ο-μπερντές-του-καραγκιόζη-και-οι-σκιές-1355923

Θεσσαλονίκη

Ο μπερντές του Καραγκιόζη και οι σκιές μιας άλλης Θεσσαλονίκης

Η ιστορία του θεάτρου σκιών στη Θεσσαλονίκη μέσα από τα πρόσωπα και τις σκηνές που φιλοξένησαν τον πιο λαϊκό ήρωα της πόλης

Μαριαλένα Κουσιδώνη
Μαριαλένα Κουσιδώνη

Υπήρξε μια εποχή που τα παιδιά έστηναν σεντόνια στις αυλές και τα μπαλκόνια για να παίξουν Καραγκιόζη και οι μεγάλοι μαζεύονταν στα καφενεία και τα κέντρα διασκεδάσεως για να απολαύσουν ταχυδακτυλουργούς και παραστάσεις θεάτρου σκιών. Ήταν η Θεσσαλονίκη του 20ού αιώνα – μια πόλη που αγαπούσε το θέαμα και το φως, ακόμα κι όταν όλα συνέβαιναν στη σκιά.

Το θέατρο σκιών, με πρωταγωνιστή τον ξυπόλυτο, πεινασμένο αλλά πάντοτε εφευρετικό Καραγκιόζη, ήταν για πολλές δεκαετίες η πιο ζωντανή μορφή λαϊκής ψυχαγωγίας. Και η Θεσσαλονίκη υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα αυτής της τέχνης.

Από την σκιά στο προσκήνιο…

Αν και οι απαρχές του θεάτρου σκιών εντοπίζονται στην Ανατολή και ταξιδεύουν μέσα από την Οθωμανική παράδοση του Καραγκιόζ, στην Ελλάδα το είδος μεταλλάχθηκε και απέκτησε εγχώρια ταυτότητα γύρω στον 19ο αιώνα. Ο Καραγκιόζης έγινε λιγότερο τρομακτικός και περισσότερο κωμικός, με ήρωες που αντικατόπτριζαν την ελληνική κοινωνία και σατίριζαν με οξυδέρκεια τις ανισότητες της εποχής – και στη Θεσσαλονίκη βρήκε πρόσφορο έδαφος για να ανθίσει.

Οι πρώτες τεκμηριωμένες εμφανίσεις θεάτρου σκιών στη Θεσσαλονίκη καταγράφονται ήδη από το 1909, κυρίως μέσα από δημοσιεύματα στον Τύπο και αφίσες σε καφενεία. Ωστόσο, η ουσιαστική του εγκατάσταση και η δημιουργία σταθερού κοινού ξεκινά λίγο μετά την απελευθέρωση της πόλης, το 1912. Σταδιακά, η Θεσσαλονίκη αναδεικνύεται σε κέντρο του είδους, με πλούσια παραγωγή, ποικιλία καλλιτεχνών και – το κυριότερο – ενεργό κοινό που γεμίζει τις αίθουσες.

Σκίτσο στην εφημερίδα Μακεδονία. 1933.

Από τις δεκαετίες του ’20 και του ’30, ο Καραγκιόζης γίνεται ο αγαπημένος λαϊκός ήρωας των Θεσσαλονικέων. Το κοινό δεν περιορίζεται μόνο στα παιδιά: εργάτες, μικροαστοί, προσφυγικές οικογένειες, αλλά και αστοί που αναζητούν θέαμα με ψυχή, γεμίζουν τις υπαίθριες αυλές και τα καφενεία για να απολαύσουν τις περιπέτειες του Καραγκιόζη, του Χατζηαβάτη, του Μπαρμπαγιώργου και των υπόλοιπων ηρώων. Οι παραστάσεις, πότε σατιρικές και πότε μελό, συχνά σχολιάζουν την επικαιρότητα και γεφυρώνουν κοινωνικά χάσματα με χιούμορ και ευφυολογήματα.

Μια ιδιαίτερη πλευρά του Καραγκιόζη στη Θεσσαλονίκη είναι η διαπολιτισμική διάστασή του. Στις παραστάσεις της Θεσσαλονίκης κάνει το ντεμπούτο του ο εβραίος Σολομών ή Σολωμός, όπως τον αποκαλούσε ο Καραγκιόζης, που τραγουδούσε το περίφημο «Βίζο Λα Βίζο», αντανακλώντας τη σαλονικιώτικη πολυγλωσσία και εκπροσωπώντας την εβραϊκή κοινότητα της πόλης. Αρκετοί καλλιτέχνες αντλούν θέματα από τη μικρασιατική παράδοση, τις μετακινήσεις πληθυσμών, ακόμη και από την πολιτική επικαιρότητα. Έτσι, ο Καραγκιόζης στη Θεσσαλονίκη γίνεται κάτι παραπάνω από θέαμα: γίνεται καθρέφτης της πόλης.

Καφενεία, αυλές και αίθουσες: Εκεί όπου ζωντάνευαν οι σκιές

Η Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων έσφυζε από μικρούς εφήμερους θιάσους θεάτρου σκιών. Δεν υπήρχαν θέατρα αφιερωμένα αποκλειστικά στον Καραγκιόζη – υπήρχαν, όμως, καφενεία και αυλές που μετατρέπονταν σε μικρές θεατρικές σκηνές, γεμάτες φωνές, μυρωδιές και σκιές που χόρευαν στο πανί.

Με το κρύο να μαζεύει τον κόσμο στις κλειστές αίθουσες, οι καραγκιοζοπαίχτες της Θεσσαλονίκης έβρισκαν καταφύγιο τον χειμώνα σε κινηματογράφους και θεατρικά στέκια. Εκεί, κάτω από το φως της λάμπας, το θέατρο σκιών έβρισκε προσωρινή στέγη – συχνά ακόμη και δίπλα στο καινούριο μεγάλο του ανταγωνιστή: τον κινηματογράφο. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, τα δύο θεάματα συνυπήρχαν. Πρώτα προβαλλόταν μια ταινία κι έπειτα ερχόταν η σειρά του Καραγκιόζη να σκορπίσει γέλιο, όπως γινόταν στον κινηματογράφο «Σπλέντιτ» κοντά στο Βαρδάρι τη σεζόν 1920-1921. Το καλοκαίρι, αντί για σαλόνια, οι ταράτσες των θερινών κινηματογράφων γίνονταν υπαίθριες σκηνές, με το πανί να τεντώνεται κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό, όπως στην ταράτσα του «Μοσκώφ» ή του «Αττικόν».

Ένα από τα πιο γνωστά σημεία που ανέβαιναν οι καραγκιοζοπαραστάσεις ήταν το Καφενείο «Σουφλί» στο Συντριβάνι, εκεί όπου βρίσκεται σήμερα το Άσυλο του Παιδιού. Το καφενείο «Παρθενών» στην Εθνικής Αμύνης διέθετε αυλή όπου φιλοξενούνταν παραστάσεις, ταχυδακτυλουργοί, κουκλοθέατρο αλλά μάλλον λόγω του αστικού του χαρακτήρα φιλοξένησε τον Καραγκιόζη μονάχα για λίγες παραστάσεις το καλοκαίρι του 1915.

Καφενείο «Παρθενών» 1903. Πηγή: Κολώνας, Β. Σ., Η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών: εικονογραφία της συνοικίας των εξοχών (1885-1912).

Το «Χατζή Μπαχτσέ», στο Μπεχτσινάρ δίπλα στο ζυθοποιείο «Νάουσα», φιλοξενούσε τακτικά παραστάσεις, ενώ οι εφημερίδες της εποχής διαφήμιζαν σταθερά θεάματα θεάτρου σκιών σε συνοικιακές γειτονιές, όπως το Μεβλεχανέ και η Χαριλάου.

Ταυτόχρονα, όμως, με τα καφενεία και τις θεατρικές αίθουσες ή τις ταράτσες των κινηματογράφων μπορούσε κανείς να συναντήσει και πλανόδιους καραγκιοζοπαίχτες που περιφέρονταν με τις φιγούρες τους σε κουτιά, στήνοντας πρόχειρες σκηνές σε γειτονιές και αυλές πολυκατοικιών. Ανάμεσα στο κοινό μπορούσες να δεις παιδιά της εργατικής τάξης και, πιο σπάνια, ανήσυχους διανοούμενους που έβλεπαν στον Καραγκιόζη μια αληθινή λαϊκή φωνή.

Πλανόδιος καραγκιοζοπαίκτης στην Χαλκέων αρχές 20ου αι. Πηγή: Παλιές φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης (Ομάδα Facebook)

Ο Τύπος της εποχής, βέβαια, δεν παρέλειπε να τονίζει τη λαϊκή και χαμαιπή καταγωγή του θεάματος αυτού και κατ’ επέκταση του κοινού του σε κάθε ευκαιρία:

«Μαζί με τα άλλα καλοκαιρινά θεάματα έκαμε την εμφάνισίν του και ο λαϊκός Καραγκιόζης. Και οι πληβείοι που δεν μπορούν να περνούν αλλού την ώρα των περνούν μερικές διασκεδαστικές ώρες»

Εφημερίς των Βαλκανίων, 26/4/1921, σ. 1.

«Εφέτος οι υπαίθριοι κινηματογράφοι δεν ανεφάνησαν. Αι συνοικίες στερούνται του θεάματος αυτού. Ευτυχώς υπάρχει ο Καραγκιόζης όπου καταφεύγει η Λαϊκουριά για να δροσιστή με τα φαιδρά καλαμπούρια του Χαριλάου»

Εφημερίς των Βαλκανίων 30/6/1928, σ. 2.

Καραγκιοζοπαίκτες: Οι αφανείς ήρωες

Πίσω από το πανί, πριν ανάψει η λάμπα και πάρουν ζωή οι φιγούρες, στεκόταν πάντα ένας αφανής ήρωας: ο καραγκιοζοπαίχτης. Με φωνές που άλλαζαν, αυτοσχεδιασμούς της στιγμής και φιγούρες φτιαγμένες στο χέρι, έδινε υπόσταση σε έναν ολόκληρο κόσμο – και στη Θεσσαλονίκη, οι μάστορες αυτής της τέχνης υπήρξαν αρκετοί και ξεχωριστοί.

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ονόματα της πόλης ήταν ο Χαρίλαος Πετρόπουλος, που ήρθε από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη το 1914, φέρνοντας μαζί και τις φιγούρες του. Ήδη από το 1919, ο Χαρίλαος είχε αποκτήσει ξεχωριστή θέση στη συνείδηση των Θεσσαλονικέων. Βαθιά ενταγμένος στην καθημερινότητα της πόλης, συναναστρεφόταν με τον κόσμο, αφουγκραζόταν τις ανησυχίες του, και αντανακλούσε στον Καραγκιόζη του την ίδια τη ζωή των ανθρώπων που τον παρακολουθούσαν. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς πως το όνομά του έγινε συνώνυμο με το θέατρο σκιών της Θεσσαλονίκης την εποχή του Μεσοπολέμου.

O Χαρίλαος Πετρόπουλος σε σκίτσο του Στρατή Δούκα. Εφημερίδα Μακεδονία, 1928.

Ανάμεσα στα ονόματα που άφησαν το αποτύπωμά τους στη σκηνή του θεάτρου σκιών της Θεσσαλονίκης ξεχωρίζει και ο Πάνος Λαμπρινός, ο οποίος μάλιστα είναι ο μόνος που καταγράφεται να δίνει παραστάσεις το 1925 στο «Ισραηλιτικόν Καφεζυθοπωλείον» – μια λεπτομέρεια που αποκαλύπτει το πολυπολιτισμικό φόντο της εποχής και τη διείσδυση του Καραγκιόζη σε ετερόκλητα κοινά.

Σκίτσο στην εφημερίδα Μακεδονία. 1933.

Άλλοι γνωστοί καραγκιοζοπαίκτες της Θεσσαλονίκης ήταν ο Βασίλης Βελής, βοηθός του Χαρίλαου, ο Νάσος Φωτεινός και ο Τζώρτζης.

Εφημερίδα Μακεδονία, 19/05/1919.

Οι παλαιότεροι περνούσαν τις τεχνικές και τα μυστικά από στόμα σε στόμα: πώς να κινείς τις φιγούρες, πώς να μιμείσαι τη φωνή του μπέη ή του Βεληγκέκα, πώς να κρατάς το κοινό σε αγωνία ή να προκαλείς αυθόρμητα γέλια με ένα απλό γύρισμα του Καραγκιόζη. Ήταν μια τέχνη μάλλον βιωματική παρά «επαγγελματική», μια προφορική παράδοση που δεν κατέγραφε σενάρια αλλά στηριζόταν στην ευστροφία και στην προσωπική επαφή με το κοινό.

Το θέατρο σκιών στη Θεσσαλονίκη ήταν μια υπόθεση ζωντανή και πολυσυλλεκτική – ένα θέαμα που γεννιόταν κάθε βράδυ ξανά, από το τίποτα: λίγο φως, λίγο πανί, και πολλή φαντασία.

Κι όμως, όσο γοητευτική κι αν ήταν η τέχνη αυτή, δεν μπόρεσε να σταθεί αλώβητη απέναντι στον κινηματογράφο, την τηλεόραση και, αργότερα, την ψηφιακή εποχή. Ο Καραγκιόζης αποσύρθηκε από τις ταράτσες και τα καφενεία, για να μείνει σε μουσεία, σχολικές γιορτές και αναλαμπές μνήμης – αλλά ποτέ δεν χάθηκε ολότελα.

Πηγές:

Κολώνας, Β. Σ. (2022). Η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών: εικονογραφία της συνοικίας των εξοχών (1885-1912). University Studio Press.

Κουτσογιάννης, Α. (2022). Το Θέατρο Σκιών στη Θεσσαλονίκη (1912-1940).

Τομανάς, Κ. (1994). Το θέατρο στην παλιά Θεσσαλονίκη (1η έκδ.). Νησίδες.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα