα. Αφετέρου, ότι για το κοινωνικό υποκείμενο, οι χώροι αποτελούσαν την συγκεφαλαίωση της βιωμένης αστικής απειλής, την προσωποποίηση της επιβολής, την στέρηση κάθε δικαιώματος στο χώρο.
‘’Αυτοί οι τέσσερις, εδώ, κατά συγκυρία έχουν πεθάνει και οι τέσσερις, το βράδυ, παρακολουθούσαν τους φρουρούς στην αλλαγή τους και γράψαν συνθήματα στον περίβολο,
‹›ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ››. Αυτό έθιξε καίρια την Χούντα, διότι και στο Στρατοδικείο, μας το λέγαν, ‘’Ποιος έγραψε συνθήματα;’’, διότι ήταν στην καρδιά της στρατοκρατίας. Στην καρδιά της ΚΥΠ. Ήταν το Τρίτο Σώμα, αλλά στα οπίσθια του, δεν το ξέρει ο κόσμος, ήταν η ΚΥΠ. Και εκεί έγιναν βασανιστήρια και εκεί σκοτώσαν και τον Τσαρουχά. Δηλαδή, στην καρδιά της στρατοκρατίας και των βασανιστηρίων, γράψαμε συνθήματα. Χαρακτηριστικό είναι, τόσο πολύ τους πείραξε αυτό, καλά ήταν εμβληματική ενέργεια και γι΄αυτό έγινε. Για να πει ότι στην καρδιά της στρατοκρατίας, η Αντίσταση χτυπάει.’’
‘’Μια άλλη εμβληματική ενέργεια, είναι η ανατίναξη του στύλου της ΔΕΗ, του πυλώνα, πίσω από το Καυταντζόγλειο. Τη μέρα που θα μιλούσε και ήταν ο Παπαδόπουλος με τους επιτελείς στη Διεθνή Έκθεση. Θα γινόταν ενέργεια δηλαδή εκεί, να σβήσει, να πέσει ο πυλώνας, για να πέσει το φως
στην Έκθεση. Βέβαια, εν μέρει πέτυχε αυτό, γιατί εν μέρει και για λίγα δευτερόλεπτα το φως έπεσε. Η Χούντα, βέβαια αυτήν την ενέργεια την μεγαλοποίησε, είπε ότι θα είμαστε εμείς απέναντι με γυαλάκι, με πολυβόλα. Στο καλό. Ποια πολυβόλα και ποιος οπλισμός; Μια από τις καλές ενέργειες ήταν, καλή, συμβολική.’’ (Σ.Σ.)
Το νόημα των χώρων δεν αποτυπώνεται μόνο στην περιγραφή των έντονων βιωμάτων αλλά και στον τρόπο αντίληψης τους. Ο χώρος, σε καμία μαρτυρία, δεν αναλύεται με βάση τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του, αν και οι πέντε από τους έξι χώρους, μεταπολιτευτικά, ανακηρύχθηκαν διατηρητέοι με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική αξία. Αυτή η αντίθεση μεταξύ των περιγραφών των μαρτύρων και της σημερινής χωρικής αντίληψης καταδεικνύει ότι οι χώροι ορίζονται μέσα από τις σχέσεις, τις πρακτικές, τα συναισθήματα και όχι από τις μετρήσιμες ποιότητες τους. Δεν μπορεί ειδωθεί τίποτα αναλογικό, τίποτα αρμονικό σε ένα χώρο, που βασανίζονται και θανατώνονται άνθρωποι. Δεν μπορεί να υπάρξει αρχιτεκτονική, που θα δώσει άλλο νόημα στο χώρο από αυτό που εκπέμπουν οι εντοπισμένες πρακτικές. Η αντικειμενική αποτρόπαιη συνθήκη συγκρότησε τη συλλογική χωρική αντίληψη και την εικόνα του χώρου. Η επιμελημένες αναλογίες και οι προσεγμένοι χώροι μεταστράφηκαν σε ένα ανοίκειο, παράταιρο, επιθετικό, αφόρητο περιβάλλον, η ουσία της αρχιτεκτονικής αντίληψης επαναπροσ- διορίστηκε, ο χώρος νοηματοδοτήθηκε αποκλειστικά από τις συλλογικές αναπαραστάσεις. Έτσι, από καθαρά αρχιτεκτονικής άποψης, η αντίληψη των κτιρίων αυτών την περίοδο της δικτατορίας, ήταν μία παρένθεση, που θέτει θεμελιακά ερωτήματα για την αρχιτεκτονική και τη νοηματοδότηση του χώρου.
‘’Εγώ δεν πήγα ποτέ, και μετά που μας καλούν, δεν πήγα ποτέ. Δεκαεφτά μέρες εκεί, αυτό το πράγμα έζησα. Άλλοι βασανίστη- καν σε άλλο χώρο.’’(Α.Κ.)
‘’Η ζωντανή ιστορία είναι αυτή. Τα κτίρια από κατασκευή δεν σε ενδιαφέρουν. Όχι, εσένα σε ενδιαφέρει ο ανθρώπινος παράγοντας πως τα είδε, πως τα βίωσε. Γιατί και το Επταπύργιο αν πας και το δεις τώρα εκεί είναι επιβλητικό. Το θέμα είναι όταν είσαι κρατούμενος, το τι γίνεται.’’ (Α.Δ.)
Η ταυτότητα των χώρων, αν και σαφώς προσδιορισμένη από την βαρβαρότητα των πρακτικών, φέρει διαφορετικά νοήματα, ανά συγκυρία. Δεν μπορεί να συγκριθεί η διεισδυτικότητα του νοήματος των χώρων στον αστικό ιστό κατά την περίοδο της λειτουργίας τους με τη σύγχρονη απήχησή τους στο κοινό της πόλης. Η ταυτότητα των χώρων αντανακλούσε την ταυτότητα της πόλης και της δημόσιας ζωής, συνθήκη που μεταπολιτευτικά καταργήθηκε. Η θραυσματική σημερινή εικόνα των χώρων και η μεθοδευμένη μεταπολιτευτική προσπάθεια για απόκρυψη και καταστροφή των ενοχοποιητικών χωρικών ιχνών των βασανισμών είναι παράγοντες, που δυσχεράνουν την ανίχνευση του χωρικού παλμού. Το κρισιμότερο είναι η δυσκολία προσέγγισης της μεταφερόμενης βιωμένης εμπειρίας, στην ολότητά της. Η αποκλειστική εστίαση στις μορφές της ασκούμενης βίας, παραγνωρίζοντας τις κοινωνικές διασυνδέσεις των πρακτικών με τα κοινωνικά συμφραζόμενα, καταλήγει σε μία φιλανθρωπική συντήρηση της αποστασιοποίησης από το τραύμα, από την ενθύμηση ως σύγχρονη δυναμική κοινωνική διεργασία. Η επανεξέταση της σύγχρονης χωρικής αντίληψης, των καταβολών της και της ταυτοτικής πορείας της, απαιτούν την τοποθέτηση της ανάλυσης των χώρων στις χωροχρονικές συνέχειες και ασυνέχειες τους. Η συγκρότηση ενιαίων συλλογικών αναπαραστάσεων μέσα από τα προσωπικά βιώματα, την εξατομικευμένη και υποκειμενική πρόσληψη των χωρικών συσχετίσεων, επιβάλει την ανίχνευση του νοήματος του χώρου και του τρόπου, που η κοινωνική ζωή επιδρούσε σ’ αυτόν. Η συλλογική μνήμη δεν ανασύρει βιώματα για την ανάδειξη των συλλογικών πληγών, προσπαθεί να καταδείξει τους χώρους ως σύμβολα αποφυγής, ως σημεία αναφοράς των κοινωνικών αδιεξόδων. Οι χώροι, που λειτουργούσαν ως τροχοπέδη στην κοινωνική δράση, καλούνται να αποτελέσουν το στίγμα της αυτόβουλης ελεύθερης δράσης. Η σύγχρονη κοινωνική αντίληψη απέχει από τα βιώματα πόνου και κινδύνου, ωστόσο μπορεί να επικοινωνήσει με τα ανεξίτηλα τραυματικά ίχνη μέσα στην κοινωνική κίνηση, μέσα από τους αστικούς μετασχηματισμούς και τις χωρικές μεταβολές.
Γ. ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ ΣΤΟ ΒΙΩΜΕΝΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ
Η γενική αντίληψη των χώρων μαρτυρίου, ως αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνικής και πολιτικής συγκυρίας, δεν υποτιμά το μνημονικό και βιωματι- κό φορτίο των χώρων. Αντίθετα, τα εκπεμπόμενα μηνύματα και οι συμβολισμοί των χώρων απηχούν στην πόλη, λόγω των εγχαραγμένων συλλογικών αναπαραστάσεων. Οι βιωμένες τραυματικές εμπειρίες μίας μερίδας των κατοίκων της πόλης και οι τραυματικές εικόνες, που καλλιέργησαν στο συλλογικό φαντασιακό ως κοινωνική εμπειρία, στιγματίζουν την ταυτότητα των χώρων μαρτυρίου. Το αίσθημα αποστροφής πηγάζει από το αίσθημα τρόμου, από τις περιγραφές πόνου, τα βιωμένα αδιέξοδα, από το φόβο για την ενδεχόμενη βίωση των φρικαλέων αφηγήσεων.
Η βαναυσότητα των χώρων οφείλεται στην υλικότητα των σχέσεων, των πρακτικών και των κοινωνικών συγκρούσεων. Η πολιτική ήττα δεν ήταν ένα διανοητικό αδιέξοδο, ενσαρκωνόταν στον εγκλεισμό, την ολική στέρηση της ελευθερίας, την ολική πειθάρχηση στις εντολές του αντιπάλου. Η πολιτική ταυτότητα δεν ήταν μία διακηρυγμένη ιδεολογία, σήμαινε σκληρή σύγκρουση, ανάκριση και βασανισμό. Η συνείδηση του ατόμου λειτουργούσε υπό την πίεση της αβίωτης υλικότητας των χώρων, το άτομο αναστοχαζόταν για τα πεπραγμένα υπό το βάρος της αντοχής της αποτρόπαιης κατάστασης των χώρων μαρτυρίου. Η εκδικητική αναλγησία σχηματοποιούταν σε πρακτικές καταρράκωσης της αξιοπρέπειας του αδυνάμου, του εξευτελισμού του. Οι χώροι ήταν η υλική αποτύπωση του τέλους, του τέλους της ζωής, του τέλους της πολιτικής στράτευσης, του ενεργού πολιτικού αγώνα, της ελευθερίας, του τέλους μιας ευημερίας που δεν μπόρεσε να έρθει ποτέ, μετά την έξοδο από τα κολαστήρια.
Το αφόρητο περιβάλλον των βασανισμών, των ανακρίσεων, της απομόνωσης γινόταν πιο αποπνικτικό υπό το βάρος των αναπτυσσόμενων κοινωνικών σχέσεων. Η επικοινωνία των ατόμων δεν είχε την ορθόδοξη μορφή της, εκπονούταν υπό το βάρος των σχέσεων εξουσίας και επιβολής, εκφερόταν περισσότερο μέσω των πρακτικών ή της άρνησης πρακτικής, παρά δια της πνευματικής επικοινωνίας και αλληλοκατανόησης. Η ιδιότυπη επικοινωνία των ατόμων προσέδιδε στο χώρο χαρακτηριστικά, που συνηγορούσαν στην τρομοκράτηση και τον εκφοβισμό των ατόμων, ακόμα και όταν αφορούσε την επικοινωνία μεταξύ των κρατουμένων. Η ειδοποιός διαφορά των χώρων μαρτυρίου από άλλους χώρους της πόλης ήταν η ανάπτυξη τέτοιων κοινωνικών σχέσεων και η υλική αποκρυστάλλωσή τους στις χωρικές συσχετίσεις. Οι χώροι βασανιστηρίων ήταν χώροι, που μπορεί σε παλιότερες ή μεταγενέστερες συγκυρίες να φιλοξενούσαν γραφεία, ήταν χώροι λιτοί και φαινομενικά ουδέτεροι, με γραφειακό εξοπλισμό και τον εξοπλισμό των βασανισμών. Ωστόσο, η ταυτότητα αυτών των χώρων, σημαδεύτηκε, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες από τις αβάσταχτες πρακτικές, τα αδίστακτα πρόσωπα των βασανιστών, τις απειλές τους και τον φόβο για την προσωπική αντοχή στους βασανισμούς. Σημαδεύτηκε από τη χωρική διάσταση, που έπαιρνε η εκδίκηση, η πολιτική επιβολή, η αυταρχικότητα.
Αντίστοιχα, οι διάδρομοι, τα κελιά, τα δωμάτια ανάκρισης γινόταν αβάσταχτα όταν, εκτός από τον ατομικό πόνο, ο κρατούμενος καλούταν να αναμετρηθεί και με την αιμόφυρτη κακοποιημένη όψη του συγκρατούμενού του, με τους ήχους των βασανισμών του, τις περιγραφές του. Η κοινωνική συναναστροφή έκανε την βαρβαρότητά του χώρου αντιληπτή με όλες τις αισθήσεις, ο κρατούμενος μπορούσε να ακούσει, να διηγηθεί, να αισθανθεί, να μυρίσει, να δει την τραγικότητα των εντοπισμένων πρακτικών, μέσα από την επικοινωνία με το τραύμα του συγκρατούμενου του. Οι επιχειρήσεις εκ- μηδένισης του ατόμου επέβαλαν την αντίληψη του χώρου με κάθε αίσθηση ως το αναμορφωτήριο, ως χώρο της πολιτικής μετάνοιας, της παραδοχής της ήττας και άρα της αντίληψης του τραύματος όχι ως ατομική εμπειρία αλλά ως συλλογική ήττα της εκδικούμενης κοινωνικής αντίληψης. Έτσι, από τη μία, ο χώρος επιχειρούσε να εκμηδενίσει την ανθρώπινη αξία και το κάθε άτομο χωριστά, να θίξει την αξιοπρέπεια του, την σωματική του ακεραιότητα, την ψυχική και σωματική του αρτιμέλεια και από την άλλη προσπαθούσε να καταστείλει την κοινωνική σκέψη, να καταστρατηγήσει κάθε συλλογική αντιμετώπιση του μαρτυρίου και να διαλύσει κάθε κοινωνικό απόθεμα του κρατουμένου.
‘’ Όλη μέρα άκουγα βογγητά από τα διπλανά κελιά. Στην αρχή νόμισα ότι τα βογγητά αυτά προέρχονταν από κασέτα μαγνη- τοφώνου για να μας τρομοκρατήσουν. Μόνο κάποια στιγμή είδα να βγάζουν τον Μπάρα από το κελί του. Ήταν μόνο με το σλιπάκι, τα χέρια του κρέμονταν σακατεμένα και ήταν κατάμαυρος, γεμάτος λάσπη και αίμα.’’(Θ.Κ., 2013)
‘’Στην Ασφάλεια μας φέραν και σε αντιπαράσταση με την Αφρούλα. Η Αφρούλα βασανίστηκε πάρα πολύ, η αλήθεια είναι πάρα πολύ, μα πάρα πολύ. Την είδα και σε άθλια κατάσταση και εγώ τρόμαξα αλλά ατσαλώθηκα τόσο πολύ, με έπιασε ένα γινάτι που λέω δε θα κάνω το χατίρι σας με τίποτα.’’ (Π.Κ., 2017)
Η συσχέτιση του χώρου με τους βασανισμούς είχε διπλή υπόσταση. Από τη μία, στα δωμάτια ανάκρισης και βασανισμού, ο χώρος έχανε την αξία του. Οι εφαρμοζόμενες πρακτικές ήταν δεσπόζουσες στο χώρο, υπερκάλυπταν κάθε χωρικό στοιχείο και παράλληλα με μεθόδους φυσικής εξόντωσης, απομόνωναν το άτομο από το περιβάλλον, το αναισθητοποιούσαν και του αφαιρούσαν κάθε δυνατότητα να αντιληφθεί με τις αισθήσεις του τον χώρο. Η περιγραφή του χώρου από τους μάρτυρες εστιάζει αποκλειστικά στο τραυματικό βίωμα, στις μεθόδους βασανισμού και στις ποιότητες του χώρου, που σχετίζονται άμεσα με το βασανισμό. Από την άλλη, στους χώρους κράτησης και απομόνωσης, ο χώρος γίνεται ο πρωταγωνιστής του μαρτυρίου. Η κατοίκηση στο αφόρητο περιβάλλον γίνεται ένα προμελετημένο βασανιστήριο, χωρίς φανερές πληγές, που εξευτελίζει την ανθρώπινη φύση. Μικροί χώροι, σκοτεινοί και βρώμικοι, διαμορφωμένοι με σκοπό την ψυχική και σωματική εξόντωση του κρατούμενου, άλλοτε φιλοξενούσαν ένα άτομο προκαλώντας το να επιβιώσει στην απόλυτη απομόνωση και άλλοτε φιλοξενούσαν πολυάριθμες ομάδες, αντιμετωπίζοντάς τους σαν αγέλη. Ο χώρος, σε κάθε περίπτωση, έπαιρνε τη μορφή του τρόπου βασανισμού του ατόμου, στεγνός και απρόσωπος όταν πλαισίωνε ωμές πρακτικές, μικρός και αφόρητος για την απομόνωση του ατόμου, ασφυκτικά γεμάτος για τη μαζική ταπείνωση των έγκλειστων, πάντα συνθέτοντας μία επιθετική και αποκρουστική πραγματικότητα.
‘’Στο Βαρδάρη ήμουνα σε ένα κελί, κλειδωμένη, εκεί δεν έβλεπες τίποτα, δεν άκουγες τίποτα. Ε, ένα κελί, πόσο να ‘ταν; Τα γνωστά. Δύο με δυόμισι επί ενάμισι, ίσα ίσα που… Να εγώ τώρα πόση είμαι… Κάθε μια, μια κουβέρτα. Δεν έχει τίποτα μέσα. Σε εμάς δεν άφησαν ούτε..Ενώ η Γεωργία που ήτανε στο Μεταγωγών, δεν το θυμόμουν πριν, της είχαν αφήσει μολύβι και χαρτί, χαρτί υγείας. Εμάς μόνο τα ρούχα που φορούσαμε, ούτε χαρτομάντηλο, ούτε χαρτοβάμβακα. Τότε ήμουνα νέα. Τίποτα, τίποτα. Έπρεπε όλα να τα ζητήσεις. Να σε βλέπουν δηλαδή να τρέχουν τα αίματα για να σου δώσουν. Και εκεί ήταν, το φοβερό, εκεί, ήταν το φως που έχει ψηλά μέρα νύχτα. Ένα υποκίτρινο έτσι, και μέσα σε πλέγμα, μια λάμπα έτσι, που αυτή έτσι που ξαπλώνω, γιατί δεν έχει αλλιώς να ξαπλώσεις, είναι φάτσα. Φάτσα στην πόρτα του κελιού. Και απέναντι εί- ναι αυτό που εγώ το χαρακτήρισα, σα να υπάρχει εκεί για να σμπαραλιάσει το νευρικό σου σύστημα. Μέρα νύχτα, αυτό το πράγμα εκεί, με αυτό το υποκίτρινο φως, γιατί όπου και να γυρίσεις, όπως και να κάνεις αυτό σε καίει, δεν σε αφήνει ούτε να κοιμηθείς, ούτε να ξεκουραστείς. Και το άλλο το δύσκολο, επίσης, ήταν με το… Είδες καμία φορά κελί; Έτσι όπως είναι η σιδερένια η πόρτα έχει ένα μικρό πορτάκι, που απέξω ανοίγει. Να όπως είναι το δισκάκι. Τόσο. Ε λίγο πιο φαρδύ είναι. Και αυτό ανοίγει απέξω. Εμείς, τώρα, από παλιά, του μπαμπά, τα ξαδέρφια που ήταν φυλακή με την Αντίσταση, αυτό το λέγανε Ιούδα. Γιατί άνοιγαν αυτοί και έβλεπαν τί κάνεις μέσα. Ο Ιούδας. Αυτό, αυτοί το άνοιγαν. Τσακ. Έκανε το θόρυβο. Κοιτούσαν. Άλλος έβριζε, άλλος, τέλωσπαντων, ότι έκανε. Μετά τσακ, το έκλινε πάλι. Και αυτό το τσακ τσακ και τα κλειδιά που ανέβαιναν με τις αρμαθιές τα κλειδιά. Αυτό δε σε άφηνε να ξεκουραστείς, να ησυχάσεις και είχες και την αγωνία. Έλεγες, ‹›ποιος είναι τώρα εδώ;››, ‹›τί θέλει;››, ‹›γιατί;››.
‘’Τι θα ζητήσεις, αν σου πει, ότι ζητήσεις θα στο κάνω;’’. Και αυτός λέει, ‘’να γίνουν οι κλειδαριές βελούδινες’’. Και άμα ρωτήσεις και άλλους, αυτό το κρατς κρατς, δεν ξέρεις τι θα σου ζητήσουν, που θα σε παν, τι θα σε κάνουν. Γιατί ακόμα δεν έχεις καταδικαστεί, άμα καταδικαστείς, πας στη φυλακή, είσαι με τους άλλους, είναι πολύ διαφορετικά. Εκεί είσαι μόνος και δεν ξέρεις τι θα σου ζητήσουν και αν θα αντέξεις.’’ (Α.Κ.)
‘’Δεν είχε βασανιστήρια στο Γεντί Κουλέ. Αλλά το να ζεις μέσα εκεί και να τα κάνεις απάνω σου και να κατουριέσαι, είναι χειρότερο βασανιστήριο. Δεν είχε τίποτα. Μία κουβέρτα έτσι κάτω και ξάπλα στο τσιμέντο. Ήταν αίσχος. Όπως τα ζώα.’’(Γ.Κ.)
Εδώ, υπάρχει μία συσχέτιση του χώρου με το χρόνο και τη διάρκεια. Υπάρχει παραλληλισμός στη διαπλοκή της χρονικής στιγμής με τη χρονική διάρκεια και στις ποιοτικές διαφοροποιήσεις των χώρων. Οι χώροι κράτησης ενέτειναν την αέναη αντίληψη του χρόνου. Εκτός από τις αβίωτες συνθήκες κράτησης, επιχειρούσαν να καταργήσουν την έννοια του χρόνου, την χρονική αντίληψη, αφού ο χρόνος ήταν η μόνη κοινωνική σύμβαση, η οποία θα μπορούσε να διατηρηθεί στην απομόνωση. Η αδυναμία των κρατουμένων να αντιληφθούν και να υπολογίσουν την χρονική διάρκεια, τους ωθούσε στην παραίτηση, τους υπενθύμιζε την κοινωνική περιθωριοποίησή τους. Η μετρήσιμη διάρκεια υποκρύπτει την ελπίδα για το τέλος της θηριωδίας και κάνει πιο αντιμετωπίσιμη την συνολική κατάσταση, διακρίνει το παρόν από τα πεπερασμένα. Από την άλλη, οι χώροι βασανισμού δεν βασίζονταν στη διαρκή προσπάθεια ψυχικής εξόντωσης, αλλά στη στιγμιαία ανυπέρβλητα τραυματική συνθήκη. Έτσι, οι χώροι αυτοί δεν επιχειρούσαν να διαμορφώσουν κάποιο ιδιαίτερο περιβάλλον, ήταν απομακρυσμένοι υπαίθριοι ή υπόγειοι χώροι για να μην έχουν οπτική και ακουστική επαφή οι πρακτικές βασανισμού με τις υπόλοιπες λειτουργίες. Έτσι, οι εναλλαγές του στιγμιαίου βασανισμού και τις βασανιστικής διάρκειας χωροθετούνταν στο αντίστοιχο περιβάλλον για να δημιουργήσουν μία χωρική ενότητα ομόλογη της νοηματικής ενότητας και των σταθερών επιδιώξεων των χώρων. Φυσικά, όπως στο πέρασμα του χρόνου δεν είναι εύκολη η διάτμηση του σε στιγμές και διάρκεια, έτσι δεν είναι απλή η διάτμηση του χώρου σε ψυχρούς και αποκρουστικούς χώρους, με σαφείς διαχωριστικές ασιθητηριακές γραμμές. Οι ώρες βασανισμού δεν αποτελούν χρονικές ασυνέχειες, αποτελούν αντίθετα τις στιγμές, που πιστοποιούν τη συνέχεια ενός διαρκούς μαρτυρίου, στιγμές που στιγματίζουν την διάρκεια, βοηθούν στην αναπαραγωγή των αισθημάτων του φόβου και του πόνου και κατά συνέπεια της επιβαλλόμενης κοινωνικής αντίληψης.
Το άτομο αντιλαμβάνεται το χώρο μέσα από τις κοινωνικές του σχέσεις, μέσα από τις προσδιδόμενες αδυσώπητες προμελετημένες ποιότητες των χώρων, μέσα από την αγώνα αντοχής στην καταστρατήγηση της ανθρώπινης αξίας. Οι μορφές βίας ιδρύουν τις χωρικότητες, καθορίζουν τις διανοητικές λειτουργίες του ατόμου και τις αντιληπτικές διεργασίες, τις κοινωνικές λειτουργίες, το πρότυπο ζωής, την διυποκειμενική επικοινωνία. Σε ένα περιβάλλον εκμηδένισης της ανθρώπινης ύπαρξης, η προβληματική για τη ζωή και την αξία της κυριεύει την κοινωνική και ατομική σκέψη, η ατομική και συλλογική τραυματική εμπειρία διαμορφώνουν την χωρική αντίληψη. Η συσχέτιση της σύγχρονης χωρικής αντίληψης με την παρελθούσα δεν μπορεί να βασιστεί στην φαντασιακή απεικόνιση των χώρων και την χωροθέτηση των πρακτικών. Είναι πληγές ανοιχτές, που δεν επουλώνονται με την λήθη, την υποδειγματική σωματοποίηση του τραύματος, την εμπορευματοποίηση της βίας. Είναι το τραύμα που παραμένει ανεξίτηλο στη συλλογική μνήμη. Η παροντική ανάκλησή του αφηγείται το ανυπέρβλητο τραύμα, το βίωμα που έχει χαθεί ως συνθήκη της κοινωνικής ζωής, αλλά μένει ενεργό στον ψυχισμό των ατόμων. Η συλλογική αναπαράσταση των χώρων εκφράζει την διπολικότητα ανάμεσα στις προσπάθειες εξάλειψης κάθε παρόμοιου αντικοινωνικού φαινομένου και στις προσπάθειες διατήρησης των συλλογικών αναφορών και της συλλογικής ενθύμησης, ανάμεσα στην συνέχεια της κοινωνικής κίνησης και την ασυνέχεια της ιστορικής αφήγησης.
‘’Δεν βοηθάν σε τίποτα αυτές οι εμπειρίες που σ΄αυτές τις αθλιότητες. Να μην υπάρχουν ποτές. Ποτές. Να σε απομονώνουν. Εγώ ήμουν πενήντα μέρες στην απομόνωση.’’ (Π.Τ.)
‘’Δεν είμαι από εκείνους που λένε, ‘’ε δεν πειράζει’’. Πειρά- ζει. Πειράζει, για κάποιους πειράζει. Όλα τα άλλα είναι χαζο- μάρες, μωρέ. ‘’Εγώ, με πέρασε’’, δε μας περνάει τώρα. Μας σακάτεψαν. Κακά τα ψέματα. Όχι για όλους όμως. Αλλά κάποιες φάτσες είναι γραμμένες και δεν ξεγράφονται. Δεν φεύγουν από το μυαλό, εφιάλτης είναι.’’ (Θ.Κ.,2017)
‘’Το μόνο που έχω να σας πω για να σας δείξω και το κλίμα της βραδιάς είναι ότι από τη στιγμή εκείνη μέχρι σήμερα, δεν αισθάνθηκα ούτε μία μέρα ευεξία, αισθάνομαι πάντα κατάκοπος, πράγμα που πραγματικά πιστεύω δηλαδή ότι είναι απόρροια των συνθηκών της μέρας εκείνης.’’(Β.Μ.,1987)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η συλλογή των χωρικών ιχνών της δικτατορικής περιόδου 1967-1973 αναδύεται ως σύγχρονη αναγκαιότητα για την αναπαραγωγή της συλλογικής μνήμης. Η συλλογική μνήμη ορίζεται από τα νοήματα της συσσωρευμένης κοινωνικής εμπειρίας αλλά η αναπαραγωγή του νοήματός της κρίνεται από την ατομική και συλλογική ανάγκη έκφρασης των εγχαραγμένων εικόνων και αναφορών. Υπό αυτήν την έννοια η νοηματοδότησή της δεν αποτελεί μία πεπερασμένη διεργασία, δοκιμάζεται την κάθε στιγμή, από την πρακτική του κάθε ατόμου. Σήμερα, που οι φορείς της βιωματικής εμπειρίας χάνονται και μαζί τους χάνεται η δυνατότητα της προφορικής ιστορίας, η συλλογική μνήμη είναι η μόνη έμπρακτη δυνατότητα απέναντι στην μεθοδευμένη ή ακούσια λησμονιά. Είναι η δυνατότητα προσέγγισης του παρελθόντος μέσα από το τραύμα, μέσα από το επίπονο βίωμα, τα αδιέξοδα, την σκληρή διαδικασία, που στιγμάτισε την κοινωνική αντίληψη και την κοινωνική σκέψη, μέσα από το παρόν. Η αντικατάσταση της επίπονης διεργασίας με μία ευχάριστη αναπόληση καταλήγει στην εικονική ιστορική ευαισθησία και την φιλάνθρωπη μνημόνευση. Όταν μάλιστα η κοινωνική αντίληψη δοκιμάζεται από τον πολυκατακερματισμό του νεοφιλελεύθερου τρόπου κοινωνικής οργάνωσης και τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά της εξατομίκευσης, η συλλογική κουλτούρα μνήμης πρέπει να καλλιεργηθεί στο άγονο περιβάλλον της καταναλωτικής κουλτούρας, της αποδιάρθρωσης της δημόσιας ζωής, της ψηφιοποίησης της επικοινωνίας. Στην κρίσιμη παροντική στιγμή, η αναπαραγωγή της συλλογικής μνήμης, με τα φέροντα νοήματα, επιβάλλει τον άμεσο προσδιορισμό συλλογικών αναφορών, που θα λειτουργήσουν ως ταυτοτικές σταθερές και σημεία αναφοράς για την κοινωνική αντίληψη.
Ο χώρος εντάσσεται στη διαρκή διαδικασία του κοινωνικού μετασχηματισμού και οι υφές που αποκτά αναδύονται ως απόρροια των μεταλλαγών των κοινωνικών σχέσεων. Η ψηφιοποιημένη ζωή αναιρεί ακόμα και την υλικότητα του χώρου, ενώ παράλληλα ορίζει νέες άυλες χωρικότητες. Το υλικό περιβάλλον δεν αποτελεί πλέον το αποκλειστικό πεδίο διαμόρφωσης των ατομικών και συλλογικών εικόνων. Ένα νέο περιβάλλον δεσπόζει στην καθημερινότητα, την τέλεση της δημόσιας ζωής, την καλλιέργεια της κουλτούρας. Η εξατομίκευση, που βιώνει το άτομο στις όψεις της κοινωνικής και οικονομικής του δραστηριότητας, επισφραγίζεται από την είσοδο του στον ψηφιακό κόσμο ως θεατή σε ένα καθορισμένο σκηνικό, ως ενεργό άτομο σε μία παθητική διαδικασία, ως κοινωνικό υποκείμενο σε ένα αποξενωμένο περιβάλλον, καθορίζοντας έτσι τη στάση του στο κοινωνικό περιβάλλον. Παρά τη νέα χωροχρονική ψηφιοποιημένη συνθήκη, το διακύβευμα του βιωμένου χώρου παραμένει ενεργό. Ο χώρος συνθέτεται από τις πρακτικές του συνασπισμού εξουσίας, τις πρακτικές της καθημερινής κατοίκησης και του σημείου, στο οποίο οι δύο αντιπαραθετικές κατηγορίες πρακτικών συναντιούνται, συνθέτονται, επικαλύπτονται, επιβάλλονται, επαναδιαπραγματεύονται το νόημα του χώρου. Υπό αυτήν την έννοια, ο χώρος που τελούνται οι πρακτικές, που αναπτύσσονται δράσεις θα είναι πάντα ο χώρος, που θα συγκροτεί κυρίαρχα την ατομική και κυρίως τη συλλογική ταυτότητα, θα είναι ο χώρος, που θα συνυπάρχουν ισότιμα αντιθετικές ιδεολογίες, συμπεριφορές, αντιλήψεις. Η διαδικασία νοηματοδότησης του χώρου και ανίχνευσης των σημείων αναφοράς των νοημάτων προϋποθέτει τη συναίσθηση του κοινωνικού παλμού, του προσδιορισμού εκείνων των στοιχείων που συγκροτούν την κοινωνική ταυτότητα, του εντοπισμού των οριζουσών της κοινωνικής σκέψης στη διαχρονία.
Ο προσδιορισμός των χωρικών μνημονικών ιχνών έχει καθοριστική σημασία στην προσπάθεια αναζωπύρωσης της συλλογικής μνήμης. Κάθε πολιτική ή ιδεολογική διαπάλη θέτει το ζήτημα της αποτύπωσης της στο χώρο. Το κράτος και το κυβερνητικό κέντρο της μεταπολίτευσης χρησιμοποίησε το χώρο για να επιταχύνει την παγίωση της επιθυμητής μνημονικής αφήγησης, για να ενσωματώσει το ρεύμα αμφισβήτησης χωρίς να έρθει σε ολική ρήξη με τους μηχανισμούς της στρατοκρατίας. Στην προσπάθεια του αυτή, διατήρησε τους τόπους μνήμης, καταστρέφοντας μόνο τα χωρικά ίχνη, που αποτελούσαν ενοχοποιητικά στοιχεία στις δίκες των βασανιστών, και αφαίμαξε το νόημα τους. Οι έντονες συλλογικές αναπαραστάσεις και η αναπτυσσόμενη ιδεολογική διαπάλη της μεταπολίτευσης δεν επέτρεπαν την ολική καταστροφή των μνημονικών ιχνών. Η επιλογή αυτή, αν και χωρικά φαίνεται ήπια, στον πυρήνα της στοχεύει στην βίαιη μεταστροφή του νοή- ματος του χώρου, προκειμένου το ανεπούλωτο τραύμα να μην συνδεθεί με μία διεργασία ενθύμησης, ως δυνατότητα ενεργοποίησης των ιστορικών αποθεμάτων στο παρόν. Η νέα κοινωνική πραγματικότητα παρουσιάστηκε ως νέα αρχή, απαγκιστρωμένη από το παρελθόν και τις πληγές του και αποποιημένη τις ευθύνες των αποτρόπαιων πρακτικών.
Η συλλογική μνήμη δεν είναι μία πεπερασμένη ανάμνηση, είναι μία σύγχρονη επίπονη διεργασία, ατομική και συλλογική. Η ειδοποιός διαφορά της συλλογικής μνήμης από τις υπόλοιπες κοινωνικές σταθερές, όπως είναι η εθνική ιστορία ή η θρησκεία, είναι ότι δεν οργανώνεται από κάποιον προσδιορισμένο μηχανισμό αλλά η αναπαραγωγή της κρίνεται στην κοινωνική κίνηση και η ιδεολογική της υπόσταση δεν είναι ιδεαλιστική, αναπαράγεται όσο επηρεάζει τις κοινωνικές σχέσεις, αποτυπώνεται στη φαινομενικά αμετάβλητη ύλη, προκαλεί πρακτικές και συμπεριφορές. Τα σημεία αναφοράς της επαναπροσδιορίζονται συνεχώς για να μπορούν να εκφράσουν πληρέστερα τη συσχέτιση των παρελθοντικών αναφορών με το παρόν. Στη Θεσσαλονίκη, τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης ο αντιδικτατορικός αγώνας έβρισκε τη χωρική του έκφραση στα σύμβολα του αγώνα και της νίκης, όπως ήταν το Πολυτεχνείο. Περνώντας ο χρόνος, οι συλλογικές ανα- παραστάσεις των χώρων μαρτυρίου της πόλης συμπύκνωναν πληρέστερα το κοινωνικό αίσθημα για την πεπερασμένη πολιτική κατάσταση και την ανεκπλήρωτη ανάγκη για δικαίωση, συγκεφαλαίωναν τη βιωμένη βαρβαρότητα και την ανεπούλωτα τραυματική εμπειρία και αποτέλεσαν τα σημεία αναφοράς για τον αντιδικτατορικό αγώνα στην πόλη, χωρίς να αναιρούν τα προηγούμενα. Η νοηματοδότηση του χώρου πηγάζει από την κοινωνική αναγκαιότητα για αποτύπωση των διανοητικών και διαπροσωπικών διεργασιών στο χώρο και το δοσμένο νόημα του αποτελεί απλά το υλικό υπόβαθρο για τον επαναπροσδιορισμό του νοήματος.
Τα σύγχρονα χωρικά μνημονικά ίχνη είναι αποτέλεσμα των διαχρονικών συσχετίσεων και αντιθέσεων της κυρίαρχης και της συλλογικής μνήμης. Η κυρίαρχη μνήμη, λόγω των πολυάριθμων μηχανισμών εκφοράς της, της συνάφειας της με την κυρίαρχη ιδεολογία και τα κυρίαρχα διαδεδομένα πρότυπα κοινωνικής ζωής, οριοθετεί την διεισδυτικότητα της συλλογικής μνήμης και διαμορφώνει το πλαίσιο τέλεσής της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι τόποι μνήμης στη Θεσσαλονίκη, όπου οι χειρισμοί αυτής της συσχέτισης κατέληξαν στην χωρική ανάδειξη των τόπων μνήμης της ρωμαϊκής και της βυζαντινής περιόδου, ως σύμβολα της διαχρονικής ιστορικής λαμπρότητας και υπεροχής, ενώ άφησαν ένα χωρικό κενό στην χωρική αφήγηση της ιστορικής συνέχειας του εικοστού αιώνα. Ειδικά οι τόποι μνήμης, που αφηγούνται τις κοινωνικές συγκρούσεις και όχι τις εθνικές ή τις φυλετικές, καταστράφηκαν. Ενώ οι τόποι, που έχουν διατηρηθεί και αναγνωριστεί, βρίσκονται περιφερειακά του κέντρου (Χορτιάτης, Στρατόπεδο Παύλου Μελά, Παλιός Σιδηροδρομικός Σταθμός). Το κριτήριο ανάδειξης ενός τόπου μνήμης, δεν είναι η ιστορικότητα του, η συμβολή του στην ιστορική εξέλιξη, αλλά η δυνατότητά του να προβληθεί ως φαινομενικά ουδέτερος αλλά μορφοποιημένος στο μέτρο των σύγχρονων αναγκών των θεσμικών φορέων, που χειρίζονται την πολιτισμική κληρονομιά. Τόποι, που αποτελούν αναφορές για τη συλλογική μνήμη, δεν εντάσσονται σε αυτήν την διαδικασία μέχρι να μετουσιωθούν από συλλογική αναπαράσταση και μνημονικό ίχνος σε ιστορικό τεκμήριο. Έτσι, δημιουργείται ένα σύμπλεγμα τόπων μνήμης, που δεν απειλούν την συνέχεια της ιστορικής αφήγησης και παρουσιάζουν ομολογία ως προς τα παρελθοντικά πεπραγμένα και τον τρόπο ανάδρασής τους με την παροντική κατάσταση.
Το σημερινό απόθεμα των χωρικών μνημονικών ιχνών στην πόλη δεν είναι ικανό να αποτελέσει τον πόλο αναφοράς για τη συλλογική μνήμη. Για την κοινωνία της μεταπολίτευσης, η μνημονική ανάκληση δεν πυκνωνόταν σε προσδιορισμένους χώρους, διαπερνούσε οριζόντια την πόλη, κάθε άτομο είχε τις προσωπικές του ενθυμήσεις, οι οποίες επικοινωνούσαν με τη συλλογική μνήμη και καλλιεργούσαν μία συλλογική κουλτούρα έμπρακτης υπεράσπισης της νέας δημοκρατικής κανονικότητας. Η δυσκολία ανάκλησης των μαρτυρικών βιωματικών εμπειριών και η ενδεχόμενη πίστη ότι η προσωπική απώθηση των τραυμάτων θα σημάνει την κοινωνική αποπομπή τους, νομιμοποίησε τη σιωπηρή μνημόνευση των τραυμάτων, που σταδιακά μεταστρεφόταν σε λησμονιά. Όταν η συλλογική μνήμη αναζήτησε τα χωρικά ίχνη της, οι κρατικές μεθοδεύσεις είχαν ήδη μεταστρέψει το νόημα του χώρου, είχαν εγκαταστήσει νέες χρήσεις στους χώρους μνήμης και είχαν μεταστρέψει το χαρακτήρα τους. Σήμερα, τα θραύσματα των χωρικών ιχνών βρίσκουν το νόημα τους μέσα από τα μνημονικά ίχνη της προφορικής ιστορίας και των βιωματικών εμπειριών και δεν έχουν αποκτήσει μία αυτοτελή παρουσία ως σημεία αναφοράς για τη συλλογική μνήμη της πόλης.
Η συλλογική μνήμη δεν συμπυκνώνει την ανυπέρβλητη ήττα αλλά τη δυνατότητα διάρρηξης της ιστορικής ακολουθίας. Στη Θεσσαλονίκη, σήμερα, εντοπίζονται μνημονικά ίχνη που αφορούν την επίδραση του αυταρχισμού στον αστικό ιστό και τον κατοικημένο χώρο, μνημονικά ίχνη που συσχετίζονται με τους χώρους μαρτυρίου και τον τρόπο, που αναδρούν με τα κοινωνικά συμφραζόμενα και μνημονικά ίχνη που προσεγγίζουν χώρους μαρτυρίων μέσα από το προσωπικό βίωμα, στη μεγάλη κλίμακα του χώρου ως πεδίο τέλεσης της προσωπικής εμπειρίας. Στη διαπλοκή τους, οι τρεις ομάδες μνημονικών ιχνών συνθέτουν την πεπερασμένη κοινωνικοπολιτική κατάσταση και τις επιδράσεις της στην κοινωνική συμπεριφορά. Η ανάκληση της συλλογικής μνήμης δεν μπορεί και δεν επιδιώκει να επαναφέρει στην ολότητά τους τα κοινωνικά αισθήματα της περιόδου. Το επίδικο δεν είναι να μετουσιωθεί ο αστικός ιστός ή χωρικά τμήματά του, σε πυκνωτή της πρότερης ανασφάλειας. Αφενός, αυτό δεν συνάδει με τη φυσιογνωμία των παροντικών κοινωνικών σχέσεων και αφετέρου η συλλογική μνήμη ανακαλεί εμπειρίες με στόχο την εξάλειψη των σπαρακτικών κοινωνικών φαινομένων και όχι την παραδειγματική εγκαθίδρυσή τους. Τα μνημονικά ίχνη πρέπει να αναπαράγουν τη συλλογική αναπαράσταση του τραύματος αλλά όχι το ίδιο το τραύμα.
Η παραπάνω παραδοχή τροποποιείται στα χωρικά ίχνη κάθε κλίμακας. Τα χωρικά ίχνη, που δεν μπορούν να προσδιοριστούν επακριβώς στον αστικό ιστό, αλλά η διάχυσή τους στο χώρο είχε την καθοριστική σημασία στην επιβολή του αυταρχισμού και της επιτήρησης, είναι δυσκολότερο να εκφράσουν τα κοινωνικά αισθήματα της δικτατορικής περιόδου. Είναι ίχνη στον κατοικημένο χώρο, ο οποίος έχει αποκτήσει άλλα νοήματα, η ταυτότητά του φέρει το μνημονικό φορτίο, κυρίαρχα όμως βασίζεται στην διαπλοκή των σημερινών κοινωνικών και χωρικών σχέσεων. Τα νοήματα της συλλογικής μνήμης είναι πιο εύκολο να προσεγγιστούν σε χώρους, που το σημερινό νόημά τους οφείλεται στην αποσιώπηση του παρελθοντικού νοήματός τους παρά σε χώρους που το σημερινό τους νόημα πηγάζει από την κατοίκηση του χώρου, από την καθημερινή τέλεση πρακτικών. Η διάχυση της συλλογικής μνήμης στον κατοικημένο χώρο λαμβάνει άλλες ποιότητες απ’ ότι στους ορισμένους πυκνωτές της στον αστικό ιστό. Τα μνημονικά ίχνη στον κατοικημένο χώρο επιδιώκουν να αποτελέσουν σημεία διαφυγής από την εξατομικευμένη και παροντοκεντρική κανονικότητα, να συγκεράσουν το στιγμιαίο βίωμα του ατόμου με τη διαχρονική υπόσταση του χώρου και τα παρελθοντικά στιγμιαία βιώματα άλλων ατόμων, που στο σύνολό τους αφηγούνται τη ζωή της πόλης, να φέρουν τη συλλογική μνήμη και τις αναπαραστάσεις της στο μέτρο των σημερινών κοινωνικών συμπεριφορών.
Αντίθετα, οι χώροι, που εντάσσονται στον αστικό ιστό αλλά βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής, επειδή πυκνώνουν αντικοινωνικά αισθήματα για το κοινό της πόλης, δεν εντάσσονται στη διαδικασία της διαρκούς επαναδιαπραγμάτευσης του νοήματός τους. Η κοινωνική αντίληψη για το νόημα των χώρων έχει στιγματιστεί από τις αποτρόπαιες πρακτικές που αναπτύχθηκαν , και κάθε παροντική διαδικασία νοηματοδότησης εκκινά από τη συσχέτιση του ορισμένου ταυτοτικού χαρακτήρα των χώρων με τα σημερινά κοινωνικά συμφραζόμενα. Ενδεικτική είναι η ταχύτατη πρόθεση του κράτους να αλλοιώσει το νόημα των χώρων μαρτυρίου, αλλάζοντας τη χρήση τους, ενώ οι προθέσεις του για τον αστικό ιστό ήταν πιο μεσομακροπρόθεσμες και αφορούσαν κυρίως τον καθορισμό των κοινωνικών συμπεριφορών και όχι τον χειρισμό των μνημονικών ιχνών.
Τα χωρικά ίχνη στην πόλη βρίσκονται σε μία κρίσιμη καμπή. Τα διαμορφωμένα ιδεολογικά χαρακτηριστικά και η κοινωνική αντίληψη δεν επιζητούν παρελθοντικές χωρικές αναφορές για να προσδιορίσουν την ατομική και συλλογική ταυτότητα. Η νέες συνθήκες τέλεσης της κοινωνικής ζωής έχουν μεταστρέψει τη συσχέτιση του παρελθόντος με το παρόν. Η επιταχυνόμενη κατεύθυνση μεταστροφής της φυσιογνωμίας της πόλης, με έμφαση στην ανάδειξη του τουριστικού της χαρακτήρα, εντείνει την αντιμετώπιση των χω- ρικών ιχνών ως εμπορευματικό προϊόν, του βιωμένου τραύματος ως εξαγοράσιμη αξία. Η συλλογική μνήμη επαναφέρεται στο δημόσιο διάλογο της πόλης, ως ιδεολογικό σχήμα προσέγγισης του παρελθόντος και διέπεται αναπόφευκτα από τα αντιληπτικά χαρακτηριστικά του νεοφιλελεύθερου ιδεολογικού προτύπου. Αποκόβεται η διανοητική διεργασία, από τη δράση, την ανάδραση με το υλικό περιβάλλον και το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Το επίδικο της μνήμης υπερβαίνει τον εντοπισμό της ιστορικής αλήθειας. Προβάλλεται σαν κοινωνική αναγκαιότητα να δοθεί ρυθμός στην κοινωνική ζωή. Όσο υπάρχουν αντιπαραθετικά κοινωνικά συμφέροντα και αντιθετικές ιδεολογίες, θα υπάρχουν αντικρουόμενες μνήμες, γιατί κάθε ομάδα θα επιζητεί στο παρελθόν αυτό που πιστοποιεί την παροντική θέση της, άλλη σκοπιμότητα στην ανάκληση των αναμνήσεων της, με άλλη μεθοδολογία. Η κοινή μνήμη, που παρουσιάζεται είναι η σύζευξη της κυρίαρχης και της συλλογικής μνήμης. Δεν έχει δική της ιδεολογική αφετηρία, ούτε δικούς της φορείς εκφοράς, συγκροτείται μέσα στη διαπάλη των δύο πόλων των κουλτούρων της μνήμης και διαχρονικά τείνει προς τον πόλο, που αποκτά την ιδεολογική ηγεμονία. Τα χωρικά ίχνη της μνήμης είναι απόρροια του μνημονικού συσχετισμού. Στην πάροδο του χρόνου, καταστρέφονται ή αναδεικνύονται μνημονικά χωρικά ίχνη, αποκτούν άλλα νοήματα, παρεμβαίνουν ή όχι στην συγκρότηση της κοινωνικής ταυτότητας. Δεν χρειάζεται να μεταβληθεί η ύλη ενός χωρικού ίχνους για να αποτυπωθεί ο μνημονικός συσχετισμός. Αρκεί να μεταστραφεί σε σημείο αναφοράς για το κοινωνικό υποκείμενο, μέσα από δράσεις, ιδεολογικές και πολιτικές μεταβολές, κοινωνικές πρακτικές και συμπεριφορές. Μερικοί χώροι μαρτυρίου αναγνωρίστηκαν
λόγω της αγωνίας της εναπομείνασας γενιάς βασανισμένων να χωροθετήσουν το τραύμα τους. Αντίστοιχες προσπάθειες νοηματοδότησης των υπόλοιπων χώρων θα προέλθουν από κάποια άλλη ανάγκη μιας κοινωνικής ομάδας. Η σημερινή λανθάνουσα κατάσταση των μνημονικών ιχνών αντικατοπτρίζει την ατροφική κοινή μνήμη, σε μία εποχή όπου λόγω των νεοφιλελεύθερων μετασχηματισμών, ούτε η συλλογική, ούτε η κυρίαρχη μνήμη, επαναφέρουν επίδικα ζητήματα για τον εντοπισμό της κάθε χωρικής αντίληψης.
Η συλλογική μνήμη δοκιμάζεται μέσα στην κοινωνική κίνηση, γι’ αυτό δεν έχει τέλος. Η μορφή της θα είναι πάντα ομόλογη των παροντικών αναπτυσσόμενων σχέσεων, το περιεχόμενο της θα ανταποκρίνεται στην σύγχρονη αναγκαιότητα και στη συσχέτισή της με το παρελθόν, οι φορείς της θα την αναπαράγουν μέσα από τις κοινωνικές τους συμπεριφορές. Λανθάνοντα, επαναχρησιμοποιημένα, επανανοηματοδοτημένα, τα χωρικά ίχνη της θα υπάρχουν και θα επιζητούν πρακτικές, που θα επαναδιαπραγματευτούν το νόημά τους. Η εξέλιξή τους στο χρόνο και στο χώρο, δεν παύει, ακόμα και αν φαινομενικά έχουν χάσει το νόημά τους, μπορούν να επαναφέρουν τα ζητήματα της ταυτότητάς τους, όταν αυτό προκύψει ως κοινωνική αναγκαιότητα. Η παρουσία τους, πότε λανθάνουσα, πότε δεσπόζουσα, αφηγείται έναν αντισυστημικό τρόπο κοινωνικής αντίληψης, μία νέα ροή σκέψης ανάμεσα στα ψηφιακά δίκτυα, τους κοινωνικούς αποκλεισμούς, τις χρονικές ασυνέχειες και τις επιβαλλόμενες συνέχειες.