Βιβλίο

Ο Θανάσης Τριαρίδης αποχαιρετά το Θανάση Γεωργιάδη

Τα ποιήματα του ήταν ακριβώς όπως ο ίδιος: ένα ατέλειωτο ποτάμι δίχως τέλος.

Parallaxi
ο-θανάσης-τριαρίδης-αποχαιρετά-το-θαν-933005
Parallaxi

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, 1944-2022

[Here captain! dear father! This arm beneath your head It is some dream that on the deck, You’ve fallen cold and dead.]

Στην Σαλονίκη που μεγάλωσα κανείς δεν ήταν σαν κι αυτόν: Κανείς δεν ήξερε τόσην Ιστορία και τόσην φιλολογία, κανείς δεν είχε την δική του μνήμη, κανείς δεν ήξερε ούτε κατά διάνοια τα ελληνικά του – όπου σε μια διαδρομή του λεωφορείου υπ’ αριθμον 5, ανάμεσα σε έκπληκτους επιβάτες, ο Όμηρος και η Σαπφώ εναλλάσσονταν με τον Προκόπιο και τον Ψελλό και τα επιτύμβια της Παλατινής και το Τροπάριο της Κασσιανής και τα μεσαιωνικά γαμοτράγουδα.

Επιπλέον κανείς δεν είχε να διηγηθεί ιστορίες για τρομερούς τυφώνες και ακόμη τρομερότερους έρωτες στο Μαϊάμι, για εξωφρενικές ολονυκτίες κάτω από τις γέφυρες του Σηκουάνα, για μπριγάδες που κόβανε ζαχαροκάλαμα στην Κούβα, για επαναστατικά συνεδρια στο Βερολίνο και ακαταλόγιστες φυλακίσεις σε γαλλικές και γερμανικές φυλακές.

Στο μπαλκόνι του σπιτιού του άκουγες περίπου τα πάντα – και κυρίως τα άκουγες όλα μαζί: στίχους από το Έπος του Γκιλγαμες, συνταγές για το πώς φτιάχνεται το σωστό κοκοβάν και η σωστή τηγανιτή μπανάνα, ποντιακά τραγούδια της τάβλας, αναρχικά τραγούδια της Στρατιάς του Ντουρούτι, απο στήθους απαγγελίες από ανύπαρκτους παπύρους ανύπαρκτων πόλεων, και, φυσικά, ατέλειωτα αποσπάσματα από τον Γουόλτ Γουίτμαν. Θα μπορούσε να είναι ένας ακραίος μπορχεσιανός – μα ο Θανάσης δεν έπαιζε με το όριο της αλήθειας: Ήταν απολύτως πεπεισμένος πως ό,τι γεννιόταν μέσα στο νου του ~ήταν~ η αλήθεια, πως είχε υπάρξει, πως το είχε δει, το είχε νιώσει – πως ήταν το αίμα του.

Τα ποιήματα του ήταν ακριβώς όπως ο ίδιος: ένα ατέλειωτο ποτάμι δίχως τέλος. Ηφαιστειώδη έπη, λυρικές εκρήξεις, επιτύμβιες εγχαράξεις, τραγούδια και μοιρολόγια, σπαρακτικά ημερολόγια ενός ανθρώπου που αγνοούσε κάθε οικονομία – τραβηγμένα σε κάθε όριο της ελληνικής γλώσσας. Τα πεζά του (αρκετές χιλιάδες σελίδες) στάθηκαν μονάχα αποσπάσματα από την ιστορία των χρόνων του και ονείρων του.

Έγραψε περισσότερα από 150 βιβλία (φιλολογικά δοκίμια, ιστορικές πραγματείες, θεολογικές μελέτες, μονογραφίες, φιλοσοφικές πραγματείες, συνταγές μαγειρικής – πολλά από αυτά με ψευδώνυμο), μετέφρασε πάνω από 500, επιμελήθηκε χιλιάδες… Έγραψε μόνος του πάνω από πέντε εγκυκλοπαίδειες (την μία την έζησα να γράφεται καθήμενος επί δύο χρόνια στο ίδιο γραφείο μαζί του – για την ακρίβεια, καθήμενος στην άκρη του γραφείου του, αυτή είναι η σωστή περιγραφή).

Μα όλα αυτά ήταν το έλασσον, το δευτερεύον, το παραπλήρωμα. Το μείζον ήταν πως κανείς δεν μπορούσε να αγαπήσει τους ανθρώπους όπως αυτός. Ναι, κανείς δεν μπορούσε να δοθεί στους άλλους έτσι όπως το έκανε ο Θανάσης, κανείς δεν μπορούσε να βάζει τους ανθρώπους στην καρδιά του όπως εκείνος, χωρίς καμία προϋπόθεση και χωρίς να περιμένει αντάλλαγμα. Ήταν ένα αιώνιο παιδί που ζούσε για να αγαπά. Ο,τιδήποτε άλλο του φαινόταν λίγο, ξένο, άχαρο, περιττό.

Έζησα δίπλα στον Θανάση μια δεκαετία – από τα 20 μέχρι τα 30 μου: μαζί με τον Γιάννη Κοτσιφό είμασταν εκείνον τον καιρό οι πρώτοι και οι πιο στενοί μαθητές του… Μαζί του φτιάχναμε τα Ποταμόπλοια, μαζί του γράψαμε εγκυκλοπαίδειες κάναμε ανθολογίες και μεταφράσεις, σχέδια βιβλίων και άλλων βιβλίων και εκδοτικών σειρών και εκδοτικών οίκων. Κυρίως μαζί του αρχίσαμε να ονειρευόμαστε μια επικράτεια όπου ο κόσμος θα ήταν πράγματι ένα υπερ-κείμενο καμωμένο από όλα τα άλλα κείμενα των αιώνων και ένα ηλιοβασίλεμα καμωμένο από όλα τα ηλιοβασιλέματα που αντίκρισαν ποτέ τα μάτια του ανθρώπου. Κι όταν τα χρόνια, οι υποχρεώσεις, ο επίκηρος βίος των ανθρώπων, μας πήραν μακριά του αυτός εξακολούθησε να μας αγαπάει με το ίδιο πάθος – σαν να μην είχε περάσει ούτε μια στιγμή. Του χρωστάω αναρίθμητα – και πολλά τα κατάλαβα χρόνια μετά.

Σήμερα το απόγευμα με πήρε στο τηλέφωνο ο Γιάννης και μου είπε πως ο Θανάσης -ο Θανάσης μας- πέθανε. Το περιμέναμε, το ξέραμε, η υγεία του ήταν πολύ επιβαρυμένη – επιπλέον τα τελευταία χρόνια είχε βυθιστεί στην άνοια. Ο γιος του, ο υπέροχος Αντώνης, θα φροντίσει να ταφεί στην Νικήτη της Χαλκιδικής, δίπλα στην αγαπημένη του Γεωργία. Βγήκα να περπατήσω στο Μετς – ανέβηκα στο Άλσος του Λογγίνου.

Μια κυρία, γνωστή φιγούρα της γειτονιάς, είχε βγάλει τα σκυλιά της. Χαιρετηθήκαμε με ένα κούνημα του κεφαλιού. Φαίνεται με είδε να κλαίω. “Είστε καλά” με ρώτησε. Της απάντησα: “Καλά είμαι… Μα κλαίω που πέθανε ο καπετάνιος μου..” Με κοίταξε με απορία: “Έχετε κάνει στα καράβια;” Της απάντησα: “Όχι – όμως ήμουν μαθητής του Θανάση Γεωργιάδη…”

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα