Ντίνος ο νταλκιτζής, Μέρος Α΄

Διήγημα από τη σειρά ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ντίνος-ο-νταλκιτζής-μέρος-α΄-1137203

«Μπαμπάς σ’ καλός, μάνα σ’ καλή, συ βρε, τι σιάιτανος βγήκες;», τον μάλωνε ο θείος του ο Παντελής.

Αμ’ η μάνα του; «Κακό χρόνο να ‘χεις!» τον ανέβαζε, «κακό χρόνο να ‘χεις!» τον κατέβαζε. ΄Οχι πως το εννοούσε βέβαια, ένα μοναχογιό τον είχε τον Ντίνο και κολώνα του σπιτιού της – ο άντρας της, που έλειπε στα καράβια, έκανε δεν έκανε μήνα το χρόνο κοντά τους – μα τη γάνιαζε με τα καμώματά του την κακομοίρα από την ώρα που άνοιγε τα μάτια του, μέχρι το βράδυ, όταν ψόφιος στην κούραση χανότανε στον ύπνο. Ε, τι να κάνει και κείνη, ξεστόμιζε καμιά βαριά κουβέντα.

Ο Ντίνος όμως, έξω από τα καμώματα και τις αναποδιές του, ήταν με μια λέξη αυτό που λέμε μπροστάρης. ΄Οχι στην πολιτική, όχι, ο Ντίνος δεν είχε τέτοιες καούρες. Μα μπροστάρης σ’ όσα η ζωή θέλει να μην τη μετράς και να μην την υπολογίζεις.

Το δημοτικό της Μενεμένης δεν το ‘βγαλε. Ως την τρίτη τάξη – την πήγε δυο φορές προτού τα παρατήσει – ήταν το παλικάρι του σχολείου. Μόλις σχολνούσαν, δε πα να ‘τανε καταχείμωνο, ο Ντίνος ντουγρού για τη θάλασσα.

Του κάκου πάσχιζε εκείνη η έρμη η μάνα του να τον κρατήσει μακριά της, «μην κάψει κι αυτός γυναίκα».

– ΄Ασε μας, ρε μάνα!, νευρίαζε ο Ντίνος.

– Πού θα πας πάλι; επέμενε αυτή όλο αγωνία για τον κανακάρη της.

– Να μη σε νοιάζει!

– Μα να μη ξέρω σα μάνα, πού πάει το παιδί μου;

Της πετούσε τότε ένα ξεγυρισμένο «όπου γουστάρω!», παρατούσε τη σχολική τσάντα κάτω από το κρεβάτι – έτσι χωρίς καν ν’ ανοιχτεί έκανε τα καθημερινά της υποχρεωτικά δρομολόγια για το σχολείο – και μέσα από το μονοπάτι στην από κει όχθη του Δενδροπόταμου, ξυπολυταρία χειμώνα καλοκαίρι, σε πέντε λεφτά έφτανε στα λημέρια του.

΄Οταν όλη η αρσενική τσακαλαρία της γειτονιάς του ξαμολιότανε στις αλάνες, «αναξιοποίητες» ακόμα από καταπατητές και εργολάβους της ανοικοδόμησης, για να παίξει τσιλίκα τσομάκα, μπίκο, τσέρκι, μπίλιες – όχι με τίποτα γκαζιές και γυαλιστερά τζιτζιλόνια που τα πουλούσαν με το κομμάτι αλλά με κάτι κουρσούμια από καταστραμμένα ρουλεμάν που κονομούσαν στα πεταμένα των μηχανουργείων και με τα ψεύτικα εκείνα τα χωμάτινα τα κουϊνάκια – τσαταλίνα ματαλίνα, κι όλα τέλος πάντων αυτά τα ευρηματικά και ανέξοδα παιχνίδια της φτωχολογιάς, ο Ντίνος τους παρατούσε εκεί στα καλά καθούμενα στη μέση του παιχνιδιού, «απάνω γλύκα», και τροχάδην στη θάλασσα. Ούτε οι συμμορίες που θέλανε τσακαλίκι τον κρατούσαν κι ας τον διεκδικούσαν όλοι για την ομάδα τους, να κάνει τον αρχηγό· μαέστρος ο Ντίνος στις λαβές, τα κεφαλοκλειδώματα και τα «παραδίνεσαι Καρπόζηλε;». Την κοπανούσε λες και κάτι του σβούριζε ξαφνικά στο μυαλό.

Κάποιοι συμμαθητές του τον έπαιρναν μυστικά στο κατόπι – αλίμονό τους αν τους μυριζότανε, το τι μπουνίδι τους περίμενε – και κρυμένοι πίσω από ένα ανάχωμα τον παρακολουθούσαν να ξεντύνεται, να κρύβει τα ρούχα του μέσα σε μια σκελετωμένη παλιόβαρκα και να βουτάει με το σώβρακο. Από καμιά φορά έπεφτε και τσιτσίδι άμα του χρειαζότανε το εσώρουχο στεγνό για παραπέρα περιπέτειες χωρίς ενδιάμεσο πέρασμα από το σπίτι. Από κοντά του τα πιτσιρίκια, με το βλέμμα μόνο να τον παρατηρούν πώς σκαρφαλώνει πάνω στη βουλιαγμένη καΐκα, πώς εκτελεί τα μακροβούτια του στην παγωμένη θάλασσα και δώστου να τουρτουρίζουν για λογαριασμό του.

Δάκρυζαν τα μάτια τους για να τον διακρίνουν, όπως ξανοιγόταν και πήγαινε πέρα μέσα μέχρι στη ράδα, εκεί που στήνονταν στην αναμονή τα εμπορικά και τα γκαζάδικα. Γαντζωνότανε στην αλυσίδα της άγκυρας, έπαιρνε δυο ανάσες και μετά έβαζε τις αγριοφωνάρες.

– Ρε σεις, ρε σεις!

΄Ολο και κάποιος από το κατάστρωμα τον άκουγε κι έβγαζε κεφάλι να δει «ποιός τρελλός γκαρίζει;». Σα βλέπανε τον πιτσιρικά, τα χάνανε.

– Πού βρέθηκες εσύ εδώ; Θα πουντιάσεις.

– Ρε, το Γιώργο το Βασιλειάδη, τον ξέρεις;

– Ποιόν;

– Το Γιώργο το Βασιλειάδη, λέω, τον ξέρεις;

– Ποιός είναι αυτός;

– Αϊ πηδήξου! του φώναζε κι έκανε από τα νεύρα του μια εκκίνηση επιστροφής, που θα τη ζήλευαν και οι καλύτεροι πρωταθλητές της κολύμβησης. Ε, όχι και να μη γνωρίζουν τον πατέρα του που τον ξέρανε όλες οι θάλασσες.

Να τον έβλεπες από μια μεριά πώς κολυμπούσε. Το στυλ του δηλαδή, που ούτε με κρόουλ έμοιαζε, ούτε με πεταλούδα, ούτε και με πρόσθιο, αν και από πρόσθιο, είναι η αλήθεια, κάτι θύμιζε. Δε θα μπορούσε όμως να ‘ναι κι αλλιώς, αφού τα πουλιά ήταν οι προπονητές του. Τα ‘βλεπε και προσπαθούσε να τα μιμηθεί. Οι γλάροι, οι κορμοράνοι, οι πάπιες, οι βουτηχτάδες, όλα τους και από κάτι του μάθανε του Ντίνου. Αλλά εκείνη που τον μάγεψε κυριολεκτικά, όχι μόνο για τον αβίαστο τρόπο που κολυμπούσε, ήταν μια θαλάσσια χελώνα. Γνωρίστηκε μαζί της μια χειμωνιάτικη Κυριακή, τον τράβηξε στα βαθιά και ανακάλυψε κοντά της το βυθό.

– Ερχότανε σιγά – σιγά, μου το διηγήθηκε μια μέρα, την έβγαζε μια ψιλομπουκαδούρα. Λέω, γαμώτο τι είναι, άνθρωπος είναι; Βουτάω, τη δένω μ’ ένα σχοινί.

Τώρα ποιός έδεσε ποιόν; Ο Ντίνος το ζωντανό ή εκείνο τον Ντίνο με μια μαγική θηλειά, παντοτινό σκλάβο στα θέλγητρα και τα τερτίπια του βυθού;

Αργότερα, όσα χρόνια παιδεύτηκε στη θάλασσα, άλλαξε τρεις βάρκες. Και τις τρεις «Χελώνα» τις βάφτισε. Για τη δεύτερη μάλιστα, βρήκε έναν λαϊκό καλλιτέχνη που χάραξε πίσω στον καθρέφτη τη ζωγραφιά της.

Στα δεκαπέντε του, τα Φώτα, βούτηξε πρώτη φορά για το Σταυρό. ΄Οπως πάντα δεν είπε κουβέντα στη μάνα του για το πού θα πάει και αλλάζοντας δυο αστικά βρέθηκε στο Καραμπουρνάκι. Στο τέλος οι μάγκες από την Καλαμαριά ψαχνόντουσαν «ποιός είναι αυτός ο σπόρος που μας πήρε το Σταυρό;».

Τα επόμενα Φώτα πήγε στη Αρετσού με την ίδια επιτυχία, μετά στη Μηχανιώνα και την τέταρτη χρονιά, που έμελλε να ‘ναι η τελευταία, καβάλησε το λεωφορείο του ΚΤΕΛ Χαλκιδικής και πήγε στα Μουδανιά. Τέτοιος ανάποδος ήταν ο Ντίνος, δε μπορούσε δυο φορές το ίδιο. Και η μάνα του, «αχ, ο Ντίνος μου, τι θα τον κάνω, τόσο εύκολα που τα βαριέται όλα!», κλαψούριζε συχνά.

Στα Μουδανιά, λοιπόν, θες ο κωλόκαιρος – είχε έναν διαολεμένο νοτιά και σήκωνε κάτι κύματα που μούσκεψε το ευσεβές εκκλησίασμα στην προκυμαία – θες η αγκωνιά που άρπαξε στ’ αρχίδια την ώρα που ο παπάς πετούσε το Σταυρό, θες που όλα έχουν κάποτε ένα τέλος, ο Ντίνος τα μάζεψε ντροπιασμένος – ούτε το κονιάκ που τους πρόσφερε η εκκλησία δεν κάθησε να πιεί – κι από τότε μην του πείτε για Θεοφάνεια και Σταυρούς, τη βάψατε.

Ποτέ δεν έβαλε μηχανή στη βάρκα του. Μέχρι πριν τρία χρόνια που η υγεία του δεν είχε πάρει τόσο την κάτω βόλτα και που απλά τα χέρια του δεν τον ακούγανε από τ’ αθριτικά και τους ρευματισμούς, διατηρούσε το σκαφάκι του. Κοτσάρισε μόνο ένα μικρό άλμπουρο, κρέμασε κι ένα λατίνι και ήταν φίνος. Απολάμβανε το σουσούρισμα που έκαναν τ’ απόνερα της πρύμης. «Τη μηχανή θ’ ακούμε, ρε μαλάκες, ή τη θάλασσα που γλύφει τα βαρκάκια μας;».

Ποιός τολμούσε να φέρει αντίρρηση στο Ντίνο, το πιο τζιμάνι παιδί στο λιμάνι!

– Τώρα έχω ποδάγρα και στα πόδια και στα χέρια και σ’ όλο μου το κορμί και μονάχα το μυαλό μου δεν κόλησε από δαύτην, άντε να δούμε μέχρι πότες.

΄Ετσι αποκαλούσε τ’ αθριτικά του ο Ντίνος, γιατί από ποδάγρα στα πόδια ξεκίνησαν πριν αλώσουν όλα του τα μέλη κι έτσι το ‘μαθε και πάει του ‘μεινε. Τον είχανε πια σκεβρώσει, τον κακομοίρη, και τον ανάγκαζαν πέρα από τους πόνους να σέρνει και το δεξί του πόδι σαν ξένο στο περπάτημα.

Μια ζωή, λοιπόν, εκεί στο κουπί και μονάχος του. Ε, και για να σοβαρολογούμε, έκανε ο Ντίνος για μοιρασιές και μερτικά; Εκείνα όμως τα χρόνια είχε ένα λόγο παραπάνω. ΄Οταν οι άλλοι με τις μεγάλες βάρκες τραβούσανε μέσα στην Παλιομάνα για ζαργάνα, σαρδέλα κι άμα τύχαινε έξω έξω και κανα καθαρό, ο Ντίνος με τα κουπιά, σίγουρα πράματα για να μην ακούγεται από την καταδίωξη του Λιμεναρχείου, πήγαινε στο λιμάνι.

– Τι κωλώνετε, ρε ψάρακες; ΄Αντε τραβάτε στο λιμάνι μπροστά στη μεσαριά, κορόιδα! ΄Ολο το χοντρό το ψάρι εκεί πάει και κουρνιάζει, τα ‘ψελνε στους άλλους. Τζάμπα λόγια, αυτοί μόλις ακούγανε για λιμενικό έτρεμε το φυλλοκάρδι τους.

Οσο ήταν νέος κοιμότανε στη βάρκα του που την έδενε διπλαρωμένη σε μια γέρικη μπαταρισμένη μαούνα· μια μαούνα από κείνες τις πολύ παλιές που πρόλαβαν να κουβαλήσουν άμμο, όταν φτιάχναν την πρώτη επέκταση της προκυμαίας. Ανάμεσά τους είχε κρεμάσει δυο παλιές ρόδες από φορτηγό. Να τις έχει για σκαλί όταν ανεβοκατέβαινε στο σκαφάκι του αλλά και για να του νανουρίζει τον ύπνο το χαδιάρικο τρίψιμο του ξύλου πάνω στο λάστιχο.

΄Ετσι γουστάριζε, να τη βγάζει στη βάρκα, να τον βλέπουν τα ισνάφεια του από τις παράγκες και να τους τη σπάει. Για το Ντίνο η βάρκα ήταν η μισή του η ζωή, γι’ αυτό φρόντιζε όλα της να του είναι βολικά. ΄Αμα ο καιρός μύριζε βροχή, άπλωνε ένα μεγάλο μουσαμά από πάνω και εντάξει. Για το κρύο μη με ξαναρωτάς, τα ‘παμε, ο Ντίνος δεν καταλάβαινε τίποτα. Στις πιο βαρβάτες τουρτούρες φορούσε πριν κοιμηθεί το μάλινο το σκούφο του τραβηγμένο μέχρι τ’ αυτιά, σκεπαζόταν και με τη νιτσεράδα και ήταν μια χαρά.

Και τώρα στη βάρκα θα συνέχιζε. Αλλά πώς να σαλτάρει από τη γέρικη μαούνα στο μικρό πλεούμενο, που σκαμπανεύαζε στο ελάχιστο κύμα, με τέτοιο σακατιλίκι; Βρήκε λοιπόν μια παλαιά καραβίσια καμπίνα – κουκέτα, που ακόμα βρωμοκοπούσε βαπορίλα, την κουβάλησε στα παιδικά του λημέρια και κοιμότανε εκεί. Αυτή είναι πια η παράγκα του Ντίνου.

Τ’ απογεύματα κάθεται απέξω ασάλευτος με τις ώρες. Ρεμβάζει πέρα μέσα, τη θάλασσα. Εκεί μπροστά του τι να την δει, έτσι όπως κατάντησε μαύρη και θολή, σκέτη μουντζούρα, αναγουλιαστικό μίγμα με το αργό πετρέλαιο, τις πίσσες, τα λάδια, τα γράσσα· όλο και κάτι τους ξεφεύγει τους «κερατάδες» στο ξεφόρτωμα απ’ τα γκαζάδικα. Πάνω της να επιπλέουν ή να ‘χουν σφηνώσει στη γλιτσιασμένη λάσπη, που παλαιότερα λεγότανε αμμουδιά της ακτής, σπασμένα σάπια καραβόξυλα – άγνωστο από ποιά ναυάγια τα ξεμοντάρησαν τα ρεύματα του βυθού – σχοινιά ξεφτισμένα, στουπιά, κομμάτια από συρματόσχοινα, ρυπαρές σαβούρες. Και είναι όλα αυτά πολλά, πάρα πολλά, η θάλασσα αδύνατο πια να τα χωνέψει κι αναγκάζεται να τα ξερνάει. Λίγο πιο έξω μισοσπασμένα κοτσάνια από καλαμιές, λερωμένα, πασαλειμένα με τη χολή της θάλασσας ως εκεί που τις φτάνει το κύμα.

Ξεφτιλισμένο πια κι αυτό, χωρίς κουράγια για δυναμικές επιδείξεις, σπάζει αθόρυβα στην κατραμιασμένη ακτή· τόσο αθόρυβα που μόλις ακούγεται ένα έλάχιστο πλιτς! χωρίς το πλατς! του και μοιάζει με μονότονο αναστεναγμό, κάτι σαν αχ! χωρίς το βαχ! του. Ντροπιασμένο για την κατάντια του και ξεψυχισμένο από τόσο βάρος που κουβαλάει.

Ακόμα και τις θαμπές μέρες που η άχλυ σβύνει τη γραμμή του ορίζοντα, – τότε που η θάλασσα δε λέει να τελειώσει μα αναδύεται στα ύψη κι ο ουρανός νάτος εκεί μπροστά στα πόδια του – περιμένει, δε λέει να χωθεί στο κλουβί του για ύπνο πριν περάσει η λάντζα με την αλλαγή της βάρδιας για την προβλήτα με τα καύσιμα στο Καλοχώρι. Μπας και ο καπετάνιος είναι κανένας από τους παλιούς τους δικούς του και του κορνάρει τη μπουρού από τη γέφυρα.

Από το πατρικό του σπίτι δεν κουβάλησε τίποτα. Τι να βρει να μεταφέρει δηλαδή, που μπουκάρανε κάτι κλεφτρόνια και το κάνανε θερινό. «Χαλάλι τους», μουρμούρισε, «στα χέρια τους μπορεί και να πιάσαν τόπο».

Ξεκρέμασε μονάχα μια γαμπριάτικη φωτογραφία των δικών του, που δε ζούσαν πια εδώ και χρόνια και τη βόλεψε σ’ ένα περτσίνι της καμπίνας απέναντι από το κρεβάτι του, να τους βλέπει τουλάχιστον έτσι μαζί, μια και δεν τους χάρηκε ζωντανούς. Η μάνα του συγχωρέθηκε με τον καημό να μην δει εγγόνι και για τον πατέρα του διαβάσαμε στις εφημερίδες, πως «χάθηκε με άλλους επτά δικούς μας και έντεκα αλλοδαπούς, μ’ ένα γκαζάδικο στον Ειρηνικό, στο “πέρασμα του διαβόλου” κάπου ανάμεσα σε Κίνα και Φορμόζα».

Μια Κυριακή, Μάρτη μήνα, πώς του ‘ρθε να πάει στην Παλιομάνα να ψαρέψει.

Τόσες φορές τον παρακάλεσαν «έλα μαζί μας» οι άλλοι, αυτός διάλεξε μέρα που να μην υπήρχε ψυχή ζώσα. Απ’ το πρωί είχε ένα ψιλοβοριαδάκι, αλλά εντάξει δεν ήταν και τίποτα το ιδιαίτερο ν’ ανησυχήσει ο Ντίνος.

΄Αλλωστε ο βοριάς είναι στρωτός και σίγουρος καιρός. Σαν έφτασε κι ετοίμασε τις πετονιές του με τα τεσσάρια τ’ αγγίστρια, φρεσκάρησε το βαρδαράκι λίγο παραπάνω αλλά κανένα σημάδι στον ορίζοντα, απ’ αυτά τουλάχιστον που ήξερε ο Ντίνος, δεν έδειχνε το κακό που πλησίαζε από μακριά. Να, κάπως έτσι πέφτουν έξω και οι μετεωρολόγοι στις προβλέψεις τους.

Πιάνει, λοιπόν, ένας ξαφνικός καιρός, πού σε πονάει και πού σε σφάζει.

Εκεί που λίγο έκοβε η βουή του αέρα, εκεί πάλι δυνάμωνε. Μια το γύριζε σε μαΐστρο, την ίδια στιγμή το ξανάφερνε σε σφοδρό βοριά. Δεν πρόλαβε ούτε πετονιές να μαζέψει, ούτε κουπιά να περάσει στους σκαρμούς, ούτε τίποτα. Κι έρχεται μια στιγμή που ο βαρδάρης έγινε θεριό ανήμερο. Μη ρωτάς για μπωφόρ, σκέψου μονάχα πως η θάλασσα έδωσε ένα τόσο δυνατό σκαμπίλι στ’ αριστερό μάγουλο της βάρκας, που πάρτον τον Ντίνο μεμιάς στο νερό. Τέτοια νίλα έπαθε.

Λίγο το καλό το κολύμπι του Ντίνου, λίγο που τον λυπήθηκε ο καιρός και μαλάκωσε, τα κατάφερε και βγήκε ζωντανός. ΄Οσο για τη βάρκα του, πήγε την άλλη που μπουνατσάρησε εντελώς με το καϊκάκι του καπετάν Μανώλη, βούτηξε, τη βρήκε στο βυθό – αλίμονο, δε θα την έβρισκε; – την έδεσε και την τράβηξαν επάνω. Τώρα μπετονιές, άγκυρα, σχοινιά και τα άλλα συμπράγκαλα πάνε, αυτά σκόρπισαν στον πάτο.

*Δύτης (τουρκ).

Διήγημα από τη σειρά ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, εκδόσεις Παρατηρητής.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα