ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ: Ο Ηρακλής στο Δέλτα του Αξιού
Κουβαλούσε ένα βαρύ φορτίο, την ευθύνη και την απελπισία του.
Μια φορά κι έναν καιρό στα πολύ παλιά τα χρόνια, όταν ακόμα πολλοί θεοί όριζαν την τάξη και την αταξία του κόσμου, ο Ηρακλής υπακούοντας σε κάποια εντολή τους περιπλανιότανε στη δύσβατη μακεδονική γη. Κουβαλούσε ένα βαρύ φορτίο, την ευθύνη και την απελπισία του. Είχε αναλάβει δύσκολη αποστολή. Να φέρει στο βασιλιά του τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων. Μα απ’ ό,τι άκουγε, εκείνα βρίσκονταν κάπου στη δύση και διαπίστωνε τώρα πως αυτή η περιπλάνηση τον έφερνε όλο και πιο βόρεια.
Ήτανε μέρες που βούλιαζε σε αμμούδες, σε καλαμιές, σε λιμνοθάλασσες και σε βουρκωμένα έλη. Ρωτούσε τα πουλιά να του δείξουν το δρόμο μα εκείνα από τον τρόμο, για κάποια ανεξήγητη ακόμα αιτία, είχανε χάσει τη λαλιά τους και πετούσαν να κρυφτούν λαχταρισμένα.
Περπατούσε μόνος του χωμένος ως τη μέση στα νερά του βάλτου. Μια ελώδη ζούγκλα γεμάτη με πανύψηλα καλάμια, βρέζια, βούρλα, χοντρόφυλλες λαπατιές, σχίνα κι ευλύγιστα ραγάζια που μουρμούριζαν στο ελάχιστο αεράκι. Ανάμεσά τους τα βατράχια τρώγανε κουνούπια, τα χέλια καταπίνανε σκουλήκια, οι αβδέλλες κολλούσαν το λαίμαργο στόμα τους σ’ ό,τι ζωντανό βρισκόταν δίπλα τους και τα νερόφιδα έστηναν ενέδρες και παραμόνευαν.
Σκαθάρια χοντροκαμωμένα γέμιζαν με χρυσίζοντα ζουζουνητά τον αέρα και μικροσκοπικές αεικίνητες ακρίδες έμοιαζαν να μη βολεύονται πουθενά βιαστικές στο να καταστρέφουν τα πάντα γύρω τους. Ράθυμες χελώνες, ύπουλες γουστερίτσες και σβέλτα καταπράσινα σαμιαμίδια. Ευκίνητες σαύρες όρθωναν για μερικές στιγμές το κεφάλι και μέναν ασάλευτες μα μεμιάς τις έχανες από μπρος σου.
Βαριεστημένοι γουλιανοί χώνανε τις μουσούδες τους μέσα στη γλίτσα του βυθού και βύζαιναν με τις ώρες. Χρυσοκόκκινα τεμπέλικα γριβάδια κολυμπούσαν νωχελικά ή στέκονταν μετέωρα κόντρα στο ρεύμα των ρυακιών. Κάποια βουβάλια κυλιόντουσαν στις λάσπες, ενώ αναρίθμητα μυγάκια και σκνίπες χόρευαν ενοχλητικά στον αέρα γύρω τους το χορό της γέννησης και του θανάτου, την ίδια στιγμή που αλογόμυγες δε χόρταιναν να τα βασανίζουν και να τα κατατυραννάνε. Κι εκείνα, μόλις ένιωθαν το αναπάντεχο σούβλισμα από τα άσπλαχνα τσιμπίματα, άνοιγαν για μια στιγμή σαστισμένα τα μεγάλα τους μάτια μα μεμιάς κατέβαζαν τα ματοτσίνορα, μισόκλειναν τα βλέφαρα και ξαναγυρνούσαν στο απλανές ύφος της νιρβάνας τους.
Και κάθε τόσο ν’ ακούγονται άγρια ουρλιαχτά τσακαλιών και λύκων, βρυχηθμοί από πεινασμένα λιοντάρια, συριγμοί ερπετών. Σκόνη γύρης να πλανιέται από το αδιάκοπο ερωτικό πάλαιμα των ύπερων με τους στήμονες.
Έτσι θα πρέπει να ήταν ο βάλτος την εποχή των μύθων. ΄Ενα πρωτόγονο, υγρό λίκνο ζωής και θανάτου με παίχτη μοναδικό στο αιώνιο και αδιατάραχτο παιχνίδι τη φύση. Η αφιλόξενη αυτή γη ήταν εντελώς άγνωστη στον Ηρακλή. Είχε τόσες μέρες ν’ ανταμώσει κάποιο χωριό, να συναντήσει άνθρωπο για να τον ρωτήσει.
΄Οταν ξέβγαινε σε κανένα μονοπάτι η λάσπη γύρω του απάτητη από ανθρώπινη πατούσα. Μονάχα ίχνη πουλιών.
΄Ισως και να στριφογύριζε στο ίδιο μέρος. Ο αέρας γύρω του υγρός και πηχτός σα σούπα. Κι ο ουρανός υπερβολικός, φόρτωνε κι αυτός το βάρος του στον ακίνητο βάλτο.
΄Οσες φορές διψασμένος έσκυβε να πάρει με τις χούφτες του νερό, το ‘φτυνε αμέσως. Ηταν αλμυρό. «Θάλασσα», σκεφτόταν ο Ηρακλής, «πρέπει να βρίσκομαι κοντά σε θάλασσα». Στο βάθος ολοένα πετούσαν γλάροι.
΄Οποτε έβαζε τις φωνές μπας και του απαντήσει κάποιος η φωνή του χάνονταν χωρίς επιστροφή. Στο βάλτο δεν υπάρχει αντίλαλος. Οι ήχοι ούτε πολλαπλασιάζονται ούτε επαναλαμβάνονται ούτε καν ταξιδεύουν. Αιωρούνται για μια στιγμή εκεί μπροστά σου κι ύστερα βουλιάζουν στη σιωπή από το ίδιο τους το βάρος.
Μια μέρα λοιπόν από κείνες της άχαρης περιπλάνησης άκουσε ξαφνικά δίπλα του, πίσω από κάποια συστάδα, μια φτερούγα που σπαρταρούσε. Ο δυνατότερος άντρας της γης πλησίασε, γονάτισε και περιμάζεψε όσο πιο προσεχτικά μπορούσε έναν άσπρο ερωδιό με τσακισμένη τη φτερούγα του από βέλος. Ο Ηρακλής το λυπήθηκε, έτσι που πάσχιζε να κρατηθεί στη ζωή, μα χάρηκε κιόλας γιατί ήταν το μόνο ζωντανό πλάσμα που βρέθηκε τόσο κοντά του εκείνη τη μέρα. Το χάιδεψε τρυφερά, του καθάρισε τα ματωμένα φτερά του και προσπάθησε να του κλείσει την πληγή με λάσπη. Το πουλί ζεστάθηκε κι άνοιξε τα μάτια.
– Ανθρωπος σε πλήγωσε; το ρώτησε ο Ηρακλής.
– Ποιός άλλος; αναστέναξε φοβισμένα ο ερωδιός. Οι άνθρωποι ευχαριστιούνται να σκοτώνουν και πιο πολύ ο βασιλιάς τους, ο Κύκνος.
Μέσα στην γαλήνη του τόπου, η ανθρώπινη παρουσία του Κύκνου έπεσε σαν κατάρα. Τι κρίμα! θα μπορούσε να ‘ναι ευλογία.
– ΄Εχουνε βασιλιά αυτά τα μέρη; Αλήθεια, πού βρίσκομαι;
– Στο βάλτο, ανάμεσα σε δυό ποτάμια, τον Αξιό και τον Ηδωνό.
– ΄Αγριο μέρος, παραπονέθηκε ο Ηρακλής.
– Ωραίο μέρος, διαφώνησε το πουλί, το πιο ωραίο μέρος που υπάρχει στον κόσμο για μας τα πουλιά. Οι θεοί μας το χάρισαν για να γεννιόμαστε και να πεθαίνουμε ήσυχα κι ευτυχισμένα. Κι εκείνοι να μας βλέπουν από την κορυφή του Ολυμπου και να χαίρονται με το πέταγμα και τα τραγούδια μας. Αλλά ο βασιλιάς Κύκνος είναι πολύ αιμοβόρος και δε μας αφήνει σε ησυχία.
Κατεβαίνει κάθε μέρα στο κυνήγι, χαλάει τις φωλιές, κλέβει τ’ αβγά μας και σκοτώνει χιλιάδες από μας. Δεν έχει με ποιον άλλο να τα βάλει και πολεμάει με τα πουλιά και με τη φύση.
– Ε, τώρα θα πολεμήσει και με μένα! είπε αποφασιστικά ο Ηρακλής και το απίθωσε κάτω.
– Πρόσεχέ τον, είναι ύπουλος, τον προειδοποίησε ο ερωδιός.
Μα ο Ηρακλής με δυο δρασκελιές είχε κιόλας περάσει το βάλτο και η φωνή του πουλιού έφτασε στ’ αυτιά του σαν ένας φλοίσβoς της θάλασσας. Πάτησε στη στεριά κι αντάμωσε τον Κύκνο στις όχθες του Ηδωνού. Οι δύο άντρες μονομάχησαν σκληρά μα στη δύναμη του Ηρακλή δε μπόρεσε ν’ αντισταθεί για πολύ ούτε και ο Κύκνος. ΄Επεσε θανάσιμα λαβωμένος ενώ χιλιάδες πουλιά, λευτερωμένα πια από το φόβο τους, πέταξαν ψηλά στοιχημένα σε μια πανηγυρική παρέλαση λυτρωτικού θριάμβου πότε με ανοδικές και πότε με καθοδικές πτήσεις· και ύστερα, χορτάτα από το γλεντοκόπι της ελευθερίας τους, προσγειώθηκαν απαλά πάνω στο άψυχο κορμί του και το σαβάνωσαν με τις φτερούγες τους.
Ο Ηρακλής τον έθαψε με όσες τιμές αρμόζουνε σε βασιλιά και του έκτισε ένα μεγαλόπρεπο μνήμα δίπλα στις όχθες του Ηδωνού. Για να θυμούνται οι περαστικοί, πως εκεί βρίσκεται θαμένος ο μεγαλύτερος διώκτης των πουλιών.
΄Ωσπου ένα βράδυ, μετά από μιαν άγρια νεροποντή, το ποτάμι κατέβασε τόσο νερό που παράσυρε το μνήμα του Κύκνου μέχρι τη θάλασσα και το σκόρπισε στους αφρούς της. Τότε ο Δίας τον λυπήθηκε και για να μη χαθεί παντοτινά τον μεταμόρφωσε σ’ ένα μεγάλο άσπρο πουλί, τον κύκνο. Να κολυμπάει στις καλαμιές των ποταμιών της Μυγδονίας και να φοβάται αιώνια τους κυνηγούς των πουλιών. Κι αν θέλετε, το πιστεύετε…
Διήγημα από το υπό έκδοση βιβλίο «Αξιός ή Βαρδάρης. Βαλκανικές μυθιστορίες».