Nαβαρίνο: Η μποέμ καρδιά της πόλης
Λέξεις: Σάκης Ιωαννίδης Εικόνες: Γιώργος Τούλας, Διονύσης Μεταξάς Γειτονιές περιποιημένες, αφρόντιστες, ιστορικές, υποβαθμισμένες, που όλες βάζουν το λιθαράκι τους στη σύνθεση μιας πόλης. Εκεί που οι άνθρωποι από διαφορετικές γενιές, κοινωνικές τάξεις, ηλικίες συναντιούνται, είτε συχνάζοντας είτε προσπερνώντας την, είτε γοητεύονται από το στιλ ή τα σκοτάδια της και τελικά ή την αγαπούν ή τη […]
Λέξεις: Σάκης Ιωαννίδης Εικόνες: Γιώργος Τούλας, Διονύσης Μεταξάς
Γειτονιές περιποιημένες, αφρόντιστες, ιστορικές, υποβαθμισμένες, που όλες βάζουν το λιθαράκι τους στη σύνθεση μιας πόλης. Εκεί που οι άνθρωποι από διαφορετικές γενιές, κοινωνικές τάξεις, ηλικίες συναντιούνται, είτε συχνάζοντας είτε προσπερνώντας την, είτε γοητεύονται από το στιλ ή τα σκοτάδια της και τελικά ή την αγαπούν ή τη μισούν. Το Ναβαρίνο είναι για τη Θεσσαλονίκη ο ορισμός του alernative είναι το μέρος εκείνο που θα πρότεινες στον ξένο επισκέπτη να μη χάσει με τίποτε για τις διαφορετικές εικόνες που κουβαλά. Την Ιστορία από τη μια, τη διαρκή μετάλλαξη στο σήμερα από την άλλη, την παρακμή ώρες ώρες και τη γοητεία διαρκώς. Η πιο ζωντανή πλατεία της πόλης μας καλωσορίζει.
Εικόνα: Διονύσης Μεταξάς
Η κατεβασιά στο κέντρο από την Καλαμαριά δεν ήταν απλή υπόθεση. Τις πρώτες φορές που ξεμυτίζεις από το σπίτι και χάσκεις από το παράθυρο του λεωφορείου σαν χάνος, ρουφάς την κάθε εικόνα, τα νέα πρόσωπα, τα ντυσίματα, το στιλ και νιώθεις πως ήρθε η σειρά σου να ζήσεις σε κάθε γωνιά της πόλης.
Τα πρώτα χρόνια η παραλία ήταν ο κόσμος όλος. Γλυκός με γάλα ο φραπές, πασαρέλα και παρέες όπου λιγότεροι από πέντε γύρω από ένα τραπέζι ήταν αδιανόητο. Ο πεζόδρομος της Δημητρίου Γούναρη, η Πλατεία Ναβαρίνου και η Καμάρα ήρθαν σαν φυσική συνέχεια στα χρόνια του ψαξίματος. Ξενύχτια στα πεζούλια των Ανακτόρων, κρέπες με το κιλό, καφεδιές και φτηνές μπύρες στα φοιτητικά στέκια, χάζι έξω από τα τατουατζίδικα, βιβλία από τη Βιβλιοβάρδια και το Κεντρί, ψάξιμο στα παλιά δισκάδικα και στα πιο περίεργα μαγαζιά της πόλης. Φοιτητές των πίσω διαμερισμάτων, νέα ζευγάρια, κάτοικοι παλαιών αστικών οικογενειών που δεν εγκαταλείπουν, καλλιτέχνες, πανκιά και γκοθάδες, ένα μίγμα ανθρώπων δίνει στην περιοχή το ιδιαίτερο χρώμα της. Μαζί με εκείνους που λιώνουν με ναρκωτικά και είναι πάντα εκεί, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Άλλοτε αθόρυβοι, άλλοτε όχι, σε πηγαδάκια ή μόνοι τους είναι εκεί. Στη βραβευμένη πλατεία που είναι παράλληλα και η παλαιότερη πιάτσα της πόλης. Γύρω από το ορειχάλκινο «Παιδί που Σφυρίζει» του γλύπτη Νικόλα, που μας κατουράει αψήφιστα από το 1968, σαν μια διαρκή υπενθύμιση του θράσους της νιότης. Τις μέρες με καθαρό ουρανό, από το ψηλότερο σημείο της Ροτόντας, βλέπεις ακόμη την εντυπωσιακή θέα μέχρι τη θάλασσα. Καμιά φορά σκέφτομαι τη διορατικότητα του Εμπράρ να χαράξει αυτή την οδό που έσωσε την ανατολική άκρη του κέντρου και χώρισε στα δύο τη θάλασσα των κτιρίων. Ευτυχώς.
Ο Εμπράρ σχεδιάζει
Η ευαισθησία του Ερνέστου Εμπράρ για τα μνημεία της Θεσσαλονίκης και τον δημόσιο χώρο είναι φανερή στα πολεοδομικά σχέδια που παρέδωσε ως επικεφαλής της Διεθνούς Επιτροπής του Νέου Σχεδίου Θεσσαλονίκης στην κυβέρνηση των Φιλελευθέρων. Ο Γάλλος αρχιτέκτονας, αρχαιολόγος και πολεοδόμος ήταν στη Θεσσαλονίκη εκείνη την περίοδο, ως επικεφαλής της επιστημονικής αποστολής της Γαλλικής Στρατιάς της Ανατολής, πραγματοποιώντας μάλιστα τις πρώτες αρχαιολογικές τομές για τον εντοπισμό του αυτοκρατορικού συγκροτήματος. Λίγο καιρό πριν είχε ολοκληρώσει την εργασία του στο παλάτι του Διοκλητιανού στο Σπλιτ της Κροατίας, όποτε βλέποντας τη Ροτόντα κατάλαβε γρήγορα ότι εκεί κοντά θα υπήρχε θαμμένο και το υπόλοιπο κτιριακό συγκρότημα, στα πρότυπα της αυτοκρατορικής κατοικίας του Διοκλητιανού. Έτσι, η μελέτη του για την περιοχή προέβλεπε τη δημιουργία ενός νοητού μνημειακού άξονα που θα ξεκινούσε από τη Ροτόντα και την Αψίδα του Γαλερίου και θα κατέβαινε ως τη θάλασσα (η σημερινή Δημητρίου Γούναρη), διατηρώντας παράλληλα την πλατεία Ιπποδρομίου – όπου εικαζόταν η θέση του ιππόδρομου της Ρωμαϊκής Θεσσαλονίκης – και χωροθετόντας μια δημοτική «διασώζοντας» τα ευρήματα της σημερινής πλατείας Ναβαρίνου. Οι επόμενες ανασκαφές στην περιοχή έγιναν το 1935 και το 1939 από γερμανούς και δανούς αρχαιολόγους, οι οποίοι έφεραν στο φως σημαντικά ευρήματα συμβάλλοντας στη συνέχιση της έρευνας.
1967, Οδός Δημητρίου Γούναρη πριν την ανασκαφή. Στο βάθος διακρίνεται η Ροτόντα. Η φωτογραφία είναι από το βιβλίο “Η Χαμένη εγνατία της Θεσσαλονικής” των Αναστασιάδη Χεκίμογλου εκδ. University Studio Press.
Τα μνημεία που γνωρίζουμε σήμερα άρχισαν να αποκαλύπτονται σταδιακά από το 1950, όταν ξεκίνησε η υλοποίηση της μελέτης του Εμπράρ και η ανασκαφική έρευνα από τον αρχαιολόγο Χαράλαμπο Μακαρόνα, μετέπειτα ιδρυτή και διευθυντή του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης. Πρώτο ήρθε στο φως το Οκτάγωνο, μια εντυπωσιακή οκτάγωνη αίθουσα των ανακτόρων στη σημερινή Πλατεία Ναβαρίνου που μάλλον χρησιμοποιούνταν αρχικά για ακροάσεις ενώπιον του Γαλέριου και αργότερα, τη δεκαετία του ’60, αποκαλύφθηκαν τα ερείπια κτιρίων που πλαισίωναν τα ανάκτορα και η Αψιδωτή Αίθουσα επί της Δημητρίου Γούναρη.
«Πωλείται πάγος»
Εκείνη την περίοδο, στη γύρω περιοχή αναπτύσσεται μια έντονη οικοδομική δραστηριότητα και ανεγείρονται οι γνωστές οχταόροφες πολυκατοικίες της πλατείας για να στεγάσουν τον αυξημένο πληθυσμό της πόλης. Σε μια από αυτές κατοικεί μέχρι σήμερα η κ. Νίκη Κόνσουλα με την οικογένεια της. Από το σπίτι της έχει θέα την πλατεία Ναβαρίνου και το Οκτάγωνο και ανακαλεί στη μνήμη την εποχή που έπαιζε μικρή πάνω στην τούμπα της γειτονιάς. «Εδώ πιο πάνω έμενα μικρή, στη σημερινή Σβώλου. Παίζαμε τότε στη γειτονιά και θυμάμαι το δρόμο της Αιμιλιανού Γρεβενών να διασχίζει τη σημερινή πλατεία. Σε μια γωνιά πουλούσαν πάγο και στην άλλη ήταν το μοναδικό γαλατάδικο της περιοχής», τονίζει. Μας λέει για τον καιρό που παντρεύτηκε και έφτιαξε την οικογένεια της στο διαμέρισμα της καινούργιας τότε οικοδομής του ’70, πάνω από την πλατεία Ναβαρίνου. «Τα παιδιά της γειτονιάς έπαιζαν κάτω, υπήρχε εμπιστοσύνη. Θυμάμαι το Λιόπεσι με τα υπέροχα κεφτεδάκια, μια μικρή ταβέρνα στην Απελλού. Πηγαίναμε στο σινεμά Ναβαρίνο που έπαιζε ελληνικές ταινίες και θυμάμαι να έρχονται η Μάρθα Καραγιάννη, ο Σπύρος Φωκάς και να περνάνε οι τότε σταρ των ταινιών. Το σινεμά το αγαπώ ακόμη», μας λέει και αποκαλύπτει ότι πηγαίνει τακτικά στο Ολύμπιον και το Μακεδονικόν. Θυμάται τους φοιτητές που πηγαινοέρχονταν στην περιοχή και το ’60 είχαν για στέκι τους το καφενείο Άλφα στη Σβώλου και έτρωγαν στο εστιατόριο «Ελβετικό» στην Αγίας Σοφίας. Θυμάται όμως και πότε άρχισαν τα πρώτα προβλήματα στην περιοχή. «Μέσα στη δεκαετία του ’90 η γειτονιά μας άλλαξε μορφή. Για πολλά χρόνια ακούγαμε φασαρίες και φωνές τα βράδια. Ο κόσμος κινητοποιήθηκε, έστειλε επιστολές, διαμαρτυρήθηκε. Θυμάμαι κάποιο πρωινό που βρήκανε ένα παιδί νεκρό. Τώρα η πλατεία είναι καλύτερα. Μαζεύονται πιο πάνω», μας λέει.
Οι σκιές του πεζόδρομου
Η διακίνηση και χρήση ναρκωτικών στην περιοχή της Δημητρίου Γούναρη και της πλατείας Ναβαρίνου είναι μια παλιά ιστορία με στιγμές έντασης και περιόδους χαλάρωσης. Άλλοτε τρεκλίζοντας, άλλοτε με τα μάτια μισόκλειστα και ψελίζοντας θα σε πλησιάσουν να σου ζητήσουν δύο ευρώ. Παιδιά χαμένα στις παραισθήσεις τους είναι οι σκιές που βαραίνουν τη φήμη της Ναβαρίνου. «Η πενταετία μετά το 2004 ήταν νομίζω η κορύφωση αυτής της κατάστασης. Έκαναν χρήση στα παγκάκια, στον πλάτανο, η διακίνηση ήταν σχεδόν φανερή. Έφευγαν για λίγο με τις «σκούπες» της αστυνομίας, αλλά γυρνούσαν πάλι. Οι κάτοικοι κινητοποιήθηκαν, κυρίως μόνοι τους χωρίς τη βοήθεια των επαγγελματιών, αλλά κανείς δεν είχε αρμοδιότητα. Τα πράγματα στην πλατεία είναι τώρα κάπως καλύτερα και σ’ αυτό βοήθησε η παιδική χαρά που στήθηκε πριν από δύο χρόνια», σημειώνει ο Τάκης Αλεξάνδρου που μένει στην περιοχή εδώ και δύο δεκαετίες. Το 2008 οι κάτοικοι έστειλαν μια επιστολή προς την εισαγγελία πλημμελειοδικών, την τότε Νομαρχία, τον Δήμο Θεσσαλονίκης και τις αστυνομικές αρχές. Τον Ιούνιο του 2009 η δημοσιογράφος Δήμητρα Κεχαγιά έγραφε στην Parallaxi για την πλατεία Ναβαρίνου: «Η πιο ένδοξη πλατεία του κέντρου αργοπεθαίνει με την ανοχή της αστυνομίας, του Δήμου και τη διαρκή διαμαρτυρία των κατοίκων».
Κοινός συντονισμός και δράσεις
Τα ναρκωτικά εμφανίστηκαν στην περιοχή στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και στην πραγματικότητα δεν έφυγαν ποτέ. Ο άξονας της Δημητρίου Γούναρη και η πλατεία Ναβαρίνου ανανεώθηκαν αισθητικά στο πλαίσιο του αρχιτεκτονικού προγράμματος της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας το ’97, αλλά το πρόβλημα παρέμεινε. Με το πάρκο του Ξαρχάκου και την οδό Γιαννιτσών, η Δημητρίου Γούναρη και η Ροτόντα είναι σήμερα από τις παλαιότερες πιάτσες της πόλης και η πιο «σημαντική», όπως λέει η Σμάρω Γιαννακοπούλου, καθώς βρίσκεται στην καρδιά του κέντρου, όπου ζουν οικογένειες και νέοι. Η κ. Γιαννακοπούλου, σύμβουλος στην Α’ Δημοτική Κοινότητα, συντονίζει τις δράσεις του Δικτύου για την Πρόληψη των Εξαρτήσεων που δημιουργήθηκε το 2011 και απαρτίζεται από όλους τους φορείς που εμπλέκονται στην πρόληψη του εθισμού (ΚΕΘΕΑ, ΟΚΑΝΑ, Μέθεξις, Ιανός, Αργώ, Σείριος). «Για πρώτη φορά όλοι οι φορείς που έχουν σχέση με την πρόληψη εργάζονται μαζί και συντονίζουν τις δράσεις τους σε μια δομή χωρίς προϋπολογισμό που όμως μπορεί να παρέμβει σε επίπεδο δήμου. Το προφίλ των χρηστών, μας λέει, δεν είναι βίαιο, αν και υπήρξαν ορισμένα μεμονωμένα περιστατικά αυξημένης έντασης», σημειώνει η κ. Γιαννακοπούλου. Στην περιοχή έχουν δουλέψει κατά καιρούς ομάδες streetwork και ειδικοί του ΚΕΘΕΑ και του ΟΚΑΝΑ, ενώ τακτική είναι η παρουσία της αστυνομίας με περιπολίες. «Όποτε γίνεται μια δράση έχει αποτέλεσμα, αλλά μεταξύ των παρεμβάσεων υπάρχουν αναγκαστικά κενά και εκεί επανέρχεται το πρόβλημα. Ορισμένοι μας λένε να τους πάρουμε από εκεί και να τους πάμε αλλού. Αυτό δεν είναι λύση», σημειώνει. Από 1 Δεκεμβρίου άτομα του Δικτύου θα βρίσκονται τα πρωινά στα γραφεία των δημοτικών κοινοτήτων για να συζητούν θέματα εξαρτήσεων, ενώ από τη νέα χρονιά προγραμματίζονται νέες δράσεις στην περιοχή για τον περιορισμό της διακίνησης.
Τα ανάκτορα του Γαλερίου φωτίζονται υπέροχα τη νύχτα. Η νυχτερινή τους ανάδειξη ολοκληρώθηκε πρόσφατα και σε λίγους μήνες θα γίνουν τα εγκαίνια μιας νέας αίθουσας πολυμέσων στην Αψιδωτή Αίθουσα. Η αναστήλωση τους τιμήθηκε το 2008 με το βραβείο της Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Europa Nostra. Κανένας όμως Ευρωπαίος δεν μπορεί να δει από κοντά το αυτοκρατορικό συγκρότημα διότι παραμένει ερμητικά κλειστό εδώ και χρόνια λόγω έλλειψης φυλάκων στους αρχαιολογικούς χώρους.
Η ζωή στην περιοχή έχει μια δική της δυναμική. Τα μαγαζιά που μένουν μέχρι αργά ανοιχτά, τα καλλιτεχνικά στέκια στην Ισαύρων, οι ταβέρνες της πλατείας, το πλήθος που ανεβαίνει και κατεβαίνει όλη μέρα τον πεζόδρομο, παλαιοί και νέοι κάτοικοι του κέντρου, δημιουργούν μια ιδιαίτερη σύνθεση που κάνει την περιοχή γοητευτική παρά τα προβλήματα της. «Για μένα η περιοχή θα έπρεπε να θεωρείται “φιλέτο” λόγω της γειτνίασης με τα αρχαία ανάκτορα. Πρέπει όμως συνδεθούν με την περιοχή και αυτό να μπει στη συνείδηση του κόσμου», μας λέει ο Βαγγέλης Μπόλλας που είναι πίσω από τη νέα άφιξη στην περιοχή, το Bau’s Art Bar που φιλοδοξεί να γίνει στέκι συνάντησης ηθοποιών και καλλιτεχνών και μας μιλάει για τον σεβασμό και την εκτίμηση των Ιταλών επαγγελματιών για τα μνημεία που έχουν απέναντι από τα μαγαζιά τους στη Ρώμη. «Ζούσα εκεί δύο χρόνια και είδα πόσο τυχεροί ένιωθαν οι μαγαζάτορες που ήταν δίπλα σε μνημεία. Πρέπει και εμείς εδώ να προσέχουμε την αισθητική μας και να βάλουμε τα καλά μας για τους τουρίστες που έρχονται», σημειώνει.
Απ’ ότι φαίνεται τα προβλήματα περιορίζονται μόνο όταν αναλαμβάνουν δράση οι αρμόδιοι φορείς για την πρόληψη των εξαρτήσεων με τη συμμετοχή του Δήμου και της αστυνομίας και εκεί πρέπει να επικεντρωθεί η προσπάθεια. Παράλληλα, όμως, πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στην πόλη να αξιοποιήσει την πλούσια πολιτιστική κληρονομιά της περιοχής και όσο τα ανάκτορα του Γαλερίου είναι κλειδωμένα αυτό είναι αδύνατον να συμβεί.
Εικόνα: Ελένη Βράκα