Θεσσαλονίκη

Μόνοι το Πάσχα: Σε ιδρύματα, νοσοκομεία ή στο δρόμο, προσδοκώντας την Ανάσταση

Άνθρωποι ευάλωτοι, σε αναζήτηση του «μαζί», περιγράφουν το δικό τους Πάσχα

Κωστής Κοτσώνης
μόνοι-το-πάσχα-σε-ιδρύματα-νοσοκομεία-1307588
Κωστής Κοτσώνης

Μέρες κατάνυξης, περισυλλογής, δράματος. Και έπειτα ελπίδας, γιορτής και σύναξης. Η περίοδος του Πάσχα βρίσκει και φέτος, όπως κάθε χρονιά, τους ανθρώπους σε αναζήτηση της δικής τους προσωπικής ανάστασης. Πιστεύοντες και μη, νηστεύοντες και μη, όλοι έχουν κάτι να προσδοκούν και κάτι να ελπίζουν. Σε εκκλησίες και μαζώξεις, με κοντινούς τους ή με αγνώστους, ξορκίζουν φόβους και μοιράζονται από κοινού την ελπίδα.

Κάπου εκεί έξω, υπάρχουν κι άνθρωποι που την ελπίδα τους για ανάσταση την εναποθέτουν στα πολύ βασικά, αυτά που για άλλους είναι δεδομένα: ένα γεμάτο τραπέζι, ένα άνετο σπίτι ή απλώς η ανθρώπινη επικοινωνία. Αναζητήσαμε μερικούς από αυτούς και τους ζητήσαμε να μας περιγράψουν το πώς θα περάσουν το Πάσχα και τι νόημα δίνουν στις μέρες των γιορτών.

Στο υπνωτήριο αστέγων η «οικογενειακή μάζωξη» αποκτά άλλο νόημα

Πίσω από το πολυτελές ξενοδοχείο The Met, στον πρώτο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας, βρίσκεται το υπνωτήριο αστέγων του Δήμου Θεσσαλονίκης. Η ώρα είναι 6.30 το απόγευμα και οι πρώτοι ωφελούμενοι καταφτάνουν. Αφήνουν στην άκρη τα προσωπικά τους είδη, υπογράφουν και μπαίνουν στον κυρίως χώρο του υπνωτηρίου. Λίγο παραδίπλα, σε ένα γραφειάκι, υποδεχόμαστε δύο από αυτούς, τον κ. Χαράλαμπο και τον κ. Χρήστο.

Ο κ. Χαράλαμπος μπαίνει κουτσαίνοντας. Με επιβλητική κορμοστασιά μα ήπιο και φιλικό βλέμμα, κάθεται στην πολυθρόνα απέναντί μας και αρχίζει να διηγείται:

«Είμαι 61 χρονών. Κάποτε είχα οικογένεια. Τρία παιδιά, δύο αγόρια και ένα κορίτσι. Εδώ και 17 χρόνια είμαι χωρισμένος. Με τα αγόρια δεν έχω καλή σχέση από το χωρισμό και μετά. Μόνο με την κόρη, που είναι και αυτή χωρισμένη.

Δούλευα Γερμανία και Ελλάδα στην εστίαση, μέχρι που κάποια προβλήματα υγείας και ο Covid γύρισαν τη ζωή μου τούμπα. Έφτασα σε σημείο να μην έχω πού να μείνω, να μην μπορώ να δουλέψω, γιατί είμαι και σε αναμονή για εγχείρηση στο πόδι. Φέτος ελπίζω να κάνω την εγχείρηση, να αποκατασταθώ και μετά να δουλέψω. Ακόμα αντέχω. Δεν έχω πρόβλημα.

Είναι τρίτη φορά που με δέχτηκαν στο υπνωτήριο και μπορώ να μένω. Μπαίνω και λίγο νωρίτερα, επειδή έχω χαρτί γιατρού για το πόδι. Κοιμάμαι εδώ, παίρνω το πρωινό μου, πίνω τον καφέ μου. Μετά μπορεί να πάω στο Κέντρο Ημέρας του Δήμου, για να περάσω τη μέρα μου μέχρι τις 16:00. Ίσως πάω με το λεωφορείο μέχρι την Ασπροβάλτα. Μ’ αρέσει εκεί. Ξεχνιέμαι, ξεκουράζω λίγο το πόδι μου, και γυρνάω πάλι πίσω για να μπω στο υπνωτήριο.

Ξέρετε, τη συνήθισα τη μοναξιά τόσα χρόνια. Μου φαίνεται και λίγο παράξενο που είμαι ανάμεσα σε κόσμο εδώ μέσα. Συνήθως τις γιορτές τις περνούσα μόνος, ακόμα και όταν είχα σπίτι. Μου λέγαν κάποιοι γνωστοί να με δεχτούν με τις οικογένειές τους αλλά εγώ δεν ήθελα. Ένιωθα παρείσακτος. Το προτιμούσα να κάτσω μόνος.

Τα Χριστούγεννα φέτος τα έκανα μαζί με την κόρη. Κάποιες φορές με καλεί —γιατί μένει με μια άλλη φίλη της— και πηγαίνω εγώ, άμα φύγει εκτός η φίλη και υπάρχει χώρος. Αλλά τώρα δεν βολεύει να πάω, άρα το Πάσχα θα το περάσω εδώ. Θα είναι τα κορίτσια που μας βοηθάνε, θα είναι οι υπόλοιποι ωφελούμενοι. Παρεΐτσα, όλοι μαζί».

Ο κ. Χρήστος καταφτάνει με μια μεγάλη παλιά βαλίτσα. Εδώ βρίσκονται όλα του τα υπάρχοντα. «Κατευθείαν από το αεροδρόμιο!» λέει γελώντας. Φαίνεται άνθρωπος με μπρίο, κάτι που επιβεβαιώνεται όταν αρχίζει να μιλά:

«Μικρός ζούσα με τη μητέρα μου. Μια ζωή με έπαιρνε στη δουλειά. Έκανα πολλές δουλειές 40 χρόνια τώρα. Μέχρι που την έχασα και έμεινα μόνος. Έχω και έναν αδερφό αλλά δεν έχουμε πια επαφές.

Γνωρίστηκα με μία κοπέλα που είχε πέσει στα ναρκωτικά. Η συμβίωση μαζί της ήταν δύσκολη, είχαμε μπλεξίματα διάφορα. Κάποια στιγμή, ήρθαν έτσι τα πράγματα που αυτή έφυγε και μείναμε και στο δρόμο. Άμα αγαπάς, παρασύρεσαι και δεν βλέπεις τις απότομες στροφές της ζωής. Μόνο εκ των υστέρων, αφού γίνει το κακό.

Η διαβίωση στο δρόμο είναι αγώνας. Καταλαβαίνεις τις δυσκολίες της ζωής. Ευτυχώς είχα το αυτοκίνητό μου και έμενα μέσα. Μάζευα γυάλινα μπουκάλια και τα ανακύκλωνα για να βγάλω κάποια χρήματα. Έκανα κάποια μεροκάματα όπου έβρισκα, σε εκκλησίες, κουβαλήματα…

Όταν έχεις σπίτι και δουλειά, κοιτάς τα προσωπικά σου. Δεν ξες τι γίνεται εκεί έξω. Και εγώ κάποτε έτσι ήμουν. Με ένοιαζε πού θα βγω να φάω, να πιω, ποιους τραγουδιστές θα δω στα μπουζούκια. Έκανα καλή ζωή, είχα τα πράγματα δεδομένα. Αλλιώς τα περιμέναμε, αλλιώς τα ‘φερε η ζωή.

Έκανα τα χαρτιά για πρόγραμμα στέγασης και εργασία. Περιμένω να πάρω αναπηρική σύνταξη, έχω και ένσημα. Έχω δηλαδή κάτι να περιμένω. Έχω πίστη στο Θεό. Η ζωή είναι αγώνας συνεχής. Δεν γίνεται αλλιώς. Θα τα καταφέρουμε.

Το Πάσχα με έχουν καλέσει κάτι καλόγριες σε ένα μοναστήρι εδώ κοντά, που με ξέρουν. Πηγαίνω τις βοηθάω, μαγειρεύω μαζί τους, κάνουμε δουλειές. Μου λένε “Δεν έρχεσαι να περάσεις Πάσχα μαζί μας;”. Μια χαρά θα ‘ναι εκεί. Ε, το απόγευμα θα έρθω στο υπνωτήριο… πάει, γέμισε η μέρα!».

«Είναι χειρότερα στο δρόμο τις μέρες των γιορτών. Δεν κυκλοφορεί ένας άνθρωπος να πεις μια “καλημέρα”»

Σε ένα πολυσύχναστο σημείο του κέντρου, ο κ. Δημήτρης, φορώντας το χαρακτηριστικό κόκκινο γιλέκο, κρατά στο χέρι το περιοδικό δρόμου «Σχεδία». Οι περισσότεροι προσπερνούν, κάποιοι λίγοι σταματούν και αγοράζουν ένα-δύο τεύχη. Θέλουν να ενισχύσουν, μέρες που ‘ναι.

Αφού τελειώνει τη βάρδια του, πηγαίνουμε παράμερα και ακούμε την ιστορία του:

«Κατάγομαι από μία μικρή πόλη της Βόρειας Ελλάδας. Η μάνα μου είχε σκλήρυνση κατά πλάκας και τη φρόντιζα. Κάποια στιγμή, πέθανε και έμεινα μόνος. Είχα ένα μικρό βιβλιοπωλείο που, εξαιτίας της φροντίδας της μάνας μου, δεν μπόρεσα να το κρατήσω και το ‘κλεισα με πολλά χρέη. Προσπαθώ να ορθοποδήσω, αλλά είναι δύσκολο λόγω ηλικίας. Είμαι 69 χρονών.

Ήρθα Θεσσαλονίκη, πιστεύοντας ότι θα ‘ναι πιο εύκολο να βρω δουλειά. Αρχικά, έβρισκα σποραδικά μεροκάματα σαν σταβλίτης σε ιππικούς ομίλους ή πουλώντας βιβλία ως μικροπωλητής. Από δουλειές στις αγγελίες δεν με έπαιρνε κανείς λόγω ηλικίας. “Έίσαι πολύ μεγάλος” μου λέγαν συνέχεια. Έμενα σε τρώγλες ή στο δημοτικό υπνωτήριο. 

Τώρα είμαι στη Σχεδία και μένω μόνος σε μία αποθήκη, με την άδεια του ιδιοκτήτη. Έκανα αίτηση για σύνταξη αλλά απορρίφθηκε λόγω χρεών. Προσπαθώ να βγάλω κάποιο προνοιακό επίδομα. Ντάξει, υπάρχουν και χειρότερα. Άλλοι μένουν σε παγκάκια, εκτεθειμένοι στο κρύο.

Παλιότερα το Πάσχα, είχα επισκεφτεί τα αδέρφια μου στην Πτολεμαΐδα. Τώρα δεν το κόβω να γίνεται. Δεν υπάρχουν λεφτά για το ΚΤΕΛ. Θα μείνω εδώ. Τα αδέρφια μου έχουν τις οικογένειές τους, τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους, δεν μπορούν να ‘ρθουν εδώ. Θα μείνουμε χώρια.

Το Πάσχα και γενικά οι αργίες είναι χειρότερα από τις καθημερινές. Ο κόσμος είναι κλεισμένος στα σπίτια και δεν υπάρχει έστω μια “καλημέρα” από τους περαστικούς, μια επικοινωνία. Είσαι μόνος στους μισοάδειους δρόμους.

Φυσικά και αναπολώ τις παλιές εποχές. Υπάρχει μελαγχολία αλλά έχω και μια μικρή ελπίδα ότι θα βρω κάτι σε δουλειά. Συνεχίζουμε…».

Πάσχα χωρίς καν τα βασικά, με παρηγοριά τις προσευχές

Σε ένα παρκάκι στο Φοίνικα, η 36χρονη Μαρία προσπαθεί να πιάσει ίντερνετ από το Wi-Fi του Δήμου. Η μητέρα της έχει πάει στην εκκλησία, να πάρει κάποια τρόφιμα που τους χαρίσαν. Αλλά υπάρχει ένα πολύ βασικό πρόβλημα: Δεν υπάρχει τρόπος να τα μαγειρέψουν, γιατί στο σπίτι που μένουν δεν υπάρχει ούτε ηλεκτρικό ούτε τρεχούμενο νερό.

«Η μητέρα μου ήρθε να μείνει στο δικό μου σπίτι επειδή δεν μπορούσε να πληρώσει το ενοίκιό της. Όμως, μας διώξαν και από εκεί επειδή πουλήθηκε το σπίτι. Ένα διάστημα αναγκαστήκαμε να μείνουμε και στο δρόμο. Βρίσκαμε καταφύγιο στις αίθουσες αναμονής νοσοκομείων, ζητούσαμε από τις καφετέριες ένα ποτήρι νερό να πιούμε. Τα πράγματά μας ήταν σκορπισμένα από δω και από εκεί.

Παλιά δούλευα σε ένα γυράδικο, αλλά το άφησα γιατί έχω άσθμα και πρόβλημα με την καρδιά μου, και οι γιατροί το απαγόρευσαν. Ψάχνω δουλειά σαν καθαρίστρια, οτιδήποτε, και περιμένουμε να κάνει η μητέρα μου ένα χειρουργείο.

Αυτήν τη στιγμή μένουμε σε ένα σπίτι εδώ στο Φοίνικα που μας παραχώρησε ένας γνωστός μας. Όμως, μετά το Πάσχα πρέπει να φύγουμε γιατί θα το ανακαινίσει για να μείνει η κόρη του. Επειδή ήταν ακατοίκητο, το σπίτι δεν έχει ρεύμα και νερό. Είναι πολύ δύσκολα. Και να βρεις δουλειά, πόσο εύκολο είναι να την κρατήσεις όταν δεν μπορείς να κάνεις ούτε ένα μπάνιο, να είσαι ευπαρουσίαστη;

Το Πάσχα δεν έχουμε κάτι να κάνουμε. Μας έδωσαν από την εκκλησία λίγα τρόφιμα, αλλά πού να τα μαγειρέψουμε; Συγγενείς έχουμε μόνο μία θεία με προβλήματα υγείας, οπότε δεν μπορεί να μας δεχτεί. Φίλους, φίλες έχουμε αλλά θα είναι με τις οικογένειές τους, με άλλους φίλους. Το βλέπω δύσκολο να πάμε κι εκεί. Υπάρχει και λίγο η ντροπή, ότι δεν θα μπορούμε να προσφέρουμε κάπως στο τραπέζι. Οπότε, αποφασίσαμε με τη μητέρα μου να μείνουμε εδώ στο σπίτι και… ο Θεός είναι μεγάλος. Πιστεύω θα κάνει κάτι για μας. Αργεί αλλά δεν λησμονεί.

Μελαγχολία υπάρχει λίγο. Θυμόμαστε παλιά που ήμασταν καλύτερα. Σκεφτόμαστε τον υπόλοιπο κόσμο που θα περάσει το Πάσχα με τις παρέες του, την οικογένειά του. Είναι δύσκολο τώρα, δύο γυναίκες με προβλήματα υγείας σε ένα τέτοιο σπίτι, να κλαις και να παρακαλάς το Θεό να σε βοηθήσει. Αυτό που μας κρατάει είναι οι προσευχές. Κάτι θα γίνει και για εμάς».

Σε ένα νοσοκομείο το «καλή Ανάσταση» ακούγεται πιο αληθινό από ποτέ

Σε κεντρικό νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, σε έναν θάλαμο της παθολογικής κλινικής, η κ. Κατερίνα ετοιμάζεται να περάσει το Πάσχα στο κρεβάτι. Πάσχει από νόσο του Κρον και βρίσκεται στο νοσοκομείο μετά από μεγάλη έξαρση των συμπτωμάτων. Από το ανοιχτό παράθυρο ακούει το βουητό της πόλης, που όσο κρουφώνεται η έξοδος των εκδρομέων, αυτό τόσο μειώνεται. Το Πάσχα δεν θα ακούεται σχεδόν τίποτα. Ίσως μόνο τίποτα κλαρίνα και διασκορπισμένα «Καλό Πάσχα!».

«Είναι καταθλιπτικά εδώ. Όσο πλησιάζαν οι μέρες του Πάσχα, όλοι οι ασθενείς κοιτούσαν να πάρουν εξιτήριο νωρίτερα, να μην τους βρει η Ανάσταση και το Πάσχα εδώ. Εγώ δυστυχώς θα πρέπει να παραμείνω, να παρακολουθήσουν την κατάστασή μου.

Μιλώντας με άλλους ασθενείς, παρατήρησα ότι υπάρχει ένα άγχος θανάτου ανάμεσά μας, ειδικά στους μεγαλύτερους. Οι άνθρωποι φοβούνται το θάνατο, όμως παίρνουν και κουράγιο από το νόημα των ημερών. Αυτή δεν είναι, εξάλλου, και η ουσία της Ανάστασης;

Μεγάλο Σάββατο θα κάνουμε Ανάσταση εδώ. Θα μας σηκώσουν λίγο οι νοσηλευτές, να ευχηθούμε ο ένας στον άλλον, να ψάλλουμε. Θα δούμε την Ανάσταση στην τηλεόραση. Άγιο Φως θα μας μοιράσουν με λαμπαδίτσες, λένε. Κάπως θα πάρουμε και εμείς μία γεύση από το αναστάσιμο κλίμα. Βέβαια, δεν είναι εύκολο. Μου λένε εδώ τα παιδιά που μας φροντίζουν ότι οι ασθενείς πάντα το φέρνουν βαρέως που είναι στο νοσοκομείο τέτοιες μέρες. Κλαίνε, μελαγχολούν. Αλλά κάνουν υπομονή αναγκαστικά. “Και του χρόνου σπίτια μας” είναι μία ευχή που ακούγεται συχνά εδώ μέσα.

Κυριακή του Πάσχα θα έρθουν τα παιδιά μου στο επισκεπτήριο. Θα τσουγκρίσουμε τα αβγά μας, θα ευχηθούμε. Θα νιώσω για λίγο σαν να ‘μαι και εγώ σε κάποια συγκέντρωση οικογενειακή. Ας είναι… Καλά να ‘μαστε, καλή Ανάσταση και… του χρόνου σπίτια μας!».

«Εδώ κάνουμε Πάσχα σαν να ‘μαστε σπίτια μας»

(Γιάννης Παναγόπουλος – Eurokinissi)

Στον κεντρικό διάδρομο γνωστού γηροκομείου της πόλης, η κ. Νίκη προχωρά με το πι, κρατώντας και ένα ντοσιέ στα χέρια. «Δεν ήμουν σίγουρη τι ώρα θα έρθετε και είχα πάρει μαζί μου τα Εγκώμια, να κάνω πρόβα», λέει χαμογελώντας. Όπως και πολλοί άλλοι τρόφιμοι του γηροκομείου, ετοιμαζόταν να ψάλει τα Εγκώμια σε γειτονική εκκλησία το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής.

Η κουβέντα μαζί της δείχνει ότι, εφόσον υπάρχουν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης και σεβασμός, οποιοδήποτε μέρος μπορεί να μετατραπεί σε «οικογενειακή φωλιά»:

«Μπήκα στο γηροκομείο μετά από μια ορθοπεδική επέμβαση, γιατί ήταν δύσκολο να με έχουν στο σπίτι τα παιδιά μου και να με φροντίζουν. Έχουν τις αρρώστιες, τις δουλειές τους, τις οικογένειές τους. Ενώ ήρθα προσωρινά εδώ, ζήτησα τελικά να μείνω μόνιμα. Έφυγα από τα σπίτια των παιδιών μου και ήρθα σε άλλη οικογενειακή φωλιά. Εδώ έχω το δικό μου σπιτικό, εκεί πού θα με είχαν και μένα να μένω;

Είμαι τυχερή, γιατί αυτοεξυπηρετούμαι. Άλλοι άνθρωποι εδώ είναι κατάκοιτοι, με βαριά άνοια.

Ευτυχώς οι κοπέλες που μας φροντίζουν μας φέρονται άψογα, ενώ έχουν πάρα πολλή δουλειά. Μας φροντίζουν σαν να ‘χουν Θεό μέσα τους. Μόνο όσοι έχουν Θεό μέσα τους φέρονται τόσο καλά σε εμάς τους ανήμπορους.

Έχουμε πολλές δραστηριότητες. Δεν προλαβαίνουμε! Να, τώρα τη Μεγάλη Παρασκευή θα κάνουμε χορωδία, θα ψάλουμε οι γέροντες τα Εγκώμια. Βάψαμε τα αβγά μας όλοι μαζί.

Την Κυριακή θα με πάρουν τα παιδιά μου για λίγες ώρες, να φάμε μαζί. Αλλά τους λέω: “Το βράδυ θα με φέρετε πίσω, να κοιμηθώ στο σπίτι μου”. Δεν νιώθουμε αποξενωμένοι. Όπως όλος ο κόσμος, έτσι θα περάσουμε κι εμείς αυτές τις μέρες».

Λίγο αργότερα, με αργό βήμα, κατεβαίνει και ο κ. Νίκος, κρατώντας κι αυτός το ντοσιέ του. Κάποτε είχε ένα γαλακτοπωλείο γωνία Μητροπόλεως με Χρυσοστόμου Σμύρνης, με προϊόντα της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής. Σήμερα, μετά από μία γεμάτη ζωή, απολαμβάνει μια ήρεμη καθημερινότητα παρέα με τους άλλους τροφίμους.

«Είναι καλά εδώ. Όλοι μας προσέχουν. Οι γιατροί, οι νοσοκόμες, οι τραπεζοκόμοι. Νιώθουμε όμορφα. Έχω παρέα που τους αγαπώ και με αγαπάνε. Με συγκινεί αυτό. Πέρσι που έκανα Πάσχα εδώ πέρασα πολύ ωραία. Ψήσαμε, φάγαμε, ήπιαμε, είχαμε μουσικές. Όπως διασκέδασε ο κόσμος στα μαγαζιά, έτσι και εμείς.

Φέτος θα έρθουν τα παιδιά μου Μεγάλο Σάββατο να με πάρουν. Τα περιμένω. Θα ερχόταν και νωρίτερα, αλλά τους είπα να έρθουν Σάββατο, για να ψάλλω τη Μεγάλη Παρασκευή. 

Αυτές τις μέρες αισθάνεσαι σαν να κατεβαίνει ο Θεός να μας δίνει δύναμη. Χαίρομαι πολύ, πάρα πολύ. Από πάνω μέχρι κάτω έχω μια αγάπη αυτές τις μέρες. Λέω: “Θεέ μου, ευχαριστώ για όλα”».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα