Ο επιφανής αρχιτέκτονας πίσω από κτίρια – ορόσημα της Θεσσαλονίκης
Ο Πάτροκλος Καραντινός επικεντρώθηκε μεταπολεμικά στη Θεσσαλονίκη βάζοντας ανεξίτηλα τη σφραγίδα του στο πέρασμα των χρόνων
Αρχιτεκτονικά «διαμάντια» που θαυμάζουμε μέχρι σήμερα. Κτίρια στα οποία όλοι λίγο πολύ κάποια στιγμή στη ζωή μας και στην παρουσία μας στην πόλη, έχουμε μπει σε αυτά, έχουμε περάσει από έξω.
Χώροι που έχουν αφήσει και συνεχίζουν να γράφουν τη δική τους ιστορία στην πορεία της Θεσσαλονίκης.
Μέρη στα οποία έχουμε ζήσει, μάθει, ερωτευτεί, προβληματιστεί, θαυμάσει, αν δει κάποιος επιγραμματικά τη λίστα των έργων στην πόλη με τα οποία συνδέεται ο Πάτροκλος Καραντινός, ένας αρχιτέκτονας που επικεντρώθηκε μεταπολεμικά στη Θεσσαλονίκη βάζοντας ανεξίτηλα τη σφραγίδα του στο πέρασμα των χρόνων.
Ο άνθρωπος πίσω από το πρόγραμμα σχολικής αρχιτεκτονικής
Μπορεί το άρθρο να εστιάζει στην πόλη της Θεσσαλονίκης, όμως δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε σε «σταθμούς» του έργου και της καριέρας του Πάτροκλου Καραντινού που θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες αρχιτέκτονες του 20ού αιώνα και πρωταγωνιστής της αρχιτεκτονικής του «μοντέρνου κινήματος» στην Ελλάδα, με διεθνή απήχηση και έντονη παρουσία στη δημόσια αρχιτεκτονική και την πνευματική ζωή του τόπου, για πέντε περίπου δεκαετίες.
Ο Πάτροκλος Καραντινός γεννήθηκε στις 10 Απριλίου 1903 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν αδελφός του θεατρικού σκηνοθέτη Σωκράτη Καραντινού. Το 1919 εισάγεται στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Ε.Μ.Πολυτεχνείου και αποφασίζει αμέσως τη μεταγραφή του στη Σχολή Αρχιτεκτόνων.
Ο Πικιώνης υπήρξε καθηγητής του Καραντινού και συνέβαλε στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Το 1922 ο Καραντινός ταξιδεύει στη Αίγινα μαζί με τον Δημήτρη Πικιώνη και τον Κυριάκο Παναγιωτάκο και εκτελεί μια σειρά αποτυπώσεων και σχεδίων – δυο από τα οποία θα δημοσιευθούν το 1925 στο περιοδικό Φιλική Εταιρεία αποτελώντας μέρος της εικονογράφησης του άρθρου «Η λαϊκή μας τέχνη και εμείς» του Πικιώνη, ενός κειμένου που επρόκειτο να συμβάλλει αποφασιστικά στην αναθεώρηση του Λαϊκού (τότε ήταν που στην Ελλάδα είχαν εκδηλωθεί τα πρώτα δείγματα ενδιαφέροντος των αρχιτεκτόνων για την αξιολόγηση της ανώνυμης κτιριολογικής παράδοσης).
Το ενδιαφέρον του Καραντινού για την παράδοση είναι επίμονο και διαρκές. Από την περίοδο των σπουδών του στο Πολυτεχνείο, ως τα μέσα της δεκαετίας του ’30 ταξιδεύει συχνά στο εσωτερικό της Ελλάδας και σχεδιάζει τη λαϊκή αρχιτεκτονική.
Ο Καραντινός υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία το 1923 στη Θράκη όπου γνωρίζεται με το συνομήλικό του γλύπτη Γεώργιο Ζογγολόπουλο με τον οποίο θα συνδεθεί με μια πολύχρονη φιλική σχέση και μια παραγωγική επαγγελματική συνεργασία τόσο κατά τη διάρκεια του ’30 (πρόγραμμα σχολικής αρχιτεκτονικής) όσο και στη μεταπολεμική περίοδο. Το 1924 αποφοιτά από το Πολυτεχνείο. Μέχρι τον Οκτώβριο του 1925 εργάζεται ως αρχιτέκτων στην Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων. Στη συνέχεια και ως το 1930 ο Καραντινός διανύει μια περίοδο διαφόρων επαγγελματικών εμπειριών. Το 1927-28 πάει στο Παρίσι και εργάζεται για μερικούς μήνες στο γραφείο του Ωγκύστ Περρέ (Auguste Perret), όπου έχει την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με το πραγματοποιημένο έργο του Περρέ και τις μελέτες του Τόνι Γκαρνιέ (Tony Garnier) για την «Cite Industrielle» και την πόλη της Λυών και να διαμορφώσει μια προσωπική ιδέα για την κατάσταση της νέας αρχιτεκτονικής στην Ευρώπη. Το αποφασιστικό γεγονός για την εξέλιξη της όλης αρχιτεκτονικής του πορείας είναι η επαφή με το περιβάλλον στο οποίο δρα ο Λε Κορμπυζιέ.
Κατά τη δεκαετία του ’30, περίπου τα δύο τρίτα του πραγματοποιημένου έργου του Καραντινού αποτελούνται από σχολεία που κατασκευάστηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος σχολικής αρχιτεκτονικής της δεύτερης κυβέρνησης Βενιζέλου (1928-1932).
Το πρόγραμμα αυτό συνιστά την πιο σημαντική προσπάθεια των ελληνικών κυβερνήσεων κατά το πρώτο μισό του αιώνα μας για την ανάπτυξη της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας σχολικής εκπαίδευσης, χάρη στην ισχυρή πολιτική θέληση, τον οικονομικό προγραμματισμό και τον αριθμό των πραγματοποιημένων κτιρίων και είναι ευκαιρία για την ανάπτυξη της νέας αρχιτεκτονικής και την έκφραση των ιδεωδών και της επιθυμίας ένταξης σε ένα ευρωπαϊκό πολιτισμικό πλαίσιο μερικών από τους πιο νέους και ικανούς Έλληνες αρχιτέκτονες, που από το τέλος της δεκαετίας του ’20 είχαν εγκαινιάσει την αναζήτηση νέων εκφραστικών και σχεδιαστικών μέσων.
Από το 1910 το έργο του σχεδιασμού των σχολικών κτιρίων περνά στο Υπουργείο Παιδείας στο οποίο δημιουργείται αρμόδιο Αρχιτεκτονικό Γραφείο που ως το 1929 θα επιμεληθεί την κατασκευή 1100 περίπου σχολείων στα οποία παρατηρείται αποδέσμευση από τα νεοκλασικά μοντέλα των σχολείων Καλλία και προσπάθεια προσαρμογής στο χαρακτήρα των μικρών κέντρων και επανερμηνείας των ιδιωμάτων της αγροτικής κτιριολογίας.
Προς το τέλος της δεκαετίας του ’20 τίθεται το θέμα της μαζικής παραγωγής σχολικών κτιρίων. Αποφασιστική ώθηση σε αυτήν τη νέα φάση δίνεται από τον Γεώργιο Παπανδρέου (υπουργό παιδείας από τον Ιανουάριο του 1930 ως το Μάιο του 1932) που υιοθετεί ένα πρόγραμμα κατασκευής περισσοτέρων από 3000 δημοτικά σχολεία και γυμνάσια. Ο Παπανδρέου προωθεί το 1930 την αναδιοργάνωση του «Γραφείου Μελετών» του Αρχιτεκτονικού Τμήματος του υπουργείου, επιφορτίζοντάς το μόνο με τη μελέτη των νέων σχολικών κτιρίων. Ο τομέας έτσι της σχολικής αρχιτεκτονικής θα αποτελέσει το σημαντικότερο πεδίο πειραματισμού και καθιέρωσης της νέας αρχιτεκτονικής, μιας και το υπουργείο επιδιώκοντας τη μεγαλύτερη δυνατή οικονομία χρημάτων και χρόνου κατασκευής, θα επιβάλλει μια ορθολογιστική διαχείριση που θα καταλήξει στο να επηρεάσει και τη μορφολογία των κτιρίων.
Ο Καραντινός υπήρξε θερμός υποστηρικτής του προγράμματος σχολικών κτιρίων συμμετέχοντας στην ομάδα μελέτης του υπουργείου από το 1930 ως το 1938. Ο Καραντινός ήταν επίσης ο αρχιτέκτονας στον οποίο ανατέθηκε η επιμέλεια της έκδοσης του επίσημου τόμου για τα σχολεία, ο οποίος υπήρξε το μοναδικό βιβλίο στην Ελλάδα σχετικό με την παραγωγή της νέας αρχιτεκτονικής. Χάρη στα σχολεία ο Καραντινός υπήρξε ο πιο γνωστός και δημοσιευμένος Έλληνας αρχιτέκτονας στο εξωτερικό. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα σχολικά του κτίρια εκδηλώθηκε σε πολύ έγκυρα βιβλία όπως: Gli elementi dell’ architettura funzionale του Αλμπέρτο Σαντόρις (Alberto Santoris) (Μιλάνο 1938). Στο βιβλίο του Gaetano Minnucci Scuole (Μιλάνο 1936) παρουσιάζονταν συνολικά δέκα σχολεία, όλα του Καραντινού. Άλλες δημοσιεύσεις έγιναν στα περιοδικά «Die Form», «L’ Architettura», «Quadrante», «Il Vetro», «The concrete way», κ.α.
Το 1933 ετοιμάζει το πρώτο δεκαεξασέλιδο βιβλίο που περιέχει έναν πρόλογο και μια ανάλυση των τυπολογικών και κατασκευαστικών χαρακτηριστικών των νέων σχολείων. Ο πρόλογος αυτού του βιβλίου αποκτά σχεδόν τη σημασία μανιφέστου. Γραμμένος στη δημοτική γλώσσα και εικονογραφημένος με φωτογραφίες λαϊκής αρχιτεκτονικής της Σαντορίνης της Nelly’s, μιας φωτογράφου ήδη φημισμένης στην Ελλάδα, επιδιώκει να διαγράψει το πνευματικό και αισθητικό πλαίσιο των προτάσεων των νέων Ελλήνων αρχιτεκτόνων που προσέγγισαν το «πνεύμα της νέας αρχιτεκτονικής». Στο κείμενο αυτό συνοψίζονται έννοιες και ζητήματα, που ο Καραντινός θα επαναλάβει στη συνέχεια και θα αναπτύξει πολλές φορές, όπως ο κίνδυνος που διατρέχει η αρχιτεκτονική να μεταβληθεί σε μια Ακαδημία του μοντέρνου, ως συνέπεια της ελλιπούς ανταπόκρισης στον κύριο ρόλο της που θα έπρεπε να είναι η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών πέρα από την αναγνώριση του ηγετικού ρόλου του Λε Κορμπυζιέ.
Όταν το βιβλίο θα δημοσιευθεί το 1938 σε πλήρες καθεστώς δικτατορίας, το εισαγωγικό δεκαεξασέλιδο του Καραντινού- που συνεχίζει πάντως να εμφανίζεται ως επιμελητής του τόμου- θα αντικατασταθεί από ένα καθαρευουσιάνικο ακαδημαϊκό πρόλογο του Ανάργυρου Δημητρακόπουλου, προέδρου του Τεχνικού Επιμελητηρίου. Σε αυτόν τον τόμο παρουσιάζονται 134 σχολεία, δηλαδή το 3% περίπου της συνολικής παραγωγής. Πρόκειται για έναν αριθμητικά περιορισμένο απολογισμό που επιδιώκει να προβάλλει το έργο κυρίως των ρασιοναλιστών αρχιτεκτόνων.
Η συμβολή του Καραντινού στο πρόγραμμα σχολικής αρχιτεκτονικής αποτελείται από 40 περίπου μελέτες, κατά μεγάλο ποσοστό πραγματοποιημένες, που για την ποιότητα και το περιεχόμενο της σχεδιαστικής έρευνας, μπορούν να συγκριθούν μόνο με του Νίκου Μητσάκη. Τα σχολεία του Καραντινού ξεχωρίζουν για την ποικιλία των λύσεων και τον πλούτο της μορφοπλαστικής τους σύνταξης, αν και μερικές φορές θα πρέπει να σημειωθούν επαναλήψεις ή αντιγραφές προηγούμενων έργων του, κατανοητές λόγω του περιορισμένου χρόνου μελέτης και κατασκευής.
Επιχείρηση «Πανεπιστημιούπολη Θεσσαλονίκης»
Στην διδακτορική διατριβή του Αντρέα Γιακουμακάτου το 1997 για το έργο και τη ζωή του Πάτροκλου Καραντινού, διαβάζουμε για την ωρίμανση, μετά το τέλος του πολέμου, στο εσωτερικό της ακαδημαϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης της ιδέας της δημιουργίας μιας ολοκληρωμένης πανεπιστημιακής κτιριακής υποδομής. Πρόεδρος της αρμόδιας πολεοδομικής επιτροπής του Πανεπιστημίου είναι ο Βασίλειος Κυριαζόπουλος, καθηγητής μετεωρολογίας στη Θεσσαλονίκη από το 1940. Η παρουσία και μόνο του Καραντινού έστω και με την ιδιότητα του επιθεωρητή κεντρίζει το ενδιαφέρον.
Το πρώτο πανεπιστημιακό έργο με το οποίο ο Καραντινός δοκιμάζεται στη Θεσααλονίκη είναι το κτίριο του χημείου. Κερδίζει το πρώτο βραβείο και το τρίτο στο διαγωνισμό του 1951, με τη συνεργασία του Α.Λοΐζου και του Κ. Μπίτσιου. Σύμφωνα με τη μελέτη του Καραντινού, η νέα σχέση του χημείου με τα κτίρια της φυσικομαθηματικής και της γεωπονοδασολογικής αποδεικνύει την πρόθεση ενός λειτουργικού και αντιμνημειακού αστικού σχεδιασμού. Ο Καραντινός θεώρησε τα τρία κτίρια ως ένα αυτοτελές σύνολο. Το χημείο αναπτύσσεται σε 4 ορόφους και σε κάτοψη σχήματος Ζ που διευκολύνει την εισαγωγή του ανεξάρτητου όγκου του αμφιθεάτρου στον επιμήκη άξονα της πτέρυγας της κύριας όψης και θεωρείται ένα σημαντικό κτιριολογικό επίτευγμα ειδικής λειτουργίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Το 1955 ο Καραντινός κερδίζει το πρώτο βραβείο του διαγωνισμού για τη φυσικομαθηματική σχολή. Αρχικά του είχε ανατεθεί από τις τεχνικές υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας η τροποποίηση και αποπεράτωση της μελέτης του Μητσάκη, της οποίας είχε πραγματοποιηθεί ως το ’40 μόνο η θεμελίωση. Οι αυξημένες ωστόσο λειτουργικές ανάγκες και οι αλλαγές του κτιριολογικού προγράμματος οδηγούν στην ανέγερση νέου κτιρίου. Η κάτοψη του Μητσάκη και του Καραντινού δεν έχουν καμιά αντιστοιχία, το ελεύθερο ογκοπλαστικό ανάπτυγμα του προπολεμικού σχεδίου αντικαθίσταται από τη λιγότερο εύκαμπτη, αξονική διάταξη του Καραντινού.
Ο Καραντινός κερδίζει το Α’ βραβείο για τη φοιτητική εστία, το πρώτο κτίριο του είδους στην Ελλάδα, του οποίου η θέση προβλεπόταν στην περιοχή των νέων οικοπέδων πάνω από τον Άγιο Δημήτριο. Η συμμετρική κάτοψη αναπτύσσεται σε μια βασική διάταξη σχήματος Η με τις κλίμακες στα άκρα του οριζόντιου τμήματος. Η διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος οφείλεται στην επέμβαση του βασιλιά Παύλου, προέδρου του Εθνικού Ιδρύματος που ζήτησε επέκταση των χώρων.
Ο Καραντινός επίσης συμμετείχε με δυο συμμετοχές στο διαγωνισμό για το κτίριο της κεντρικής βιβλιοθήκης της πανεπιστημιούπολης.
Αμέσως μετά την ίδρυση της πολυτεχνικής σχολής (1957) τροποποιείται το αρχικό πολεοδομικό σχέδιο και προκηρύσσεται σχετικός διαγωνισμός που προέβλεπε την τοποθέτηση του συγκροτήματος στη νότια πλευρά της πανεπιστημιούπολης, επί της λεωφόρου Εγνατίας. Ο Καραντινός σε συνεργασία με το αρχιτεκτονικό γραφείο Λιάπη και Σκρουμπέλλου παίρνει το δεύτερο βραβείο, ωστόσο είναι η πρότασή τους που πραγματοποιείται.
Αστεροσκοπείο
Ο σημερινός τομέας Αστροφυσικής, Αστρονομίας και Μηχανικής ιδρύθηκε σαν εργαστήριο της Αστρονομίας σε πολύ δύσκολες εποχές εν μέσω της κατοχής το 1943 και στεγάστηκε αρχικά σε ένα μικρό δωμάτιο στο κτίριο της Παλαιάς Φιλοσοφικής Σχόλης, ενώ μετέπειτα το 1956 μεταγκαταστάθηκε στο κτίριο του Μετεωροσκοπείου του Α.Π.Θ. όπου και παρέμεινε για πέντε χρόνια. Το 1955 αγοράζεται ένα διοπτρικό τηλεσκόπιο 20cm από το Γαλλικό οίκο Secretan. Μετά από 2 χρόνια θα αποκτηθεί και ο απαραίτητος περιστροφικός θόλος διαμέτρου 6μ αναγκαίος για τη στήριξη του τηλεσκοπίου.
Το 1957 αναλαμβάνει την ανέγερση της οικοδομής του πανεπιστημιακού αστεροσκοπείου. Το οικοδόμημα είναι λειτουργικό και κομψό, λόγω της επανάληψης των 2 σειρών κάθετων πτερυγιών ηλιοπροστασίας στη δυτική όψη. Το 1962 ολοκληρώνεται το κτίριο του Αστεροσκοπείου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκη του οποίου ο σχεδιασμός είναι του Πάτροκλου Καραντινού.
Πού θα το βρεις: Σε γειτνίαση με το Μετεωροσκοπείο, μπροστά στην Κεντρική Βιβλιοθήκη.
Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
Το σημαντικότερο μεταπολεμικό μουσείο στην αρχιτεκτονική του πορεία, ο Καραντινός το σχεδιάζει στη Θεσσαλονίκη.
Το ζήτημα της ανέγερσής του ανοίγει στα μέσα της δεκαετίας του 20′, αλλά στα τέλη της δεκαετίας του 40′ αποφασίζεται τελικά η θέση του νέου μουσείου και γίνεται εφικτή η αγορά του γηπέδου απέναντι από το κτίριο της ΧΑΝΘ.
Η αρχική μελέτη δεν προχωρά και έτσι μετά από λίγα χρόνια ανατίθεται στον Καραντινό η εκπόνηση ενός πρώτου σχεδίου, που ο αρχιτέκτονας αντιλαμβάνεται σε σχέση με το οικοδομικό τετράγωνο απέναντι από την ΧΑΝΘ.
Ο Καραντινός προτείνει την κατεδάφιση του στρατιωτικού θεάτρου και την ανέγερση πινακοθήκης σε οργανική σχέση με το κτίριο του νέου μουσείου και σύμφωνα με τις φιλοδοξίες για ενιαίο πυρήνα πολιτισμού, κάτι που αποτελούσε κυρίαρχο αίτημα των τοπικών πνευματικών κύκλων.
Το 1960 η υπόθεση του μουσείου μπαίνει στην τελική ευθεία με τον Καραντινό να εκπονεί τέσσερις παραλλαγές της μελέτης.
Ο χαρακτήρας του κτιρίου, η διάταξη των όγκων, οι αναλογίες και οι κτιριολογικές απαιτήσεις του, αποτυπώνονται στη σχεδιαστική προσέγγιση του Καραντινού, που διαχωρίζει σαφώς τους υπηρεσιακούς από τους εκθεσιακούς χώρους.
Η κάτοψή του χαρακτηρίζεται ορθογωνική με δύο αίθρια, ενώ στο κτίριο υπάρχει έντονο το στοιχείο της οριζοντιότητας. Είναι λιτό, απλό και λειτουργικό, εμπνευσμένο από την αρχιτεκτονική οργάνωση της αρχαιοελληνικής κατοικίας στην οποία οι χώροι οργανώνονταν γύρω από ένα εσωτερικό αίθριο.
Έτσι, όλες οι αίθουσές του σχεδιάστηκαν ώστε να ανοίγονται στο κεντρικό εσωτερικό αίθριο και το άπλετο φυσικό φως να εισέρχεται από τα υαλοστάσια στις εκτιθέμενες αρχαιότητες, ενώ εξωτερικά η είσοδος του φυσικού φωτός επιτυγχανόταν μέσω τοιχοποιιών με υαλότουβλα και φεγγίτες.
Στις όψεις του μουσείου εκτός από την ευρεία χρήση της τοιχοποιίας από υαλότουβλα, εισάγεται το στοιχείο της εμφανούς λιθοδομής στη βάση του κτιρίου. Η πρώτη μουσειακή έκθεση, με βάση τις μουσειολογικές αντιλήψεις της εποχής, αναπτυσσόταν ακολουθώντας τη χρονολογική εξέλιξη.
Το 1980 έγινε επέκταση των κτιριακών εγκαταστάσεων με προσθήκη ενός διώροφου κτιρίου στη νοτιοανατολική ζώνη του περιβάλλοντα χώρου του μουσείου, σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Αλέξανδρο Βογιατζή. Το νέο κτίσμα εντάσσεται στο σύνολο μιμούμενο το υπάρχον κτίριο μουσείου του Καραντινού.
Τοποθετείται σε μικρή απόσταση από το προγενέστερο κτίσμα. Η σύνδεσή του με το μουσείο γίνεται με ένα νέο διάδρομο, ενώ διατηρεί και ανεξάρτητη είσοδο.
Το 2002 το κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης με τον περιβάλλοντα χώρο του χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο και έργο τέχνης, διότι αποτελεί σημαντικό δείγμα της αρχιτεκτονικής των δημόσιων κτιρίων της πόλης κατά την περίοδο του β’ μισού του 20ου αιώνα.
Οι σύγχρονες μουσειολογικές επιταγές, σε συνδυασμό με την ανάγκη ανακαίνισης του μουσείου, οδήγησαν στην απόφαση ενός ριζικού εκσυγχρονισμού και επέκτασής του κατά τα έτη 2001-2006.
Την αρχιτεκτονική μελέτη του εκσυγχρονισμού ανέλαβε η ομάδα των αρχιτεκτόνων Ν. Φιντικάκη και Γ. Αλμπάνη, η οποία ανασχεδίασε τους εσωτερικούς χώρους, ενώ το κέλυφος του κτιρίου παρέμεινε ανέπαφο.
Η πιο χαρακτηριστική αλλαγή του εκσυγχρονισμού ήταν η υποβάθμιση του επιπέδου του κεντρικού αιθρίου και η δημιουργία ενός νέου εσωτερικού χώρου – στεγασμένου από γυάλινο χωροδικτύωμα – μέσα σε αυτό.
Εκτός από την κτιριακή επέκταση σχεδιάστηκε και πραγματοποιήθηκε η επανέκθεση των συλλογών του Μουσείου με τρόπο που να καλύπτει τις ανάγκες του σύγχρονου επισκέπτη.
Υπαίθριο Θέατρο στο Σέιχ-Σου
Μεταξύ του 1964 και του 1965 ο ΕΟΤ αποφασίζει την ανέγερση μεγάλου Υπαίθριου Θεάτρου στο δάσος Σέιχ-Σου της Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο του γενικότερου τότε προγραμματισμού εκτέλεσης έργων με σκοπό την τουριστική ανάπτυξη στην περιοχή.
Στο τέλος Μαΐου του ’65 ο Καραντινός, υπεύθυνος μελετητής του έργου, οδηγείται σε μια ενδιάμεση λύση εγκατάστασης προσωρινού θεάτρου για 2000 άτομα και ταυτόχρονα προχωρεί στη διαμόρφωση του περιβάλλοντα χώρου και τη βελτίωση των οδικών συνδέσεων με τη βοήθεια της ΜΟΜΑ.
Κατασκευάζει επιτυχημένα το αμφιθέατρο (1965) ως μια λυόμενη κατασκευή και επανέρχεται στην αρχική μελέτη του μόνιμου υπαίθριου θεάτρου 4000 θέσεων που θα οικοδομηθεί το 1966.
Το μόνο που απασχολεί τον Καραντινό είναι η απλότητα και η λειτουργικότητα της κατασκευής απαλλαγμένης από φιλοδοξίες «αστικής» μορφολογικής επεξεργασίας, όπως είχε συμβεί στη μελέτη για το υπαίθριο θέατρο στο Πεδίο του Άρεως στην Αθήνα.
Το Θεαγένειο
Από το 1958 ως το 1963 και με διάφορες παραλλαγές της αρχικής μελέτης πραγματοποιείται το πρώτο νοσοκομείο του, το Θεαγένειο αντικαρκινικό ινστιτούτο.
Ο Καραντινός ως ακαδημαϊκός
Οι προσπάθειες του Καραντινού για την κατάληψη μιας ακαδημαϊκής έδρας στο Ε.Μ.Π. χρονολογούνται από τα μέσα της δεκαετίας του ’30. Οι προσπάθειες επαναλήφθηκαν το 1941 και το 1950 χωρίς αποτέλεσμα. Στις 4 Μαρτίου του 1959 ο Καραντινός εκλέγεται από το σύλλογο καθηγητών της Πολυτεχνικής Σχολής Θεσσαλονίκης, τακτικός καθηγητής στην έδρα των αρχιτεκτονικών συνθέσεων του νεοσύστατου τμήματος αρχιτεκτόνων. Ο Καραντινός αναλαμβάνει αμέσως υπηρεσία στη Θεσσαλονίκη και διδάσκει για μερικούς μήνες, αλλά η θέση του θα αποδειχθεί επισφαλής. Το Μάρτιο του 1960 το Συμβούλιο της Επικρατείας ακυρώνει την εκλογή του λόγω της μη κατοχής του διδακτορικού διπλώματος.
Το Φεβρουάριο του 1961 ο Καραντινός επανεκλέγεται καθηγητής στην ίδια έδρα. Θα παραμείνει ως το 1968, όταν θα περιληφθεί στον κατάλογο των 48 καθηγητών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης που θα απομακρυνθούν από το στρατιωτικό καθεστώς.
Σε ομιλία του προς τους φοιτητές τονίζει ότι δάσκαλος και μαθητές αποτελούν «μιαν αδιάσπαστη ενότητα» και εξομολογείται ότι: «σας βλέπω λοιπόν σαν νεαρούς συναδέλφους μου, φίλους και συνεργάτες που ξεκινάμε για μια δύσκολη και ωραία αποστολή». Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο Καραντινός θα ενεργοποιηθεί αρκετά στο Πανεπιστήμιο, ενώ δε θα εγκαταλείψει τις παράλληλες επαγγελματικές του δραστηριότητες. Θα εκδώσει τρεις πολυγραφημένους τόμους για χρήση των φοιτητών με θέμα τα Σχολικά Κτίρια στην Ευρώπη και την Ελλάδα, ένα τόμο «Αρχιτεκτονικών θεμάτων», έναν τόμο με θέμα τα Νοσοκομεία και τέλος έναν τόμο για τη νέα μητρόπολη του Κόβεντρυ. Το 1964 ο Καραντινός θα εκλεγεί αμέσως μετά τον Μουτσόπουλο, κοσμήτωρ της Πολυτεχνικής Σχολής.
Ο Καραντινός και η Θεσσαλονίκη
1950 Μελέτη θεολογικού οικοτροφείου 100 φοιτητών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
1950 Μελέτη θεολογικής σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
1951-1957 Χημείο Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1ο Βραβείο Διαγωνισμού με Λοϊζου, Μπίτσιου)
1952-1955 Αποπεράτωση γεωπονοδασολογικής σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
1955-1961 Φυσικομαθηματική σχολή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1ο Βραβείο Διαγωνισμού)
1955-1961 Φοιτητική εστία αρρένων Βασιλικού Εθνικού Ιδρύματος, Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (400 δωμ., 1ο Βραβείο Διαγωνισμού)
1956 Δύο μελέτες διαγωνισμού για τη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (3ο βραβείο και 1ος έπαινος)
1956 Προμελέτη αρχαιολογικού μουσείου, οδός Δεσπερέ
1957-1961 Αστεροσκοπείο Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
1957-1962 Πολυτεχνική Σχολή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (2ο βραβείο διαγωνισμού με Γ. Λιάπη και Η. Σκρουμπέλος)
1958-1963 Θεαγένειο αντικαρκινικό ινστιτούτο, οδό Σερρών, Θεαγένους, Αρχιμήδους και Παπαναστασίου
1960-1962 Αρχαιολογικό μουσείο, οδός Δεσπερέ 6 (μελέτη επέκτασης 1965-66)
1965 Λυόμενο θέατρο δάσους Σέιχ Σου
1966 Μόνιμο θέατρο δάσους Σέιχ Σου
1970 Μελέτη Εκκλησίας Αγ. Νικολάου, Θέρμη
ΠΗΓΕΣ
Α. Γιακουμακάτος, “Πάτροκλος Καραντινός 1903-1976”, Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη 1997
Δ. Φιλιππίδης, “Νεοελληνική Αρχιτεκτονική” εκδόσεις “Μέλισσα”
Γ. Λάββας, “Πάτροκλος Καραντινός 1903-1976” Αρχιτεκτονικά θέματα 11/1977