Οι δύο όψεις της Πολίχνης

Η πιο πολύβουη πλευρά της συναντά την πιο ήσυχη σε μία πρωινή βόλτα.

Νίκος Γκάγιας
οι-δύο-όψεις-της-πολίχνης-866967
Νίκος Γκάγιας

Έχω μέρες να βγω από το σπίτι για μία βόλτα στη Πολίχνη. Λίγο η δουλειά, λίγο τα νέα μέτρα, λίγο η οκνηρία που έχω αυτές τις μέρες. Δεν βόλεψε ούτε το επιδίωξα και από μόνος μου. Όμως, ήδη από χθες είχα πάρει την απόφαση να βγω για να περπατήσω λίγο, να ξεσκάσω.

Ξεκινάω από το σπίτι μου και κατηφορίζω προς τις καφετέριες, το ξακουστό «τρίγωνο» και κάπου εκεί έρχεται το πρώτο τράνταγμα. Μου το είχαν πει, αλλά είναι άλλο να το βλέπεις και άλλο απλά να στο λένε. To καφέ της γειτονιάς έκλεισε. Όχι πως πήγαινα τακτικά, όμως νιώθεις κάπως παράξενα που ένα μέρος που γέλασες, διασκέδασες, έκλαψες και πέρασες χρόνο βάζει λουκέτο, ειδικά όταν βρίσκεται δίπλα στο σπίτι σου. Σίγουρα το «κενό» που θα υπάρχει θα γίνει πιο αισθητό όταν νυχτώσει και τα φώτα του δεν θα ανάψουν ξανά.

Με κόμπο στο στομάχι συνεχίζω την βόλτα μου. Φτάνω στις καφετέριες. Επικρατεί μία ασυνήθιστη ησυχία – όχι πως δεν βλέπεις κόσμο, αλλά δεν γίνεται χαμός. Ίσως λίγα παραπάνω αυτοκίνητα πηγαινοέρχονται και δημιουργούν την γνωστή βουή που ξέρουμε πως υπάρχει στο «Τρίγωνο», όμως τίποτα ιδιαίτερο. Μάλλον θα φταίει η ώρα, είναι ακόμα νωρίς. Πάντως ακόμα η περιοχή φοράει τα γιορτινά της. Αν η βόλτα ήταν νυχτερινή θα μπορούσατε να την απολαύσετε καλύτερα στις φωτογραφίες, αλλά νιώθω πως χαρήκαμε αρκετά φέτος φανταχτερά δέντρα και δεκάδες λαμπιόνια, οπότε ας είναι έτσι.

Ανηφορίζω και φτάνω στην Αγ. Παντελεήμονος. Βλέπω την πιάτσα ταξί γεμάτη. Σπάνιο φαινόμενο, συνήθως όταν έψαχνα απελπισμένα ταξί για να κατέβω στη δουλειά, πριν την τηλεργασία, ήταν είδος προς εξαφάνιση. Περίμενα τουλάχιστον μισή ώρα για να βρω κάποιο ελεύθερο και κάποιο στο οποίο θα ήμουν εντελώς μόνος χωρίς κάποιον άλλον πελάτη, που θα μου δημιουργούσε άγχος και θα ένιωθα τα χέρια μου να ιδρώνουν μη τυχόν κολλήσω και έπειτα μεταδώσω τον ιό.

Συνεχίζω πιο πάνω και αντικρίζω την Πολίχνη που γνωρίζω. Κόσμος περιμένει για ψωμί ή για λίγο κρέας, κάποιοι άλλοι είναι στο φούρνο. Κόσμος κουρασμένος έξω από φαρμακεία που μετά τις γιορτές ενημερώθηκε πως ήρθε σε επαφή με επιβεβαιωμένο κρούσμα περιμένει να μάθει αν κόλλησε ή όχι.

Μαμάδες και μπαμπάδες φορτωμένοι με ψώνια από το σούπερ μάρκετ ανηφορίζουν για το σπίτι, όμως σταματούν στο περίπτερο για να πουν ένα γεια στο γείτονα τους που δουλεύει. Υπάρχει κίνηση στο δρόμο – όπως συμβαίνει κάθε μέρα. Ανεβαίνω και φτάνω στην Πλατεία. Εκεί δεν αλλάζει τίποτα, όσα χρόνια θυμάμαι το μέρος. Παππούδες στήνουν υπαίθρια καφενεία και κάθονται για ώρες μέχρι να χτυπήσει το κινητό από τις γυναίκες τους στο σπίτι ή μέχρι να τους κάνουν παρατήρηση αργά το μεσημέρι οι κάτοικοι της πολυκατοικίας από πάνω.

Διασχίζω την Μαυρομιχάλη και φτάνοντας στα φανάρια παίρνω την απόφαση να ανέβω την ανηφόρα της Αγνώστου Στρατιώτη. Δεν είναι εύκολη απόφαση γιατί οι ανηφόρες της Πολίχνης σου κόβουν την ανάσα. Πόσω μάλλον η συγκεκριμένη. Αφού « σκαρφαλώνω» στη κυριολεξία και φτάνω στην αρχή της οδού Μαυρολεύκης απευθείας αισθάνομαι ότι η ατμόσφαιρα αλλάζει. Δεν το ανακαλύπτω σήμερα πρώτη φορά, το ξέρω εδώ και χρόνια πως από εδώ και πέρα υπάρχει “μία άλλη Πολίχνη” – πιο ήσυχη, πιο αθόρυβη, ίσως και πιο σκοτεινή τα βράδια της.

Νομίζω δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψεις την γαλήνη που επικρατεί από εδώ και πέρα. Ακόμα και οι εικόνες σου μιλούν από μόνες τους. Λες και μπορείς να αφουγκραστείς ότι πραγματικά κάνοντας την βόλτα μου δεν άκουγα τίποτα παρά μόνο την μουσική στα ακουστικά μου. Είναι ένα από τα σημεία της περιοχής που μπορείς να περπατήσεις και λίγο στο δρόμο, καθώς τα αμάξια που περνάνε είναι ελάχιστα. Πιο πολύ φοβάσαι μην σε πάρει στο κατώφλι κάποιο αδέσποτο σκυλί γιατί εκεί την έχεις πατήσει. Είναι τόσο καλοί συνοδοί και δεν θα δεχτούν να φύγουν αν δεν σε πάνε μέχρι το σπίτι σου. Αν βέβαια φοβάσαι τους τετράποδους φίλους, τότε καλή τύχη γιατί δεν πρόκειται να σε εγκαταλείψουν νωρίτερα.

Άνθρωποι με ποδήλατα ξεκινάνε για το κέντρο έτσι ώστε να πάρουν τα ψώνια τους και όσοι δεν μπορούν να πάνε ως εκεί λόγω της απόστασης, φωνάζουν τον μπακάλη έξω από το σπίτι τους για να τους φέρει λαχανικά και φρούτα. Εδώ κάποια «πωλείται» υπάρχουν χρόνια, τόσα πολλά που έχουν γίνει ένα με το τοπίο.

Συναντώ τρία κλειστά μαγαζιά στη σειρά. Θυμάμαι που κάποτε ήταν ανοιχτά και όταν ήμουν μικρός πήγαινα στο ψιλικατζίδικο για μαστίχες και σοκολάτες. Όμως δεν υπάρχουν πια και η αίσθηση της εγκατάλειψης γίνεται τόσο έντονη – ειδικά τα βράδια που δεν υπάρχουν πολλά φώτα και όλα αυτά τα σημεία μένουν αρκετά σκοτεινά. Τότε ναι η περατζάδα μέχρι να βγεις στο κέντρο γίνεται ανυπόφορη. Παύει να είναι το ίδιο απολαυστική. Τότε μετράς τα βήματα για να φτάσεις στο φως, ουτώς ώστε να νιώσεις πιο ασφαλής.

Όπως τα νομίσματα έχουν δύο όψεις, έτσι και η κάθε περιοχή. Δεν θα κρίνω ποια είναι καλύτερη πλευρά γιατί αυτό μπορεί για τον καθένα να διαφέρει. Τελικά ίσως φταίει το πως βλέπει ο καθένας μας το νόμισμα.

Διαβάστε επίσης:

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα