Οι κορυφαίες προσωπικότητες της πόλης, όπως τις επιλέξατε εσείς
Τα πρόσωπα που είχαν ξεχωρίσει οι αναγνώστες της parallaxi στη ψηφοφορία που είχε γίνει με αφορμή τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης
110 χρόνια συμπληρώνονται από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, με την πόλη να βάζει τα γιορτινά της και να θυμάται πρόσωπα και γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της στο πέρασμα των ετών.
Το 2012 με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων, η parallaxi είχε δώσει τον λόγο στους αναγνώστες της για να επιλέξουν τα πρόσωπα που άφησαν το δικό τους στίγμα στην πορεία της πόλης από το 1912 και έπειτα.
Ας θυμηθούμε τις κορυφαίες προσωπικότητες της Θεσσαλονίκης ενός αιώνα, όπως τις επιλέξατε εσείς, ξεκινώντας από το νούμερο 10 και πηγαίνοντας προς την κορυφή.
10. Γιώργος Ιωάννου – Λογοτέχνης
Γεννήθηκε το 1927 στη Θεσσαλονίκη από γονείς Θρακιώτες πρόσφυγες. Ο πατέρας του Ιωάννης κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη από τη Ραιδεστό της Ανατολικής Θράκης προερχόμενος από αστική οικογένεια. Η μητέρα του Αθανασία ήταν από την Κεσσάνη της Ανατολικής Θράκης. Ο Γιώργος προερχόταν από πλούσια οικογένεια που ήθελε ο γιος τους να γίνει σπουδαίος και το όνομα του να ακούγετε παντού. Έτσι οι γονείς του τον ζόριζαν αρκετά να ακολουθήσει τα δικά τους όνειρα. Ο Γιώργος σπούδασε και βρήκε αρκετά καλές δουλειές όμως ακολούθησε το δικό του όνειρο και έγινε λογοτέχνης.
Ο Γιώργος Ιωάννου μεγάλωσε στο κέντρο της πόλης της Θεσσαλονίκης και σπούδασε με λαμπρούς δασκάλους στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στο Α.Π.Θ. μάλιστα υπηρέτησε για ένα διάστημα ως βοηθός στην έδρα της Αρχαίας Ιστορίας. Από το 1960 εργάστηκε ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση στην Αθήνα και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Από το 1962 και για δύο χρόνια δίδαξε στο Ελληνικό Γυμνάσιο στη Βεγγάζη της Λιβύης. Το 1974 ορίστηκε μέλος της Επιτροπής για τη συγκρότηση ανθολογίου κειμένων λογοτεχνίας για το Δημοτικό σχολείο, καθώς και για την ανανέωση των Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων του Γυμνασίου. Υπήρξε σύμβουλος έκδοσης του σημαντικού περιοδικού Ελεύθερη γενιά (μηνιαίο περιοδικό για τις μαθητικές κοινότητες), που εξέδιδε το Υπουργείο Παιδείας. Πέθανε το 1985 στα 58 του χρόνια, από νοσοκομειακή λοίμωξη που επήλθε μετά από μια απλή επέμβαση στον προστάτη.
9. Γιώργος Κούδας – Ποδοσφαιριστής
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη γόνος του Ιωάννη Κούδα από την Τυρολόη Ανατολικής Θράκης και της Ελευθερίας Μακρή (Κούδα) από τη Σταυρούπολη Ξάνθης. Θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους Έλληνες ποδοσφαιριστές όλων των εποχών. Το 2003 ψηφίστηκε ως ο πέμπτος καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής από την Ε.Π.Ο. για το εορτασμό των 50 χρόνων της ΟΥΕΦΑ.
Με τη φανέλα του ΠΑΟΚ κατέγραψε 504 συμμετοχές πετυχαίνοντας 134 γκολ. Με το εθνόσημο αγωνίστηκε 43 φορές, σκοράροντας 4 γκολ.
Κατέκτησε με τον ΠΑΟΚ το πρωτάθλημα Ελλάδας την περίοδο 1975-76 και 2 κύπελλα Ελλάδας, το 1972 και 1974.
Το καλοκαίρι του 1966 αποκτήθηκε από την ομάδα του Ολυμπιακού, στην οποία όμως ουδέποτε συμμετείχε σε επίσημο αγώνα, γιατί δεν δόθηκε συγκατάθεση από τη διοίκηση του ΠΑΟΚ (δεν υπήρχαν ακόμη τα επαγγελματικά συμβόλαια) κι αυτό ως αποτέλεσμα είχε να μείνει για περίπου 2 χρόνια εκτός αγωνιστικής δράσης.
8. Αλέξανδρος Παπαναστασίου – Πολιτικός
Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου (8 Ιουλίου 1876 – 17 Νοεμβρίου 1936) ήταν πολιτικός επιστήμονας, κοινωνιολόγος και ηγέτης του κεντρώου δημοκρατικού φιλελεύθερου χώρου, υπουργός σε πολλές κυβερνήσεις και δύο φορές πρωθυπουργός (1924 και 1932), ο ιδρυτής του πολιτεύματος της Αβασίλευτης Δημοκρατίας στην Ελλάδα τον Μάρτιο του 1924.
Όταν στις 14 Ιουνίου 1917 η Προσωρινή κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου μεταφέρεται στην Αθήνα και ανασχηματίζεται, ο Παπαναστασίου αναλαμβάνει το Υπουργείο Συγκοινωνιών και το κρατάει έως τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920. Ως υπουργός Συγκοινωνιών προωθεί την αναδιοργάνωση του Πολυτεχνείου και της Σχολής Καλών Τεχνών και επικυρώνει με νόμο (Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός) το νέο σχέδιο πόλεως της Θεσσαλονίκης, που είχε καταστραφεί από την πυρκαγιά τον Αύγουστο του 1917 και εισηγείται στη Βουλή τη σύσταση επιτροπής για τη μελέτη του σχεδίου πόλεως της Αθήνας.
Στη Θεσσαλονίκη κεντρική οδός φέρει το όνομά του και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο τον τιμά ως ιδρυτή του με τον ανδριάντα του στο κέντρο της Πανεπιστημιούπολης.
7. Νίκος Παπάζογλου – Τραγουδοποιός
Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη στις 20 Μαρτίου 1948. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από την Νικομήδεια της Μικράς Ασίας οι οποίοι μετά την Ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών του 1922 έμειναν για ένα έτος στην Μυτιλήνη, μετέβησαν σε στρατόπεδο προσφύγων στην Θεσσαλονίκη και εν συνεχεία εγκαταστάθηκαν στην Κορμίστα Σερρών, ενώ απέκτησαν τέσσερα παιδιά, εκ των οποίων ήταν ο μικρότερος. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην οδό Επισκόπου Αμβροσίου 6 της Θεσσαλονίκης κοντά στην πλατεία Αντιγονιδών και μετέπειτα στην οδό Κασσάνδρου 112 στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Ο πατέρας του Κωνσταντίνος διατηρούσε κατάστημα επί των οδών Κασσάνδρου και Αγίας Σοφίας, κοντά στην πατρική τους οικία.
Ξεκίνησε την καριέρα του τη δεκαετία του 1960 περνώντας από τους Olympians και τους Zealot το 1972 στο Aachen της Δυτικής Γερμανίας. Το 1975 τραγουδούσε στη “Ρέμβη”, μια κοσμική ταβέρνα της Θεσσαλονίκης, όπου είχε σχηματίσει ορχήστρα, κι ο Παπάζογλου τραγουδούσε μέχρι τις 12 τη νύχτα τραγούδια για χορό. Τα πρώτα του τραγούδια, τα Είναι Αργά και Γαλάζια Θάλασσα, τα τραγούδησε ο Πασχάλης. Αργότερα, και για πολλά χρόνια, ο Παπάζογλου συνεργάστηκε με τους Διονύση Σαββόπουλο, Μανώλη Ρασούλη και Νίκο Ξυδάκη. Έγινε ευρέως γνωστός με το δίσκο του Μανώλη Ρασούλη, Η εκδίκηση της γυφτιάς. Από την παραγωγή αυτή του Σαββόπουλου, μαθαίνουμε ότι το παρατσούκλι του ήταν «push-pull», λόγω των τεχνικών του γνώσεων. Χαρακτηριστικό του Παπάζογλου ήταν το κόκκινο φουλάρι που φορούσε στο λαιμό σε όλες του τις εμφανίσεις.
Θεωρείται από τους μεγαλύτερους Έλληνες τραγουδιστές και τραγουδοποιούς. Στήριξε αρκετούς καλλιτέχνες και συγκροτήματα στα πρώτα τους βήματα μέσα από το στούντιό του, το Αγροτικόν, στην Κάτω Τούμπα Θεσσαλονίκης όπως ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και οι Τρύπες. Ο Νίκος Παπάζογλου συμμετείχε σε πολλούς δίσκους που δημιουργήθηκαν σε αυτό το στούντιο, ως παραγωγός, ηχολήπτης, μηχανικός ήχου, ενορχηστρωτής και μουσικός.
Πέθανε από καρκίνο στις 17 Απριλίου 2011, λίγο καιρό μετά το θάνατο του συνεργάτη του, Μανώλη Ρασούλη.
6. Παύλος Ζάννας – Ιδρυτής Φεστιβάλ Κινηματογράφου
Γεννήθηκε το 1929 στη Θεσσαλονίκη, σε μια οικογένεια με έντονη παράδοση βενιζελική και δημοκρατική. Ο πατέρας του, Αλέξανδρος Zάννας, στενός συνεργάτης και υπουργός του Ελευθερίου Βενιζέλου και φίλος του Νικολάου Πλαστήρα, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ελληνική πολιτική ζωή από την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα έως τα χρόνια που ακολούθησαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η μητέρα του, Βιργινία Zάννα (1897-1980), ήταν κόρη της Πηνελόπης Δέλτα και εργάστηκε κοινωνικά στον Ερυθρό Σταυρό, στον Οδηγισμό, στην X.E.N. και στο κίνημα για τα δικαιώματα της γυναίκας.
Ο Παύλος Ζάννας πραγματοποίησε τις γυμνασιακές σπουδές στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, και αποφοίτησε από το Κολλέγιο Αθηνών το 1947. Από το 1947 έως το 1952, σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Ινστιτούτο Ανωτέρων Διεθνών Σπουδών (Institut de Hautes Études Internationales) του Πανεπιστημίου της Γενεύης, απ’ όπου έλαβε τον τίτλο του διδάκτορα.
Το 1953 παντρεύτηκε με την πιανίστα Mίνα Zάννα (κόρη του Ανδρέα και της Χριστίνας Πράτσικα, 1932-2013) και απέκτησαν δύο γιους και μία εγγονή. Υπηρέτησε στον Στρατό ως έφεδρος ανθυπολοχαγός διαβιβάσεων (1953-1954). Στο τέλος του 1954 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη και ασχολήθηκε με εμπορικές και βιομηχανικές οικογενειακές επιχειρήσεις.
Από το 1955 ως το 1967 υπήρξε αρχικά μέλος, αργότερα γενικός γραμματέας και αντιπρόεδρος της Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρείας «Tέχνη», με πρόεδρο τον Λίνο Πολίτη. Στο ίδιο αυτό χρονικό διάστημα ίδρυσε και διηύθυνε την Κινηματογραφική Λέσχη της «Tέχνης», όπου παρουσίασε πάνω από 300 ταινίες. Σε πρωτοβουλία του, που υιοθέτησε το Δ.Σ. της «Tέχνης» και η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης (Δ.Ε.Θ.), οφείλεται η δημιουργία του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1960. Πρωτοστάτησε, με άλλους κριτικούς και κινηματογραφιστές, στη δημιουργία της πρώτης Ομοσπονδίας Κινηματογραφικών Λεσχών Ελλάδος, της Ελληνικής Ταινιοθήκης και αργότερα της Ένωσης Κινηματογραφικών Κριτικών Ελλάδος και ήταν μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Ελληνικός Κινηματογράφος (1966-1967). Όλες αυτές οι δραστηριότητες σταμάτησαν την 21η Απριλίου 1967. Ήταν μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Η Tέχνη στη Θεσσαλονίκη (1956-1963), όπου κρατούσε κυρίως τη στήλη της ανυπόγραφης (σύμφωνα με τις αρχές του περιοδικού) κινηματογραφικής κριτικής. Από το 1961 ως το 1964 κάλυπτε, από τη Θεσσαλονίκη, τη στήλη της θεατρικής κριτικής στην εφημερίδα Το Βήμα, κυρίως για τις παραστάσεις, κυρίως του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Ήταν μέλος του Δ.Σ. και της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος από το 1965 ως το 1967.
Το 1965 διορίστηκε, από την κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου, γενικός διευθυντής της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης και από τη θέση αυτή οργάνωσε, το 1966, το πρώτο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη, που δεν επέζησε στα χρόνια της δικτατορίας. Η δικτατορία, άλλωστε, της 21ης Απριλίου 1967 τον απέλυσε από τη θέση του στη Δ.E.Θ., αλλά και πρότεινε τον επαναδιορισμό του, τον οποίον εκείνος αρνήθηκε. Συνελήφθη το 1968 για τη συμμετοχή του στην αντιστασιακή οργάνωση «Δημοκρατική Άμυνα» και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 10½ ετών, μαζί με τους Στ. Nέστορα, Γ. Σιπητάνο, Σ. Δέδε, A. Μαλτσίδη και K. Πύρζα. Αφέθηκε ελεύθερος στις αρχές του 1972, «λόγω ανηκέστου βλάβης» της υγείας του, και από τότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στη διάρκεια της φυλάκισής του είχε αρχίσει να μεταφράζει το πολύτομο μυθιστόρημα του Μαρσέλ Προυστ Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, εργασία που συνέχισε έως τον θάνατό του. Η μεταφραστική του αυτή εργασία βραβεύτηκε το 1974 με το ετήσιο βραβείο του Ιδρύματος Hautvillers, στο Παρίσι, για την πιο αξιόλογη μετάφραση γαλλικού λογοτεχνικού έργου.
Ήταν μέλος της συντακτικής επιτροπής και τακτικός του συνεργάτης του περιοδικού Η Συνέχεια το 1973, χωρίς να αναφέρεται το όνομά του, γιατί η ιδιότητα αυτή ήταν ασυμβίβαστη με την καταδίκη του, σύμφωνα με νόμο της δικτατορίας. Στη Μεταπολίτευση ανέλαβε τη Διεύθυνση Ραδιοφωνίας του EIPT, με γενικό διευθυντή τον Tάκη Χορν, θέση από την οποία παραιτήθηκε ύστερα από τις εκλογές του 1974.
Υπήρξε επίσης ιδρυτικό μέλος και πρώτος πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (1976)· ιδρυτικό μέλος, γενικός γραμματέας και αργότερα πρόεδρος του ελληνικού τμήματος της Διεθνούς Αμνηστείας (1976-1984)· ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Σημειωτικής Εταιρείας (1978) και της Εταιρείας Συγγραφέων (1982)· μέλος του Δ.Σ. της Εταιρείας Συγγραφέων (1982-1984) και πρόεδρος από τον Ιούνιο 1986 ως το θάνατό του· μέλος του Δ.Σ. του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (1987)· και μέλος του Δ.Σ. της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας της Σχολής Μωραΐτη ως τον θάνατό του.
Από το Νοέμβριο 1981 ως το Mάρτιο 1986, όταν παραιτήθηκε, για να ασχοληθεί πιο συστηματικά με το συγγραφικό του έργο, ήταν πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Ελληνικού Kέντρου Κινηματογράφου, και εκπροσώπησε την Ελλάδα στην επιτροπή εμπειρογνωμόνων για θέματα κινηματογράφου του Συμβουλίου της Ευρώπης. Τέλος, ήταν ιδρυτικό μέλος του Kέντρου Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας (1986) και μέλος της κριτικής επιτροπής του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Βερολίνου (1988).
Το 1978 άρχισε να επιμελείται την έκδοση του αρχείου της γιαγιάς του Π. Σ. Δέλτα.
Πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 6 Δεκεμβρίου 1989.
5. Μανόλης Τρινταφυλλίδης – Ακαδημαϊκός
Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης (Αθήνα, 15 Νοεμβρίου 1883 – Αθήνα, 20 Απριλίου 1959) ήταν Έλληνας γλωσσολόγος και ένας εκ των ιδρυτών του Εκπαιδευτικού Ομίλου, οργάνου του εκπαιδευτικού δημοτικισμού με μεγάλη συμβολή στα εκπαιδευτικά προγράμματα των κυβερνήσεων υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Το 1939, κατά τη διάρκεια του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, του ανατέθηκε η έκδοση γραμματικής για τη δημοτική γλώσσα, η «Νεοελληνική Γραμματική»
Κληροδότησε την πνευματική και υλική του περιουσία- ανάμεσά της και την τεράστια βιβλιοθήκη του- στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ιδρύοντας (1959) το Ίδρυμα που φέρει το όνομά του και το οποίο συνεχίζει με σημαντικά δημοσιεύματα και άλλες δραστηριότητες την «καλλιέργεια και την αξιοποίηση της δημοτικής γλώσσας και την προαγωγή της παιδείας του ελληνικού λαού» κατά την επιθυμία του δωρητή.
Έγινε ένας από τους πρώτους καθηγητές του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μαζί με καθηγητές όπως ο Γιάννης Αποστολάκης, ο Χαράλαμπος Θεοδωρίδης και ο Αλέξανδρος Δελμούζος.
Αυτή την ιδεολογική ελευθερία που απλόχερα του πρόσφερε το πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, την αρνήθηκε τρις το πανεπιστήμιο Αθηνών και η Ακαδημία Αθηνών, υπό το κράτος του γλωσσολογικού συντηρητισμού της αθηναϊκής φιλοσοφικής σχολής και ιδιαίτερα του τμήματος κλασικής φιλολογίας, που εκείνη την εποχή δεχόταν την ιδεολογική επίδραση του καθηγητή και αργότερα ακαδημαϊκού Ιωάννη Σταματάκου. Ο Σταματάκος στη σχετική του εισήγηση λίγο-πολύ περιγράφει τον Μ. Τριανταφυλλίδη ως εγκληματία.
4. Νίκος Γκάλης – Καλαθοσφαιριστής
Ο Νίκος Γκάλης (Νικόλαος Γεωργαλής, γεννήθηκε 23 Ιουλίου 1957[1]) είναι Ελληνοαμερικανός πρώην καλαθοσφαιριστής, ένας από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους παίκτες όλων των εποχών. Θεωρείται η σημαντικότερη μορφή στην ιστορία του αθλήματος στην Ελλάδα και ο κορυφαίος Έλληνας αθλητής της σύγχρονης εποχής. Η FIBA τον έχει αναγνωρίσει ως τον μεγαλύτερο Ευρωπαίο σκόρερ όλων των εποχών χάρις τους 24.721 πόντους και του μέσου όρου 32,8 της επαγγελματικής του καριέρας. Το 2007 έγινε ο πρώτος Έλληνας καλαθοσφαιριστής που εντάχθηκε στο Hall of Fame της FIBA και το 2017 στο Naismith Memorial Basketball Hall of Fame, περνώντας έτσι στο «πάνθεον» του παγκοσμίου μπάσκετ.
Στην Ελλάδα αγωνίστηκε με τη φανέλα του Άρη Θεσσαλονίκης από το 1979 έως το 1992 και μετέπειτα έπαιξε στον Παναθηναϊκό έως το 1994.
Πιστός στρατιώτης της εθνικής ομάδας από το 1980 έως το 1991.
Τίτλοι σε συλλογικό επίπεδο:
Πρωταθλήματα Ελλάδας (8) : 1983, 1985, 1986, 1987, 1988, 1989, 1990, 1991 Κύπελλα Ελλάδας (7) : 1985, 1987, 1988, 1989, 1990, 1992, 1993 Σούπερ Κύπελλα Ελλάδας : 1986
Μετάλλια με το εθνόσημο
Χρυσό μετάλλιο Ευρωμπάσκετ : 1987 Αργυρό μετάλλιο Ευρωμπάσκετ : 1989
Ατομικές διακρίσεις
Μία φορά MVP Ευρωμπάσκετ : 1987 5 φορές MVP Πρωταθλήματος Ελλάδας : 1988, 1989, 1990, 1991, 1992 4 φορές καλύτερη ομάδα Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος : 1983, 1987, 1989, 1991
11 φορές Πρώτος σκόρερ Ελληνικού πρωταθλήματος : 1981, 1982, 1983, 1984, 1985, 1986, 1987, 1988, 1989, 1990, 1991 5 φορές πρώτος σκόρερ Κυπέλλου Πρωταθλητριών : 1988, 1989, 1990, 1992, 1994 3 φορές πρώτος σκόρερ φάιναλ φορ Κυπέλλου Πρωταθλητριών : 1988, 1989, 1990 4 φορές πρώτος σκόρερ Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος (Ευρωμπάσκετ) : 1983, 1987, 1989, 1991 Μία φορά πρώτος σκόρερ Παγκοσμίου Πρωταθλήματος (Μουντομπάσκετ) : 1986 2 φορές πρώτος σκόρερ του Προολυμπιακού Τουρνουά : 1984, 1988
3. Ερνέστ Εμπράρ – Πολεοδόμος
Ο Ερνέστ Εμπράρ (Ernest Hébrard) (1875 – 1933) ήταν Γάλλος αρχιτέκτονας, αρχαιολόγος και πολεοδόμος. Είναι περισσότερο γνωστός για τα σχέδια που εκπόνησε για την ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 στην οποία ένα μεγάλο μέρος της πόλης καταστράφηκε.
Κατά την εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη ασχολήθηκε αρχικά με την αποτύπωση των ρωμαϊκών μνημείων της πόλης.
Αμέσως μετά τη μεγάλη πυρκαγιά, που σημειώθηκε το Σάββατο 18 Αυγούστου (ν. ημ.) του 1917, με απόφαση της τότε κυβέρνησης Βενιζέλου ανέλαβε την πολεοδομική αναμόρφωση της πόλης επικεφαλής ειδικής για το σκοπό αυτό επιτροπής.
Λίγους μήνες μετά, το 1918, διορίστηκε από την ελληνική κυβέρνηση καθηγητής της αρχιτεκτονικής στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, καθώς και μέλος του Ανώτατου Τεχνικού Συμβουλίου και αργότερα, το 1927, σύμβουλος του Υπουργείου Παιδείας, όταν εκπόνησε ιδιαίτερη μελέτη για την πανεπιστημιούπολη της Θεσσαλονίκης.
Η κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου απαγόρευσε την ανοικοδόμηση της πόλης μέχρι να εγκριθεί ένα σύγχρονο σχέδιο πόλης. Με απόφαση του τότε υπουργού συγκοινωνιών Αλέξανδρου Παπαναστασίου, ιδρύθηκε η «Διεθνής Επιτροπή Νέου Σχεδίου Θεσσαλονίκης» με πρόεδρο τον Ερνέστ Εμπράρ, για την εκπόνηση ρυμοτομικού σχεδίου. Ο Εμπράρ με τη βοήθεια των Άγγλων αρχιτεκτόνων E. Mawson και J. Pleyber και των Ελλήνων αρχιτεκτόνων Α. Γκίνη, Αριστοτέλη Ζάχου και Κωνσταντίνου Κιτσίκη, συνέλαβε και ανέπτυξε ένα σχέδιο που έγινε γνωστό ως Σχέδιο Εμπράρ και το οποίο παραδόθηκε στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας στις 29 Ιουνίου 1918. Το σχέδιο δεν εφαρμόστηκε πλήρως, διότι υπέστη πολλές μεταβολές μετά από πιέσεις μεγαλοϊδιοκτητών. Ήταν, όμως, μια μεγάλη βελτίωση στην προγενέστερη οικιστική κατάσταση της πόλης και της έδωσε μια σύγχρονη Ευρωπαϊκή ρυμοτομία και όψη.
2. Μανόλης Ανδρόνικος – Αρχαιολόγος
Γεννήθηκε στην Προύσα στις 23 Οκτωβρίου 1919. Ο πατέρας του, Λεωνίδας, ήταν από τη Σάμο και η μητέρα του από την Ίμβρο. Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή η οικογένειά εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Μπήκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1936, όπου προσωπικότητες όπως αυτή του καθηγητή Κωνσταντίνου Ρωμαίου, του κίνησαν σε πρώτο στάδιο το αρχαιολογικό του ενδιαφέρον. Ενώ ήταν φοιτητής, ο Ανδρόνικος εργάστηκε σαν βοηθός δίπλα στον Ρωμαίο στην ανασκαφή της Βεργίνας. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του το 1941, διορίστηκε φιλόλογος σε γυμνάσιο του Διδυμότειχου. Στη συνέχεια διέφυγε στη Μέση Ανατολή, κατατάχτηκε στον Ελληνικό Στρατό και πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις όπου υπηρέτησε ως λοχίας στο 8ό τάγμα της ΙΙ ταξιαρχίας η οποία εστάλη στην Τρίπολη της Κυρηναϊκής να φυλάει αιχμαλώτους λόγω ότι ήταν «δημοκρατική».
Μετά τον πόλεμο εργάστηκε στη σχολή «Σχοινά» της Θεσσαλονίκης και το 1949 διορίστηκε επιμελητής αρχαιοτήτων στην εφορεία Κεντρικής Μακεδονίας. Το 1952 έγινε καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το διάστημα 1954-1955 μετεκπαιδεύτηκε στην Οξφόρδη, δίπλα στον Σερ Τζον Μπίζλι (Sir John D. Beazley, 1954-1955). Το 1957 εξελέγη υφηγητής της Αρχαιολογίας (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) με τη διατριβή «Λακωνικά ανάγλυφα». Το 1961 εκλέχτηκε έκτακτος καθηγητής της Β΄ έδρας Αρχαιολογίας και το 1964 τακτικός καθηγητής στην ίδια έδρα.
Ήταν παντρεμένος με την Ολυμπία Κακουλίδου (1921-2012), την οποία γνώρισε στη σχολή «Σχοινά». Αγαπούσε ιδιαίτερα τις τέχνες και τα γράμματα. Διάβαζε πολύ και υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Συλλόγου «Η τέχνη». Αγαπούσε την ποίηση του Κωστή Παλαμά, Γιώργου Σεφέρη και τον Οδυσσέα Ελύτη. Σημαντική υπήρξε και η συμβολή του ως ιστορικού τέχνης.
Πραγματοποίησε πολλές ανασκαφικές έρευνες στη Βέροια, τη Νάουσα, το Κιλκίς, τη Χαλκιδική, τη Θεσσαλονίκη, αλλά το κύριο ανασκαφικό του έργο συγκεντρώθηκε στη Βεργίνα. Η Βεργίνα ανεσκάφη πρώτη φορά υπό του L. Heuzey το 1861 και μεταξύ των ανασκαφών υπήρξε και το Ανάκτορο. Ανασκαφές στην περιοχή έγιναν και κατά την περίοδο 1937-1940, από τον Κ. Ρωμαίο, ενώ η ανασκαφική εμπλοκή του Μ. Ανδρονίκου ξεκίνησε το 1949, αρχικά έως το 1960, όπου ειδικά στο Ανάκτορα συνεργάσθηκε με τους Γ. Μπακαλάκη εκ μέρους του ΑΠΘ και Χ. Μακαρονά από πλευράς Εφορίας Αρχαιοτήτων. Μέχρι το 1970, είχαν περατωθεί ουσιαστικά οι ανασκαφές στο Ανάκτορο, και αυτήν περίπου την εποχή ο N. Hammond υποστήριξε το ενδεχόμενο πως ανασκάπτονταν πιθανότατα οι Αρχαίες Αιγές. Με την μεταπολίτευση και συγκεκριμένα το 1976 ο Μ. Ανδρόνικος, άρχισε ν΄ ανασκάπτει την Μεγάλη Τούμπα.
Η κορυφαία στιγμή της πορείας του θεωρείται η 8η Νοεμβρίου 1977, όταν στη Βεργίνα έφερε στο φως ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά μνημεία, τον ασύλητο μακεδονικό τάφο ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας. Στο εσωτερικό του τάφου διασώζονταν πολυάριθμα κτερίσματα, μεταξύ των οποίων μοναδικά και ανεκτίμητης αξίας έργα τέχνης, τα οποία εκτίθενται στη Μεγάλη Τούμπα της Βεργίνας. Η πληθύς και η αξία των κτερισμάτων και τα στοιχεία αφηρωισμού της ταφής, πολύ δύσκολα μπορεί να αποδοθεί σε έναν ένδοξο νεκρό ο οποίος δεν υπήρξε βασιλέας. Διατύπωσε την άποψη ότι στο μνημείο αυτό τάφηκε ο Φίλιππος Β΄, βασιλιάς της Μακεδονίας (359-336 π.Χ.). Από ορισμένους συναδέλφους του στην Ελλάδα του ασκήθηκε σκληρή έως αήθης κριτική, ενώ είναι χαρακτηριστικό πως τότε η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρία, ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, ακόμα και η Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών, δεν του απέστειλαν συγχαρητήρια.
Η σημασία του μνημείου είναι αναμφισβήτητη και θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του 20ού αιώνα σε παγκόσμιο επίπεδο.
Διετέλεσε Κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης (1968-1969). Μιλούσε εκτός της μητρικής του γλώσσας, αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Το όνομά του γράφεται κάποιες φορές με ωμέγα (Μανώλης). Ο ίδιος το έγραφε με όμικρον (Μανόλης).
Το 1992 του απονεμήθηκε ο Μεγαλόσταυρος του Φοίνικος. Mόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης (επί της οδού Παπάφη), πέθανε στη Θεσσαλονίκη στις 30 Μαρτίου 1992.
Προς τιμήν του έχει ανεγερθεί η προτομή του απέναντι από το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, ενώ η οδός μπροστά από το Μουσείο φέρει το όνομά του. Στον Εύοσμο έχει ανεγερθεί το μαρμάρινο Μνημείο Μανόλη Ανδρόνικου σε σχήμα αναθηματικής στήλης με λαξευμένο τον ήλιο της Βεργίνας και τα ονόματα των τριών σημαντικών πόλεων της ζωής του: Προύσα, Βεργίνα, Θεσσαλονίκη. Τιμητικά το όνομά του φέρουν πολλά σχολεία όπως το 2ο Γυμνάσιο Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης, το Γυμνάσιο Βεργίνας και το 1ο Πειραματικό Λύκειο Θεσσαλονίκης. Επίσης κάποιες οδοί ανά την Ελλάδα έχουν ονομαστεί προς τιμήν του.
1. Ελευθέριος Βενιζέλος – Πολιτικός
Ο Ελευθέριος K. Βενιζέλος (Μουρνιές Χανίων, 11/23 Αυγούστου 1864 – Παρίσι, 18 Μαρτίου 1936) ήταν Έλληνας πολιτικός που διετέλεσε πρωθυπουργός της Κρητικής Πολιτείας και επτά φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας. Ως πολιτικός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο Κρητικό Ζήτημα, καθώς και στα πολιτικά δρώμενα της Ελλάδας από το 1910 έως τον θάνατό του 1936.
Οργάνωσε το Κίνημα του Θερίσου και το 1910 ανέλαβε την πρωθυπουργία της Κρητικής Πολιτείας, την οποία εγκατέλειψε λίγους μήνες αργότερα για να αναλάβει την πρωθυπουργία στην Ελλάδα κατόπιν προσκλήσεως του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τάχθηκε υπέρ της Αντάντ διαφωνώντας ανοιχτά με τη στάση ουδετερότητας του Βασιλιά. Λόγω αυτής της διαφωνίας, αν και είχε εκλεγεί πρωθυπουργός παραιτήθηκε δημιουργώντας τα γεγονότα του Εθνικού Διχασμού. Επέστρεψε στην πρωθυπουργία την περίοδο 1917 – 1920 αλλά εγκατέλειψε την Ελλάδα μετά την ήττα του στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920. Επέστρεψε το 1924 για λίγους μήνες και το 1928 εξελέγη πάλι πρωθυπουργός. Τον Ιανουάριο του 1933 έγινε για τελευταία φορά πρωθυπουργός και τον Μάρτιο του 1935 μετά από απόπειρα πραξικοπήματος κατέφυγε στο Παρίσι, όπου και απεβίωσε. Θάφτηκε σε ύψωμα στην αρχή του Ακρωτηρίου της Κρήτης, κοντά στο μέρος όπου γεννήθηκε. Οι Τάφοι των Βενιζέλων είναι σήμερα ένα από τα αξιοθέατα των Χανίων.
Υπήρχαν διπλωματικές επαφές, με στόχο να γίνουν μεταρρυθμίσεις στη Μακεδονία και τη Θράκη προκειμένου να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης των εκεί χριστιανικών πληθυσμών. Σε περίπτωση αποτυχίας των μεταρρυθμίσεων, σχεδιαζόταν να εκδιωχθεί η Τουρκία από τα Βαλκάνια. Αυτό το τελευταίο φαινόταν εφικτό, επειδή μετά την εισαγωγή Συντάγματος, ο διοικητικός μηχανισμός της Τουρκίας είχε αποδιοργανωθεί, δεν είχε στόλο για να μεταφέρει δυνάμεις από τη Μικρά Ασία στην Ευρώπη και ο ελληνικός στόλος κυριαρχούσε στο Αιγαίο. Ο Βενιζέλος δεν ήθελε να γίνουν άμεσα κινήσεις από τις βαλκανικές χώρες, προκειμένου να αναδιοργανωθεί στρατιωτικά η χώρα (προσπάθεια που είχε ξεκινήσει από την τελευταία κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη) και να είναι απολύτως έτοιμη όταν έρθει η ώρα που θα κρινόταν όλα (διέβλεπε τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε σύντομο διάστημα και τον αναπόφευκτο πόλεμο για τη διανομή των εδαφών). Πρότεινε στην Τουρκία να αναγνωρίσει στους Κρητικούς το δικαίωμα να στέλνουν βουλευτές στην ελληνική Βουλή, ούτως ώστε να κλείσει το Κρητικό Ζήτημα. Οι Νεότουρκοι (που είχαν πάρει αέρα μετά τη νίκη της Τουρκίας στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897) απειλούσαν ότι θα κάνουν στρατιωτικό περίπατο μέχρι την Αθήνα, αν η τελευταία επέμενε σε τέτοιες αξιώσεις, προκαλώντας την τιμή και τα πληγωμένα από την ήττα του ’97 πατριωτικά αισθήματα των Ελλήνων.
Ήταν λοιπόν μονόδρομος για το Βενιζέλο η συμμαχία με τις άλλες βαλκανικές χώρες, Σερβία, Βουλγαρία, Μαυροβούνιο. Παρότρυνε τον διάδοχο Κωνσταντίνο να αντιπροσωπεύσει την Ελλάδα σε κάποια βασιλική γιορτή στη Σόφια και το 1911 οργάνωσε επίσκεψη Βουλγάρων φοιτητών στην Αθήνα, που έγινε σε πολύ καλό κλίμα. Τον Μάιο του 1912 Ελλάδα και Βουλγαρία υπέγραψαν συνθήκη. Αλλά οι σφαγές των Κοτσάνων και της Μπράνας επέσπευσαν τις εξελίξεις. Η Σερβία και η Βουλγαρία που είχαν υπογράψει μεταξύ τους μυστική συνθήκη συμμαχίας, προσκάλεσαν την Ελλάδα τις τελευταίες μέρες του Σεπτεμβρίου 1912 να πάρει μέρος μαζί τους στον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας.
Ο Βενιζέλος είχε προσεγγίσει χωρίς αποτέλεσμα τους Τούρκους για το Κρητικό Ζήτημα και επιπλέον, δεν ήθελε να την πάθει η Ελλάδα όπως το 1877 με τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο (τότε παρέμεινε αδρανής ενώ οι άλλοι βαλκανικοί λαοί πολέμησαν με αποτέλεσμα να μην έχει λόγο μετά στη συνθήκη ειρήνης). Έτσι, στις 30 Σεπτεμβρίου 1912 κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία. Ήταν ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος. Την 1 Οκτωβρίου, συνήλθε σε τακτική σύνοδο η Βουλή, όπου αναγγέλθηκε η κήρυξη του πολέμου, έγιναν δεκτοί οι Κρήτες βουλευτές, τους οποίους προσφώνησε ο ίδιος ο Βενιζέλος και κηρύχθηκε η ένωση της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα. Ο ελληνικός λαός υποδέχθηκε τις εξελίξεις αυτές με μεγάλο ενθουσιασμό.
Ο στρατός, με αρχιστράτηγο το διάδοχο Κωνσταντίνο, προήλασε προς τη Μακεδονία, επιτυγχάνοντας αλλεπάλληλες νίκες και στις 26 Οκτωβρίου 1912 κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη. Σ’ αυτή την περίοδο σημειώθηκε και η (δήθεν) διαφωνία με το διάδοχο Κωνσταντίνο Α΄, για την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει ο στρατός και ποιες πόλεις θα έπρεπε να απελευθερωθούν πρώτα. Ενώ ήδη ο Διάδοχος είχε διατάξει, από τις 11 Οκτωβρίου(ΔΙΣ/ΓΕΣ), την πορεία προς Βέροια και Θεσσαλονίκη,που κατέληξε στη συντριβή του εχθρού στη μάχη των Γιαννιτσών, ο Βενιζέλος, στις 12 Οκτωβρίου(ΔΙΣ/ΓΕΣ) έστειλε επείγον τηλεγράφημα στο Γενικό Επιτελείο και τον Κωνσταντίνο.
Ο Βενιζέλος, προβλέποντας τα προβλήματα που θα εμφανίζονταν μετά την απελευθέρωση της πόλης στον τομέα της αστυνόμευσής της και γνωρίζοντας ότι οι Βούλγαροι σύμμαχοί μας αλλά και οι μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις θα προωθούσαν μία εικόνα άναρχης πόλης και μίας Ελληνικής πολιτείας ανίκανης να επιβάλει την τάξη, φρόντισε, από τις 24 Οκτωβρίου, πριν ακόμη απελευθερωθεί η πόλη, να διατάξει τη μεταφορά δυνάμεως της Κρητικής Χωροφυλακής στη Θεσσαλονίκη. Στις 20 Νοεμβρίου, η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η Βουλγαρία υπέγραψαν ανακωχή με την Τουρκία. Η Ελλάδα συνέχιζε τον πόλεμο στο μέτωπο της Ηπείρου. Ακολούθησε συνδιάσκεψη στο Λονδίνο, όπου η Ελλάδα πήρε μέρος αν και δεν είχαν τελειώσει οι επιχειρήσεις στην Ήπειρο. Η συνδιάσκεψη αυτή κατέληξε στη Συνθήκη του Λονδίνου μεταξύ των βαλκανικών συμμάχων και της Τουρκίας, ουσιαστικά σύμφωνα με τις επιθυμίες των Μεγάλων Δυνάμεων.
Γρήγορα εντούτοις οι Βούλγαροι, οι οποίοι ήθελαν να γίνουν ηγεμονική δύναμη στα Βαλκάνια και να αποκτήσουν διέξοδο στη θάλασσα, προέβαλαν υπερβολικές αξιώσεις. Και η Σερβία ζητούσε περισσότερα εδάφη απ’ όσα είχε προσυμφωνήσει με τους Βουλγάρους, επειδή τους βοήθησε στη Θράκη πέρα απ’ όσο είχε συμφωνηθεί. Κι ο Βενιζέλος ξεκαθάρισε στη συνδιάσκεψη του Λονδίνου ότι η Θεσσαλονίκη ήταν της Ελλάδας, αφού άλλωστε πρώτος την κατέλαβε ο ελληνικός στρατός.
Η ρήξη μεταξύ των συμμάχων λόγω της τακτικής των Βουλγάρων και ειδικότερα της τακτικής του πρωθυπουργού τους Στογιάν Δάνεφ, (που είχε στο μεταξύ αντικαταστήσει τον Γκέσωφ), ήταν αναπόφευκτη. Έτσι βρέθηκε η Βουλγαρία απέναντι σ’ ένα ενιαίο μέτωπο Ελλάδας – Σερβίας, οι οποίες στις 19 Μαΐου 1913 υπέγραψαν σύμφωνο συμμαχίας στη Θεσσαλονίκη. Στις 19 Ιουνίου 1913 κηρύχθηκε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος. Ο βασιλιάς πλέον Κωνσταντίνος (κατόπιν της δολοφονίας του Γεωργίου Α΄) έδιωξε τις βουλγαρικές δυνάμεις από τη Θεσσαλονίκη, κατήγαγε δε κατόπιν αλλεπάλληλες νίκες επί του βουλγαρικού στρατού. Νικημένοι από τους Έλληνες και τους Σέρβους κι ενώ ο ρουμανικός στρατός προήλαυνε προς τη Σόφια φτάνοντας σε απόσταση σαράντα χιλιομέτρων από το κέντρο της, οι Βούλγαροι ζήτησαν ανακωχή. Ο Βενιζέλος πήγε στο Χατζή Μπεϊλίκ, έδρα του ελληνικού στρατηγείου, όπου προσδιόρισε μαζί με τον Κωνσταντίνο τις εδαφικές αξιώσεις της Ελλάδας στη συνδιάσκεψη της ειρήνης που θα ακολουθούσε. Κατόπιν ανεχώρησε για το Βουκουρέστι, όπου συνήλθε η συνδιάσκεψη. Στις 28 Ιουνίου 1913 υπογράφτηκε συνθήκη ειρήνης από την Ελλάδα, το Μαυροβούνιο, τη Σερβία και τη Ρουμανία αφενός και από τη Βουλγαρία αφετέρου. Οι αξιώσεις της Ελλάδας έγιναν όλες δεκτές. Ο Βενιζέλος γνωστοποίησε αυθημερόν με τηλεγράφημα στον βασιλιά την υπογραφή της συνθήκης.