Ο πολυτάλαντος Άρις Γεωργίου
Μια συζήτηση με τον Θεσσαλονικιό δημιουργό και οραματιστή με το πολύπτυχο και πολυδιάστατο έργο.
Αρχιτέκτων, φωτογράφος, εικαστικός, συγγραφέας και γραφίστας ισορροπεί με επιτυχία ανάμεσα στην ελευθερία και την πειθαρχία χάρις στην αγάπη του για κάθε μορφή τέχνης.
Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Montpellier της Γαλλίας, από όπου πήρε και το μεταπτυχιακό δίπλωμα D.E.A. πολεοδομίας. Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη στο τέλος της δεκαετίας του ’70 συνεργάζεται για μια εξαετία με το ραδιοφωνικό σταθμό EPT Μακεδονίας σε προγράμματα για τη φωτογραφία, τη σύγχρονη τέχνη και τη μουσική και παράλληλα από το 1977 ξεκινά να εκθέτει ζωγραφική και φωτογραφία σε πολυάριθμες ατομικές και ομαδικές εκθέσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό.
Ο λόγος για τον Θεσσαλονικιό δημιουργό και οραματιστή Άρι Γεωργίου με το πολύπτυχο και πολυδιάστατο έργο.
Από το 1984 θα αρχίσει να συνδέει άρρηκτα το όνομα του με τη φωτογραφία στη Θεσσαλονίκη ως ιδρυτικό στέλεχος και μέλος του PARALLAXIS, του Συνδέσμου για την προώθηση της δημιουργικής φωτογραφίας και την ανάδειξη της ως καλλιτεχνικό μέσο έκφρασης.
Ο Άρις Γεωργίου, θέτοντας τα θεμέλια της φωτογραφικής σκηνής της Θεσσαλονίκης, υπήρξε το 1988 ο εμπνευστής και επί δεκαπενταετία διοργανωτής της Φωτογραφικής Συγκυρίας (Photosynkyria) – του ετήσιου διεθνούς φεστιβάλ φωτογραφίας της Θεσσαλονίκης, αναντίρρητου επιχειρήματος για την ίδρυση εδώ του μοναδικού κρατικού θεσμού για την φωτογραφία, του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης του οποίου το 1998 αναλαμβάνει με τετραετή θητεία τη διεύθυνση.
Αφορμή για την κουβέντα με τον Άρι Γεωργίου στάθηκε η ποιητική συλλογή του με τίτλο «Ημερομηνίες», η οποία αποτελείται από ποιήματα – «ημερομηνίες» που χρονολογούνται πριν τέσσερις δεκαετίες και που εκδόθηκαν πρόσφατα από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν, αλλά και το σύνολο του έργου του.
Πήγατε στη Γαλλία το 1971 –μόλις 3 χρόνια μετά τον Μάη του ‘68– σε ένα ανήσυχο και επαναστατικό περιβάλλον για να σπουδάσετε αρχιτεκτονική. Πως πιστεύετε ότι έχουν επιδράσει αυτά τα χρόνια και οι σπουδές σας στην καλλιτεχνική σας ταυτότητα;
«Δραστικά, κομβικά, κρίσιμα, θεμελιακά. Όχι τόσο λόγω σπουδών. Πολύ περισσότερο λόγω βιωματικής κατάδυσης σε μια κοινωνία που παρασάγγας απείχε από εκείνη της “χουντικής” Ελλάδας του ’60 και του ’70 από την οποία προερχόμουν. Δεν υπήρξα ποτέ “αντιστασιακός” αντίθετα από ό,τι κάποιοι καλοί Γάλλοι φίλοι έτειναν να θέλουν να πιστεύουν “ρομαντικά” για όλους τους εξ Ελλάδος φοιτητές των γαλλικών πανεπιστημίων τότε. Αλλά είναι αλήθεια πως το “σοκ” από την σύγκριση των δύο κοινωνιών ήταν καταλυτικό. Τα έξι χρόνια των σπουδών, από τις οποίες ελάχιστα πράγματα θυμάμαι σε ζητήματα αρχιτεκτονικής, υπήρξαν το πεδίο όπου ξετυλίχτηκαν όλες οι διαστάσεις και οι παράμετροι που συνθέτουν μια σύγχρονη δυτική κοινωνία, και δη η γαλλική, στις οποίες προσέκρουε και “σκάλωνε” αδιακρίτως αλλά και άναρχα η τότε νεανική μου ψυχοσύνθεση, εύπλαστη και απορροφητική όσο και θεμελιακά φυγόπονη ή λανθανόντως επικούρεια.
Εκεί εκτέθηκα για πρώτη φορά σε ερεθίσματα που θα ήταν αδύνατο ή δύσκολο να συναντήσω στην Ελλάδα, σε τρόπο ζωής και σκέψης που είχε φτάσει στο απόγειο της επανεξέτασης αξιών μέσα από την, πρόσφατη τότε, ανακατάταξη προτεραιοτήτων του περίφημου “Μάη του ’68”. Όλα ή σχεδόν όλα ήταν ανάποδα. Και όσες αξίες ποιότητας κουβαλούσα έτσι κι αλλιώς από μια προνομιακή εφηβική ζωή στην Θεσσαλονίκη ήρθαν να συνταχθούν και να συμπράξουν με εκείνες που πρωτογνώριζα στην Γαλλία και να οικοδομήσουν μαζί ένα σύμπαν που θα γινόταν το σύστημα αναφοράς της μετέπειτα ζωής μου.»
Ο στίχος του ποιητή Friedrich Hölderlin «…ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος…» φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα τον φιλόσοφο Martin Heidegger, ο οποίος στοχάζεται στο ομώνυμο δοκίμιο του την ουσία του «κατοικείν». Ένα μεγάλο μέρος του έργου σας καθώς και το επάγγελμα και οι σπουδές σας αφορούν την αρχιτεκτονική. Υπό αυτό το πρίσμα ποιες είναι οι σκέψεις σας για την ουσία του «κατοικείν» και κατ’ επέκταση του «κτίζειν»;
«Σε αυτού του τύπου τα «βαθειά νερά», σε τέτοιας τάξεως προβληματική, επιχειρούσαν να μας ποντίσουν τα μαθήματα του αείμνηστου καθηγητή μας Claude-Henri Rocquet, πολύ περισσότερο μέσα από την «Ποιητική του χώρου» του Γκαστόν Μπασελάρ από όσο κατά Χάιντεγκερ. Οι ιδέες, ο «Λόγος» καθώς και η «ποιητική» παρέμεναν, κατά τη διάρκεια των σπουδών στο Μονπελλιέ, έννοιες μακριά από το χειροπιαστό της αρχιτεκτονικής που τότε ψάχναμε μαζί με τον συνάδελφο συμφοιτητή μου Serge D’Amato με τον οποίο εξάλλου υποστηρίξαμε κοινή διπλωματική με ελληνικό θέμα. Τον καθηγητή μου τον Rocquet, βαθυστόχαστο ποιητή και συγγραφέα, τον ξαναβρήκα τριάντα χρόνια αργότερα στο Παρίσι και, διατηρώντας έκτοτε μια τακτική επαφή μαζί του, μπόρεσα, έστω τόσο ετεροχρονισμένα, να πλησιάσω τα ερμητικά νοήματα της διδασκαλίας του, κάτι πάντως για το οποίο συνεπικούρησε και η εν τω μεταξύ συσσώρευση επαγγελματικής και βιωματικής πείρας.
Το «ποιείν», το αρχετυπικό «ποιείν», εκείνο που περιέχει το «γεννάν», το «επινοείν», το «δομείν», εν τέλει το «δημιουργείν», είναι πιο σίγουρο πως θα το συναντήσουμε αυτούσιο, αγνό και αμόλυντο, στο «κατοικείν» των πρώτων κοινωνιών, στις πρωτοβουλίες επίλυσης προβλημάτων, ικανοποίησης αναγκών του προϊστορικού ανθρώπου, εκεί δηλαδή όπου η έννοια της «τέχνης» συνέπιπτε de facto με την έννοια της «τεχνικής», από όσο στις κοινωνίες του πολιτισμού, των πολιτισμών, της επιστήμης, των τεχνών. Προφανώς το «ποιείν», η «ποίηση», η «ποιητική», διατρέχει πολλαπλώς ―αλλά όχι και ταυτοσήμως― ολόκληρο τον πολιτισμό και την ιστορία του, πώς εξάλλου θα ζούσαμε σε έναν κόσμο που δεν στερείται εμπνευσμένων ενεργημάτων, μνημείων, επιτευγμάτων. Που όμως παραμένουν λιγότερο ή περισσότερο φωτεινές εξαιρέσεις σε έναν ωκεανό κακότητας.
«Ποιητικά» λοιπόν κατοικεί ο άνθρωπος, κατά συνέπεια «ποιητικά» και κτίζει, μόνον εφόσον το πραγματικό «ποιείν» διέπει έστω και λίγο την καθημερινότητά του, την ψυχοσύνθεσή του, την «στάση» του. Δεν απαντάται αυτό σε όλους, δεν απαντάται σε όλη την αρχιτεκτονική και, προς θεού, δεν απαντάται συχνά στο «κτίζειν». Στο όχι ιδιαίτερα εκτεταμένο αλλά ποικίλο αρχιτεκτονικό μου έργο είχα την τάση να κινητοποιούμαι αποτελεσματικότερα όταν οι δυνατότητες για την ενεργοποίηση του «ποιείν» έδειχναν να υπερσκελίζουν εκείνες του απλού επαγγελματικού βιοπορισμού, όταν η «εντολή» από μέρους του εντολέα έδειχνε να εναρμονίζεται αβίαστα με την πέραν απολύτου ελέγχου προσωπική μου αρχιτεκτονική «ενόρμηση». ‘Ετσι εξάλλου, αρκετά αργά στην επαγγελματική ζωή μου, άρχισα να πείθομαι πως η αρχιτεκτονική μπορεί να είναι και τέχνη.»
Οι «Ημερομηνίες» είναι ποιήματα που καλύπτουν μια χρονική περίοδο από το 1977 έως το 1984. Πως αισθάνεστε που εκδόθηκαν τώρα, 40 χρόνια έπειτα από τη συγγραφή τους.
«Οτιδήποτε κάνουμε, εφόσον δεν δημοσιοποιείται, δεν “επικοινωνείται”, είναι σαν να μην έγινε ποτέ, είναι σαν να το τσαλακώσαμε και να το πετάξαμε στον κάλαθο αχρήστων. Αυτό βεβαίως μπορεί να συμβαίνει συχνά με οτιδήποτε έχει χαρακτήρα δοκιμής, πρόχειρου, σημείωσης. Υπάρχουν όμως και πράγματα που παραμένουν στην αφάνεια για λόγους ποικίλους ή αθέμιτους όπως, για παράδειγμα, το να έχεις δείξει ―σε νεαρή και ευάλωτη ηλικία― κάποια “ποιηματάκια” σου στον Ντίνο Χριστιανόπουλο και να σε έχει αποπέμψει υποτιμητικά, ή επίσης το να μην διακατέχεσαι αναγκαστικά από την φιλοδοξία του “ποιητή” ―διότι όντως δεν είσαι―, οπότε οι “Ημερομηνίες”, απαξιωμένες, να μπαίνουν στο συρτάρι σχεδόν μέχρις πλήρους διαγραφής τους από την μνήμη. Σε πολύ λιγότερο ευάλωτη ηλικία, τέσσερις δεκαετίες αργότερα, τις διέτρεξα ξανά, ίσως και με ολίγη νοσταλγία για τις στιγμές που τότε τις είχαν γεννήσει. Και διαπίστωσα, με όσο κριτικό πνεύμα μπορούσα να επιστρατεύσω, πως, έστω και αν ο ίδιος δεν τις κατατάσσω στην ποίηση, είχαν ίσως τα φόντα για να βγουν από την ανυπαρξία. Με την ένθερμη υποδοχή τους από τον εκδότη του “Σαιξπηρικού”, τον ποιητή Γιώργο Αλισάνογλου, οι “Ημερομηνίες” πλέον υπάρχουν.
12. 10. 79
Aυτό το τέρας που κάθησε στο κουρεμένο μου κεφάλι είναι βαρύ. ςύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις ζυγίζει έντεκα εκατομμύρια διακόσιες πενήντα χιλιάδες κιλά. Πάτησε αδυσώπητα, άπλωσε αδιάφορα τη μάζα του βρυχήθηκε στην ιδιοσυχνότητα των αναμνήσεών μου τις κομμάτιασε κρύσταλλο που σπάει στον ήχο σάλπιγγας κι εκείνες χύθηκαν θρύμματα από παρμπρίζ και σκόρπισαν. Kι άντε να τις μαζέψεις.
Ο χρόνος παίζει καθοριστικό ρόλο στην ποιητική σας συλλογή «Ημερομηνίες» κάνοντας τα ποιήματα να μοιάζουν με σελίδες ημερολογίου. Πως αντιλαμβάνεστε την έννοια του χρόνου.
«Οι τίτλοι τους από μόνοι τους υπενθυμίζουν πως τα σύντομα αυτά “γραπτά” ―δεν μπορώ να τα λέω “ποιήματα”― συνιστούν “κλάσμα χρόνου”. Όπως ακριβώς και η φωτογραφία. Από την επίγνωση της συγκεκριμένης ιδιότητας της φωτογραφίας εξάλλου προέρχεται και η αυξημένη και έντονη εγρήγορσή μου ως προς πτυχές της έννοιας του Χρόνου. Κατά συνέπεια και της “μνήμης”. Και, αλυσιδωτά, όλων των δυνατών αισθήσεων, αισθημάτων, συναισθημάτων και βεβαίως συλλογισμών που ενεργοποιούνται όταν, ως κοινός παρονομαστής του λογισμού, υφέρπει ο “χρόνος”. Που, ως Άτλας, κουβαλάει στους ώμους του την γέννηση, την ανάπτυξη, την χαρά και την οδύνη, την φθορά και την απώλεια, την ζωή ολόκληρη, τον θάνατο, τελεία και παύλα.»
18. 9. 79
ο δρόμος της Χαλκιδικής εκείνο το βράδυ που ’φυγα κι ήρθατε και με μαζέψατε περπάτησα αρκετά μόνος με τις μυρωδιές ο ήλιος έδυε πισω απ’ τους λόφους με το πουκάμισο στις σκιές ένιωθα την ψύχρα ίσιος ο δρόμος κι οι πικροδάφνες ήταν κατι σφαλιχτό σκόνταφτε η ομορφιά κι έμενε απέξω μου ακόμη κι εκεί μέσα στη φύση αμπαρωμένος
Μετατρέποντας το ποίημα «3.11.83» σε ερώτηση που τίθεται σήμερα, εν έτει 2022: «τελικά καλύτερα ίσως άξεστος ακαλλιέργητος αναίσθητος»;
«Δεν θυμάμαι ποια ήταν η συνθήκη που γέννησε την διαδοχή αυτών των έξη λέξεων. Φαντάζομαι πως, στα 32 μου τότε, έχοντας την συναίσθηση πως ανήκω στην κατηγορία εκείνη των ανθρώπων που έχουν, καλώς ή κακώς, διαπλάσει μια συνείδηση με ευαισθησίες λόγω παιδείας, λόγω του προνομίου της όποιας καλλιέργειας, θα πρέπει να ζήλεψα αίφνης τους άλλους, τους αναίσθητους, τους άξεστους, τους ακαλλιέργητους που μπορούν να μένουν ανέπαφοι από φθοροποιά συμβάντα, από πληγές και τραύματα των “επιθέσεων” που υφιστάμεθα. Δυστυχώς, ή και ευτυχώς, και όσο περνούν τα χρόνια ―και μεγαλώνει η ηλικία―, όσο η πληροφορία γιγαντώνεται και μας βομβαρδίζει συμπιέζοντας τα δεινά του Κόσμου σε πληθωρισμένες “μη αξίες”, όσο εξάλλου η ζωή συσσωρεύει τραύματα, πληγές και ουλές υπενθυμίζοντας την αδυναμία μας να αντιδράσουμε, οι ευαισθησίες της τότε νεότητας συρρικνώνονται, οι αισθήσεις αμβλύνονται, οι άμυνές μας αυτεπαγγέλτως θωρακίζονται, νομοτελειακά σχεδόν, και έστω κατ’ ασύμπτωτη καμπύλη, τείνουμε να ταυτιστούμε με αυτούς που τότε ζήλεψα.»
2. 10. 79
«Oυ φεισόμεθα της ζωής ημών» γράφει το υφαντό σήμα της μονάδας Για φαντάσου κάποτε να χρειαστεί να το αναλογιστούμε στ’ αλήθεια
22. 3. 80
λέξεις σκέψεις σκόρπιες σκόρπιες εικόνες χαραγμένες σ’ ένα κομμάτι πλεξιγκλάς που παρεισφρέει ανάμεσά μας εικόνες που ανάβρυσαν από τις μυρωδιές τώρα την άνοιξη τώρα που το φως του ήλιου φιμώνει τον θόρυβο στους δρόμους
29. 11. 81
μου’ πανε πρόσφατα διαβάζοντας την παλάμη εγώ θα ζήσω πιο πολύ θα τη θάψω λέει και το’ πανε μ’ ένα χαμόγελο για τον δικό μου θρίαμβο δεν σκέφτηκαν όταν τη θάψω τη μοναξιά μου
Στο βιβλίο σας «Ανέκαθεν και τουναντίον. Φωτοπαρακείμενα 1982 – 2014» του Βιβλιοπωλείου της Εστίας διαβάζουμε, στο κείμενο «Στην Πόλη», για την περιήγηση σας στους δρόμους της ιστορικής μνήμης και των οικογενειακών αναμνήσεων. Στο μεταίχμιο του παρελθόντος και του παρόντος, περιγράφετε τη βαθιά συγκίνηση που σας έκανε να νιώσετε το ταξίδι στον τόπο των προγόνων σας. Θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας τις σκέψεις σας για την προσφυγιά, που είναι τραγικά επίκαιρη στις μέρες μας;
«Όταν στην ίδια σου την οικογένεια έχει βιωθεί ο ξεριζωμός είναι ίσως πιο εύκολο να κατανοήσεις, να συγκινηθείς και να σκύψεις πάνω από το δράμα των πληθυσμών που εξαναγκάζονται σε μετακίνηση, σε μετανάστευση, τραυματισμένοι μάλιστα σωματικά και ψυχικά, κατεστραμμένοι. Των πληθυσμών αλλά και κάθε ψυχής και περίπτωσης ξεχωριστά, ατομικά. Συμπάσχεις αυτόματα γιατί ακριβώς, κατά κάποιον τρόπο, έστω έμμεσα, έχεις περάσει από αντίστοιχες καταστάσεις. Εμείς μάλιστα είμαστε ήδη περιπτώσεις “πολυτελείας” αφού την προσφυγιά την έζησαν οι παππούδες μας. Όταν όμως βρέθηκα σ’ εκείνη την μοναδική επίσκεψη στην Πόλη να περπατώ πάνω στα βήματα του παππού μου και της γιαγιάς μου συνειδητοποίησα πως, αν εκείνοι δεν είχαν τότε ξεριζωθεί, ούτε εγώ ο ίδιος θα ζούσα στη Θεσσαλονίκη ως απόγονος προσφύγων. Και τώρα αναλογίζομαι πώς όλοι αυτοί οι μυριάδες πρόσφυγες, όσοι επιζήσουν, αυτοί, τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους, θα θυμούνται τις πατρίδες τους και θα προσβλέπουν με λαχτάρα στην επιστροφή τους ή θα “υιοθετηθούν” και θα αφομοιωθούν από χώρες υποδοχής σταδιακά και νομοτελειακά μεταλλασσόμενοι σε “πατριώτες” νέων πατρίδων.»
Τέλη του ’80 και αρχές του ’81, σε μια περίοδο όπου η γιαγιά σας ήταν σοβαρά άρρωστη και πέθανε, φωτογραφίσατε το διαμέρισμα. Αυτές οι ιδιωτικές φωτογραφίες που ανοίγουν ένα διάλογο με το παρελθόν και τις αναμνήσεις εκδόθηκαν στο βιβλίο σας «Αριστοτέλους 6, παν’ δέκα χρόνια». Σήμερα 40 χρόνια μετά θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας μια οικογενειακή ανάμνηση πέρα από αυτές που δημοσιεύτηκαν σ’ αυτή την έκδοση;
«Μια ανάμνηση της γιαγιάς μου χωρίς την δική μου παρουσία. Που αναδύεται αυτόματα καθώς μου την ζητάτε διότι, σχετικά πρόσφατα, μόλις πριν ένα χρόνο, μετακόμισα οριστικά και αμετάκλητα, ουσιαστικά “επέστρεψα”, σ’ αυτό το ίδιο σπίτι που τότε είχα φωτογραφίσει για να απαθανατίσω το δικό της αγαπημένο περιβάλλον.
Είναι 20 Ιουνίου του 1978, ώρα 11 και κάτι, νύχτα. Τελευταίες μέρες της φοιτητικής ζωής μου στη Γαλλία, φιλοξενώ τη μητέρα μου στο Μονπελλιέ, απουσιάζει λοιπόν κι εκείνη από την Θεσσαλονίκη την στιγμή της μεγάλης δόνησης των 6,5 ρίχτερ. Η γιαγιά μόνη της στο μεγάλο διαμέρισμα της Αριστοτέλους 6 που ταλαντεύεται ανθεκτικά αλλά εύπλαστα στους αρμούς του σκελετού του. Σκόνη, σοβάδες, βοή, τρόμος. Καταφθάνουν να της συμπαρασταθούν και να την “απαγάγουν” η αδελφή μου με τον τότε μέλλοντα γαμπρό μου. Την κατεβάζουν υποβαστάζοντας την, την αγαπημένη μου γιαγιά που λόγω “πάρκινσον” έσερνε με δυσκολία το ένα της πόδι, σιγά σιγά από τα 44 σκαλιά του κλιμακοστασίου εν μέσω σπασμένων σοβάδων, μέσ’ στο σκοτάδι και τους μετασεισμούς, την μεταφέρουν, την προστατεύουν. Αυτή την προστασία θα ήθελα να της την είχα προσφέρει εγώ.»
Στο «Ωτο-μπιο-γκραφί» βλέπουμε την αγάπη σας για τη φωτογραφία σε συνδυασμό με το «αυτοκινητικό σκίρτημα». Ανάμεσα στις φωτογραφίες του λευκώματος παρατηρούμε το τρακαρισμένο αυτοκίνητο του πατέρα σας, που τον χάσατε από μια μετωπική σύγκρουση με φορτηγό, όταν ήσασταν 16 χρονών. Το γεγονός αυτό άλλαξε τη ζωή σας αλλά δεν άλλαξε τη αγάπη σας για τα αυτοκίνητα. Ποιες ήταν οι σκέψεις και τα συναισθήματα σας σε αυτά τα «κλικ»;
«Θα μπορούσε μια τέτοια απώλεια σε τρυφερή ηλικία, για κάποιον άλλον, να έχει εγκαταστήσει φοβία ή και αποστροφή, την φωτογραφία μάλιστα την είχα τραβήξει ο ίδιος. Δεν συνέβη αυτό σ’ εμένα. Δεν ξαναβίωνα την απώλεια σε κάθε κλικ που απαθανάτιζε αυτοκίνητα. Πέρα από όλες τι άλλες, ψυχικές και υλικές, συνέπειές του στη ζωή μας το δυστύχημα μού άφησε ως ίχνος μια μόνιμη υπενθύμιση για σύνεση στην οδήγηση και, παρόλη την “παλμική” μου σχέση μαζί της, την συνειδητή αποφυγή περιττών ρίσκων.
Μπορεί το ενδιαφέρον μου για τα αυτοκίνητα να έλκει την καταγωγή του από το παιδικό και εφηβικό φαντασιακό, η ενήλικη ματιά μου πάντως έχει περισσότερο να κάνει με την πρόσληψη του ντιζάιν, του σχεδιασμού, της αρχιτεκτονικής ενός βιομηχανικού προϊόντος που αποτελεί σχεδόν πλέον όσο και το δομημένο, σχεδιασμένο ή άναρχο, περιβάλλον μας, στοιχείο απαράκαμπτο της διαμόρφωσης της αισθητικής μας. Εξίσου βεβαίως και αναντίρρητο συστατικό στοιχείο με κοινωνικο-πολιτισμικές παραπομπές και συνδηλώσεις.»
«Φωτογραφία. Κατά παρόρμηση ή κατ’ ανάθεση;» όπως συνηθίζετε να λέτε. Θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας κάποια στιγμιότυπα που ξεχωρίζετε από το φωτογραφικό σας έργο;
«Ας διευκρινίσω πρώτα το εξής. Όταν λέω “κατ’ ανάθεση” εννοώ διαζευκτικά τόσο την ανάθεση από μέρους τρίτου όπως και την αυτεπάγγελτη. Ίσως θα έπρεπε να λέω καλύτερα “κατά πρόταγμα”. Με απασχολούσε πάντα, σε όλα τα πεδία της τέχνης, το μερτικό του “πηγαίου” κι εκείνο του “προγραμματισμένου”. Πόσο κάτι είναι αυτοσχεδιασμός και πόσο σχεδιασμός. Πόσο ανάγεται στην “ορμή” και πόσο στην “οικοδόμηση”. Κινήθηκα ανέκαθεν ανάμεσα στα δύο ενώ την δύναμη για να αναλάβω την ευθύνη αυτής της μεταιχμιακής ισορροπίας μού την χάρισε η ανακάλυψη, στην Γαλλία κι αυτή, της «τζαζ» στην οποία έχω όλα αυτά τα χρόνια αρκούντως εμβαθύνει. Στο είδος αυτό της μουσικής που, πέρα από την απόλαυση στο επίπεδο της αίσθησης, μού “ερμήνευε” και μού υποστήριζε, λογικά σχεδόν, την “μαγεία”, το “θαύμα”, της δημιουργικής διαδικασίας. Μέσα από την παράλληλη συνενοχή και την επάλληλη σύμπραξη μεταξύ “αυτοσχεδιασμού” και “σχεδιασμού”, αυθορμησίας και σύνθεσης. Αυτό το χαρακτηριστικό νομίζω ανιχνεύεται στο σύνολο του έργου μου όσο διασπασμένο κι αν το τελευταίο μπορεί να δείχνει. Και αν η φράση «Φωτογραφία. Κατά παρόρμηση ή κατ’ ανάθεση;» χρησιμοποιήθηκε ως τίτλος μιας διάλεξής μου αυτό έγινε για να δηλώσω και να διεκδικήσω ταυτόχρονα το δικαίωμα να ενεργώ και να φωτογραφίζω είτε “εκτός” είτε “εντός” προτάγματος.
Οι φωτογραφίες που παραθέτω ανήκουν και στις δύο κατηγορίες. Δεν θα αποκαλύψω ποιες στην “κατ’ ανάθεση” και ποιες στην “κατά παρόρμηση”.»
Στο εξώφυλλο του βιβλίου σας «Μετά το παραπέτασμα, Ρωσία ‘98» βλέπουμε ένα νεαρό αγόρι –πιθανόν ανήλικο– ντυμένο με στρατιωτική στολή να ατενίζει τη θέα από το παράθυρο ενός τραίνου. Πρόκειται ίσως για μια εικόνα τραγικά επίκαιρη. Θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας τις σκέψεις σας για τον πόλεμο στην Ουκρανία;
«Η λήψη αυτή έγινε μέσα στο τραίνο από Πέτερχοφ προς Αγία Πετρούπολη. Εν αγνοία του νεαρότατου δόκιμου που ίσως εκείνη την ώρα έφευγε από το χωριό του για να επιστρέψει στην μονάδα του αφήνοντας πίσω τη μάνα του ή την αρραβωνιαστικιά του, νοσταλγώντας κιόλας το σπίτι του και τη στιγμή που θα ξαναγκαλιαστεί με τους αγαπημένους του σε μιαν επόμενη άδεια. Αυτό το τότε ανήλικο ακόμη αγόρι που εγώ αδιάκριτα, ή μάλλον διακριτικά, τού έκλεψα το μελαγχολικό του βλέμμα που πλανάται στη ρωσική ύπαιθρο, αυτό το παιδί, 40άρης πια, 25 χρόνια αργότερα, βαθμοφόρος ίσως, διοικητής μονάδας, ή χειριστής άρματος μάχης, αδίστακτα εκτελεί διαταγές ή ίσως διστακτικά εκτελεί ψυχές στην Ουκρανία.
Ενώ η μάνα του, πίσω στο Πετροντβοργιέτς, καταριέται την ώρα και τη στιγμή που τον άφησε να φύγει από την αγκαλιά της. Αν δεν οδύρεται ήδη σε περίπτωση που ο γιος της αριθμεί μεταξύ των θυμάτων. Πόση αξία έχει μια συγκινητική και ίσως στρατευμένη φωτογραφία σε σύγκριση με τη ζωή και την απώλειά της; Μηδενική.
«Δεν αγαπώ το Θέατρο. Γιατί κι εκείνο δεν μ’ αγαπά.» Τί είναι όμως αυτό που σας εντυπωσιάζει στο θεατρικό χώρο –ιδιαίτερα στην παρακμή του– ώστε να του αφιερώσετε ένα λεύκωμα με τίτλο «Το Βασιλικό προσωρινά [20 Οκτωβρίου 1983]»; Γιατί πιστεύετε πως το θέατρο δεν σας αγαπά;
«Το παραμικρότερο φωτογραφικό κλικ επιτελεί ένα στιγμιαίο οπτικό σταμάτημα του χρόνου ή, μάλλον καλύτερα, αποσπά και συγκρατεί, αντιθέτως, από την αέναη ροή του χρόνου ένα κλάσμα “χώρου” σε ένα κλάσμα “χρόνου”. Ό,τι κι αν αυτό το “κλάσμα χώρου” απεικονίζει. Καθίσταται σχεδόν επείγον, όταν έχεις επίγνωση των “επαπειλούμενων” αλλαγών, των προγραμματισμένων μετασχηματισμών αλλά και της νομοτέλειας του ηρακλείτειου “τα πάντα ρει”, να συγκρατήσεις ό,τι μπορείς από περιβάλλοντα και ατμόσφαιρες που είναι φορτισμένα με Ιστορία ή με δικές σου ιστορίες. Συνέβη και με το “Βασιλικό” περίπου ότι και με το σπίτι της γιαγιάς μου. Η φάση εκείνη της ζωής του, η κατάρρευση, η ερειπιώδης εγκατάλειψη, ουσιαστικά στοιχειοθετούσαν τον θάνατό του. Υποσχόταν κάποιαν “ανάσταση” το πρόταγμα της “ανακαίνισής” του για να στεγάσει εκδηλώσεις για την Μπιενάλε Θεσσαλονίκης” του 1986.
Έσπευσα λοιπόν να καταγράψω, να συλλέξω, εικόνες σχεδόν αρχαιολογικής σημασίας. Ευτυχώς αρκετές, αρκετά περισσότερες από όσες υπάρχουν στο μικρό βιβλιαράκι της εποχής. Στη διάθεση μελλοντικών μελετητών της ιστορίας του “Βασιλικού” που βεβαίως καμία σχέση δεν έχει με το εντελώς νέο παρόν σύγχρονο κτήριο πλην εκείνης μιας ασαφούς μορφολογικής αναφοράς στο πολύ μικρότερο αρχικό.
Ίσως τώρα πια το θέατρο να με αγαπά λίγο περισσότερο. Την εποχή εκείνη η Θεσσαλονίκη κατακλυζόταν από άθλιες παραστάσεις είτε από το παραδοσιακό θέατρο της επιθεώρησης είτε από τους ολίγους “δήθεν” πρωτοποριακούς και “ποιοτικούς” θιάσους με τους ενοχλητικά ναρκισσευόμενους ηθοποιούς και σκηνοθέτες, τους εγωπαθείς καλλιτέχνες της σκηνικής παρουσίας. Στις δεκαετίες που πέρασαν οι επιδόσεις των ηθοποιών βελτιώθηκαν, οι σκηνοθεσίες έγιναν σοφότερες και οι δικές μου ανοχές αυξήθηκαν. Ίσως τώρα να αγαπώ κι εγώ το θέατρο λίγο περισσότερο.»
Τον Ιούνιο του 1994 το θρυλικό εστιατόριο «Όλυμπος Νάουσα» κλείνει. Λίγες μέρες πριν είχατε απαθανατίσει «εικόνες της λοίσθιας ζωής του», που εκδόθηκαν το 2003 στο ομώνυμο λεύκωμα των εκδόσεων “Άγρα”. Το ιστορικό κτίριο με την ξεχωριστή αρχιτεκτονική πρόκειται να επανέλθει σύντομα στη ζωή και πρόσφατα αποκαλύφθηκε η αναστυλωμένη πρόσοψη του. Πως αισθάνεστε για την αναβίωση του «Όλυμπος Νάουσα»; Θα θέλατε να απαθανατίσετε την αναγέννηση του;
«Πολύ περισσότερο από όποιον άλλο χώρο, η “απομνημόνευση” του Όλυμπος Νάουσα με απασχολούσε ζωτικά καθώς παιδιόθεν συσσωρευόταν αναμνήσεις από συνεστιάσεις οικογενειακές, φιλικές, κοινωνικές. Η βαθμιαία παρακμή του, η συνείδηση της πορείας προς την “έξοδο” από την ενεργό παρουσία στον κοινωνικό μας ορίζοντα, η σταδιακή απομάκρυνση των προσώπων που ως σερβιτόροι ή διαχειριστές εμπλέκονταν, η φθορά και η απουσία συντήρησης, ο περιορισμός των γευμάτων σε αυστηρά πέντε (μεσημέρια) την εβδομάδα, δεν έκαναν παρά να υπενθυμίζουν το πόσο αυτό το αγαπημένο όσο και ιστορικά εμβληματικό “στέκι” επρόκειτο να μας λείψει δραματικά, όπως και όντως μας έλειψε για τρεις δεκαετίες. Το φωτογράφισα ευλαβικά το 1993 και μετά, τρεις μέρες πριν το οριστικό του λουκέτο, στις 21 Ιουνίου του 1994. Εννιά χρόνια αργότερα, το 2003, διεισδύοντας λάθρα από σπασμένη τζαμαρία της πρόσοψης το ξαναφωτογράφισα σε πλήρη εγκατάλειψη, κυριολεκτικά καταρρέον.
Με συγκινεί η επικείμενη αναγέννησή του που από όσο έχω καταλάβει δείχνει να υπόσχεται σεβασμό στην ιστορία και στο ύφος του, αλλά η αποτύπωση της νέας του φάσης είμαι σίγουρος θα απασχολήσει κάποιον μελλοντικό οπαδό του νέου “Όλυμπος Νάουσα”.»
Εστιάζοντας στο εικαστικό σας έργο από τα «Ανόργανα εν τάξει» έως το «miniMAL [μικρό το κακό]» παρατηρεί κανείς στις διαχρονικές αφηγηματικές συνθέσεις σας τη λεπτή ισορροπία που υπάρχει ανάμεσα στην ζω-γραφική και την φωτο-γραφική παλέτα σας. Μέσα από ποια «παλέτα» αισθάνεστε ότι «γράφετε» αμεσότερα τις ιστορίες που θέλετε να διηγηθείτε;
«Να ξεκαθαρίσω κατ’ αρχάς πως δεν προϋπάρχουν μέσα μου “ιστορίες που θέλω να διηγηθώ” οπότε δεν τίθεται το ζήτημα της επιλογής του μέσου που θα εξυπηρετούσε πιο καίρια την αφήγηση του αφηγήματος. Το όποιο “αφήγημα” οικοδομείται σχεδόν αυτεπαγγέλτως καθώς η έκθεση στον Κόσμο, η πρόσληψή του και η διαμόρφωση αντίληψης περί αυτόν τείνουν να επιστρατεύουν κάθε φορά την πιο πρόσφορη “γλώσσα” για τον “σχολιασμό” του, για την “ανασκαφή” του, για την “κατανόησή” του, συχνά μέσα και από το “δέος” απέναντί του. Μέσα, επίσης, από μια πνευματική διαδικασία του υποκειμένου που είναι δύσκολο να εντοπίσουμε ακριβώς τις όψεις όλων των συντεταγμένων της. Η ζωγραφική, ο λόγος, η εκφορά, η φωτογραφία, η εικόνα, ο ήχος, η μουσική, η κίνηση, ο χορός, το σώμα το ίδιο, είναι όλα τους γλώσσες, λεξιλόγια, αλφάβητα, παλέτες, εργαλεία εντέλει, που επιστρατεύονται αδιακρίτως ή διακριτά για να “σχηματοποιηθεί” η “ορμή”, για να διατυπωθεί το διάβημα, να κατατεθεί το “αφήγημα”.
Συμβαίνει, στη δική μου περίπτωση, να διακατέχομαι παιδιόθεν από την “ορμή” της ζωγραφικής, είναι κάτι που έχει να κάνει, ή προϋποθέτει και την εμπλοκή του σώματος, το χέρι κινητοποιείται ταυτόχρονα με το πνεύμα, και αυτό ήταν μια παράμετρος που ανέκαθεν διατήρησε τον ρόλο της. Η φωτογραφία ήρθε αργότερα και οι φωτομηχανικές της ιδιότητες και δυνατότητες συνεισέφεραν με άλλους τρόπους στην ικανοποίηση απεικονιστικών αναγκών χωρίς όμως να εκτοπίσουν ή καταστείλουν τη “ζωγραφική” ορμή και την δική της δυνατότητα να προβληματιστεί σε περιοχές που η φωτογραφία δεν είχε λόγο. Σε ένα πεδίο πιο ευρύ, αυτό που είθισται να ονομάζουμε “εικαστικά”, οι δύο τέχνες, “γλώσσες” προτιμώ να λέω καλύτερα, φωτογραφία και ζωγραφική, ενίοτε συναντήθηκαν στο έργο μου ωθούμενες εκατέρωθεν από την ανάγκη να αλληλοδιερευνήσουν τα όριά τους.»
Μέσα από τα πολυάριθμα ταξίδια που έχετε κάνει ανά τον κόσμο και από το αυτοπορτρέτο σας ως «Future Holy Architect» στην Αμερική του ‘78 έως το αυτοπορτρέτο σας ως «Already Holy Architect» στη Ρωσία του ‘98· ποια στιγμιότυπα ξεχωρίζετε από τους τόπους που έχετε επισκεφτεί και ποια ταξίδια σας έχουν εμπνεύσει;
«Πολύ διαφορετικοί μπορεί να είναι οι λόγοι για τους οποίους το ίχνος μιας επίσκεψης μένει ίσως βαθύ, ανεξίτηλο, συγκλονιστικό ή και αδιάφορο. Η Γαλλία, η χώρα που εν πολλοίς με διαμόρφωσε, κυριαρχεί διαχρονικά, πολύ σημαντική όμως για την φωτογραφική μου αντίληψη υπήρξε όντως η Αμερική από το πρώτο ταξίδι του 1978 αλλά και από τα επόμενα σ’ αυτή την “χώρα-μύθο” του 20ού αιώνα. Τα κατεχόμενα της Παλαιστίνης των αρχών του ’90, την εποχή της δεύτερης “ιντιφάντα”, αλλά και η Αίγυπτος το 1991, νεκρή από τουρισμό λόγω του πρώτου πολέμου του Κόλπου, μου άφησαν ίχνη που θα θυμάμαι πάντα, ακόμη και χωρίς τις αντίστοιχες εικόνες. Πολύ σημαντικές εικόνες αποτυπώθηκαν στην περιοδεία της Νότιας Ινδίας το ’97, ακόμη ισχυρότερες στην Ρωσία το ’98, στην μόνη χώρα όπου δεν αισθάνθηκα ασφαλής κατά τα πρώτα “μεταπολιτευτικά” της χρόνια, ακόμη χειρότερα είναι σίγουρα τώρα. Η Αυστραλία το 2017 μου άφησε την γεύση των πιο ευτυχισμένων ανθρώπων του κόσμου αλλά η ευημερία της δεν πυροδότησε ιδιαίτερα σημαίνουσες φωτογραφίες. Αντίθετα, το τελευταίο μου μεγάλο ταξίδι στην Κίνα το 2017, με άφησε κατάπληκτο και φορτωμένο με πλήθος σημαντικές φωτογραφίες που μπορείτε να βρείτε μαζί με το σχετικό κείμενο στο αφιέρωμα του περιοδικού “Χάρτης” [https://www.hartismag.gr/hartis-36/afierwma/eikones-ths-kinas].»
Στο λεύκωμα «Η Παπαμάρκου και τα πέριξ» έχετε απαθανατίσει τις αλλαγές –τόσο στο χώρο όσο και στους ανθρώπους του– που επέφερε το πέρασμα του χρόνου από το 1979 έως το 2010 στην ομώνυμη περιοχή. Πως βλέπετε αυτή την περιοχή και γενικότερα τη Θεσσαλονίκη στο παρόν και πως την οραματίζεστε στο μέλλον;
«Άλλη μια βιωματική και εις βάθος και έκταση χρόνου εμπειρία. Την περιοχή την έβλεπα άνωθεν, όπως από drone, από το διαμέρισμα όπου μέναμε στην Ερμού και Καρόλου Ντηλ γωνία, από την μικρή μου εφηβεία, γειτονιά μου λοιπόν. Υπήρξαν σχέσεις με τους τεχνίτες, τους μικροεμπόρους της περιοχής, μαραγκοί, σιδεράδες, παπουτσήδες, κουρείς, καθεκλοποιοί, τορναδόροι, στιλβωτές μετάλλων, μανάβηδες, ψωμάδες, ταβερνιάρηδες, μεγάλωνα μαζί τους. Τους φωτογράφισα στην αρχή το ’79, μετά ξανά το ’90 και πάλι αρκετές φορές αργότερα, τους έδινα τις φωτογραφίες που τους τραβούσα, συνέθετα δίπτυχα με τα πορτραίτα τους, τα “πριν” και τα “μετά”. Παρακολούθησα και “ντοκουμεντάρισα” τις αλλαγές προσώπων, τις “αποδημίες”, τις διαδοχές προσωπικού, τις αλλαγές χρήσης, νοστάλγησα μόνος μου και μαζί τους τις παλιές εποχές. Και με κάποιους, λίγους, που είναι ακόμη στις επάλξεις, παρόλη την αναπόφευκτη μετάπλαση και υφέρπουσα gentrification, αναπολούμε μαζί τα χρόνια τα παλιά».
Μια ευχή για το μέλλον…
«Θα το αποφύγω. Διότι θα παρέμενε της τάξεως του ουτοπικού. Εκτός, άντε, ας συναινέσω να ευχηθώ, με κάποιον μαγικό ―ουτοπία και πάλι― τρόπο να μπορούσαν να εκλείψουν ή να ελαχιστοποιηθούν οι φωνές βεβαιότητας, αυθεντίας, άγνοιας, αμβλύνοιας.»
INFO
Η ποιητική συλλογή του Άρι Γεωργίου «Ημερομηνίες» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Σαιξπηρικόν. https://www.ianos.gr/imerominies-0522527
Μπορείτε να εξερευνήσετε τον φωτογραφικό, αρχιτεκτονικό και εικαστικό κόσμο του Άρι Γεωργίου στον παρακάτω σύνδεσμο http://www.arisgeorgiou.gr/
Φωτογραφίες: Από το αρχείο του Άρι Γεωργίου.