Μία όμορφη μουσική βραδιά από τη Συμφωνική Ορχήστρα του ΑΠΘ
Μία κριτική για τη συναυλία με τίτλο “Allegro energico”
Λέξεις: Ξένια Θεοδωρίδου
Η Συμφωνική Ορχήστρα του Α.Π.Θ. (Έτος Ίδρυσης: 1999) υπό τη διεύθυνση του έμπειρου μαέστρου της, Βλαδίμηρου Συμεωνίδη, χάρισε πρόσφατα ακόμη μία όμορφη βραδιά μουσικής στο κοινό της Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο των ετήσιων δράσεών της, με προσεγμένες όσο και ενδιαφέρουσες επιλογές ρεπερτορίου.
Εξαρχής πρέπει να επαινεθεί η συμμετοχή και προσπάθεια όλων των νέων μελών της, όμως είναι επίσης σημαντικό να ειπωθεί ότι περίπου τα μισά τουλάχιστον εξ αυτών δεν είναι φοιτητές του Τμήματος Μουσικών Σπουδών, αλλά διαφόρων άλλων σχολών. Πρόκειται δηλαδή για ερασιτέχνες με την καλύτερη σημασία της λέξης και σίγουρα σε αυτούς αξίζουν ιδιαίτερα συγχαρητήρια.
Το πρόγραμμα της συναυλίας, με τον εύγλωττο τίτλο “Allegro energico” ήταν δομημένο με γνώμονα την αντιπροσωπευτικότητα ιστορικών υφών και με έργα κατά κανόνα εύληπτα, που εκτός από το καθαρά μουσικό τους ενδιαφέρον προσέφεραν σε δύο περιπτώσεις και δυνατότητες σύνδεσης με έργα με μεγαλύτερη αναπαραστατική «ισχύ», όπως η όπερα. Η αρχή έγινε με δυναμικό τρόπο, με τον οργιαστικό Χορό της Φρύνης (Danse de Phryné), το τελευταίο κομμάτι από ένα ενσωματωμένο μπαλέτο με θέμα την Βαλπούργεια Νύχτα (Walpurgisnacht) στην πέμπτη Πράξη της όπερας Φάουστ του Charles Gounod (1818-1893). Πρόκειται για ένα έργο που αξιοποιεί μεγάλο εύρος δυναμικών και ταχύτητας για όλα τα όργανα της ορχήστρας, με ιδιαίτερο ρόλο για όλες τις ομάδες των πνευστών, όσο και για τα κρουστά. Η εκτέλεση υπήρξε άψογη και λαμπερή, οπότε το επόμενο σκαλοπάτι για έργα ανάλογης «φανταστικής» θεματικής και βαθμού δυσκολίας ήρθε πιο κοντά.
Στη συνέχεια, ακούστηκαν μέρη από δύο κοντσέρτα των μεγάλων Βιεννέζων «κλασικών» Joseph Haydn (1732-1809) και Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791). Tο πρώτο ήταν το α’ μέρος, Vivace, από το Κοντσέρτο για harpsichord/fortepiano σε Ρε H.VIII:11 του Haydn, όπου ως σολίστ εμφανίστηκε ο νέος πιανίστας Κωνσταντίνος Κατσούλης, ο οποίος μάλιστα προσάρμοσε και την cadenza του μέρους, που ανήκει σε έναν κορυφαίο ερμηνευτή των Κλασικών της Βιέννης, τον Paul Badura – Skoda. Ακολούθησε το δεύτερο μέρος, Andantino, από το Κοντσέρτο για φλάουτο και άρπα, KV 299, του Mozart με σολίστ τον πρώτο φλαουτίστα της ορχήστρας, Μάρκο Σπορίδη και την αρπίστριά της, Νάγια Μυσερλή, με cadenza από τον Κωνσταντίνο Γκαρίπη. Αυτή η γειτνίαση θα μπορούσε να είναι και αφορμή να θυμηθεί κανείς τη φιλία μεταξύ των δύο συνθετών, που βασιζόταν τόσο σε ειλικρινή σεβασμό και θαυμασμό του καθενός για το έργο του άλλου, όσο και στο κοινό, χαρούμενο και νεανικό τεμπεραμέντο τους. Μία «νεανική» στο πνεύμα επιλογή για μια νεανική ορχήστρα; Η ερμηνεία των έργων υπήρξε σωστή και διαυγής, ωστόσο έλειψε σε κάποιον βαθμό από τους σολίστ (με εξαίρεση την αρπίστρια και σε πολλά σημεία και τον πιανίστα), αλλά και εν μέρει και από την ορχήστρα η ωριμότητα που απαιτεί αυτό το ύφος, όπου οι σχετικά λίγες νότες πρέπει να αποδίδουν πολύ ουσιαστικά και βαθιά νοήματα, διατηρώντας παράλληλα τον «ευγενικό» και λιτό κλασικό ήχο. Αυτή η κάπως «άγουρη» προσέγγιση δεν παρατηρήθηκε στο Nimrod του Ε. Elgar (1857 – 1934), μία λυρική παραλλαγή με κλασικιστικά χαρακτηριστικά, μέρος των διάσημων Αινιγματικών Παραλλαγών (Enigma Variations) του συνθέτη. Ως προς το κλασικό ύφος, αναμένουμε βελτίωση με την πάροδο του χρόνου, μετά την ερμηνεία και άλλων σημαντικών έργων της περιόδου, με τη βεβαιότητα ότι θα επέλθει.
Η προσέγγιση έργων του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα μάλιστα αυτών που έχουν εθνικά χαρακτηριστικά ύφους, υπήρξε πιο βατή για τη νοοτροπία των μουσικών της Ορχήστρας, πιθανόν λόγω της έμφυτης συγγένειας που μπορεί ένας Έλληνας μουσικός να νιώθει με μελωδίες και ρυθμούς που παραπέμπουν σε ευρωπαϊκό φολκλόρ. Δύο από τους Σλαβικούς Χορούς (Slavonic Dances, series 1), op.46, B 83, του Α. Dvorák, ερμηνεύθηκαν με ταιριαστό τεμπεραμέντο και αληθινή χορευτική διάθεση. Οι ωραιότερες όμως στιγμές της συναυλίας ήταν αναμφίβολα τα περισσότερο «μεσογειακά» έργα της βραδιάς, δηλαδή αυτά του G. Bizet (1838 – 1875) σε επεξεργασία του E. Guiraud. Ακούστηκε το Farandole από τη Suite L’ Arlesiénne και η πρώτη Σουίτα με θέματα από την πασίγνωστη Carmen, με λαμπερές και εκφραστικές ως την δραματικότητα ερμηνείες, που οδήγησαν τη συναυλία στην ερμηνευτική κορύφωσή της.
Δεν χρειάζεται να μακρηγορήσει κανείς πολύ για το πόσο σημαντική είναι η ύπαρξη και διαρκής πρόοδος μιας τέτοιου είδους ορχήστρας, στο πρότυπο των ανάλογων ακαδημαϊκών ορχηστρών Πανεπιστημίων του εξωτερικού, που ενίοτε μετρούν πολύ περισσότερες δεκαετίες ζωής. Αρκεί να υπενθυμιστεί ότι η προσφορά της προς τα νέα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας του Α.Π.Θ. είναι οι δυνατότητες μύησης στον αξιόλογο διεθνή μουσικό πολιτισμό, η σύμπραξη με ικανούς Έλληνες σολίστ και ελληνικά σχήματα (ας αναφερθεί εδώ και η τελευταία χριστουγεννιάτικη σύμπραξη με τη Χορωδία «Γιάννης Μάντακας» Α.Π.Θ., το «Χορωδιακό Εργαστήρι» και τη χορωδία «Τρισεύγενη Καλοκύρη» του Τ.Μ.Σ. του Α.Π.Θ. υπό τη διεύθυνση της Εριφύλης Δαμιανού, που άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις και θα ευχόμασταν να γίνει θεσμός) και η κοινωνικοποίηση με τους καλύτερους δυνατούς όρους. Με το βλέμμα στο μέλλον, υπάρχουν σαφώς πολλαπλασιαστικά οφέλη έναντι της ενασχόλησης με τη μουσική, ενώ φυσικά το κοινό της πόλης μας επωφελείται επίσης από την φρεσκάδα και τον δυναμισμό της.
Μένει μόνο να ευχηθούμε ό,τι το καλύτερο για τη συνέχεια, που ευχής έργον θα ήταν να συμπεριλαμβάνει και πολλά έργα Ελλήνων συνθετών, είτε σύγχρονα, είτε του πρόσφατου παρελθόντος. Για τα τελευταία, ας ειπωθεί κάτι με αφορμή και τον πρόσφατο Εορτασμό της 25ης Μαρτίου: υπάρχουν εξαιρετικά ελληνικά συμφωνικά έργα που παραμένουν στην αφάνεια σε Αρχεία « …κι εκεί μέσα καρτερούσαν, πικραμένα, ντροπαλά». Πεδίον δόξης λαμπρόν για κάθε ελληνικό σχήμα με ειλικρινή ρόλο στην Παιδεία….