Ο Νώντας Στυλιανίδης είναι η ζωντανή Ιστορία της Θεσσαλονίκης
Μια κουβέντα από ψυχής με τον σπουδαίο φωτογράφο και φωτορεπόρτερ της πόλης.
Εικόνες: Γιάννης Τριανταφυλλόπουλος
Ο φωτογράφος Νώντας Στυλιανίδης είναι γέννημα θρέμμα Θεσσαλονικιός. Όπως λέει και ο ίδιος χαρακτηριστικά, «Εδώ μεγάλωσα, εδώ ζω, εδώ δουλεύω». Με την φωτογραφία ασχολείται πολλά χρόνια, με αυτή την αγάπη να έχει μετατραπεί σε… γάμο. «Από «ερωμένη», τελικά την παντρεύτηκα. Εκεί ήταν το δράμα, γιατί δεν μπορέσαμε να πάρουμε διαζύγιο ποτέ» εξομολογείται στην Parallaxi.
40 χρόνια πορείας στο φωτορεπορτάζ και 30 χρόνια συνεργασίας με το ΚΘΒΕ, ο Νώντας Στυλιανίδης είναι απόλυτα συνδεδεμένος με τη ζωή εκεί έξω και την αποτύπωσή της. Υπήρξε το «μάτι» της πόλης σε στιγμές δύσκολες. Ένα από τα πιο συγκλονιστικά πρόσφατα καρέ του υπήρξε η εικόνα του άντρα που προσπάθησε να αυτοπυρποληθεί έξω από υποκατάστημα τράπεζας στη Θεσσαλονίκη το 2011, αφού είχε ζητήσει διακανονισμό για τα δάνεια που δεν μπορούσε να αποπληρώσει. Η εικόνα μπήκε στις 100 καλύτερες φωτογραφίες της χρονιάς στη λίστα του Reuters.
Μας μιλάει για τα πρόσωπα που επηρέασαν την πορεία του στην φωτογραφία, τα ερεθίσματα του, για τις στιγμές της καριέρας του, αλλά και για το πόσο έχει αλλάξει το επάγγελμα του φωτογράφου, αλλά και η πόλη της Θεσσαλονίκης στα χρόνια που είναι ο ίδιος φωτογράφος.
Πώς όμως ενώθηκε με την φωτογραφία με τα «ιερά δεσμά» του γάμου; Ο ίδιος μας αφηγείται: «Στην εποχή μου δεν υπήρχαν σχολές φωτογραφίας. Εγώ κόλλησα με την φωτογραφία εξαιτίας ενός… πλυντηρίου και ενός καθηγητού. Κάποτε με τα πλυντήρια, έδιναν δώρο μία ρωσική φωτογραφική μηχανή μάρκας Smena».
«Έτσι βρέθηκε μία τέτοιου τύπου φωτογραφική μηχανή στο σπίτι. Βέβαια οφείλω να πω ότι σε σχέση με τη φωτογραφία, είχα και άλλα ερεθίσματα. Διότι πρώτον κυκλοφορούσε μια παλιά Kodak στο σπίτι μου, από τις παλιές, τις ξύλινες. Στο Γυμνάσιο, ένας καθηγητής μας έδωσε σαν θέμα μαθήματος να βγάλουμε κάποιες φωτογραφίες, με ότι θέμα θέλουμε, να κάνουμε μία έκθεση·αυτό ήταν ένα ερέθισμα».
Μάλιστα, ένας αδελφός του παππού του, είχε στην κατοχή του μία παλιά ελβετική φωτογραφική μηχανή, με την λεγόμενη «φυσούνα». Όπως μας λέει ο Νώντας Στυλιανίδης, την δώρισε ο ίδιος σε ένα μουσείο. Οπότε με λίγα λόγια, μπορεί κανείς να πει ότι η φωτογραφία ήταν παντού γύρω του.
«Μου άρεσε η διαδικασία της αποτύπωσης και η διαδικασία της αιχμαλώτισης της στιγμής. Μετά λοιπόν πήγαινα σε έναν φωτογράφο που ήταν στην πλατεία Ιπποδρομίου, που λεγότανε Γιώργος Μουσικίδης και ήταν εξαιρετικός φωτογράφος στα ασπρόμαυρα. Έτσι λοιπόν πήγαινα εκεί πέρα και έγινα…κολαούζος».
Όπως εξηγεί, αυτός του έμαθε τα λεγόμενα «μυστικά» του σκοτεινού θαλάμου. «Έτσι λοιπόν, μπήκα στην διαδικασία του να αγαπώ την φωτογραφία».
Στη συνέχεια, μας αφηγείται το πώς ασχολήθηκε και με την κινούμενη εικόνα, συμμετέχοντας σε ένα τμήμα της σχολής Κινηματογράφου της Σχολής Σταυράκου, η οποία ήταν στην Αθήνα και είχε λειτουργήσει κάποια χρόνια και εδώ. «Εξαιτίας του ότι ένα φεγγάρι είχα συνεργαστεί με τον κύριο Νίκο Μπιλιλή ως βοηθός, τον πιο παλιό κινηματογραφιστή της Θεσσαλονίκης, το 1975, μπήκα και στο «τρυπάκι» της κινούμενης εικόνας, που μου άρεσε, και έτσι πήγα και σε μία σχολή κινηματογράφου».
Καθώς στην ουσία δεν υπήρχαν σχολές φωτογραφίας, ό,τι έμαθε, το έμαθε «μόνος του και ξενυχτώντας». Δηλαδή, παίρνοντας περιοδικά, που ήταν μόνο ξένα και χαζεύοντας το τι κάνει ο κάθε φωτογράφος. «Να δω και ‘γω πώς μπορώ να το κάνω, χαζεύοντας φακούς, μηχανές… Η ενημέρωσή μας ήταν αυτή. Δεν υπήρχε ίντερνετ. Και έτσι λοιπόν έμαθα και βέβαια μετά, λόγω της πολύχρονης εμπειρίας».
Όπως αναφέρει ο Νώντας Στυλιανίδης στην συζήτησή μας, ξεκίνησε με ασπρόμαυρες φωτογραφίες, όπως είχε μάθει· σχετικά νέος, δημιούργησε το δικό του εργαστήριο, εμφανίζοντας, όχι μόνο δικές του φωτογραφίες, αλλά και άλλων.
Μετά όμως, του άρεσε και η φωτογραφία σε στούντιο. Έτσι, άρχισε να ασχολείται με αυτόν τον τομέα. Του άρεσε, γιατί «είχε έναν τρόπο, δηλαδή το να μπορείς να στήσεις τα αντικείμενα, να τα φωτογραφήσεις, να εκφράζουν κάτι, χωρίς τις σημερινές ευκολίες της τεχνολογίας, με πανάκριβο εξοπλισμό».
Μετέφερε αργότερα τις δραστηριότητές του σε ένα γραφείο στην Τσιμισκή, βγάζοντας φωτογραφίες για διαφημίσεις, για εκδηλώσεις, αλλά όχι -ακόμα- για ρεπορτάζ.
Πώς όμως ασχολήθηκε τελικά με το φωτορεπορτάζ; «Έκανα φωτογραφίες για αθηναϊκά περιοδικά, αλλά όχι ρεπορτάζ του δρόμου. Στο φωτορεπορτάζ ενεπλάκην τυχαία, όταν κάποια στιγμή, ένας φίλος δημοσιογράφος με ρώτησε αν μπορώ να βγάλω φωτογραφίες για ένα άρθρο που θα έγραφε για τα παλιά τρένα. Αυτή ήταν και η πρώτη μου πιο χονδρική επαφή με τον χώρο Θεσσαλονικιού δημοσιογράφου, σε σχέση με ένα έντυπο. Τελικά μου άρεσε. Από εκεί και μετά πέρασαν χρόνια και κόλλησα».
«Μέσα από το φωτορεπορτάζ, γνώρισα πάρα πολλά πράγματα. Πέρα από ανθρώπους, γνώρισα καταστάσεις, γιατί εξελίσσονται τα πράγματα έτσι… Ήταν ένα τεράστιο πανεπιστήμιο».
Ακόμη λέει: «Πέρασα 40 χρόνια κάνοντας φωτορεπορτάζ και ό,τι άλλο μπορούσα. Γενικώς αυτό που μου άρεσε στη φωτογραφία, ήταν η αποτύπωση. Η φωτογραφία είναι ένα ”κλικ” δευτερολέπτου».
Όπως υποστηρίζει, αυτή είναι η διαφορά του καλού φωτογράφου και της τύχης του φωτογράφου, φέρνοντας ως παράδειγμα την αποτύπωση μίας έκφρασης ενός προσώπου. «Δηλαδή, σηκώνεις την μηχανή και κάνεις ένα κλικ. Είναι μια συγκυρία η ποιότητά σου με την τύχη σου».
Φυσικά, σε όλη του την πολυετή πορεία, αντιμετώπισε (μόνο) δυσκολίες, όπως δηλώνει και ο ίδιος. Τα πράγματα είναι ευκολότερα πλέον, λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας, αλλά και των κινητών τηλεφώνων.
«Οι φωτογράφοι τότε, τύπωναν τις φωτογραφίες με δικά τους έξοδα. Έπρεπε να προλάβουν το γεγονός, να κάνουν καλύτερες φωτογραφίες από τους άλλους και μετά να επιστρέψουν στο γραφείο τους και να εμφανίσουν και να τυπώσουν τις φωτογραφίες και στη συνέχεια οι φωτογραφίες να σταλούν στις εφημερίδες», λέει μεταξύ άλλων ο Νώντας Στυλιανίδης.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ των φωτογράφων τότε, ήταν σκληρός. Κατά την άποψή του, «Ο ανταγωνισμός αυτός δεν υπάρχει σήμερα, γιατί ο καθένας είναι υπάλληλος κάπου, ή ανήκει σε κάποιο πρακτορείο. Σήμερα ανταλλάσσουν φωτογραφίες μεταξύ τους. Σήμερα έχουν αλλάξει οι καταστάσεις, κατ’αρχάς δεν υπάρχουν εφημερίδες…Δεν τρέχει κανείς πλέον με τις φωτογραφίες στο χέρι, παρακαλώντας να επιλέξουν τις δικές τους» σημειώνει.
«Το επάγγελμα είναι σχεδόν υπό διωγμό, με την έννοια ότι πρώτον, δεν υπάρχει πελάτης. Δεύτερον, έχει γεμίσει ο τόπος από άτομα τα οποία δουλεύουν ημιεπαγγελματικά ως φωτογράφοι, χωρίς όμως να έχουν τα προβλήματα του επαγγελματία και πολλοί δουλεύουν σε Μέσα εθελοντικά, χωρίς να πληρώνονται».
«Στην Ελλάδα έχω συνεργαστεί με όλους. Δεν υπάρχει μία από τις γνωστές εφημερίδες στην Ελλάδα που να μην έχουμε δουλέψει μαζί για χρόνια. Αυτό που μου άρεσε περισσότερο εμένα, ήταν το κοινωνικό και το πολιτιστικό ρεπορτάζ. Τα υπόλοιπα ήταν μία ανάγκη να τα κάνει κάποιος, αλλά δεν μου άρεσαν».
Συνεχίζει λέγοντας: «Μου άρεσε πάρα πολύ το θέατρο. Συνεργαζόμουν 30 χρόνια με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, με την Κρατική Ορχήστρα… Δούλεψα με οποιονδήποτε πολιτιστικό φορέα υπάρχει στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης».
Στην πορεία της καριέρας του, ένας φωτογράφος απαθανατίζει με την μηχανή του λυπητερές, αλλά και χαρμόσυνες καταστάσεις. Ποια ήταν όμως μία χαρούμενη στιγμή στην καριέρα του Νώντα Στυλιανίδη; «Παλιά πηγαίναμε και φωτογραφίζαμε το πρώτο παιδί του νέου χρόνου. Μόλις γεννιόταν ένα παιδάκι την Πρωτοχρονιά, εμείς τρέχαμε σαν τον Βέγγο, για το ποιος θα έχει το παιδάκι» θυμάται.
«Αυτό με τα πρώτα παιδάκια γενικώς, ήταν κάτι που μου άρεσε και γι’αυτό πήγαινα και το ‘κανα. Μου άρεσε γιατί ήταν η αίσθηση της μάνας που έβλεπες στα μάτια της, που ήταν σαν να είχε δύο βραβεία στα χέρια της. Ένα που είχε πάρει με τη γέννηση του παιδιού της και από την άλλη ότι ήταν και το πρώτο της χρονιάς» συμπληρώνει.
Όπως εξομολογείται, τα χειρότερα περιστατικά που κλήθηκε να καλύψει φωτογραφικά, ήταν τα διάφορα τροχαία, ειδικά αν υπήρχαν παιδιά, αλλά και η εμπόλεμη κατάσταση στο Βελιγράδι της Σερβίας κατά την διάρκεια του γιουγκοσλαβικού πολέμου.
«Εκεί έβλεπες πραγματικά τρομακτικές και συγκινητικές καταστάσεις. Η βία είναι ό,τι χειρότερο», αναφερόμενος στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας. «Δυστυχώς τώρα είμαστε σε μία περίοδο που επιλύουμε πια τα προβλήματά μας με πολλή βία» προσθέτει ακόμη, φέρνοντας ως παράδειγμα την δολοφονία της 21χρονης φοιτήτριας στη Ρόδο…
Αλλάζοντας κλίμα και θέμα, μιλάμε για την Θεσσαλονίκη. Μιλάμε για το πόσο έχει αλλάξει η πόλη, ποια θέματα προκύπτουν σε αυτήν, που πρέπει να αποτυπωθούν για να μείνουν για πάντα, αλλά και για τα πρόσωπα που ήταν πρωταγωνιστές τότε, αλλά και σήμερα.
«Τα πάντα προκύπτουν στην Θεσσαλονίκη! Καταρχήν, προκύπτουν θέματα πολιτιστικά. Έχει εξαιρετικές παραστάσεις, συναυλίες. Θέματα κοινωνικά, κοσμικά, εκδηλώσεις, αλλά και πολλά ιστορικά» υποστηρίζει. «Η Θεσσαλονίκη είναι μια εξαιρετικά ιστορική πόλη, με πολλά κρυφά ίσως πράγματα που δεν τα ξέρουν πολλοί. Επίσης, έχει πολλές διαφοροποιήσεις στην κοινωνικότητά της. Μόλις πας στο Καπάνι, βλέπεις έναν άλλο κόσμο και μόλις περάσεις την Εγνατία, βλέπεις έναν άλλο».
Πόσο έχει αλλάξει όμως η Θεσσαλονίκη μέσα από τα μάτια του Νώντα Στυλιανίδη; «Η πόλη έχει αλλάξει τρομακτικά. Δεν ξέρω αν έχει αλλάξει προς το χειρότερο ή προς το καλύτερο, δεν μπορεί κανείς να ξεχωρίσει πλέον ποιο είναι το καλύτερο ή το χειρότερο…»
«Οι πόλεις είναι σαν τους οργανισμούς» συνεχίζει. «Γερνάνε, πεθαίνουν, και ξανανιώνουν, αν μπορούν».
Ποιοι ήταν τότε οι πρωταγωνιστές της πόλης, και ποιοι είναι σήμερα; «Πρωταγωνιστές της τότε πόλης, θα μπορούσαν να είναι οι πολιτικοί της, επιφανείς επιχειρηματίες και παράλληλα πρόσωπα ιστορικά, όπως ποιητές, λογοτέχνες. Η Θεσσαλονίκη έχει πολύ μεγάλη παραγωγή και λογοτεχνών, αλλά και ηθοποιών».
«Αυτοί οι κύκλοι υπήρχαν και αυτοί ενδιέφεραν. Η Θεσσαλονίκη λοιπόν ήταν μία πόλη που είχε αυτούς τους ανθρώπους. Υπήρχε και πολιτικό, και πολιτιστικό περιβάλλον. Επίσης, να μην ξεχνάμε, ότι η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη των πολιτικών δολοφονιών. Λαμπράκης, ο Πολκ, ο Τσαρουχάς…»
Υπάρχει κάτι στην πορεία της ζωής του, που ίσως να έκανε διαφορετικά; «Δεν ξέρω. Η διαδρομή της ζωής μου, μού άρεσε. Αν δεν γινόμουν φωτογράφος, μπορεί να γινόμουν αρχαιολόγος…Κάποτε ήθελα να γίνω και αρχιτέκτονας, καθώς στην εποχή μου, αυτοί ήταν ιερά τέρατα, έκαναν σχεδόν τα πάντα…Έδιναν μέχρι και…ιατρικές συμβουλές» αστειεύεται.
«Το φωτορεπορτάζ μου εξασφάλισε σχεδόν τα πάντα. Μου εξασφάλισε να «βλέπω», να μαθαίνω, να γνωρίζω νέους ανθρώπους, να κινούμαι μέσα σε ανθρώπους, να παρατηρώ το τι γίνεται, να το μεταφέρω…Να μπορώ να γράψω ένα κείμενο πάνω σε αυτό. Καμιά φορά μπορεί να μην χρειάζεται και το κείμενο, μόνο η φωτογραφία καμιά φορά, είναι ό,τι πρέπει».
Μας μίλησε ακόμη και για την αγάπη που έχει για τις βέσπες: «Η βέσπα αρχικά, μου αρέσει ως σχήμα· δηλαδή, όλα μου αρέσουν για το εικαστικό τους μέρος, πάντα. Το σχήμα της, οι καμπύλες της… Από εκεί ξεκίνησε η… προσέγγιση. Και μετά, η έννοια της μεταφοράς. Στην πόλη δεν μπορείς να μετακινηθείς εύκολα με το αυτοκίνητο. Η βέσπα είναι το μοναδικό μεταφορικό μέσο που είναι κατάλληλο για την πόλη. Είναι γερή και κουβαλάει δύο άτομα παντού».
Ποια είναι η συμβουλή τους για τους νέους φωτογράφους; «Πρώτα, να αγαπάνε αυτό που κάνουν. Αν είναι ο… έρωτάς τους, να μην τον «παντρευτούν». Γιατί είναι πολύ δύσκολο να το λειτουργήσεις αυτό το πράγμα. Ακόμη, να έχουν κατά νου δύο πράγματα: Ποιότητα και αξιοπρέπεια».
«Κανείς δεν πρόκειται να βγάλει λεφτά από την φωτογραφία, παρά μόνο αν πέσει το μάτι του σε μία πολύ σκανδαλοθηρική κατάσταση. Ή, αν είναι ένας πραγματικά πολύ καλός φωτογράφος και κάνει δικές του εκθέσεις…»
*Μπορείτε να βρείτε περισσότερα για τον φωτογράφο Νώντα Στυλιανίδη στο προφίλ του στο Facebook.