Ο χάρτης της πόλης: Αγιορείτικη εστία
Εικόνες: Αρχείο Αγιορείτικης Εστίας Πηγές: Αρχείο Αγιορείτικης Εστίας, Νεώτερα Μνημεία Θεσσαλονίκης (1984) Το κτίριο στο νούμερο 109 κατασκευάστηκε το 1909 από την οικογένεια Ι. Νεδέλκου και μαζί με το Γυμνάσιο απέναντι, στο νούμερο 132 αποτελούν τα τελευταία δείγµατα κτισµάτων του περασµένου και των αρχών του αιώνα που διασώζονται µέχρι σήµερα στην περιοχή της Καμάρας. Όπως […]
Εικόνες: Αρχείο Αγιορείτικης Εστίας Πηγές: Αρχείο Αγιορείτικης Εστίας, Νεώτερα Μνημεία Θεσσαλονίκης (1984)
Το κτίριο στο νούμερο 109 κατασκευάστηκε το 1909 από την οικογένεια Ι. Νεδέλκου και μαζί με το Γυμνάσιο απέναντι, στο νούμερο 132 αποτελούν τα τελευταία δείγµατα κτισµάτων του περασµένου και των αρχών του αιώνα που διασώζονται µέχρι σήµερα στην περιοχή της Καμάρας.
Όπως προκύπτει από τον τίτλο ιδιοκτησίας, η Αναστασία Νεδέλκου-Σερέφα αγόρασε το 1907 το αντίστοιχο οικόπεδο, στην τότε ονομαζόμενη περιοχή Ισχακέ Καμάρα, στην Ελληνική συνοικία της Παναγούδας και επί της οδού Εγνατίας (στον αριθμό 338 σύμφωνα με την αρίθμηση της εποχής), όπου έχτισε διώροφο κτίσµα µε µαγαζιά στο ισόγειο και κατοικία στον όροφο.
Ανέγερση του κτιρίου το 1909
Ο σχεδιασμός του κτιρίου ανατίθεται στον γνωστό αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Παιονίδη (Παπάφειο, η Βίλα Μορδώχ, Σχολή Τυφλών, πρώην Ιταλικό Προξενείο) Η σύζευξη νεοκλασικισμού και οθωμανικού μπαρόκ με έντονες επιρροές από την Art Nouveau, αλλά και εκλεκτικιστικές τάσεις στις μορφές και στα διακοσμητικά μοτίβα της πρόσοψης, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής της οικίας Νεδέλκου.
Στην πρόσοψη του κτιρίου, κατά την περίοδο χρήσης του, λειτουργούσαν τρία καταστήματα: καρβουνιάρικο, φαρμακείο και επιπλοποιείο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόσοψη του κτιρίου µε την έντονη διακοσµητική διάθεση και τις ανάγλυφες παραστάσεις, στοιχεία χαρακτηριστικά των πρώτων δεκαετιών του αιώνα, περίοδο κατά την οποία κατασκευάστηκαν στη Θεσσαλονίκη πολλά κτίσµατα µε παρόµοια διακόσµηση. Μάστοροι από ειδικές συντεχνίες (κοσµηµατογράφοι) δούλευαν στο σοβά τις ανάγλυφες παραστάσεις, τέχνη που έχει εκλείψει από χρόνια. Στην πρόσοψη κυριαρχεί επίσης η προεξοχή προς τον δρόµο του κεντρικού δωµατίου του ορόφου, η οποία καταλήγει σε µπαρόκ καµπυλόµορφο αέτωµα. Ανθέµια, ρόδακες, φυτικά θέµατα, άγγελοι και κεφαλές από κόρες προσδίδουν στο έργο στοιχεία ροµαντισµού, που συνδυάζονται µε τα θέµατα και την µορφή των σιδερένιων στοιχείων (εξώστες, αυλόθυρα), τα οποία είναι επηρεασµένα από την Art Nouveau. Δυο είσοδοι πλαισιώνουν τα τρία µεγάλα ανοίγµατα των καταστηµάτων και οδηγούν η µεν δυτική στους πίσω χώρους των καταστηµάτων, η δε ανατολική σε εσωτερική αυλή. Από την αυλή -η οποία ήταν γεµάτη µε δένδρα- γινόταν η είσοδος στην κατοικία µε δυο εσωτερικά κλιµακοστάσια, καθώς και η επικοινωνία µε τα καταστήµατα. Στο κτίσµα συνυπάρχουν στοιχεία από το µπαρόκ, τον νεοκλασσικισµό και την ώριµη αναγέννηση.
Στο ΒΔ άκρο της οικίας και σε επαφή με αυτή ανεγέρθηκε το 1930 η Κλινική του Ιωάννη Νεδέλκου. Ο Ιωάννης Νεδέλκος, ο πατέρας του Κωνσταντίνου Νεδέλκου, γεννήθηκε στην Έδεσσα το 1867 και σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στη Θεσσαλονίκη εγκαταστάθηκε το 1898, αφού πρώτα παρακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι και τη Βιέννη.
Κωνσταντίνος Νεδέλκος
Οι υπόλοιποι χώροι του ισογείου που ανεγέρθηκαν χρησιμοποιούνταν ως γραφείο, ιατρείο, χειρουργείο και βοηθητικοί χώροι από τον Ιωάννη Νεδέλκο και αργότερα από το γιο του Κωνσταντίνο. Ο Κωνσταντίνος Νεδέλκος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1904. Αποφοίτησε από το Β’ Γυμνάσιο Αρρένων το 1921 και την ίδια χρονιά έγινε δεκτός στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βιέννης, όπου το 1927 ανακηρύχθηκε διδάκτορας. Το 1931 επιστρέφει στην Ελλάδα και ασκεί τη χειρουργική στην κλινική του πατέρα του, αναλαμβάνοντας περίπλοκα και λεπτά χειρουργεία. Εν τω μεταξύ εμπλουτίζει την εμπειρία του υπηρετώντας τη δημόσια υγεία από τις θέσεις του επιμελητή και του διευθυντή στα χειρουργικά τμήματα του Δημοτικού Νοσοκομείου και της Προπαιδευτικής Πανεπιστημιακής Κλινικής. Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο βρίσκεται στα χειρουργεία του Αλβανικού μετώπου ως υπίατρος χειρουργός. Στα χρόνια της κατοχής, παρά τον κίνδυνο, η κλινική νοσηλεύει τραυματισμένους αντάρτες, ενώ αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη φήμη εξαιτίας των ικανοτήτων του γιατρού, αλλά και της ανιδιοτελούς προσφοράς των υπηρεσιών του σε απόρους ασθενείς. Παράλληλα ο Κων/νος Νεδέλκος ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα. Το 1954 εξελέγη υφηγητής στην έδρα της Χειρουργικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ από το 1955 έως το 1962 δίδασκε προαιρετικά μαθήματα χειρουργικής. Το 1968, οπότε και συνταξιοδοτείται ο Κωνσταντίνος Νεδέλκος, η Κλινική Νεδέλκου διακόπτει τη λειτουργία της. Το 1980 με ιδιόγραφη διαθήκη παραχωρεί στο Δήμο Θεσσαλονίκης το ακίνητο της Εγνατίας, υπό τον όρο να χρησιμοποιηθεί ως Μουσείο.
Το κτίριο Νεδέλκου στην δεκαετία του 80 πριν τις εργασίες αποκατάστασης
Για το κτίσµα συντάχθηκε το 1978 «πρωτόκολλο επικινδύνως ετοιµορρόπων οικοδοµών» (889/78), το οποίο ζητούσε την κατεδάφιση του ορόφου. Η επικείμενη κατεδάφισή του κτιρίου έφερε στο προσκήνιο την εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδιασμού του HEBRARD. Το 1980, δυο χρόνια μετά το σεισμό και με αφορμή το χαρακτηρισμό του κτιρίου ως κατεδαφιστέου κινείται η διαδικασία αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και εφαρμογής του ρυμοτομικού σχεδίου δια µέσου του οικοπέδου του κτίσµατος, με διάνοιξη της παρακείμενης οδού Πατριάρχου Ιωακείμ. Για τον σκοπό αυτό ξεκίνησε η διαδικασία αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, εκκενώθηκε το κτίσµα και άρχισε η κατεδάφισή του µε την αποξήλωση τµήµατος της στέγης (1980), στα πλαίσια εφαρµογής και του αντίστοιχου πρωτοκόλλου.
Τον Απρίλιο του 1980, το Υπουργείο Πολιτισμού – Διεύθυνση Λαϊκού Πολιτισμού Τμήμα Νεοτέρων Μνημείων με «ΕΠΕΙΓΟΝ» έγγραφό του προς το Υπουργείο Βορείου Ελλάδος – Δήμο Θεσσαλονίκης – Νομαρχία Θεσσαλονίκης – 4η Εφορεία Νεοτέρων Μνημείων γνωρίζει την απόφασή του να κηρύξει το κτίριο «έργο τέχνης» και απαγορεύει «οποιαδήποτε παρέμβαση στο κτίριο». Αλλά η έναρξη των εργασιών είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή και τις λεηλασίες σημαντικών στοιχείων του κτιρίου, όπως κουφώματα, κιγκλιδώματα, οροφές κλπ.
Στις 22 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου, ο Κωνσταντίνος Νεδέλκος επιδιώκοντας να διασώσει το κτίριο, συντάσσει ιδιόγραφη Διαθήκη με την οποία κληροδοτεί το κτίριο στο Δήμο Θεσσαλονίκης με τον όρο «να το κάνει Μουσείο».
Τον Ιανουάριο του 1981, το Υπουργείο Πολιτισμού χαρακτηρίζει το κτίριο διατηρητέο ως «έργο τέχνης».Το Δημοτικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης αντιδρά, και συγκροτεί ειδική επιτροπή πραγματογνωμοσύνης και με βάση την εισήγηση της οποίας το Δημοτικό Συμβούλιο αποφασίζει να ζητήσει τον αποχαρακτηρισμό του κτιρίου ως «έργου τέχνης».
Η διελκυνστίδα μεταξύ Δήμου και 4ης Εφορείας Νεοτέρων Μνημείων που ακολουθεί, διατηρείται μέχρι το 1984, όταν το ΥΠΠΟ αλλάζει την απόφασή του και αποχαρακτηρίζει το κτίριο.
Το Νοέμβριο του 1983 η πιεστική προσπάθεια του Δήμου Θεσσαλονίκης φαίνεται να δικαιώνεται αλλά τότε με μια σωτήρια απόφαση το Υπουργείο Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος με το υπ’ αρ. 374/28.11.83 Προεδρικό Διάταγμα χαρακτηρίζει ως διατηρητέα μια ομάδα 218 κτιρίων στο παλιό κέντρο της Θεσσαλονίκης, στα οποία περιλαμβάνεται και το κτίριο Νεδέλκου και συνεπώς μια νέα ασπίδα προστασίας ορθώνεται.
Ο Δήμος Θεσσαλονίκης συνεχίζει τις προσπάθειες αποχαρακτηρισμού και μετά την απόφαση του Υπ. Χ.Ο.Π. της οποίας ζητά επίσης την ανάκληση, μέχρι το 1984, οπότε με παρέμβαση του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Θεσσαλονίκης που ζητά τη διατήρηση του κτιρίου «γιατί αυτό παρουσιάζει αξιόλογα μορφολογικά στοιχεία και λόγω της θέσης του στο κέντρο της Θεσσαλονίκης θα είναι χρήσιμη η στέγαση σε αυτό κάποιας πολιτιστικής δραστηριότητας του Δήμου, σε συνδυασμό με το γεγονός, ότι ο δρόμος για τη διάνοιξη, χάρις του οποίου θα κατεδαφιστεί, είναι κυκλοφοριακά άχρηστως»
Το Δημοτικό Συμβούλιο αποφασίζει την ανατροπή της πολιτικής του και κηρύσσεται υπέρ της διατήρησης και αποκατάστασης του κτιρίου Νεδέλκου. Ο Δήμος Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο της νέας πολιτικής του για το κτίριο κινεί της διαδικασίας κήρυξης ως κυρίας της Διαθήκης και αποδοχής της κληρονομιάς, τον Δεκέμβριο του 1988 (ο Κωνσταντίνος Νεδέλκος είχε αποβιώσει το 1987).
Η απειλή της κατεδάφισης παύει, αλλά το κτίριο, που δέχθηκε ήδη τις καταστρεπτικές συνέπειες της έναρξης κατεδάφισης και της λεηλασίας που ακολούθησε, συνεχίζει να δέχεται τις συνέπειες της εγκατάλειψης και της φθοράς του χρόνου. Την περίοδο, λοιπόν, από το 1978 έως το 1994, με τον χαρακτηρισμό του κτιρίου ως «κόκκινου» μετά το σεισμό του 1978 και την εγκατάλειψή του από την οικογένεια Νεδέλκου, τις απόπειρες απαλλοτρίωσης και κατεδάφισης οδηγήθηκε στη σταδιακή παρακμή και διάλυσή του. Το κτίριο, όμως, αποδεικνύεται ιδιαίτερα γερή κατασκευή στην οποία δεν διαπιστώνεται καµµία αποσάθρωση της µάζας ή απόκλιση από την κατακόρυφο και ούτε διαµπερείς ρωγµές στις τοιχοποιίες, στοιχεία απαραίτητα για τη σύνταξη του πρωτοκόλλου που εκδόθηκε το ’78. Πυκνή σειρά από σιδερένια δοκάρια (µπουντρέλια) συνθέτουν τον σκελετό των δαπέδων και της οροφής του κτιρίου. Οι πλάκες που συµπληρώνουν τα κενά τους είναι διάτρητοι οπτόπλινθοι. Οι τοιχοποιίες έχουν πάχος 40 εκ. και λειτουργούν ως φέροντα στοιχεία.
Στις 5 Μαΐου του 1994 τροποποιείται από το Δήμο Θεσσαλονίκης το ρυμοτομικό σχέδιο στην περιοχή του κτιρίου Νεδέλκου, το οποίο χαρακτηρίζεται τώρα ως «χώρος Δημοτικού Μουσείου Ιστορίας της Πόλης» και τον Ιανουάριο του 1996 γίνεται νέα τροποποίηση του Ρυμοτομικού Σχεδίου που περιλαμβάνει κατάργηση της οδού Πατριάρχου Ιωακείμ από την οδό Εγνατία έως την οδό Λεωνίδα Ιασωνίδου και δημιουργία πεζόδρομου.
Το 1995 γίνεται ανάθεση μελέτης αποκατάστασης και επανάχρησης του διατηρητέου κτιρίου από το Δήμο Θεσσαλονίκης με χρηματοδότηση της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας», και τότε γίνονται και τα πρώτα έργα στατικής επάρκειας, στήριξης του κτιρίου και αποκατάστασης της πρόσοψής του κ.λ.π. Το 2006 μετά από μια νέα Μουσειολογική – Μουσειογραφική Μελέτη οι εργασίες ολοκληρώνονται στο κτίριο μαζί με την διαμόρφωση των χώρων, ώστε να φιλοξενηθούν η Έκθεση των Κειμηλίων του Πρωτάτου και οι λοιπές μελλοντικές δραστηριότητες της Αγιορειτικής Εστίας, στην οποία παρεχωρήθη από το Δήμο Θεσσαλονίκης.