Θεσσαλονίκη

Οι φτελιές της Τσιμισκή: Η ασθένεια, το κόψιμο, η άτυχη πόλη

Τι συμβαίνει με τις άρρωστες φτελιές της Θεσσαλονίκης; Γιατί ξεριζώνονται εκατοντάδες δένδρα από την πόλη; Η αποξήλωση αποτελεί την μόνη λύση για το πρόβλημα των φτελιών; Τι λένε οι οργανώσεις για την επόμενη ημέρα;

Κλεοπάτρα Κουτσουρού
οι-φτελιές-της-τσιμισκή-η-ασθένεια-το-1002420
Κλεοπάτρα Κουτσουρού

“Η ευεργετική επίδραση του πρασίνου στις πόλεις και κατ’ επέκταση στους κατοίκους της είναι γνωστή από την αρχαιότητα. Τα δένδρα χρησιμοποιούνταν τόσο για αισθητικούς σκοπούς όσο και για θρησκευτικούς, συμβολικούς και κοινωνικούς γενικότερα με τη μορφή δενδροστοιχιών, αλσών, στους κήπους σπιτιών, προαυλίων κτιρίων καθώς και άλλων χώρων.” (όπως δήλωσε στο ίδρυμα heinrich boll stiftung ο καθηγητής ΑΠΘ Θεοχάρης Ζάγκας).

Οι φτελιές συγκεκριμένα αποτελούν το κυρίαρχο είδος δένδρων στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα της Ευρώπης αλλά και της Βόρειας Αμερικής, ενώ στην Θεσσαλονίκη το μεγαλύτερο ποσοστό το συναντάμε στην οδό Τσιμισκή. Γιατί λοιπόν ξεριζώνονται από παντού; Τι πρόβλημα αντιμετωπίζουν; Η κοπή των δένδρων αποτελεί την πλέον αναγκαστική λύση;

Τι είναι οι φτελιές, γιατί θεωρούνται ένα από τα πιο ευεργετικά δέντρα πόλης, ποιες είναι οι απειλές τους;

Οι ευρωπαϊκές φτελιές αποτελούν συστατικό των δροσερών μικτών πλατύφυλλων δασών, που δείχνουν σαφή προτίμηση στο νερό – και εδάφη πλούσια σε θρεπτικά συστατικά, που κατανέμονται κυρίως κοντά σε ποτάμια και ρυάκια ή σε πλημμυρικές πεδιάδες. Παρά το ότι συνήθως βρίσκεται σε υγρές τοποθεσίες, μπορεί να ανεχθεί μέτρια ξηρότητα και βαθιά εδάφη, προτιμώντας ελαφρώς όξινα και πυριτικά εδάφη.

Το U. minor, όπως και το U. laevis, είναι τα δύο πιο γνωστά είδη φτελιάς και αποτελούν παρόχθια δένδρα και εμφανίζεται κυρίως σε μεσογειακές περιοχές, κατά μήκος όχθων και κοντά σε μικρά ρυάκια. Σε αντίθεση με άλλες φτελιές, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα πρωτοποριακό και ανθεκτικό είδος, καθώς έχει την δυνατότητα ταχείας και εύκολης ανάπτυξης. Επίσης ανέχεται καλά διαφορετικές καταπονήσεις, όπως υπερχείλιση ή ξηρασία, ρύπανση και αλμυροί άνεμοι. Έχει ισχυρή ικανότητα αναπαραγωγής ακόμη και σε απόσταση πολλών μέτρων, γεγονός που οφείλεται στην απορροφητικότητα των ριζών του, σχηματίζοντας συνδέσεις μεταξύ των ριζικών συστημάτων.

Η ιστορία των φτελιών παρόλα αυτά στιγματίζεται από τον 20ο αιώνα, όπου σε ολόκληρη την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική καταστράφηκαν τα περισσότερα δένδρα από δύο πανδημίες της νόσου της ολλανδικής φτελιάς (Dutch Elm Disease), που προκλήθηκαν από την εισαγωγή δύο μυκητιακών παθογόνων οργανισμών με όνομα: Ophiostoma ulmi, ακολουθούμενη από την Ophiostoma novo-ulmi, αλλά και από την προσβολή του φυτού από το “σκαθάρι της φτελιάς” του είδους: galerucella luteola.

Το παράδειγμα της Ιταλίας και η διάσωση της φτελιάς στην Ευρώπη

Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες το πρόβλημα της εσωτερικής σήψης των φτελιών που είχαν προσβληθεί από τις παραπάνω μολύνσεις επιτεύχθηκε με επιτυχία.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, η έρευνα για μια αντίσταση στο DED ξεκίνησε στην Ευρώπη και στη συνέχεια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν βρέθηκε ποτέ αξιόλογη αντίσταση στις γηγενείς ευρωπαϊκές ή αμερικανικές φτελιές. Η ολλανδική ομάδα κατέφυγε σε μια γενετική λύση, υβριδοποιώντας ευρωπαϊκές φτελιές, από τις οποίες αποκτήθηκαν οι πρώτες ποικιλίες που παρουσίαζαν ανθεκτικότητα κατά τη δεκαετία του 1930, αλλά αυτοί οι κλώνοι δεν είχαν επαρκή αντοχή στη δεύτερη πανδημία. Ήταν η χρήση ασιατικών ειδών, με την υψηλότερη αντοχή τους στο DED, που επιτάχυνε την πρόοδο και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Τελικά ένας αριθμός ανθεκτικών κλώνων δεύτερης γενιάς που προέρχονται από υβρίδια ιθαγενών και ασιατικών ειδών κυκλοφόρησε στο εμπόριο.

Πολλές προσπάθειες αφιερώθηκαν στον έλεγχο της ασθένειας, όπως το πρόγραμμα αναπαραγωγής φτελιάς που ξεκίνησε στην Ιταλία το 1975 από το Ινστιτούτο Προστασίας Φυτών (IPP). Αυτό το πρόγραμμα γεννήθηκε από την πεποίθηση ότι το μεσογειακό περιβάλλον θα απαιτούσε τις δικές του επιλογές.

Η περίπτωση της εκτροφής φτελιάς για αντοχή στο DED είναι παραδειγματική. Οι χρήσεις της φτελιάς είναι στην πραγματικότητα πολλαπλές. Για το λόγο αυτό, η αναπαραγωγή για αντοχή δεν αρκεί. Απαιτούνται πολλά άλλα χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβανομένης της γρήγορης ανάπτυξης και αισθητικών παραγόντων όπως το ελκυστικό σχήμα και το φύλλωμα. Για να ικανοποιηθούν όλες αυτές οι ανάγκες, διατηρώντας παράλληλα αρκετή γενετική ποικιλότητα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και πιθανής άφιξης νέων στελεχών DED ή άλλων ασθενειών, αποφασίστηκε να αναληφθεί θεμελιώδης διεύρυνση των γενετικών πόρων ή, όπως θα ονομαστεί αργότερα, “ενσωμάτωση.” Μια βάση από γηγενείς φτελιές με αρκετά καλούς χαρακτήρες για να λειτουργήσουν ως γονείς υβριδοποιήθηκε με εκείνα τα ασιατικά είδη, ανθεκτικά στις ασθένειες που μπορούν να εγκλιματιστούν.

Αυτό το πρόγραμμα παρήγαγε ποικιλίες φτελιάς ανθεκτικές στο DED, ικανές να προσαρμοστούν σε άνυδρες συνθήκες, αλλά προικισμένες με μερικά αξιοσημείωτα διακοσμητικά χαρακτηριστικά. Πέντε από αυτούς τους κλώνους έχουν ήδη κατοχυρωθεί και κυκλοφορήσει στο εμπόριο: «San Zanobi», «Plinio», «Arno», «Fiorente» και, πιο πρόσφατα, «Morfeo». Το «Morfeo» είναι ένα εύρωστο, ελκυστικό δέντρο που είναι εξαιρετικά ανθεκτικό στο DED. Είναι επίσης ταχέως αναπτυσσόμενο και ανθεκτικό τόσο στην καλοκαιρινή ξηρασία όσο και στις χειμερινές πλημμύρες, αποδεικνύοντας έτσι ότι είναι εξίσου καλά προσαρμοσμένο στο κλίμα της βορειοδυτικής Ευρώπης με αυτό της Μεσογείου. Πράγματι, μετά από δοκιμές στην Αγγλία, το «Morfeo» θεωρείται πλέον δυνητικά η πιο σημαντική ποικιλία στη διατήρηση αρκετών ασπόνδυλων εκεί που κινδυνεύουν από τις συνέπειες της DED.

Αν και η επιλογή δέντρων, η εγκατάσταση δοκιμών και οι κύκλοι αναπαραγωγής απαιτούν σημαντική επένδυση σε χρόνο και προσπάθεια, τα προγράμματα αναπαραγωγής είναι η πιο αξιόπιστη επιλογή για την ανάκτηση των γηγενών πληθυσμών φτελιάς.

Τι συμβαίνει με την οδό Τσιμισκή και με τις υπόλοιπες περιοχές του κέντρου;

Φέτος την άνοιξη ολοκληρώνεται το μεγαλύτερο πρόγραμμα δενδροφυτεύσεων των τελευταίων ετών. Έγιναν περίπου 3.000 νέες δενδροφυτεύσεις-κατά κύριο λόγο σε δενδροδόχους στα πεζοδρόμια, που επί ετών έμεναν κενές – αλλά και σε πάρκα της πόλης. Η πιο σημαντική παρέμβαση στην πόλη, αποτελεί η αντικατάσταση 115 φτελιών από την οδό Τσιμισκή, δένδρα τα οποία είχαν προσβληθεί από το “σκαθάρι της φτελιάς”.

“Θα τοποθετηθούν συνολικά 163 νέα δέντρα (κελτίδες). Η επιλογή του συγκεκριμένου είδους έγινε, καθώς οι κελτίδες δεν προσβάλλονται από το σκαθάρι, ενώ παράλληλα αναπτύσσονται εξαιρετικά στις περιβαλλοντικές συνθήκες της Θεσσαλονίκης και εμφανίζουν πολύ καλή στατικότητα και πλούσια κόμη. Το φυλλοφάγο έντομο δημιούργησε σοβαρά προβλήματα και στα ίδια τα δένδρα, ξηραίνοντάς τα και αφήνοντας σημάδια προχωρημένης σήψης σε κορμούς και βραχίονες, με αποτέλεσμα να εγείρονται μείζονα ζητήματα για την ασφαλή διέλευση πεζών και οχημάτων. Ο Δήμος Θεσσαλονίκης έχει γίνει αποδέκτης έντονων διαμαρτυριών από κατοίκους, καταστηματάρχες και επισκέπτες, καθώς τα έντομα αυτά συχνά κατέκλυζαν την περιοχή -ακόμη και τους εσωτερικούς χώρους εμπορικών καταστημάτων- ενώ η κολλώδης ουσία που εκκρίνουν είχε ως αποτέλεσμα να κολλάνε τα πεζοδρόμια και τα παγκάκια που έχουν τοποθετηθεί για την ξεκούραση του κόσμου…Η αντικατάσταση των δένδρων είναι αίτημα του εμπορικού κόσμου.” (Διεύθυνση Διαχείρισης Πρασίνου και Περιβάλλοντος του Δήμου Θεσσαλονίκης)

Αντιδράσεις κατοίκων και σωματίων

Το Δίκτυο για το Αστικό Πράσινο «SOSε τα Δέντρα» αλλά και μέλη άλλων περιβαλλοντικών οργανώσεων διαμαρτύρονται για τις κοπές των δέντρων στην Θεσσαλονίκη κατηγορώντας την δημοτική αρχή για την κίνηση αυτή ενώ τα μέλη του Δικτύου κάνουν λόγο για περιβαλλοντικό έγκλημα.

“Η αντιεπιστημονική και μη ορθολογική απόφαση της μαζικής κοπής συλλήβδην ολόκληρων δενδροστοιχιών επαναλαμβάνεται συστηματικά επί τρία χρόνια» καταγγέλλουν τα μέλη του Δικτύου.”

“Χωρίς ξεχωριστή αυτοψία και τεχνικό δελτίο για κάθε δένδρο όπως γίνεται στα ευρωπαϊκά κράτη, και παρά την αντίθεση που έχουν εκφράσει με υπομνήματά τους οι αρμόδιοι επιστημονικοί φορείς, όπως το Τμήμα Δασολογίας ΑΠΘ, η Ελληνική Δασολογική Εταιρεία, το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο, η Ορνιθολογική Εταιρεία και η Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος. Ταυτόχρονα, συνεχίζονται με εντατικούς ρυθμούς τα βαθιά κλαδέματα, καταστρέφοντας χιλιάδες δένδρα, πόσο μάλλον που γίνονται σε εντελώς ακατάλληλη εποχή, καθώς τα εναπομείναντα δέντρα είναι γεμάτα φύλλα, άνθη και φωλιές πουλιών με αβγά.”

Το success story στην οδό της Αλ. Σβώλου

Η περιβαλλοντολογική οργάνωση mamagea τον περασμένο Μάιο (2022), σε συνεργασία με τον Δήμο Θεσσαλονίκης και την Αντιδημαρχία Περιβάλλοντος πραγματοποίησε εθελοντικά την πιλοτική δράση δενδροπροστασίας στην οδό Αλεξάνδρου Σβώλου, με στόχο την ορθή και έγκαιρη εφαρμογή ειδικών παγίδων (σκευάσματα κόλλας) και τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας τους κατά του καταστροφικού σκαθαριού Γκαλερουτσέλα.

Η πιλοτική παρέμβαση κρίθηκε απόλυτα επιτυχημένη καθώς σύμφωνα με οπτικό υλικό που σημειώθηκε η διαφορά της Αλ. Σβώλου με την Τσιμισκή είναι περισσότερο από εμφανή.

“Ως οργάνωση, έχουμε λάβει ήδη δεκάδες μηνύματα αγανάκτησης και διαμαρτυρίας από ιδιοκτήτες καταστημάτων στους εμπορικούς δρόμους Τσιμισκή, ενώ η διάδραση με κατοίκους και καταστηματάρχες της Αλεξάνδρου Σβώλου ήταν για πρώτη φορά ενθαρρυντική!”

Τα βήματα που έχει ακολουθήσει ο δήμος μέχρι στιγμής

Από την Διεύθυνση Πρασίνου και Περιβάλλοντος στον δήμο Θεσσαλονίκης μιλά εκπρόσωπος στην parallaxi και αναλύει πως έχουν χρησιμοποιηθεί τρεις τρόποι μέχρι στιγμής για την εξουδετέρωση του σκαθαριού της φτελιάς. Η τοποθέτηση ειδικής κόλλας στους φλοιούς των δένδρων, η χρήση ειδικών εντομοκτόνων αλλά και βιολογικοί τρόποι όπως η χρήση εντομοφάγων μυκήτων. Ωστόσο δεν έχει γίνει χρήση ειδικών ενέσεων (trunk injection) εντομοκτόνων.

Ο αντιπρύτανης ακαδημαϊκών υποθέσεων καθηγητής του τμήματος Γεωπονίας, Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, Δημήτριος Κωβαίος επισημαίνει σε παλαιότερες δηλώσεις του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι μέσα στην πόλη δεν επιτρέπεται η χρήση εντομοκτόνων ψεκασμών με εντομοκτόνα που χρησιμοποιούνται στις γεωργικές καλλιέργειες για την αντιμετώπιση των βλαβερών εντόμων, επειδή τίθεται σε κίνδυνο η δημόσια υγεία, ενώ αναφέρει ότι υπάρχουν μέθοδοι που μπορούν να εφαρμοστούν με ασφάλεια.

Council tree crew members inject elms trees as part of the campaign against the elm leaf beetle (Mirage News)

Σημειώνει ο ίδιος και τονίζει ότι εφόσον τα δέντρα που χρήζουν θεραπείας δεν παράγουν εδώδιμο προϊόν «δύνανται να χρησιμοποιηθούν τα πιο αποτελεσματικά εντομοκτόνα με ένεση στον κορμό και τα κλαδιά των δέντρων. Είναι πραγματικά μια πολλή σωστή προσέγγιση. Με αυτή τη μέθοδο τα εντομοκτόνα δεν θα διαφύγουν και δεν θα επηρεάσουν στο αστικό περιβάλλον, θα παραμείνουν αποκλειστικά και μόνο στα δέντρα και έτσι δεν θα επηρεαστεί η δημόσια υγεία».

Ωστόσο, το πρόβλημα συνεχίζει να ταλαιπωρεί κατοίκους και οργανώσεις καθώς τα τελευταία χρόνια τα δένδρα της πόλης είναι φανερά καταπονημένα από το σκαθάρι της φτελιάς αλλά και της έλλειψης ποτιστικού συστήματος.

Πως θα ξημερώσει η επόμενη μέρα;

Τα προβλήματα με τα πράσινα περιβάλλοντα στον αστικό ιστό της Θεσσαλονίκης ξεκινούν πολλές δεκαετίες πίσω. Όταν ανοικοδομήθηκαν οι πεζοδρομήσεις της οδού Τσιμισκή δεν προβλέφθηκε θεσμικά η μελέτη για αρδευτικό σύστημα για την σωστή φροντίδα των δένδρων επί της οδού, πρόβλημα που παραμένει άλυτο μέχρι και σήμερα.

Με τα παραπάνω δεδομένα η φροντίδα και η διατήρηση του πρασίνου βρίσκεται καταδικασμένες λόγω της έλλειψης αρδευτικού συστήματος στον εμπορικό δρόμο.

Η λύση για αυτό το ζήτημα τώρα θα έρθει σύμφωνα με εκπρόσωπο του Δήμου με ειδική υδροφόρα η οποία θα υλοποιεί το πότισμα των δένδρων δύο φορές την εβδομάδα με μάνικες.

Λύση που μάλλον θα προκαλέσει τρομερή οδική συμφόρηση στον εμπορικό δρόμο της Τσιμισκή.

Επιπλέον, το θέμα της θερμοκρασίας θα δημιουργήσει σοβαρό πρόβλημα σε πολίτες και καταστηματάρχες. Μπορεί η πρόβλεψη της μελέτης να περιλαμβάνει την αντικατάσταση των δένδρων με καινούργιου είδους ανθεκτικότερα φυλλοειδή δένδρα, αλλά διανύουμε τον τελευταίο μήνα της Άνοιξης και περιμένουμε την άνοδο της θερμοκρασίας για το καλοκαίρι από μέρα σε μέρα, ειδικότερα φέτος που προβλέπεται πως θα είναι ένα από τα πιο ζεστά.

Τέλος και πιο σημαντικό είναι η εποχή της καλλιέργειας. Τα δένδρα είδους Celtis australis (μελικοκιά), τα οποία θα τοποθετηθούν σταδιακά στην οδό Τσιμισκή αλλά και στις υπόλοιπες περιοχές που έχει γίνει η πρόβλεψη του Δήμου, καλλιεργούνται τον πρώτο μήνα της Άνοιξης αμέσως μετά το πέρας των χαμηλότερων θερμοκρασιών. Το γεγονός λοιπόν της δενροφύτευσης τους κατά την διάρκεια της τελευταίας φάσης της Άνοιξης δημιουργεί μεγαλύτερους κινδύνους και προϋποθέσεις για να μαραθούν ή να προσβληθούν από κάποια αρρώστια όπως και τα προηγούμενα.

Πηγές: Ίδρυμα heinrich boll stiftung, European Atlas of Forest Tree Species, iForest – Biogeosciences and Forestry

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα