Ντίνος ο νταλκιτζής, Μέρος Β΄
Διήγημα από τη σειρά ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Να την πατήσει έτσι ο Ντίνος από βαρδάρη, «δικό μας αέρα», το φυσούσε και δεν κρύωνε. Ποιος, αυτός που κατάφερνε νοτιάδες και μπουρίνια.
΄Ετσι όταν το μεσημέρι τον βρήκαν και του πρότειναν να δουλέψει δύτης στην επέκταση της προκυμαίας στο λιμάνι, είπε το μεγάλο ναι, που φουντάρησε για πάντα τη ζωή του στα άδυτα του Ποσειδώνα.
Η δουλειά του ήτανε να βολεύει τα μπλόκια στην καινούργια προβλήτα του λιμανιού. Βουτούσε με στολή κι από πάνω από το καΐκι με το μάγγανο του δίναν αέρα. Τα μπλόκια του τα κατέβαζαν με τους γερανούς. Αυτός μέσα στο νερό τα κουμαντάριζε με τα σχοινιά που κρατούσε και που κατέληγαν στην καμπίνα του χειριστή. Πάρτο λίγο δεξιά, λίγο ακόμα, ωώπ! και διάφορα τέτοια συνθηματικά. Εύκολα πράγματα και για το Ντίνο που τ’ άρπαζε αυτά αμέσως, παιχνίδι. Το δύσκολο ήταν αλλού. Να έχεις να κάνεις όλη μέρα μέσα στο νερό.
Εκείνα τα χρόνια αρκετοί νοματαίοι κάνανε τη δουλειά του δύτη στολιμάνι. Μα γρήγορα ξεπαστρέφτηκαν. ΄Αλλος έμεινε παράλυτος, άλλος κουφός.
΄Οταν τέλειωσαν με τα έργα ο Ντίνος έμεινε κει, να καθαρίζει βαπόρια μέσα στο νερό. ΄Οσο οι χαμάληδες και τα βίντσια φόρτωναν και ξεφόρτωναν και όσο οι μούτσοι του καραβιού κρεμασμένοι από σκαλωσιές στην έξω μεριά του σκάφους, άλλοι στο ματσακόνι και στο καλαφάτισμα κι άλλοι στο μερεμέτι και στο βάψιμο, μοχθούσαν να τα σουλουπώσουν, αυτός βουτούσε στα ύφαλα και τα καθάριζε από την τραγάνα. Κατέβαινε μέχρι την τρόπιδα.
Χοντρό μεροκάματο και να ‘χεις το κεφάλι σου ήσυχο. ΄Οχι σπαστικά πράματα, κάνε αυτό και κάνε κείνο.
΄Οσο για τα ψαρέματα πήγαινε στη χάση και στη φέξη στο λιμάνι, άμα λαχταρούσε κανένα καλό κομμάτι. Μα τώρα πήγαινε σαν κύριος ό,τι ώρα τον βόλευε, ακόμη και μέρα μεσημέρι. Ποιός να σταματήσει τον Ντίνο; Με όλους τους κελευστές και τους αρχικελευστές του λιμενικού ήπιε και δυο τσίπουρα, όταν τελείωνε με τα μπλόκια. Ας πούμε, πως είχε πια το ελεύθερο, το λιμάνι το θεωρούσε και λιγάκι δικό του.
Ο Ντίνος δε χόρταινε θάλασσα. Ειδικά μετά από βροχή, όταν έκοβε το βαρδαράκι και η θάλασσα γινόταν διάφανη, γυαλί. Τότε χανότανε μέσα της σε ελεύθερες καταδύσεις, στον κόσμο του, τον κόσμο της σιωπής, χωρίς στολές και άλλα, μονάχα με τη μάσκα του και τα βατραχοπέδιλα
Εξερευνούσε το βυθό σπιθαμή προς σπιθαμή. ΄Ητανε φορές που χωρίς να το καταλάβει έφτανε μέχρι την ξέρα στο Καραμπουρνάκι, εκεί μπροστά στην “Καλαμίτσα”, το “Καλαμάκι” και την “Παπαρούνα”. Γεμάτος ο τόπος φούσκες από την έξω μεριά. Λες και πήγε ο Ποσειδώνας και τις έσπειρε.
΄Εψαχνε μέσα στις πυκνές χρυσοπράσινες φυκαδούρες που λικνίζονταν ανάλαφρα ακόμα και σε υποψία ρευμάτων του βυθού – αυτά εννοεί ο Ντίνος, όταν μιλάει για τ’ αθόρυβα ποτάμια που σέρνονται στον πάτο της θάλασσας – στις ανώμαλες τραγάνες, στις ξέρες με τους γοβιούς, τους χοντρούς τους σπάρους και τους χάνους, στις πέτρες και τις πλάκες με τις λίγδες, τις πέρκες και τα μελανούρια, στους μουρμουρότοπους με τις αμμούδες.
΄Ολες οι πεινασμένες φυλές που τα ‘χαν βάλει σκοπό να διαγουμίσουν την όμορφη πόλη, άσχετο αν τα κατάφεραν ή όχι, όλο και κάτι μας άφησαν στον βυθό του Θερμαϊκού για να τους θυμόμαστε. Σάπια ναυάγια από μεγάλες βενετσιάνικες γαλέρες και ξιπασμένες γενοβέζικες καραβέλες μέχρι μικρά κι ευκίνητα σλάβικα μονόξυλα, άδεια αγαρινά σεντούκια που κάποτε ήταν τιγκαρισμένα με θησαυρούς, σπασμένα περσικά πιθάρια για κρασί, σκουριασμένα κουρσάρικα γιαταγάνια με φιλντισένιες λαβές, διαλυμένες πολιορκητικές μηχανές που – τύχη αγαθή! – ποτέ δεν κατάφεραν να σκαρφαλώσουν τα τείχη της πόλης, στάμνες και κανάτια από βουλιαγμένα φορτία, πηχτά κατακάθια από ρύπους τόσων αιώνων.
Ανάμεσα σ’ όλα αυτά χιλιάδες σκόρπια κόκκαλα. Αμοιρολόγητα κουφάρια σκελετών από πιστούς και άπιστους. «Σε ποιά γωνιά της γης», αναρωτιότανε ο Ντίνος καθώς τα ψαχούλευε, «άραγες να κλάψανε μάνες για το χαμό τους; Και μήπως το ‘μαθαν που χάθηκαν ή ακόμα τους περιμένουνε να γυρίσουν;». Κόκκαλα πετρωμένα, που πριν τα προλάβει η αποσύνθεση, σαβανώθηκαν στοργικά από τη θάλασσα.
Ο Ντίνος μερικές φορές φιλοσοφούσε.
«Μεγάλη πόλη η Σαλονίκη, τέσσερα οστεοφυλάκια έχει. ΄Ενα στη Βαγγελίστρα, ένα στα καινούργια νεκροταφεία κι ένα στην Αγία Παρασκευή.
Μα το πιο μεγάλο είναι στον πάτο του Θερμαϊκού! Θα καλέσω καμιά φορά τον μητροπολίτη μας στη βάρκα, χα! να τους κάνει κανα τρισάγιο», έλεγε κι έσκαγε στα γέλια.
Κόκκαλα απ’ όλους αυτούς τους θρασύτατους πολιορκητές, που ξεχνούσαν, όταν κατάστρωναν τ’ αρπαχτικά τους σχέδια, πως αυτήν την πόλη την προστατεύει ΄Αγιος και μάλιστα Μυροβλήτης. Στα κρανία Δραγουβιτών και στις λεκάνες Σαγουδάτων φωλιάζουν κουτσουμούρες και νταούκια και τις έχουνε μόνιμο στέκι τα κυδώνια, οι αχιβάδες και τα χάβαρα. Πάνω σε Βελεγεζίτικες κνήμες βεντούζιασαν τα κελύφη τους οι πεταλίδες. Ωλένες Βαγιουνίτικες κατάντησαν μέσα παραλλαγής για τα χταπόδια σαν στήνουνε καρτέρι στην λεία τους. Των Βερζιτών οι ραχοκοκκαλιές τσουλήθρες και τόπος αναψυχής για τα παιχνίδια των γύλων με τις κατσιμίθρες. Πλευρά ευρύστερνων Αβάρων κατάληξαν ερωτικά σκαλοπάτια στις τρέλλες του κυρ κάβουρα με τις καβουρίνες. Σπόνδυλοι, φάλαγγες, κούτελα, όλα βρήκαν τη θέση τους στο βυθό.
Ανάμεσα σ’ αυτά τα ναυάγια όλο και από καμιά κοκέτα τσιπούρα συνάμενη κουνάμενη κάνει σεργιάνι. ΄Οσο για τις χελώνες, αυτές πού τις έχανες πού τις έβρισκες κουρνιάζουν σκαρφαλωμένες πάνω σε κάτι πολιορκητικές συνονόματές τους.
΄Ολα αυτά, λοιπόν, που έβρισκε στο βυθό ο Ντίνος τα περιεργαζότανε κομμάτι κομμάτι και ύστερα με την επιμέλεια του αρχαιολόγου τα ξανατοποθετούσε ακριβώς στη θέση τους. Αν έβρισκε κάτι που του γέμιζε ιδιαίτερα το μάτι, έβγαινε κατ’ ευθείαν επάνω να βάλει σημάδια τους δρόμους της πόλης. Το μεγάλο μπαούλο στο ύψος της Κομνηνών, η κασελίτσα αυτή για κοσμήματα – μάλλον κάποιας νορμανδής αρχόντισσας – στην Καρόλου Ντηλ απ’ τη μεριά της ταβέρνας του «Στρατή», η μυστήρια κεφάλα αυτουνού του ΄Αβαρου στην πλατεία Αριστοτέλους καρφί στο κέντρο και το μεγάλο πιθάρι με τα σπασμένα χερούλια δυο σπίτια πριν φτάσουμε στην Αγίας Σοφίας.
Κάπως έτσι έγινε η αμφίβολης ακρίβειας χαρτογράφηση του βυθού από το Ντίνο. Κι εδώ που τα λέμε. αν δε γινότανε αυτός που έγινε κι έστρωνε τον κώλο του λίγο παραπάνω στο διάβασμα, σήμερα θα μπορούσε να ήταν ένας πετυχημένος αρχαιολόγος, διευθυντής σε κάποια εφορία ενάλιων αρχαιοτήτων, και μάλιστα από τους πιο συστηματικούς ερευνητές· ακόμα και διάσημος και διεθνής προσωπικότητα ίσως, ένας άλλος Κουστώ δηλαδή για τον Θερμαϊκό.
– ΄Αλλη μια Σαλονίκη υπάρχει εκεί κάτω, κατάλαβες; Η θάλασσά μας ξέρει να τη φυλάει καλά στα σπλάχνα της, μου έλεγε τις προάλλες που τον βρήκα, πενηνταπεντάρη πια, τσακισμένο, να σεριανάει στο λιμάνι, να σέρνεται θα ‘λεγα πιο σωστά, ανάμεσα στα βίντσια και στους γερανούς.
Αυτή είναι η ρουφιάνα η υγρασία. Το ανθρώπινο κορμί το σκεβρώνει, το ξεραίνει, το παραλύει. Το Ντίνο όμως τον αποτέλειωσε εκείνη η απαγόρευση του γιατρού για καταδύσεις. Από τότε τον πήρε για τα καλά ο κατήφορος.
Παροπλίστηκε. Κάθε μέρα βαραίνει διπλά και τριπλά το κουρασμένο κορμί του· μολύβι ασήκωτο, δεν κουβαλιέται. Σαν το πουλί στο κλουβί του, μόνο πηδάει χωρίς να μπορεί να πετάξει και τα φτερά του από την αχρησία έπαθαν μόνιμη αγκύλωση.
Του απόμεινε να βολοδέρνει μέσα στο λιμάνι και να σκορπάει ευχές και κατάρες.
΄Οπως βαδίζαμε στην ομίχλη του κυριακάτικου πρωϊνού σταμάτησε και μου ‘δειξε τα βίντσια και τις ντάνες με τα κοντέινερς.
– Μ’ αυτό το πούσι θαρρείς και ομορφαίνουνε τα ρημάδια. Πάνε τόσα χρόνια που τα στήσανε και με λιακάδα δε μου κολλάει να τα κοιτάζω. Δε μπορώ να τα συνηθίσω, αγριεύομαι.
Είχε δίκιο. Η πυκνή ομίχλη αγκάλιαζε τους γερανούς και μ’ ένα θαμπό αραχνοΰφαντο τουλπάνι. Λες και περάσανε από χέρια έμπειρου φωτογράφου, που ρετουσάρησε καλλιτεχνικά όλες τους τις ασκήμιες.
– Σαν την θάλασσα έχει, μωρέ; δεν έχει. Και τα ποτάμια σάμπως τι νομίζεις πως είναι, ε; Τα δάκρυα όσων μαραζώνουνε μακριά της. Ε, μια κι η θάλασσα της Σαλονίκης είναι η πιο κούκλα, κλαίνε για την πάρτη της οι πάντες. Ακόμα κι αυτοί που ζούνε δίπλα της! Γι’ αυτό έχει πέντε ποτάμια, κατάλαβες;
Και σηκώνοντας τον τόνο της φωνής του,
– Ξέρεις, ρε συ, άλλη θάλασσα που να ‘χει πέντε ποτάμια δικά της, κατάδικά της;
΄Ενα μοτοράκι πέρασε δίπλα μας και η προπέλα του ανακάτωσε μια μεγάλη κηλίδα λαδιάς. Ο Ντίνος του ‘ριξε ένα βλέμμα σκέτο δηλητήριο και σούφρωσε με μανία τα χείλη του. Λίγο παραπάνω να κρατούσε το πουρ πουρ πουρ πουρ της μηχανής του, ήταν ικανός να με παρατήσει σύξυλο και να εξαφανιστεί. Δεν τον μπορεί τον θόρυβο της μηχανής, δεν τον μπορεί.
Του πρόσφερα τσιγάρο. Σκούπισε το δεξί του χέρι στο πίσω του παντελονιού του, συνήθεια από τότες που ήταν μόνιμα ψαρωμένο, και πήρε ένα. ΄Εβαλε το τσιγάρο άναφτο στο στόμα και τον συνέλαβα να το δαγκώνει νευριασμένα.
– Δεν τις γουστάρω τις μπόσικες κουβέντες! Κι άμα τους ακούω τους πολιτικούς να λένε τρίχες, πως πρέπει να τη μπαζώσουμε τη θάλασσα για να μεγαλώσει η πόλη κι άλλα τέτοια κουραφέξαλα, νιώθω τα μηνίγγια μου να σπαρταράνε σαν ψάρι, την κάνω λώλα.
Και ύστερα με πιο συγχισμένη φωνή,
– Καμιά μέρα θα αρπάξω ανάποδες, θα πάω να τους βρω και θα καθαρίσω μερικούς απ’ αυτούς τους σκερβελέδες!
Ας το ξέρουνε αυτό καλού κακού οι θεωρητικοί της επέκτασης της παραλίας, μην κάνουν καμιά κουτσουκέλα, γιατί ο Ντίνος τους την έχει στημένη και θα τους «αλλάξει τα πετρέλαια».
*Δύτης (τουρκ).
Διήγημα από τη σειρά ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, εκδόσεις Παρατηρητής.