Ο Χάρτης της πόλης: Πωλείται όπως είναι επιπλωμένο

Λέξεις-εικόνες: Κύα Τζήμου Οι πρώτες μαρτυρίες κατοίκησης στην Άνω Πόλη ανάγονται κυρίως στον 4ο και 5ο αιώνα, όταν άρχισε να κατοικείται από χριστιανούς. Μετά την κατάκτηση της πόλης από τους Τούρκους (1430) ο πληθυσμός της μειώνεται σημαντικά, ενώ από τον 16ο αιώνα και μετά διαμορφώθηκε σε τουρκική συνοικία και κυρίως περιοχή κατοικίας. Τα κτίσματα, που […]

Κύα Τζήμου
ο-χάρτης-της-πόλης-πωλείται-όπως-είναι-22906
Κύα Τζήμου
theofiloy_2.jpg

Λέξεις-εικόνες: Κύα Τζήμου

Οι πρώτες μαρτυρίες κατοίκησης στην Άνω Πόλη ανάγονται κυρίως στον 4ο και 5ο αιώνα, όταν άρχισε να κατοικείται από χριστιανούς. Μετά την κατάκτηση της πόλης από τους Τούρκους (1430) ο πληθυσμός της μειώνεται σημαντικά, ενώ από τον 16ο αιώνα και μετά διαμορφώθηκε σε τουρκική συνοικία και κυρίως περιοχή κατοικίας. Τα κτίσματα, που κατασκευάστηκαν εδώ έχουν τα χαρακτηριστικά της βαλκανικής αρχιτεκτονικής, ενώ οι επί μέρους αρχιτεκτονικές διαφοροποιήσεις οφείλονται σε οικονομικές και κοινωνικές παραμέτρους. Η μεγάλη πυρκαγιά του 1917 δεν επηρέασε τη δόμηση της περιοχής, αφού η φωτιά ξεκινώντας από την οδό Ολυμπιάδος προχώρησε προς την κάτω πόλη. Το οικιστικό πρόβλημα γεννήθηκε μεταπολεμικά, με το σύστημα ανοικοδόμησης νέων κατοικιών με αντιπαροχή.

Η οδός Θεοφίλου αποτελούσε το νότιο όριο της τουρκικής συνοικίας Suluca, που έφτανε μέχρι τα τείχη, προς τα βόρεια. Η περιοχή είχε άφθονα νερά και πολλές δημόσιες βρύσες. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970, η οδός διέσωζε σχεδόν όλα τα παλιά κτίρια, παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Δυστυχώς σήμερα ένα μεγάλο μέρος έχει ήδη κατεδαφιστεί και αντικατασταθεί από νεότερα κτίσματα. Τα πολύ νεότερα (της τελευταίας δεκαετίας) ακολουθούν την αρχιτεκτονική της περιοχής που πλέον χαρακτηρίζεται στο σύνολό της διατηρητέα, αλλά αυτά που κτίστηκαν στη δεκαετία του 80, δυστυχώς, δεν έχουν καμιά σχέση με το αρχιτεκτονικό προφίλ της περιοχής.

Tο κτίσµα επί της οδού Θεοφίλου 13 έχει κτιστεί γύρω στο 1850, ως μουσουλμανική κατοικία. Είναι ένα τριώροφο κτίριο µε ηµιυπόγειο, ανώγειο και όροφο, µε τετράρριχτη κεραµοσκεπή στέγη. Έχει συνολικό εµβαδόν 517 τ.µ. και το εµβαδόν του οικοπέδου είναι 493 τ.µ. Στο κέντρο τοποθετείται ο κοινόχρηστος χώρος της σάλας και στις δύο πλευρές τα δωµάτια. Τα δύο γωνιακά δωµάτια του ορόφου προβάλλουν από το ορθογώνιο της κάτοψης και δηµιουργούν σαχνισιά που καταλήγουν σε δύο τριγωνικά αετώµατα, από τα οποία σώζόταν µόvο το αvατολικό πριν ξεκινήσει η αποκατάσταση του από τον Οργανισμό Πολιτιστικής Πρωτεύουσας.

Η εικόνα είναι του 1984, πριν την εξαγορά του και την αποκατάστασή του το 1997. Διακρίνεται ο τοίχος διαίρεσης του οικοπέδου και του κτιρίου, καθώς και οι αλλοιώσεις στη δυτική πτέρυγα.

Η µορφή του κτίσµατος, τότε, εμφανιζόταν αλλοιωμένη, γεγονός που οφείλεται στο διαχωρισµό του σε δυο κατοικίες από το 1929. Το κτίσμα και το οικόπεδό του είχε διαιρεθεί σε δυο κομμάτια με την ανέγερση τοιχίου. Τα δυτικό και κεντρικό κλείτος αποτελούσε την μια οικία και το ανατολικό, το οποίο διατηρούσε την αρχική αυθεντική μορφή, αποτελούσε την άλλη.Οι ιδιοκτήτες Αρχ. Και Απ. Αποστολίδης και Βασ. Βουλγαράκης δεν ενδιαφέρονταν για επισκευές ή δεν τους επέτρεπαν τα οικονομικά τους και είχαν επέμβει στη μορφολογία, ενώ το κτίριο είχε υποστεί αρκετές ζημιές στο σεισμό του 78 (ρηγματώσεις στον δυτικό τοίχο, τοπικές κοιλότητες στις ξύλινες οροφές).

Το κτίριο χαρακτηρίστηκε ως διατηρητέο με απόφαση του 1979. Στη σύνθεση κυριαρχούν στοιχεία της νεοκλασικής και εκλεκτικιστικής αρχιτεκτοvικής ενταγµέvα σε ένα πνεύµα ροµαντισµού, που εκφράζεται με τα διακοσμητικά στοιχεία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η χρήση της καµπύλης και η µορφολογία των οροφών, τωv κουφωµάτωv και των κορνιζωµάτων. Από τα πιο αξιόλογα στοιχεία των όψεωv είναι τα ξύλιvα φορούσια, τα φατνώµατα στα δύο σαχνισιά, οι κορνίζες στις κάθετες γωνίες, οι επάλληλες κορνίζες στο αέτωµα και το γείσωµα της στέγης.

Στην αυλή του διασώζεται συντριβάvι καθώς και ένα πηγάδι.

Το κτίσµα εξαγοράστηκε από τον ΟΠΠΕ και µε υπουργική απόφαση παραχωρήθηκε στο Λογοτεχνικό Αρχείο Θεσσαλοvίκης (ΛΑΘ) και το τµήµα Θεσσαλονίκης του Ελληvικού Λογοτεχvικού και /στορικού Αρχείου (Ε ΛΙΑ). Προσθήκες και µετοτροπές που δεν αποτελούσαν σηµαντικό τµήµα στην ιστορική διαδροµή του κτιρίου αφαιρέθηκαν μετά τη μελέτη και αποκατάστασή του. Τα επιµέρους αρχιτεκτονικά στοιχεία που ανακατασκευάστηκαv δε διαταράσσουν τη µορφολογική ενότητα και την ταυτότητα του κτιρίου, ενώ οι σωστικές επεµβάσεις που αφορούν στη στατική επάρκεια του κτιρίου είvαι αναγvωρίσιµες και υποδηλώνουv τρόπους και υλικά που δεν αντιστρατεύοvται την κατασκευαστική λογική του κτιρίου.Τυχερό στάθηκε, τότε, και το κτίριο στον αριθμό 25, που εξαγοράστηκε και αποκαταστάθηκε πλήρως για να στεγάσει την Αντιδημαρχία Πολιτισμού. Δεν είχε την ίδια τύχη το πανέμορφο κτίριο στον αριθμό 18, που κατέρρευσε και κατεδαφίστηκε προσφάτως αφού δεν υπήρχαν χρήματα για την αποκατάστασή του παρά τις μελέτες που είχαν ήδη εκπονηθεί από την δεκαετία του ’80.

Μετά την αποχώρηση του ΕΛΙΑ* στο κτίριο συνέχισε να στεγάζεται ο Σύνδεσμος Εκδοτών Βορείου Ελλάδος και η  Εταιρεία Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων. Το καλοκαίρι του 2012, η Κτηματική Υπηρεσία ζητά από των ΣΕΒΕ και την ΕΔΙΑ να εγκαταλείψουν το κτίριο αφού η σύμβαση με το Υπουργείο Πολιτισμού από το 1998 αφορούσε στο ΕΛΙΑ το οποίο πλέον έχει μεταφερθεί. Λίγο πολύ οι παραμένοντες φορείς θεωρούνται από την Κτηματική Υπηρεσία καταληψίες. Ο δήμος Θεσσαλονίκης τότε δήλωνε ότι «πρόκειται να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, ώστε το εν λόγω οίκημα να περιέλθει κατά χρήση στην κατοχή του».

Τελικά δεν τα κατάφερε, η έξωση έγινε και το κτίριο πέρασε στο ΤΑΙΠΕΔ και σήμερα φριγουράρει στη λίστα προς πώληση που περιλαμβάνει την στοά Μοδιάνο και τη Σαλαμίνα, όπως και εκτάσεις στη Χαλκιδική σε Καλαμίτσι και Πόρτο Κουφό. Σήμερα παραμένει άδειο, η βλάστηση έχει αγριέψει ενώ η έλλειψη ενοίκων αναμφίβολα θα οδηγήσει σε φθορές. Το χάπι δεν χρυσώνεται βέβαια με την πρόταση που συνοδεύει το πωλητήριο να χρησιμοποιηθεί για πολιτιστικές δραστηριότητες.

Στο τέλος τέλος μετά την εκκένωση του κτιρίου εμείς ελπίζουμε απλώς να μην παραμείνει στα αζήτητα επ΄αόριστον (με αποτέλεσμα να αφεθεί στη φθορά του χρόνου, όπως τόσα και τόσα άλλα κτίρια) να μην ξεπουληθεί και κυρίως να μην πουληθεί με συμφωνία ντροπή, σαν αυτές που κάνει το ΤΑΙΠΕΔ που περιλαμβάνουν ενοικίαση του ακινήτου στο δημόσιο (για να επιτευχθεί η πολιτιστική χρήση που προτείνεται). Αποτέλεσμα να μην φέρνει μακροπρόθεσμα κανένα κέρδος η πώλησή του.

*Το Ε.Λ.Ι.Α. ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1997. Από το 1997 έως το 2000 φιλοξενήθηκε στην Εταιρεία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Από το 2000 έως το 2011 στεγαζόταν στην οδό Θεοφίλου 13, στην Άνω Πόλη, σε διατηρητέο κτίριο της οθωμανικής περιόδου, που άνηκε στο Υπουργείο Οικονομικών. Από τον Φεβρουάριο του 2011 συστεγάζεται με το Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης του Μ.Ι.Ε.Τ., στο υπόγειο της Βίλας Καπαντζή, στην οδό Βασιλίσσης Όλγας 108.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα