Μια πλατεία που έγινε κρανίου τόπος
Ο χώρος τσιμεντώθηκε, τα αγάλματα στήθηκαν σε μια ευθεία, σαν μοιρολογίστρες. Κάθε φορά που περνώ από κει ματώνει η ψυχή μου
Λέξεις: Άντα Λιάκου
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη, παιδί του κέντρου. Το πρώτο (για πολλά χρόνια) σπίτι μου ήταν δίπλα στην Αχειροποίητο με θέα στο πάρκο των Μακεδονομάχων. Ήταν ο παιδότοπός μου (τότε δεν υπήρχαν άλλου τύπου παιδότοποι).
Το πάρκο ήταν χωρισμένο σε ζώνες. Η κάτω ζώνη (προς την Εγνατία) είχε φυτεμένες λεύκες στη σειρά,που το οριοθετούσαν, ένα συντριβάνι, μια βρύση με πόσιμο νερό και πολλά φυτά (θάμνους και λουλούδια). Ακολουθούσε μια ζώνη με πλακόστρωτο και δύο σειρές αγαλμάτων αντικριστά, παράλληλα με την Αγίας Σοφίας και την Πλάτωνος. Αν θυμάμαι καλά, 3 ήταν στη μεριά της Πλάτωνος και 3 στη μεριά της Αγίας Σοφίας.
Τα αγόρια τα χρησιμοποιούσαν για να οριοθετήσουν τις εστίες τους, όταν έπαιζαν ποδόσφαιρο. Επίσης τα χρησιμοποιούσαμε όταν παίζαμε κρυφτό ή “ένα δύο τρία κόκκινο φως”. Αυτά στη δεκαετία του εβδομήντα. Η επόμενη ζώνη ήταν χώμα με πρασινάδα και μια συστάδα δέντρα κωνοφόρα και μη.
Και στη συνέχεια άλλη μια ζώνη με πλακόστρωτο και αγάλματα εκατέρωθεν. Θάμνοι οριοθετούσαν όλο το πάρκο και κομμάτια με χώμα, πρασινάδα και λουλούδια υπήρχαν περιμετρικά. Ήταν τόπος παιχνιδιού και αναψυχής, με παγκάκια για να κάθεσαι και να χαλαρώνεις, που γέμιζε με τις φωνές παιδιών όλες τις εποχές. Είχε και φύλακα που μας κυνηγούσε και μας μάλωνε όταν παίζαμε με τα νερά στο συντριβάνι ή όταν πατούσαμε στο πράσινο.
Με τα χρόνια έγιναν αλλαγές. Καταργήθηκε το σιντριβάνι κι όταν άρχισαν να εμφανίζονται άστεγοι η βρύση κλειδώθηκε, με την αιτιολογία ότι την άφηναν πολλές φορές ανοιχτή. Δεν υπήρχε πια και φύλακας να φροντίζει…
Άρχισαν να κόβουν κάποια δέντρα.
Η μεγάλη σφαγή έγινε τη δεκαετία του ’90, όταν στα μεγάλα μπουρίνια άρχισαν να πέφτουν οι λεύκες. Όλες οι λεύκες στη μεριά της Εγνατίας κόπηκαν, όπως κι αυτές που ήταν στην κεντρική συστάδα. Υπήρχαν όμως τα πλατάνια, τα κυπαρίσσια, τα υπόλοιπα δέντρα.
Κάποια στιγμή έγινε και παιδική χαρά, η οποία ανακαινίστηκε πρόσφατα, και ήταν το καμάρι της γειτονιάς.
Και μετά ήρθε το μετρό…
Μπήκαν οι λαμαρίνες, τοποθετήθηκαν τα λυόμενα για το προσωπικό και τσιμεντώθηκε όλο το κεντρικό κομμάτι με τα δέντρα, για να παρκάρουν τα αυτοκίνητά τους. Είχαν αφήσει ελάχιστο έως καθόλου περιθώριο στα δέντρα που υπήρχαν εκεί, ώστε να ποτίζονται όταν βρέχει. Τα έβλεπα κι ένιωθα ασφυξία. Αλλά έλεγα, υπομονή θα τελειώσει το έργο και θα ξαναγίνουν όλα όπως πρώτα.
Και φτάσαμε στο σήμερα. Οι λαμαρίνες έφυγαν, τα λυόμενα έφυγαν και μαζί τους έφυγαν τα δέντρα, το χώμα και η παιδική χαρά.
Ο χώρος τσιμεντώθηκε εκτός από κάποια διακοσμητικά παρτέρια, κόπηκαν τουλάχιστο δύο πλατάνια κι όσα δέντρα υπήρχαν μέσα στο πάρκο.
Τα αγάλματα στήθηκαν σε μια ευθεία, σαν μοιρολογίστρες.
Κάθε φορά που περνώ από κει ματώνει η ψυχή μου.
Θα έρθει το επόμενο καλοκαίρι και θα βράζει ο τόπος. Το πάρκο των Μακεδονομάχων δεν υπάρχει πια. Δεν είναι πάρκο αναψυχής, είναι κρανίου τόπος. Είναι ένα πέρασμα που θα διασχίζουμε βιαστικά για να πάμε παρακάτω.
*Η Άντα Λιάκου είναι σκηνοθέτης