Μοδίστρες και ράφτες στη Θεσσαλονίκη του χθες και του σήμερα
Δυο μοδίστρες κι ένας ράφτης μιλούν για το ένδοξο παρελθόν και το απαιτητικό παρόν του επαγγέλματος
«Με περιμένει η μοδίστρα για πρόβα». Αυτές οι έξι λέξεις ήταν το συνθηματικό των παιδικών μου χρόνων για να κολλήσω στη μητέρα μου, εκλιπαρώντας τη να με πάρει μαζί της. Ήταν σύμπαν ξεχωριστό το μοδιστράδικο.
Με τα νεφελώματα των ατελείωτων υφασμάτων, τις καρφίτσες να γυαλίζουν σαν μικρά άστρα, τις κουβαρίστρες να γυρνούν σαν δορυφόροι και, στη μέση, σαν ήλιος που δίνει τη ζωτική του ενέργεια σ’ όλα τα υπόλοιπα, η ακούραστη ραπτομηχανή.
Η μοδίστρα, σωστή κοσμοναύτης στα μάτια μου, με την ειδική ορολογία της έδινε σοβαρή-σοβαρή τις οδηγίες που έπρεπε να ακολουθήσει κατά γράμμα όλη η αποστολή, ακόμη κι εγώ. Η ανταμοιβή μου, εκτός από την εμπειρία, ήταν ένα λουλουδάτο φουστανάκι, που έγινε το αγαπημένο ρούχο των παιδικών καλοκαιριών μου και, σε αντίθεση με τα τόσα και τόσα έτοιμα ρούχα μου, το θυμάμαι ακόμα.
Όλα αυτά σε μια δεκαετία που το επάγγελμα δεν ήταν καν στο απόγειό του. Ταξιδεύοντας πίσω στον χρόνο και στις χρυσές δεκαετίες της ραπτικής στη Θεσσαλονίκη, θα αντικρίζαμε την πολύβουη στοά Καράσσο με τα αναρίθμητα είδη ραπτικής και τις εκατοντάδες μοδίστρες, τη ‘φωλιά’ της Πτολεμαίων με τα ραφτάδικα και τις βιοτεχνίες της, αλλά και πολλά εργαστήρια που στεγάζονταν στα σπίτια των μοδιστρών.
Ένα τέτοιο παράθυρο στον χρόνο μοιάζει ν’ ανοίγει η βιτρίνα του ραφείου του κ. Θεόδωρου Κατσικά, κοντά στην πλατεία Ιπποδρομίου. Ο κ. Θεόδωρος μου προσφέρει καρέκλα και η κλασική μουσική από το ραδιοφωνάκι του τρυπώνει στα υφάσματα και στη συζήτησή μας.
«Τον φίλο σου τον εκτιμούσες για τον χαρακτήρα του, τον ξένο για το ντύσιμό του»
«Τη ραπτική την ξεκίνησα μετά το δημοτικό, στα 12 μου χρόνια, στη Νεάπολη Κοζάνης. Τότε, τη δεκαετία του ‘50 τα παιδιά πήγαιναν μικρά να μάθουν την τέχνη. Εκείνη την εποχή οι έξι στους δέκα γίνονταν τεχνίτες και οι τέσσερις συνέχιζαν στο γυμνάσιο. Μια και ο αδερφός μου συνέχισε στο σχολείο, εγώ πήγα για ράφτης, δεν μπορούσαμε να πάμε και οι δυο στο γυμνάσιο.
Όταν ξεκινούσαμε τη ραπτική, το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να μας δέσουν το μεσαίο δάχτυλο στην παλάμη μ’ ένα σχοινάκι για μια βδομάδα, για να μάθει το χέρι την κίνηση του ραψίματος. Δεν ήταν εύκολο πράγμα. Το επόμενο ήταν να μάθουμε να κάνουμε βελονιές στον αέρα. Μετά, μαθαίναμε σιγά-σιγά το καβαλαρίκι, το ρεμπάτεμα, το ψαροκόκαλο, την κλάπα, πολλά…
Στα 100 άτομα που πήγαιναν για ραφτάδες, μόνο το ένα τρίτο άντεχε και συνέχιζε, γιατί η ραπτική θέλει υπομονή και φαντασία. Αν την αγαπήσεις, θα γεράσεις μ’ αυτήν, αλλιώς θα φύγεις νωρίς. Άλλα χρόνια τότε, ό,τι έλεγε ο πατέρας ήταν νόμος, εμένα με έταξε για ράφτη κι έτσι δεν το πολυσκέφτηκα, ούτε αντέδρασα. Με τα χρόνια όμως την αγάπησα τη δουλειά μου, το καταλαβαίνω τώρα στην ωριμότητά μου. Όταν παίρνεις τρία μέτρα ύφασμα και το κάνεις κοστούμι, νιώθεις σαν μάγος. Έχουν όμως μεσολαβήσει πρόβες, εργατοώρες και χιλιάδες βελονιές για να μπορέσει να γίνει αυτό.
Το ’59 ήρθα στη Θεσσαλονίκη, να συνεχίσω την εκπαίδευση. Ήμουν 17 χρόνων. Πήγα σε μεγάλα μαγαζιά γνωστών ραφτάδων. Τότε δε μετρούσε το έτοιμο ρούχο, μετρούσε η παραγγελία. Εκείνον τον καιρό η Θεσσαλονίκη είχε πάνω από 1000 ραφεία. Πήγαινα στο μαγαζί στις οχτώ το πρωί και έφευγα το βράδυ. Τα αφεντικά, όμως, καθυστερούσαν να σου μάθουν τη δουλειά, για να σε εκμεταλλεύονται και να τους βγάζεις δουλειά για περισσότερο καιρό. Το δικό μου ραφείο το άνοιξα το 1968.».
Τον ρωτάω τι εξασφάλιζε στον πελάτη ένα καλοραμμένο ρούχο την εποχή που το επάγγελμα άνθιζε. «Τότε έραβαν κυριολεκτικά όλοι. Τα έτοιμα ρούχα που υπήρχαν, δε θεωρούνταν περιωπής, ήταν δεύτερης ποιότητας. Τα αγόραζαν μόνο όσοι βρίσκονταν σε μεγάλη ανάγκη, κυρίως οι άνθρωποι απ’ τα γύρω χωριά. Τότε, τον φίλο σου τον εκτιμούσες για τον χαρακτήρα του. Τον ξένο, όμως, από το γούστο στο ντύσιμό του και απ’ την τσάκιση στο παντελόνι του! Μπορεί κάποιος να έκανε το πιο ταπεινό επάγγελμα – δεν υποτιμώ κανένα, το αντίθετο- και με το που φορούσε το κοστούμι να γινόταν άλλος άνθρωπος, ‘κύριος’ που έλεγαν τότε. Τον υπολόγιζαν αλλιώς. Για να μην πω για τη γραβάτα…».
«Πελάτες είχα πολλούς, από τους πιο ταπεινούς, μέχρι γιατρούς και καθηγητές. Έραβες ένα ωραίο κοστούμι, το φορούσε ο πελάτης σου, μπορεί να πηγαίνατε και μαζί βόλτα – ήμασταν και νέα παιδιά τότε. Όσοι, λοιπόν, τον έβλεπαν ρωτούσαν πού το έραψε κι έτσι σε μάθαιναν, στόμα με στόμα, ζωντανή διαφήμιση. Έτσι φτιαχνόταν η πελατεία».
Ο κ. Θεόδωρος με βλέπει που περιεργάζομαι τη μηχανή και προλαβαίνει τις ερωτήσεις μου. «Μην ξεχνάμε ότι τα ραφεία του ’50 και του ’60 δεν είχαν τα σημερινά μηχανήματα. Μια μηχανή που δούλευε με το πόδι κι ένα σίδερο με κάρβουνο, αυτά ήταν όλα κι όλα, αλλά οι ραφτάδες είχαν μεράκι ακριβώς γιατί τα έκαναν όλα με τα χεράκια τους. Τώρα με τις μηχανές, δεν υπάρχει ράφτης που να φτιάχνει μόνος του ολόκληρο ρούχο, ένας κάνει ένα μανίκι, άλλος έναν γιακά, μια τσέπη…Ε, αυτό δεν είναι ραπτική, είναι οι επιμέρους εργασίες της».
Ο κ. Θεόδωρος εξομολογείται τη στιγμή που διαπίστωσε την αρχή του τέλους της παραδοσιακής ραπτικής τέχνης: «Μετά από 20 χρόνια που έραβα κοστούμια, έκανα το ‘80 μια συνεργασία με τον Καρούζο, που είχε τότε ιταλικά κοστούμια. Εγώ έκανα τα διορθώματά τους. Όταν είδα, λοιπόν, τη δουλειά, τα υλικά και την τέχνη που είχαν εκείνα τα ρούχα, απογοητεύτηκα! Εκεί είπα “σβήνει η παραγγελία, οι ραφτάδες θα πεινάσουν”. Έτσι κι έγινε, η παραγγελία σταδιακά μειώθηκε. Τότε κι εγώ στράφηκα στις επιδιορθώσεις, έτσι επιβίωσα. Πολλοί ράφτες άλλαξαν δουλειά, άλλοι πήγαν σε βιοτεχνίες ή εργοστάσια. Το επάγγελμα είχε αρχίσει να φθίνει.
Η επιδιόρθωση είναι μερικές φορές πιο δύσκολη απ’ την παραγγελία, μην την υποτιμάς! Εγώ ψήλωσα τη χαμηλή ραπτική! Μπορείς με μια κίνηση να σώσεις ένα ρούχο που πάει για πέταμα. Θέλει φαντασία, να μη μοιάζει σαν μπάλωμα, αλλά σαν στολίδι του ρούχου. Ο πελάτης αυτό που θέλει -και τώρα και παλιά- είναι ειλικρίνεια και καλή δουλειά».
«Τα χέρια έπρεπε να είναι μηχανές στο δίπλωμα, μας χρονομετρούσαν»
Η κυρία Μαρία είναι μοδίστρα εδώ και 38 χρόνια. Όσο μιλάμε, γαζώνει ασταμάτητα στη μηχανή της. «Δουλεύω απ’ τα 18 κι είμαι 56. Δεν πήγα σε κάποια σχολή, είμαι αυτοδίδακτη και το κάνω γιατί το αγαπάω. Οι πρώτες ξαδέρφες της μαμάς μου είχαν το μεγαλύτερο ραφτάδικο εδώ στη Θεσσαλονίκη, εκείνα τα χρόνια, Κατράνη λέγονταν. Έραβαν την υψηλή κοινωνία. Ίσως να ‘ναι το γονίδιο, δεν ξέρω».
Τη δεκαετία του ’60, η Αγγελική και η Ματούλα Κατράνη έραβαν ασταμάτητα τα επίσημα ρούχα των κυριών, για τις πολυάριθμες δεξιώσεις της πόλης. Η κ. Μαρία, ωστόσο, έχει τη δική της ιστορία στη μοδιστρική. «Όταν ήμουν τετάρτη δημοτικού, μ’ έβαλε η γιαγιά μου να της κόψω ένα πουκάμισο και να το ράψω στη μηχανή που είχε η μαμά μου. Αυτό ήταν πολύ δελεαστικό για ένα μικρό παιδί, να κόψει ένα κομμάτι πανί απ’ το οποίο ούτε μπορούσε να φανταστεί ότι μπορεί να προκύψει ρούχο. Αργότερα, πήρα το περιοδικό Burda, προσπάθησα να ξεπατικώσω ένα πατρόν για ρούχο και κατέληξα να κόψω δύο αριστερά μανίκια! Το πρώτο ολοκληρωμένο ρούχο κατάφερα να το φτιάξω στα 18.
Το ’90 δούλευα σε μια μεγάλη βιοτεχνία, στην οποία μπαίναμε στις 7 το πρωί και φεύγαμε το άλλο πρωί, μετά από 12 ώρες. Εκεί έκατσα έξι μήνες στις μηχανές και μετά έγινα υπεύθυνη του τμήματος. Τις Παρασκευές μπαίναμε στις 7 το πρωί και φεύγαμε το πρωί του Σαββάτου, στις 7, στις 8, ακόμα και στις 3 το μεσημέρι, συνεχόμενα. Τα χέρια έπρεπε να είναι μηχανές στο δίπλωμα, μας χρονομετρούσαν. Η πρέσα ήταν κυκλική, έβγαζε τα μπλουζάκια τρία-τρία. Πόσα να προλάβεις να διπλώσεις; Σ’ έναν πάγκο 10 μέτρα έβλεπες 20 άτομα από κάθε πλευρά, όλα να διπλώνουν, 160 μπλουζάκια την ώρα. Πληρωνόμασταν καλά, είχαν και αξία τότε τα λεφτά, όχι όπως σήμερα».
Ρωτάω για τα κέρδη τους στις καλές εποχές. «Μια φίλη μου έλεγε ότι έβγαζε 1,5 εκατομμύριο δραχμές τη μέρα κι επειδή δεν την πίστευα, έφερε και μου έδειξε το βιβλιάριο της τράπεζας! Απίστευτα ποσά, είχε τότε ο κόσμος. Δε χόρταινε το μάτι και εκτός αυτού είχε και πολλές δραστηριότητες τότε, χοροεσπερίδες, γλέντια, έβγαινε ο κόσμος. Τώρα πού να πας; Δε βγαίνεις, δεν αγοράζεις και ρούχα. Έχει βγει και το κινέζικο, έχουν αλλάξει πολλά…».
Η κουβέντα μας δε γίνεται να μη σταθεί στο κεφάλαιο των γάμων, όταν το βελόνι πετάει σπίθες. «Τα ρούχα για τους γάμους χαίρεσαι να τα ράβεις, γιατί ξεκινά κάτι καινούριο, μια κοινή πορεία ζωής για δύο ανθρώπους. Και σ’ αυτήν την περίπτωση έχουν περιοριστεί τα πράγματα. Βλέπεις, δηλαδή, τη γυναίκα ότι θέλει να βάλει κάτι όμορφο και ξεχωριστό γιατί είναι η μέρα της, η στιγμή της που την περιμένει με τόση χαρά, αλλά σου λέει “να μην ξεφύγουμε απ’ αυτό το ποσό”. Άλλες φορές βγαίνει, άλλες όχι. Κάνουμε τότε αλχημείες, ώστε να μπορέσει να το χαρεί στην τιμή που μπορεί να το πληρώσει. Παλιά, δε ρωτούσαν καν τιμή, έκαναν την παραγγελία και στο τέλος ρωτούσαν τι χρωστάνε».
Το κομμάτι της οικονομικής κρίσης σάρωσε και αυτόν τον κλάδο. «Η κρίση στον κλάδο της βιοτεχνίας είχε ξεκινήσει από το 2008, όταν δε φαινόταν ακόμη στον κόσμο» μου λέει η κ. Μαρία. «Τότε φύγαμε από το κέντρο –από την Πτολεμαίων, που ήταν η φωλιά των βιοτεχνιών- και αποφασίσαμε να πάμε κάπου πιο συνοικιακά, γιατί χάσαμε αρκετά λεφτά. Πιο παλιά στην Πτολεμαίων επικρατούσε μεγάλη βαβούρα και πανικός, έβλεπες κόσμο με μαύρες σακούλες να τρέχει να προλάβει, να πουλήσει και ν’ αγοράσει».
«Με τις πελάτισσες μοιραζόμαστε και τη χαρά και τα προβλήματα»
Η Στέλλα, κόρη της κυρίας Μαρίας, με ξεναγεί στα άδυτα του εργαστηρίου και δε διστάζει να μου απαντήσει αν υπάρχουν κακές πελάτισσες: «Οι χειρότερες πελάτισσες είναι αυτές που έχουν κάτσει έστω και για λίγο στη ζωή τους πίσω από μια μηχανή. Όταν όμως έχεις να κάτσεις πίσω από μια μηχανή έστω και έναν χρόνο, δε γίνεται να θυμάσαι τίποτα. Πολλές φορές, αυτό που θέλουν οι πελάτισσες δεν είναι εφικτό. Δεν μπορούμε να μακρύνουμε ή να φαρδύνουμε κάθε ρούχο, απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχει περιθώριο. Εμείς καλούμαστε να προσφέρουμε εναλλακτικές λύσεις σε …παράλογες απαιτήσεις. Υπάρχουν οι γυναίκες που σε εμπιστεύονται και εκείνες που δεν τους αρέσει ποτέ τίποτα.
Δεν είναι απαραίτητα το πορτοφόλι. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν χρήματα και δε θέλουν να τα διαθέσουν και υπάρχουν άνθρωποι που πραγματικά δεν έχουν, αλλά σέβονται τον κόπο σου και σου αφήνουν μέχρι και πουρμπουάρ. Άνθρωποι που ξέρουν πόσες ώρες δουλεύουμε με τη μητέρα μου και θα μας φέρουν έναν χυμό, ένα κουλούρι, κάτι. Με πολλούς έχουμε αποκτήσει οικογενειακές φιλίες. Δεν έρχονται εδώ μόνο για το ρούχο, από ένα σημείο και μετά ξεκινάει και το ανθρώπινο ενδιαφέρον. Ο άλλος έρχεται γιατί τον κερδίζεις μ’ αυτό που είσαι. Με τις πελάτισσες μοιραζόμαστε και τη χαρά και τα προβλήματα».
Με το που τελείωσε τις σπουδές της στα οικονομικά, η Στέλλα ξεκίνησε να δουλεύει στο μαγαζί της μητέρας της. Ομολογεί ότι η δουλειά είναι πολύ κουραστική, φαίνεται όμως ότι πονάει το καθετί εκεί μέσα, από τα μηχανήματα μέχρι τα συναισθήματα των πελατών. «Είναι μεγάλη η χαρά μ’ ένα καινούριο ρούχο. Από τα μικρά παιδάκια, που ράβουμε τις στολές τους για τις σχολικές γιορτές και κάνουν πιρουέτες μπροστά στον καθρέφτη, μέχρι τα ρούχα για γάμους και αρραβώνες. Βλέπεις τη μητέρα ή την πεθερά μπροστά στον καθρέφτη και είναι ένα όνειρο, εκείνη τη στιγμή λάμπει. Και ξέρεις, όταν κάνεις πρόβα, δεν είσαι ούτε βαμμένη ούτε χτενισμένη κι όμως τα πρόσωπά τους φαίνονται τόσο όμορφα, βλέπεις τη χαρά στα μάτια που γυαλίζουν. Βλέπουν κάτι σ’ ένα περιοδικό κι εσύ καταφέρνεις να το υλοποιήσεις και να τους το δώσεις».
Η νοσταλγία μπορεί να γίνει ύπουλη. Όταν -λίγο πριν φύγω- ρώτησα τον κ. Θεόδωρο αν στενοχωρήθηκε όταν κατάλαβε πως το επάγγελμα -στην καλύτερη- αλλάζει μορφή, μου είπε:
«Έχω δυο κόρες και τέσσερα εγγονάκια. Με τα παιδιά και την οικογένεια δεν εστιάζεις μόνο στη δουλειά. Οι χαρές και οι στενοχώριες ανακατεύονται και γίνονται ένα χαρμάνι, ένα κοκτέιλ. Το πίνεις, ζαλίζεσαι και ξυπνάς γέρος! Δεν μπορούν όμως όλοι οι άνθρωποι να τ’ ανακατέψουν, να μετριάσουν το κακό και το στενάχωρο με λίγο καλό, ώστε να τ’ απαλύνουν. Αυτό είναι το πρόβλημα».