Η νέα Μηχανιώνα του Θωμά Κοροβίνη
Την έζησα εκείνη την άγρια φουρτούνα από κοντά. Θυμάμαι μια γυναίκα μόνη της να τραβάει τα σκοινιά για να σώσει το σκαρί που τους έδινε μεροκάματα.
“ΟΞΕΙΔΩΘΗΚΑ ΜΕΣ ΣΤΗ ΝΟΤΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ” -Ελύτης, “Άξιον Εστί”- -στον αγαπημένο μου ανεψιό, καπετάνιο Λευτέρη Λιόλιο-
Το χωριό μου, η Μηχανιώνα, (τι χωριό! Πάντοτε, απ’ την δεκαετία του ’30 που είχε οργανωθεί σε μεγάλο παράλιο οικισμό με κατοίκους πρόσφυγες ανταλλάξιμους της Λωζάνης, απ’ τις παλιές πατρίδες, Μηχανιώνα, Αυδήμι, Τσεσμέ και Αγία Παρασκευή Σμύρνης κ.α. με σπιτάκια του εποικισμού, είχε την όψη και την λειτουργία μιας αναπτυγμένης κωμόπολης), διαθέτει τον σημαντικότερο επαγγελματικό αλιευτικό στόλο στο πανελλήνιο.
Η αξία της ψαροσύνης, με απίστευτες ειδικές γνώσεις και εμπειρίες, μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Έχω μια έκδοση της συλλογής “Μαραμπού και Πούσι” του Καββαδία, γεμάτη σημειώσεις μα λεπτομερή ανάλυση της ναυτικής και θαλασσινής ορολογίας από τις ερμηνείες και εκδοχές που σημείωσα το 1973 συμβουλευόμενος τον αείμνηστο, σοφό συμπέθερό μου -πατέρα του γαμπρού μου που χάσαμε πρόσφατα- καπετάνιου Λευτέρη Λιόλιου ή Τσολάκη. Ένα γλωσσάρι πληρέστερο απ’ όσα κυκλοφόρησαν αργότερα από λογίους.
Οι νεότεροι αλιείς, καπεταναίοι, μηχανικοί, τσούρμο, μαουνιέρηδες, βαρκάρηδες κλπ. ακολουθούν με πίστη έναν πατροπαράδοτο επαγγελματικό προσανατολισμό. Κοντά τους εργάζονται εδώ και δεκαετίες αξιαγάπητοι Αιγύπτιοι ψαράδες, απ’ το Σουέζ και το Πορτ Σάιντ, φιλήσυχοι και πολιτισμένοι. Κάποτε τους έφτανε ο Θερμαικός, ο κόλπος με τα πιο γλυκά νερά του κόσμου -καθώς χύνονται στη λεκάνη του Αξιός, Αλιάκμονας, Λουδίας και Γαλλικός-, προσθέσαμε όμως εδώ και χρόνια στη σούμα των λοιπών “κατορθωμάτων” μας και το “άδειασμά” του σχεδόν από σπάνια αλιεύματα που κάποτε τον χαρακτήριζαν, όπως οι αστακοκαραβίδες και τα παχιά φασιά.
Δεν θα τα πω όλα μεμιάς. Άμποτε να αξιωθώ να τα γράψω, θέλει τόμους να γεμίσεις για να μιλήσεις για την ψαροσύνη της Μηχανιώνας.
Ζόρικο, πολύ ζόρικο επάγγελμα. Κάποτε απέδιδαν πολύ οι κόποι, έβγαινε χρήμα μπόλικο. Σήμερα είναι αλλιώς. Αναγκάζονται οι μηχανότρατες -εγώ μεγάλωσα με ανεμότρατες- να θερίζουν όλες τις κοντινές και μακρινές θάλασσες.
Οι ψαράδες είναι σεμνοί. Ίσως γιατί φοβούνται το θεριό που τους τρέφει και τους φιλοξενεί, την θεά τους, την Θάλασσα. Και είναι οξειδωμένοι απ’ την αλμύρα. ‘Κοιμήσου απόψε με την καρδιά πικρή, σαν το ψωμί των ψαράδων στη θύελλα’, γράφει ο Ρίτσος.
Μα εδώ θα σταθώ. Γιατί θέλω να πω για μια τρελή νοτιά στις αρχές της δεκαετίας του ’70 που είχε χτυπήσει αμείλικτα όλα τα μικρά σκάφη, τις βαρκούλες των φτωχών ψαράδων, τις φτιαγμένες από χέρια επιδέξιων καραβομαραγκών στο παρακείμενο καρνάγιο μας. Ήταν του Αγίου Νικολάου. Την έζησα εκείνη την άγρια φουρτούνα από κοντά. Θυμάμαι μια γυναίκα μόνη της να τραβάει τα σκοινιά για να σώσει το σκαρί που τους έδινε μεροκάματα. Πολλά βαρκάκια καταστράφηκαν τότε. Φαίνονται να παλεύουν στην εικόνα.
Πάντοτε ο προλετάριος την πληρώνει. Κανείς άλλος. Τώρα που ήρθε η ώρα και των “‘μεσαίων” να προλεταριοποιηθούν, για να μην πω “λουμπενοποιηθούν”, ας το σκεφτούν τι θα πράξουν.
Σ’ αυτό το ίδιο ακρογιάλι, δίπλα στη σκάλα, όπου παλεύουν οι φουκαράδες συγχωριανοί μου να σώσουν το έχειν τους, εκείνα τα χρόνια τα ψαροκάικα πετούσαν την σαρδέλα στο γιαλό, θυμάμαι που έμπαιναν στο νερό και τη μάζευαν οι πιο αναγκεμένοι. Τότε την λογάριαζαν για ‘βαλούτα’. Σήμερα θεωρείται ‘φάρμακο’ και σιγά σιγά θα γίνει ίσως τροφή πολυτελείας, γκουρμεδιάρικο έδεσμα, απλησίαστο κάποτε κι αυτό, για μας τους μοιραίους και συχνά “άβουλους” καταναλωτές που θα προσμένουμε ίσως “κάποιο θάμα”.
Και ένα σπάνιο ντοκουμέντο από τη Νέα Μηχανιώνα του 1975