Ο Παύλος Μελάς και ο δρόμος με το όνομα του
Δρόμοι της πόλης που περπατάμε, που γνωρίζουμε αλλά αγνοούμε από ποιους επιφανείς πήραν το όνομα τους.
Δρόμοι της πόλης που περπατάμε, που γνωρίζουμε αλλά αγνοούμε από ποιους επιφανείς πήραν το όνομα τους.
Συνεχίζουμε με την οδό Παύλου Μελά.
Ποιος ήταν ο Παύλος Μελάς
Γεννήθηκε στη Μασσαλία το 1870, αλλά η οικογένεια του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα τέσσερα χρόνια αργότερα. Ήταν Έλληνας στρατιωτικός, αξιωματικός πυροβολικού του ελληνικού στρατού και μακεδονομομάχος.
Ήταν ένα από τα επτά παιδιά της Ελένης Βουτσινά, κόρης εύπορου Κεφαλλονίτη εμπόρου από την Οδησσό, και του Ηπειρώτη έμπορου Μιχαήλ Μελά, γόνου σημαντικής εμπορικής οικογένειας. Η οικογένεια του Μελά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1874 και κατοίκησε σε ένα κτήριο της οδού Πανεπιστημίου, που σήμερα αποτελεί το Μέγαρο της Αθηναϊκής Λέσχης. Ο πατέρας του, που, όπως και άλλοι Έλληνες επιχειρηματίες της διασποράς, μετέφερε τις επιχειρήσεις του και εγκαταστάθηκε επίσης στην Αθήνα το 1876, είχε ενστερνιστεί το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, της διεύρυνσης των συνόρων του ελληνικού κράτους ώστε να συμπεριλάβουν όλες τις περιοχές όπου κατοικούσαν Έλληνες.
Στη Μασσαλία είχε δώσει στον Παύλο το όνομα ενός προγόνου του που είχε σκοτωθεί στην έξοδο του Μεσολογγίου, ενώ στην Αθήνα ανέπτυξε φιλανθρωπική και εθνική δράση και το 1878 έγινε ταμίας της Εθνικής Άμυνας, μιας οργάνωσης που υποστήριζε αλυτρωτικές κινήσεις στην Ηπειροθεσσαλία και την Κρήτη. Ασχολήθηκε με την πολιτική, το 1890 εκλέχτηκε βουλευτής Αττικής και τον επόμενο χρόνο δήμαρχος Αθηνών. Ο Μελάς μεγάλωσε σε αυτή την ατμόσφαιρα (κάποια στιγμή μάλιστα έτυχε να ανακάλυψει στο σπίτι τους όπλα που προορίζονταν για την Κρήτη) και συχνά φανταζόταν τον εαυτό του ως αντάρτη. Μεταξύ των δύο συνήθων επιλογών για τους γόνους αστικών οικογενειών, συμπεριλαμβανομένων των αδελφών του, δηλαδή της νομικής και των στρατιωτικών σπουδών, ο Μελάς, υπό την επήρεια του οικογενειακού κλίματος και του αντίκτυπου εθνικών κρίσεων επέλεξε τη στρατιωτική σταδιοδρομία.
Το Σεπτέμβριο του 1886 ξεκίνησε την πενταετή του εκπαίδευση στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων στον Πειραιά, απ’ όπου αποφοίτησε ως ανθυπολοχαγός του πυροβολικού τον Αύγουστο του 1891. Το ίδιο καλοκαίρι γνώρισε τη Ναταλία Δραγούμη, κόρη του καταγόμενου από το Βογατσικό της Μακεδονίας πολιτικού και πρώην υπουργού Εξωτερικών στις κυβερνήσεις του Χαρίλαου Τρικούπη, Στέφανου Δραγούμη. Ο Μελάς και η Δραγούμη παντρεύτηκαν τον Οκτώβριο του 1892 και απέκτησαν δύο παιδιά, το Μιχαήλ (χαϊδευτικά Μίκης) το 1894 και τη Ζωή το 1898. Απέναντι στα παιδιά του, που αποτελούσαν πηγή ικανοποίησης, ο Μελάς δε δίσταζε να συμπεριφερθεί με αγάπη και με απροσχημάτιστη παιδικότητα ακόμη και ενώπιον άλλων. Αλληλοσυμπληρούμενοι, η Ναταλία εκτιμούσε την παιδικότητα που χαρακτήριζε το Μελά και τον στήριζε στις αποφάσεις του, ενώ ο Μελάς τις λογικές συμβουλές της και λυπόταν που δεν αισθανόταν άξιος να διαδραματίσει το ρόλο του προστάτη της.
Τον Αύγουστο του 1894 ο Μελάς συμμετείχε μαζί με άλλους 85 αξιωματικούς στην καταστροφή των γραφείων της εφημερίδας Ακρόπολις, που μετά τον αναίτιο ξυλοδαρμό ενός πολίτη από τρεις αξιωματικούς είχε δημοσιεύσει ένα πρωτοσέλιδο άρθρο που κατήγγειλε τον αυταρχισμό τους και αμφισβητούσε τη χρησιμότητα του σώματος των αξιωματικών.
Υπήρξε δραστήριο μέλος της Εθνικής Εταιρείας, μιας μυστικής οργάνωσης, που είχε ως σκοπό την αναζωπύρωση του εθνικού φρονήματος και την απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων με κάθε θυσία, και έπαιξε αρνητικό ρόλο στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897.
Με την έκρηξη του πολέμου μάχεται στα μέτωπα της Θεσσαλίας, ως διοικητής ουλαμού της 2ης Πεδινής Πυροβολαρχίας. Είναι αισιόδοξος για την έκβασή του, ώστε γράφει στους γονείς του: «…Αν ο θεός μας βοηθήση ολίγον, σύντομα θα λάβετε γράμμα μου από την Θεσσαλονίκην. Ώστε θάρρος, αγαπητοί μου γονείς, θάρρος και πεποίθησιν· διότι και αν φέρη ο διάβολος, να νικηθώμεν, θα νικηθώμεν παλικαρίσια…».
Δέκα μέρες αργότερα, η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί τον απογοητεύει και τον αηδιάζει.
«Οι ηλίθιοι που φωνάζουν εναντίον του (εννοεί τον διάδοχο Κωνσταντίνο) έπρεπε να είναι εις την Λάρισσαν την επαύριο, της ατίμου, ατίμου, ατίμου φυγής μας, δια να ιδούν την κατάστασιν του στρατού και ν’ αντιληφθούν αν ήτο δυνατόν να κάμη μαζί του ένα βήμα προς τα εμπρός…» γράφει εκ νέου στους γονείς του.
Στις αρχές του 20ου αιώνα τον απασχολεί έντονα η κατάσταση στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και τον ανησυχεί η δράση των κομιτατζήδων, που επιδιώκουν την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Τον επηρεάζει έντονα ο Μακεδόνας πεθερός του Στέφανος Δραγούμης, ενώ έχει πληροφόρηση από πρώτο χέρι από τον αδελφό της γυναίκας του Ίωνα Δραγούμη, που υπηρετεί ως υποπρόξενος στο Μοναστήρι (σημερινή Μπίτολα ΠΓΔΜ).
Τον Φεβρουάριο του 1904, μαζί με άλλους τρεις αξιωματικούς, τους λογαχούς Αλέξανδρο Κοντούλη και Αναστάσιο Παπούλα και τον ανθυπολοχαγό Γεώργιο Κολοκοτρώνη, συμμετέχει σε μυστική αποστολή στη Μακεδονία με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας (Μίκης, από το όνομα του γιου του Μιχαήλ, που τον φωνάζουν χαϊδευτικά Μίκη και Ζέζας, από το όνομα της κόρης του Ζωής, που τη φωνάζουν χαϊδευτικά Ζέζα), κατόπιν εντολής της κυβέρνησης Θεοτόκη. Η ομάδα των τεσσάρων αξιωματικών, συνοδευόμενη από μακεδόνες αγωνιστές, δραστηριοποιήθηκε στη δυτική Μακεδονία, αλλά οι κινήσεις της έγιναν αντιληπτές από τους Τούρκους, οι οποίοι ζήτησαν από την ελληνική κυβέρνηση την ανάκλησή τους. Έτσι, ο Μελάς μαζί με τους τρεις άλλους αξιωματικούς επέστρεψαν στην Αθήνα στις 29 Μαρτίου.
Τον Ιούλιο, ενώ υπηρετούσε στη Σχολή Ευελπίδων, ζήτησε 20ήμερη άδεια και έκανε ένα δεύτερο ταξίδι στη Μακεδονία. Στο πλαστό διαβατήριό του αναγραφόταν το όνομα Πέτρος Δέδες και ως επάγγελμα δήλωνε ζωέμπορος. Μόλις έφθασε στην Κοζάνη συναντήθηκε με το ντόπιο ελληνικό στοιχείο και αποφασίστηκε η συγκρότηση ενόπλων σωμάτων με τη στρατολόγηση ανδρών από τις γύρω περιοχές και η ανάληψη άμεσης δράσης στη Δυτική Μακεδονία. Επέστρεψε στην Αθήνα στις 3 Αυγούστου γεμάτος αισιοδοξία για την έκβαση του Αγώνα.
Μετά από 15 ημέρες ζήτησε κι έλαβε τετράμηνη άδεια από το στράτευμα για να αναλάβει επίσημα την αρχηγία του Μακεδονικού Αγώνα στην περιοχή της Καστοριάς και του Μοναστηρίου, κατόπιν υπόδειξης του Μακεδονικού Κομιτάτου.
Στις 28 Αυγούστου ο Καπετάν Μίκης Ζέζας διέβη τα σύνορα, συνοδευόμενος από αρκετούς Μακεδόνες, Λάκωνες και Κρήτες, και στα μέσα Σεπτεμβρίου στρατοπέδευσε στην περιοχή της Καστοριάς. Στις 13 Οκτωβρίου του 1904 εισήλθε στο χωριό Στάτιστα για να αναπαυτεί αυτός και οι άνδρες του. Όμως, ο Βούλγαρος αρχικομιτατζής Μήτρος Βλάχος, προκειμένου να τον βγάλει από τη μέση, ειδοποίησε τις οθωμανικές αρχές. Επί τόπου κατέφθασε ισχυρό στρατιωτικό απόσπασμα, αποτελούμενο από 150 άνδρες και στη συμπλοκή που ακολούθησε, ο Παύλος Μελάς τραυματίστηκε σοβαρά στην οσφυϊκή χώρα και μετά από μισή ώρα άφησε την τελευταία του πνοή.
Το κεφάλι του αποκόπηκε από τους συμπολεμιστές του και τάφηκε στο ναό της Αγίας Παρασκευής στο Πισοδέρι. Το σώμα του παραδόθηκε από τις οθωμανικές αρχές στον μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό (Καραβαγγέλη) και τάφηκε στον βυζαντινό ναό των Ταξιαρχών στην Καστοριά, όπου αναπαύεται και η κάρά του από το 1950. Στον ίδιο ναό έχει ταφεί και η σύζυγός του Ναταλία, κατ’ επιθυμίαν της.
Ο θάνατος του Παύλου Μελά έγινε γνωστός στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου και συγκλόνισε την κοινή γνώμη, λόγω του ακέραιου και αγνού χαρακτήρα του ανδρός, αλλά και του γνωστού ονόματος της οικογένειάς του, που είχε μεγάλους δεσμούς με τη Μακεδονία και την κοινωνία των Αθηνών. Η θυσία του σηματοδότησε την ουσιαστική έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα, που κορυφώθηκε με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913.
Για τις ακριβείς συνθήκες του θανάτου του Μελά υπάρχει πλήθος εκδοχών. Το οθωμανικό απόσπασμα εντόπισε ένα από τα κρησφύγετα των Ελλήνων και ξέσπασαν πυροβολισμοί. Περικύκλωσε επίσης το σπίτι όπου έμεναν ο Μελάς, ο Πύρζας, ο Ντίνας, ο Χατζητάσης και ένας Κρητικός ονόματι Στρατινάκης, το οποίο καταδεικνυόταν σαφώς στο γράμμα του Μήτρου Βλάχου. Οι περισσότερες αφηγήσεις συντρόφων του Μελά αμφισβητούν το ότι υπήρξε σημαντική μάχη και είναι αμφίβολο αν ο Μελάς και όσοι ήταν μαζί του συμμετείχαν.
Ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς έγραψε για το θάνατό του:
«Σε κλαίει λαός. Πάντα χλωρό να σείεται το χορτάρι
στον τόπο που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλικάρι.
Πανάλαφρος ο ύπνος σου του Απρίλη τα πουλιά
σαν του σπιτιού σου να τ’ ακούς λογάκια και φιλιά,
και να σου φτάνουν του σκληρού χειμώνα οι καταρράχτες
σαν τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες.
Πλατιά του ονείρου μας η γη και απόμακρη.
Και γέρνεις εκεί και σβεις γοργά.
Ιερή στιγμή. Σαν πιο πλατιά τη δείχνεις και τη φέρνεις
σαν πιο κοντά! »
Όλες οι εκδοχές συγκλίνουν πως κάποια στιγμή τη νύχτα ο Μελάς προσπάθησε να διαφύγει, όμως τραυματίστηκε θανάσιμα. Οι μαρτυρίες ποικίλουν για το αν ο Μελάς τραυματίστηκε από βόλι του οθωμανικού αποσπάσματος ή των ανδρών του σώματός του, συγκεκριμένα από εκπυρσοκρότηση του όπλου του Πύρζα. Μετά τον τραυματισμό του ο Μελάς ζήτησε από τον Πύρζα να παραδώσει το σταυρό του στη σύζυγό του, το τουφέκι του στο γιο του και το κωνσταντινάτο του στην Έφη Καλλέργη. Οι μαρτυρίες ποικίλουν επίσης για το αν, ύστερα από τον τραυματισμό του, ο Μελάς απεβίωσε, αυτοκτόνησε, ζήτησε από τον Ντίνα να τον αποτελειώσει ή ο τελευταίος τον σκότωσε αυτόβουλα. Φαίνεται πως ο Μελάς ήταν ο μοναδικός νεκρός της ελληνικής πλευράς. Όλοι οι άνδρες του σώματός του διέφυγαν, εκτός από τους επτά που βρίσκονταν στο σπίτι που πολιόρκησε ο οθωμανικός στρατός, οι οποίοι παραδόθηκαν και το 1905 καταδικάστηκαν σε φυλάκιση πέντε ετών για σύσταση συμμορίας. Οι σύνοικοι του Μελά άφησαν στον αχυρώνα του σπιτιού όπου βρίσκονταν τη σορό του Μελά, η οποία τάφηκε από χωρικούς της Στάτιστας ενδεχομένως την ίδια νύχτα, και κατευθύνθηκαν προς το κοντινό Ζέλοβο.
Το πρωί της επομένης (14η Οκτωβρίου) από τον θάνατο του οι τέσσερεις σύνοικοι του Μελά φτάσαν στο Ζέλοβο (σημ. Ανταρτικό) όπου συνάντησαν τον Καούδη και τον Κύρου και τους πληροφόρησαν για το θάνατο του αρχηγού τους. Την ίδια μέρα ο Ντίνας στάλθηκε στη Στάτιστα, απ’ όπου επέστρεψε δυο μέρες αργότερα λέγοντας ότι υπήρχε κίνδυνος να «πάρουν το κεφάλι» της σορού. Το βράδυ της 17ης αναχώρησαν για τη Μπελκαμένη (σημ. Δροσοπηγή) όλοι οι Μακεδονομάχοι, εκτός από τον Κύρου που παρέμεινε στο Ζέλοβο, ενώ ο Ντίνας στάλθηκε πάλι στη Στάτιστα εφοδιασμένος από τον Καούδη με πέντε λίρες για να ανακτήσει τη σορό του Μελά. Το πρωί της 18ης Οκτωβρίου ο Ντίνας εμφανίστηκε στο Ζέλοβο φέροντας το κεφάλι του Μελά και λέγοντας στον Κύρου και στον υπάλληλο του ελληνικού προξενείου του Μοναστηρίου, που μόλις λίγες ώρες πριν είχε έρθει στο χωριό, ότι, ενώ έκανε την εκταφή του νεκρού, στο χωριό εμφανίστηκε οθωμανικός στρατός και γι’ αυτό έκοψε βιαστικά το κεφάλι του νεκρού και έφυγε.
Το κεφάλι του Μελά τάφηκε στο παρεκκλήσι του ναού της Αγίας Παρασκευής στο χωριό Πισοδέρι από τον παπα – Σταύρο Τσάμη, ενώ μετά από έρευνα στη Στάτιστα ο οθωμανικός στρατός εντόπισε το ακέφαλο σώμα και το μετέφερε στην Καστοριά στις 23 Οκτωβρίου. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, ο καϊμακάμης της Καστοριάς εντόπισε πάνω στο νεκρό του Μελά γράμματα προς τον «κύριο Τζέτζα», ψευδώνυμο του Μελά, χάρη στα οποία ο Καραβαγγέλης αντιλήφθηκε την ταυτότητα του νεκρού και επέμεινε να παραδοθεί στον ίδιο για να τον κηδεύσει ως Έλληνα. Μπροστά στην επιμονή του καϊμακάμη να τον παραδώσει σε Βούλγαρο ιερέα, ο Καραβαγγέλης κινητοποίησε τη νεολαία της Καστοριάς και στη συνέχεια ζήτησε τη μεσολάβηση των ντόπιων μπέηδων, προειδοποιώντας ότι μπορεί να συμβούν ταραχές που θα έβλαπταν την ειρηνική συμβίωση Τούρκων και Ελλήνων.
Οι μπέηδες της Καστοριάς ανάγκασαν τον καϊμακάμη να παραδώσει στον Καραβαγγέλη το σώμα του Μελά, το οποίο και τάφηκε στον περίβολο από το βυζαντινό παρεκκλήσι των Ταξιαρχών κοντά στο Μητροπολιτικό Μέγαρο Καστοριάς. Το 1907 ο Στέφανος Δραγούμης ζήτησε από τον Καραβαγγέλη να παρευρεθεί η Ναταλία στην μετά τριετία εκταφή του σώματος του συζύγου της καθώς και να του δοθεί το κεφάλι του Μελά. Ο Καραβαγγέλης φρόντισε να έρθει το κεφάλι του Μελά από το Πισοδέρι στην Καστοριά και η Ναταλία επιβεβαίωσε, χάρη σε τρία χρυσά δόντια που η αδερφή του δεσπότη, Κλεονίκη, εντόπισε στο στόμα του, ότι επρόκειτο για το κεφάλι του Μελά, το οποίο ο Καραβαγγέλης έθαψε στην Καστορια μαζί με το υπόλοιπο σώμα, κάτω από την Αγία Τράπεζα του μητροπολιτικού ναού της πόλης. Τον Ιούλιο του 1950 τα οστά του Μελά μεταφέρθηκαν σε τάφο στο εσωτερικό του παρεκκλησίου των Ταξιαρχών.
Στις 16 Οκτωβρίου ο Πύρζας έστειλε με καθυστέρηση ενημερωτική επιστολή στο προξενείο του Μοναστηρίου, το τηλεγράφημα του οποίου της 17ης Οκτωβρίου προς το ελληνικό ΥπΕξ έφθασε στην Αθήνα στις 18, οπότε και ενημερώθηκαν για το θάνατο του Μελά οι Δραγούμηδες, ενώ την επομένη το νέο δημοσιεύθηκε στον τύπο. Στις εκκλησίες της Ελλάδας τελέστηκαν μνημόσυνα για το Μελά, ενώ στα σχολεία εκφωνήθηκε μια ομιλία συνταγμένη από την «Επίκουρο των Μακεδόνων Επιτροπή» που τον εξυμνούσε ως γενναίο «Βουλγαροκτόνο», απόστολο της Μεγάλης Ιδέας και φιλόπατρι θυσιασθέντα υπέρ της ελευθερίας, αντάξιο των μεγάλων ανδρών της αρχαίας Ελλάδας. Σύμφωνα με την αφήγηση που κυριάρχησε, ο Μελάς βρήκε εκούσιο θάνατο αψηφώντας χάρη στη φιλοπατρία του τους κινδύνους που διέτρεχε, καθώς ο αθηναϊκός τύπος έγραψε ότι ο Μελάς πυροβολήθηκε αφότου είχε διασπάσει μαζί με το σώμα του τις γραμμές των τούρκων στρατιωτών. Η διασπορά πολλών διαφορετικών φημών σχετικά με το γεγονός και η προσπάθεια απόκρυψης ενοχλητικών λεπτομερειών —όπως του ότι οι μακεδονομάχοι ανέμεναν να μη δεχτούν επίθεση των οθωμανικών αρχών και του ότι αυτές τους επιτέθηκαν επειδή νόμιζαν ότι είναι βουλγαρική ομάδα, που “ευλόγως”, κατά τον Έλληνα πρόξενο στο Μοναστήρι, αποκρύφθηκαν από την ελληνική κοινή γνώμη— κάλυψαν κάτω από ένα πέπλο μυστηρίου τις συνθήκες θανάτου του Μελά.
Στα μέσα Νοεμβρίου ανέλαβε ως διάδοχος του Μελά στη θέση του αρχηγού των ελληνικών σωμάτων στη δυτική Μακεδονία ο Γεώργιος Τσόντος, που έγινε γνωστός ως «καπετάν Βάρδας», κατάφερε τα πρώτα αξιόλογα πλήγματα στον αντίπαλο, αποκατέστησε το κύρος της ελληνικής πλευράς στα μάτια των ντόπιων και αναδείχθηκε ο σημαντικότερος αξιωματικός του Μακεδονικού Αγώνα. Το 1907 ο Τσόντος-Βάρδας πληροφορήθηκε ότι δύο χρόνια νωρίτερα, το 1905, φοβούμενος για τη ζωή του, επειδή είχε θανατώσει το Μελά, ο Ντίνε μετανάστευσε στις ΗΠΑ. Τρία χρόνια αργότερα, ένας Έλληνας πράκτορας έγραψε στον πεθερό του Μελά, Στέφανο Δραγούμη, ότι συνέχιζε να αναζητεί τον Ντίνε αποφασισμένος να του δώσει «οικτρόν θάνατον» ως προδότη και υπεύθυνο για το θάνατο του Μελά.
Στη Θεσσαλονίκη τιμάται ως ήρωας και έχουν ονομαστεί προς τιμήν του κεντρικοί δρόμοι της πόλης, καθώς και ο Δήμος Παύλου Μελά.
Η ιστορία του δρόμου
Η Παύλου Μελά είναι ένας κεντρικός δρόμος στη Θεσσαλονίκη με μεγάλη ιστορία. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τον διαγώνια οδό, η οποία συνδέει δύο σπουδαία μνημεία. Είναι ο άξονας που ξεκινά από την ιστορική Αγία Σοφία και καταλήγει στο τοπόσημο του Λευκού Πύργου,
Η αρχιτεκτονική κληρονομιά του δρόμου διασώθηκε σε μεγάλο βαθμό και μέχρι σήμερα τον κοσμούν εξόχως διατηρημένα ή αναπλασμένα νεοκλασικά διαμάντια.
Ο σπουδαίος διαγώνιος δρόμος χαράχτηκε πάνω στη συνοικία Νταμπάγ Χαϊρεντίν, παλιό βιοτεχνικό κέντρο της πόλης κατά την Τουρκοκρατία. Ο σχεδιασμός της από τον Εμπράρ, έως μια λαμπρή σκηνογραφική διαφυγή προς τη θάλασσα προέβλεπε πολυκατοικίες χωρίς ισόγεια καταστήματα, τη μέση του οδοστρώματος οριοθετούσαν εντυπωσιακοί φανοστάτες, ενώ υπαίθρια καφενεία την καθιστούσαν ιδανικό στέκι με ευρωπαϊκό αέρα.
Σημεία κατατεθέν του δρόμου ήταν οι κινηματογράφοι του. Τα Ηλύσια του 1929 με τους εξώστες και τα θεωρεία, ένα αληθινό κινηματογραφικό παλάτι και το εναλλακτικό Ριβολί όπου προβλήθηκε ένα πιο εναλλακτικό ποιοτικό πρόγραμμα και γεννήθηκαν στη δεκαετία του 80 οι μεταμεσονύκτιες προβολές από την ομάδα ”Πέρα από τα σύνορα” ενώ σήμερα στη θέση του στεγάζεται το Ergon.
Στις μαύρες σελίδες της ιστορίας του δρόμου η δολοφονία το 1938 του καπνέμπορου Ν. Μοσκώφ έξω από το σπίτι του από απολυμένο υπάλληλο του. Από τα πιο διάσημα στέκια του δρόμου το Εδωδιματοπολείο Ήβη, το Ουζερί Τσιτσάνης, το ζαχαροπλαστείο Αλμονσίνο, το λαϊκό κέντρο Στέκι.
Μέγαρα με ονόματα (Ετάτυρα, Βαλαούρη), αντικατέστησαν παλιά δυσώδη κτίσματα, σε μια πρώην πυκνοκατοικημένη μέχρι πριν την πυρκαγιά περιοχή όπου θέριζε η χολέρα (1911). Η ένδοξη ανάπλαση βέβαια σταματούσε εκεί, καθώς το κομμάτι της Τσιμισκή μέχρι την έκθεση άργησε πολύ να διανοιχτεί λόγω των δεκάδων σπιτιών-παραπηγμάνων και της σθεναρής αντίστασης της Εκκλησίας. Μόλις το 1955 οι αντιστάσεις κάμφθηκαν και η παλιά Χαμιντιέ έδωσε τη θέσης στην ολοκληρωμένη υπέρλαμπρη Τσιμισκή που άλλαξε το κέντρο.
Η κατάσταση του δρόμου σήμερα
Η οδός Παύλου Μελά παραμένει μέχρι σήμερα μία από τις κεντρικότερες οδούς στη Θεσσαλονίκη. Είναι η διαγώνιος στην οποία μπορείς να βρεις τα πάντα. Από cafe-bar και ζαχαροπλαστεία μέχρι μαγαζιά ένδυσης/υπόδησης και κουρεία/μπαρμπέρικα.
Με μία σύντομη βόλτα θα συνειδητοποιήσεις πως καθημερινά πολύς κόσμος περνάει από την Παύλου Μελά και η κίνηση στους δρόμους είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της.
Αν κοιτάξεις ψηλά θα έχεις την ευκαιρία να θαυμάσεις την απίστευτη αρχιτεκτονική κληρονομιά, η οποία έχει διασωθεί σε μεγάλο βαθμό.
Φυσικά εκεί που η Παύλου Μελά συναντά την παραλία στο πάρκο απέναντι από το Λευκό Πύργο βρίσκεται το άγαλμα του, το οποίο φιλοτέχνησε η εγγονή του, Ναταλία Μελά, κόρη του Μιχαήλ Μελά και της Αλεξάνδρας Πεσμαζόγλου, η οποία ήταν κόρη του Ιωάννη Πεσμαζόγλου, ιδρυτή της Εθνικής Τράπεζας.
Το άγαλμα βρίσκεται τοποθετημένο σε μαρμάρινο βάθρο στο οποίο αναγράφεται: ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ 1870 – 1904.
Ιστορικές πληροφορίες από: Η διαδρομή της μνήμης, Τσιμισκή, Αγ. Σοφίας, Διαγώνιος- Γ. Αναστασιάδης-Ε. Χεκίμογλου (Univercity Studio Press), Κάποτε στη Θεσσαλονίκη, Στ. Σιμιτζής (Univercity Studio Press), SanSimera, Wikipedia.