Οι νύχτες της Νεράιδας

Ο πλανήτης αεροδρόμιο, η πιο ένδοξη περιοχή της πίστας στη Θεσσαλονίκη. Μαρκίζες με θρυλικά ονόματα και χιλιάδες ιστορίες διασκέδασης.

Γιώργος Τούλας
οι-νύχτες-της-νεράιδας-765088
Γιώργος Τούλας

Ο πλανήτης αεροδρόμιο, η πιο ένδοξη περιοχή της πίστας στη Θεσσαλονίκη. Στα κέντρα του εμφανίστηκαν τα πιο θρυλικά ονόματα του ελληνικού τραγουδιού, εντός τους γράφτηκαν χιλιάδες ιστορίες διασκέδασης.

Η οικογένεια Καραμπέρη πρωταγωνίστησε σε ένα από τα πιο κεφάλαια αυτής της ιστορίας. Όχι πάντα με θετικό τρόπο. Η υπόθεση της τοκογλυφίας για την οποία καταδικάστηκε ο Μάρκος Καραμπέρης σημάδεψε το όνομα της οικογένειας. Στα κέντρα τους όμως γράφτηκε ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια της νύχτας. Ο Σωτήρης Καραμπέρης αφηγείται την ιστορία των μαγαζιών.

-Ο πατέρας μου, ο Θωμάς, δεν μπορούσε να στεριώσει πουθενά. Κάποια στιγμή έμπλεξε με τη νύχτα, αλλά όχι με την έννοια του κακού μπλεξίματος, με την έννοια την επαγγελματική. Επειδή ήταν ωραίο παιδί, ήταν κάτι μεταξύ μάνατζερ των καλλιτεχνών και μπράβος, που προστάτευε τους καλλιτέχνες. Κάποια στιγμή του ήρθε να κάνει το δικό του μαγαζί.

Είχε δουλέψει Καλαμίτσα, Καλαμάκι, Δειλινά, Καν Καν, Χορτατζήδες, σε όλα εκείνα τα παλιά μαγαζιά. Του είχε μείνει απωθημένο να κάνει το δικό του μαγαζί. Λεφτά δεν είχε. Έμπλεξε μετά με κάποιες άλλες επιχειρήσεις και βρήκε λίγα. Πούλησε τα αυτοκίνητά του και ό,τι είχε και δεν είχε, έδωσε προκαταβολή και πήρε εδώ το χωράφι. Ζήτημα να υπήρχαν εκεί γύρω τρία οικήματα. Υπήρχε ήδη η Θεσσαλονικιά, μερικούς μήνες πριν από εμάς, ο Απολλώνιος και ο Θωμάς στην Νεράιδα . Τίποτα άλλο δεν υπήρχε. Μετά έβλεπες το επόμενο σπίτι, οίκημα ή κτίριο στον Φοίνικα. Ο πατέρας μου πριν να γίνει το μαγαζί, επειδή υπήρχε ο τηλεφωνικός κατάλογος έγραψε Θωμάς Καραμπέρης «Νεράιδα της Μίκρας» τότε έγραφες και το επάγγελμα σου.

-Μια μέρα λοιπόν τον Φεβρουάριο του ’74, που έχτιζε εδώ ο πατέρας μου, τσιμεντόλιθα, λάσπες περνάει μια ωραία μπλε μερσεντές, κατεβαίνει ένας γκριζομάλλης και ακούω τους εργάτες που φωνάζουν ‘’Γεια σου ρε Στελάρα’’ φώναξαν τον πατέρα μου, έκατσα κι εγώ δίπλα από περιέργεια και μαθαίνω είναι ο Καζαντζίδης. Πήγαινε στην Επανομή να δει τους φίλους του και να φάει τα ψάρια του. Λέει ο πατέρας μου «Σωτήρη κάτσε κοντά στον κ. Στέλιο και πρόσεχε τι σου λέει» κατά κάποιο τρόπο χρίστηκα γραμματικός του Καζαντζίδη. Ερχόταν και επέβλεπε πόσο ύψος θα έχει η πίστα, γιατί φοβόταν τα γυαλιά τα σπασμένα και τα ποτήρια και έλεγε τον πατέρα μου, «δώσε ρε Θωμά λίγο ύψος». Ας πούμε το σημείο που τραγουδούσε ο τραγουδιστής και φαίνεται στις φωτογραφίες της Νεράιδας, ώστε να στέκεται εκεί ο τραγουδιστής, τα σπασμένα να μην τον φτάνουν. Και μου έλεγε μετά από κάποιους μήνες «Σωτηράκη, θα προσέχεις τη γυναίκα». Τι καρέκλες βάζαμε τότε; Ότι να ‘ναι. Ψάθινες κλπ. Άσε τώρα που βλέπεις πολυτέλειες. Και στην καρέκλα έβγαιναν κάποια καρφιά και τρυπούσαν όχι μόνο τον ποπό των γυναικών, αλλά και τα φορέματα. Θα γίνεις εχθρός της. Όταν λοιπόν πήγαμε να παραγγείλουμε τις καρέκλες λέει στον τεχνίτη «Θα μου βάλεις πολύ καλό μαξιλαράκι, να μη βγει κανέναν καρφί, θα σε σκοτώσω». Και στις τουαλέτες μέσα όλα τα είδη υγιεινής, ήταν όλα από τον αείμνηστο φίλο του πατέρα μου και Θεσσαλονικιό, τον Γιώργο τον Παντελάκη. Και πηγαίναμε λοιπόν στον κ. Γιώργο και του έλεγε λοιπόν «όχι δε μου κάνει αυτό ή μου κάνει αυτό» και ήθελε επιχρυσωμένα είδη στις τουαλέτες.. Γενικά ήθελε στην γυναίκα πολύ μεγάλη προσοχή, γιατί έλεγε δε φέρνει ο άντρας τη γυναίκα στο μαγαζί, αλλά η γυναίκα φέρνει τον άντρα. Από τότε λοιπόν τα κράτησα όλα αυτά. Επενεργούσαν μέσα μου όλα αυτά.

Ήρθε εδώ όλο το γκρουπ του Στέλιου, δηλαδή δεύτεροι τραγουδιστές, η ορχήστρα, ο μαέστρος του ο Νάκης Πετρίδης, μπουζούκι ο Γιάννης Παλαιολόγου κλπ. Η Πίτσα Παπαδοπούλου ήρθε για τα φωνητικά του. Αυτοί λοιπόν, ας τους πούμε το γκρουπ του Στέλιου, για τρεις μήνες τους κλείσαμε και έμειναν στην Περαία και κάνανε πρόβες και τους πληρώναμε εμείς. Και τελικά ο Στέλιος, που είχε μια φοβία με τον κόσμο, επειδή είχε καιρό να εμφανιστεί, αν θυμάμαι καλά το ’60-’63 μια μέρα εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Και μας έμειναν αμανάτι αυτοί οι άνθρωποι. Ζητούσαν ένσημα, ζητούσαν αμοιβές. Δίκιο είχαν οι άνθρωποι. Σου λέει εμείς με εσένα υπογράψαμε.

Κάποια στιγμή επειδή αυτό το πράγμα ήταν τρομερά αγχωτικό και πολύ προβληματικό για την υγεία του, γιατί ήταν δύσκολα, με πολλές υποχρεώσεις, το άγχος και το στρες τον χτύπησαν στην καρδιά και παθαίνει ένα γερό τράκο και μας ειδοποιεί, εγώ σπούδαζα στο Λονδίνο δημοσιογράφος, ο αδερφός μου σπούδαζε στη Φλωρεντία αρχιτέκτονας, αποφασίζουμε και επιστρέφουμε, τα παρατάμε.

-Σκέφτηκα τους χορούς. Βέβαια δεν ήξερα αν θα πετύχει και λέω αφού έτσι κι αλλιώς το χειμώνα το μαγαζί κάθεται, γιατί λίγο πολύ μας ξέρανε ως καλοκαιρινό κι επειδή τον χειμώνα δύσκολα να έρθει η φίρμα από την Αθήνα, όλη τη σεζόν εδώ, έτσι ήταν τα πράγματα και τώρα έτσι είναι, αλλά έχουν αλλάξει κάπως τα πράγματα. Αλλά να ξεχειμωνιάσει κάποιος εδώ δύσκολα. Λέω τον πατέρα μου κλειστό δεν είναι που είναι; Άστο λοιπόν. Εμείς θα φέρουμε καλλιτέχνη, δεν κάναμε καινούργια επιχείρηση, απλώς καινούργια δουλειά, θα φέρουμε λοιπόν ένα μεγάλο όνομα, ορχήστρα, μικρούς τραγουδιστές, ώστε ο κόσμος να διασκεδάζει.

Έτσι ξεκινήσαμε δειλά δειλά. Αλλά θα σου πω και τις συγκυρίες. Τηλεόραση. Ξεκινούσε τότε, υπήρχε φυσικά αλλά τότε ήταν το φούντωμα. Άρα λοιπόν μέχρι τότε άκουγαν Τζένη Βάνου, Καζαντζίδη, Αγγελόπουλο, Γαβαλά, Σακελλαρίου, αλλά δεν τους ξέραν. Δηλαδή αν περνούσαν από δίπλα τους, δεν τους αναγνώριζαν. Έβλεπαν στην τηλεόραση τον Πάριο, τον Νταλάρα, την Αλεξίου, τη Σακελλαρίου. Όταν λοιπόν εμείς φέρναμε εκείνη την εποχή τη Τζένη Βάνου ή τη Βίκυ Μοσχολιού. Της Βίκυς της έκανα ένα καλώδιο 60 μέτρα (για να κινείται στον κόσμο) και έβαλα πέντε σερβιτόρους για να μη μπλέκει ανάμεσα από τις καρέκλες, φαντάσου τώρα τι κάναμε. Πήγαινε από τη μια άκρη του μαγαζιού που ήταν η πίστα, μέχρι την είσοδο. Η απόσταση αυτή για να καταλάβεις, σε ευθεία ήταν 45 μέτρα σε τεθλασμένη καμία 70. Και είδα με τα μάτια μου τον πελάτη να τη τσιμπάει, όχι για να τη πονέσει φυσικά και να τη ρωτάει «Βίκυ μου εσύ;». Τα βλέπαμε γιατί προσέχαμε τι γινόταν, αν και όλοι ήταν νοικοκυραίοι. Δε μιλάμε για πελατεία όπου ερχόταν 01:30 ο πρώτος πελάτης. Εδώ μιλάμε ότι 20:30 με 23:00, ήταν γεμάτο το μαγαζί. Ένας άλλος δικός μας νεοτερισμός. Ότι ο κόσμος στα μπουζούκια, έστω και σαν χώρο, ερχόταν νωρίς, γιατί είχαμε και φαγητό.

Ένα μεροκάματο μικρό είτε του τραγουδιστή, είτε της φίρμας, αμύθητα. Για παράδειγμα 6,5 εκατομμύρια τη βραδιά ο Βοσκόπουλος το ’91.

Η πρώτη φορά που έκλεισα τον Βοσκόπουλο και τον πήγα τα λεφτά και με λέει Σωτηράκη, εγώ τον έλεγα κύριε Τόλη, έλα πάρε τα λεφτά δε θα έρθω γιατί υπάρχει κάποιος λόγος, δε τον ρώτησα ποτέ ποιος λόγος, μόνο που μου έδωσε τα λεφτά, σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι εντάξει, γιατί ξέρουμε εμείς την πιάτσα. Ήταν 400.000 τη βραδιά, 10 βραδιές ήταν 65 εκατομμύρια. Ασύλληπτο.

Πάμε στο ΠΑΣΟΚ. Στον Ανδρέα. Ο Ανδρέας το ‘81 έναν μήνα πριν να γίνουν οι εκλογές, έρχεται με βρίσκει ένας τύπος, ψαρομάλλης, ωραίος τύπος, θέλω να μιλήσουμε για μια εκδήλωση θα μιλήσει και ο πρόεδρος του κόμματος. Λέω από μέσα μου δε πάει να μιλήσει και ο επίσκοπος, απλά πες μου τι θέλεις. Έρχεται εδώ ο Ανδρέας, στο πάνελ έχει τον Γκονζάλες, τη Μαργαρίτα, τον Λιάνη, όχι τον Γιώργο, τον θείο του, ο Μωραΐτης από τις Σέρρες, ο Γεννηματάς και κάποιοι άλλοι. Ήταν πάνω στην πίστα, το κάναμε όλο τραπέζι. Από πίσω είχα το ριντό, το οποίο ήταν μπορντό και παράγγειλα άλλο, πράσινο και βάλαμε ΠΑΣΟΚ με λουλούδια.

-Πάμε τώρα και στις συνθήκες ενός χορού. Και γιατί να έρθει ο κόσμος σε έναν χορό; Πρώτον, είπαμε για τον καλλιτέχνη. Γιατί έβλεπε κάτι στην τηλεόραση ή άκουγε στο ραδιόφωνο και το φανταζόταν. Όταν το όμως τον έβλεπες ζωντανά εδώ, τραγουδούσε, ιδρωμένος, θέλω να πω ανθρώπινος, ένιωθα διαφορετικά. Και σηκωνόταν και χόρευε και τον έβλεπες στα μάτια, δηλαδή για να καταλάβεις τραγουδούσε ο Γιώργος ο Κοινούσης και γινόταν χαμός. Η Σακελλαρίου, δεν μπορούσες να φανταστείς. Ο Γιώργος ο Μαργαρίτης. Ήταν φθηνά, καμία σχέση μπουζούκια. Λέμε τώρα με κλίμακα. Αν ας πούμε στα μπουζούκια είχε εκείνη την εποχή 3000 το ποτό, στον χώρο είχε 1500 χιλιάρικο όλα πληρωμένα. Δε συγκρίνεται. Δεν είναι μπουζούκια αυτά, αυτά είναι ταβέρνα. Η μαζικότητα αυτή του κόσμου, 300, 400 άτομα, γιατί τότε ήταν αρχή και είχαν όλοι επιτυχία, φέρνανε τα κέρδη μας. Το μαγαζί έπαιρνε 1000 άτομα και ο Αλέξανδρος 1500. Δε ήταν όμως το πόσους χωρούσε. Ήταν ότι ήταν ανοιχτό επτά ημέρες την εβδομάδα. Κάθε μέρα. Απίστευτο.

Ένα άλλο κομμάτι στο οποίο δίνουμε πολλά λεφτά, ήταν τα δώρα στην κλήρωση. Βάλαμε μεγάλα δώρα μία τηλεόραση, ένα στερεοφωνικό και κάτι άλλο από εμάς, που τα αγοράζαμε και τα δίναμε τζάμπα. Τα έπαιρνε λοιπόν το σωματείο και έβαζε ένα π.χ. πρώτα ένα μεγάλο δώρο, μια τηλεόραση. Φίρμες όλα. Και γινόταν η κλήρωση στην πίστα φανερά, είχαμε κληρωτίδα. Τα βλέπανε ο κόσμος και σιγά σιγά πίστεψε ότι αυτό ήταν γνήσιο. Και ήταν γνήσιο. Φεύγανε από εδώ με 100 δραχμές, με μια τηλεόραση που τότε είχε 25000 ή και 30000 δραχμές. Δηλαδή βοηθούσαμε με κάθε τρόπο το promotion της βραδιάς.

-Δουλεύαμε ταυτόχρονα «Νεράιδα» και «Ζουμ» τέσσερα χρόνια. Μετά πήραμε τη «Θεσσαλονικιά» τον «Αλέξανδρο» και έχασα και τον πατερούλη μου το ‘91. Δουλεύαμε παράλληλα. Είχαμε και τους ασυρμάτους. Σταθμός στη «Νεράιδα». Τρεις εδώ μέσα. Γραφείο, είσοδο, καμαρίνια. Έλεγαν λοιπόν οι συγκεκριμένοι που τους χρησιμοποιούσαν «είμαι ο Βούζας και είμαι Νεράιδα».

Έπαιρναν λοιπόν το αμάξι, καλοριφέρ φουλ, έπαιρναν τη Ρίτα, τον Χάρρυ Κλυν, τον Πάριο με τη γούνα του μέσα στο αμάξι από την πόρτα τους και σε δυο λεπτά ήταν στο «Ζουμ». Στο «Ζουμ» από πίσω είχε την είσοδο των καλλιτεχνών. Περίμενε εκεί ο άνθρωπος εννοείται, άνοιγε την πόρτα μη κρυώσει, έμπαινε μέσα ο Πάριος, το καμαρίνι ζεστό, η ορχήστρα ήταν εκεί, δεν κουβαλούσαμε ορχήστρες. Ακόμα και η μαγική φίρμα π.χ. που έλεγε «θέλω την ορχήστρα μου» λέγαμε δε γίνεται, διάλεξε.

Μπορούσε να έρθει π.χ. το μπουζούκι για να οδηγεί την ορχήστρα. Αλλά αν παίρναμε ορχήστρα για να την πηγαίνουμε πάνω, άστο. Θα γίνουμε ρεζίλι, θα χάσουμε και τα λεφτά και εσύ θα γίνεις ρόμπα κι εμείς. Έτσι με τον τρόπο αυτό ένα αυτοκίνητο πήγαινε και ερχόταν. Ο Βούζας, αυτό έκανε όλο το βράδυ. Πήγαινε και έφερνε τραγουδιστές. Ακόμα και τους μικρούς. Παρασκευή βράδυ, ξεκινάμε «Νεράιδα», τραγουδάει η Βίσση με τον Καρβέλα ας πούμε ή ο Πάριος. Το ίδιο είναι. Τελειώνει από εδώ πρώτη εμφάνιση 12 με 1, 1 και κάτι κατεβαίνει από την πίστα λίγο να σκουπιστεί και ίσως να αλλάξει ρούχα, 1:05 έφευγε από εδώ και 01:10 ήταν εκεί. Η «Θεσσαλονικιά» ήταν δίπλα. Η πίσω πόρτα ήταν στα καμαρίνια. Την έβαζε μέσα το παιδί με τον ασύρματο, ηρεμούσε, το αργότερο 01:30 ανέβαινε αυτή. Στην μεν μικρή αίθουσα της «Θεσσαλονικιάς», γιατί είχε δυο αίθουσες, έκανε πιο μικρή εμφάνιση, αλλά μια, στη μεγάλη αίθουσα έκανε μεγαλύτερη εμφάνιση και μια πάλι. Στις 3 ερχόταν εδώ, στη ναυαρχίδα, και τα έδινε όλα. Τραγουδούσανε από τις 12 μέχρι τις 4.

-Όταν πήγαμε τα λεφτά στον Πάριο, τα πήγαμε μέσα σε στρατιωτικό σάκο όλα 10χιλιαρα, μετρητά όλα. Πήγαμε στην Πάρο, μπροστά τα δώσαμε. Πήγαμε λοιπόν στον Πάριο του δώσαμε τον σάκο μα λέει «τι είναι αυτά ρε παιδιά;» ο πατέρας μου τον έκανε πλάκα τον έλεγε «θα τον ανοίξεις όταν φύγουμε». «Τι είναι αυτό που λέτε κύριε Θωμά; Φοβάμαι». «Ακούς τι σε λέω; Άστα εδώ και πάμε να φάμε». «Και να σου πω και κάτι; Το τραπέζι δικό σου Πάριε. Δεν ήρθα εγώ από τη Θεσσαλονίκη για να πληρώσω». Δεν περίμενε ότι ο τρελός ο Θωμάς θα του τα φέρει όλα μετρητά «μπροστά».

Ο Βοσκόπουλος τραγούδησε 10 μέρες. Δέκα μέρες πριν, κατέβηκα στην Μακεδονίας Θράκης, έκανα το έμβασμα από τον λογαριασμό μου, πήρε ο διευθυντής της τράπεζας αυτόν της Αθήνας και του είπε «θα έρθει ο κύριος Καραμπέρης να κάνει μια κατάθεση» γιατί ήταν μεγάλο ποσό. Πήγαμε μια μέρα, τα πήραμε από το ταμείο, εγώ δε τα ακούμπησα, δε τα μέτρησα και τα πήρε ο άνθρωπος του Βοσκόπουλου, η κυρία Τζούλια. Στην πλατεία Συντάγματος στον οδό Μακεδονίας Θράκης και πήρε 65 εκατομμύρια. Τα πήρε, υπέγραψα το αναληπτήριο, και δε σου κρύβω τη ρώτησα «τα πήρατε;» απάντησε ναι και έφυγα. Φοβήθηκα μη γίνει καμία ληστεία.

-Ένας που πήρε πολλά λεφτά και δε τα επέστρεψε αμέσως, ο κύριος που λέγεται Αντύπας, τότε είχε ουρές γι αυτόν. Κλείνει μια συμφωνία με τον πατέρα μου οι δυο τους και λέω οι δυο τους γιατί ήταν σπάνιο να κλείσει συμφωνία ο πατέρας μου από ένα διάστημα και μετά που είχε παρατήσει τα καλλιτεχνικά και ασχολούταν μόνο με τα μαγαζιά. Και κλείνει μια συμφωνία με τον Αντύπα, βρήκαν άκρη και επικοινωνία και τον κλείνει. Τον ρωτάει τι προκαταβολή θέλεις και λέει όλα. Τι όλα; Μάζευε πολύ κόσμο τότε. Λέει ο πατέρας μου θα σε απαντήσω σε λίγες μέρες. Τα βρήκε, τα έστειλε και ο κύριος Αντύπας τα ήθελε τα λεφτά αυτά, τα μάθαμε εκ των υστέρων, για να τελειώσει το μαγαζί του, ονόματι «Ποσειδώνιο». Το μαγαζί υπάρχει. Να τελειώσει το μαγαζί του, γιατί μπήκε μαζί με τον Αθήναιο, συνεταίροι, να το τελειώσει και να δώσει στον πατέρα μου από εκεί τα λεφτά, όπως και έκανε. Ο πατέρας μου δεν πειράχτηκε. Είχε συνηθίσει από αυτά. Του είπε «εύχομαι να με ξεπληρώσεις μια μέρα, γιατί μου έκανες μεγάλη ζημιά». Τα έστειλε πίσω λοιπόν, από τον Φεβρουάριο που τα πήρε π.χ., τον Αύγουστο αφού δούλεψε το μαγαζί του. Μιλάμε για κλάμα.

Μια φορά ο Μανώλης Αγγελόπουλος ήρθε μέσα στο καμαρίνι και μου λέει «φέρε καπνό από ένα τσιγάρο και λίγο οινόπνευμα» λέω «τι έπαθες» και σηκώνει το παντελόνι και είναι μέσα στα αίματα. Ένα γυαλί τον έκοψε κάτω από το γόνατο. Δε μίλησε ο σκύλος, δε μίλησε. Είδα τα αίματα στην κάλτσα του, στο παπούτσι μου και δεν έβγαλε κιχ. Φυσικά δεύτερη βγήκε, αλλά με άλλο παντελόνι. Πάντα καλοντυμένος. Ο πιο καλοντυμένος απ’ όλους ήταν ο Στράτος. Ο Στράτος ο Διονυσίου από άντρες και ο Βοσκόπουλος. Ο πιο χαβαλές ήταν ο Αντωνάκης ο Καλογιάννης, αλλά ήταν πολύ ωραίος τύπος. Ο πιο αρτίστας καλλιτέχνης ήταν ο Χάρρυ Κλυν. Αρτίστας γεννημένος. Το ζούσε. Όταν τον πρώτο έφερα, Αγγελόπουλος κι από κάτω η πλέμπα. Ο πρώτος από την πλέμπα, ήταν ο Χάρρυ Κλυν. Τον οποίο πάω και τον βλέπω στην Πλάκα, στην Αθήνα και σε μια τεράστια φωτογραφία επί της Κυδαθηναίων, στη γωνία της αφίσας που ήταν η Μοσχολιού το 1/3 ήταν ένα μουτράκι. Και λέω εγώ είμαι στη δουλειά και δε ξέρω ποιος είναι αυτός. Δεν ήξερα. Και μπαίνω στο μαγαζί μόνος μου, τότε ήταν μπουάτ, με βάζουν πρώτο τραπέζι, δεν υπήρχαν παρέες και τραπέζια. Χωρίς ντροπή σου λέω ότι κατουρήθηκα. Την άλλη μέρα πηγαίνω ξανά κουστουμαρισμένος, βλέπω το πρόγραμμα ξανά πιο συγκρατημένος, πάω στο καμαρίνι και του λέω «θα ήθελα να μιλήσουμε για δουλειά». «Για δουλειά; Τι είσαι;», πολύ ευγενικός ήταν. Έτσι κι έτσι του λέω. Είμαι ο Καραμπέρης από τη Θεσσαλονίκη, έχουμε τη «Νεράιδα» και σε θέλω για δουλειά. «Αύριο στις 10 από εδώ απέξω θα είμαι». Καλλιτέχνης πρωινός. Δούλευε ο Χάρρυ πολύ στο σπίτι. Πάω λοιπόν και τον κλείνω με 10000 δραχμές, την ώρα που εξακριβωμένο από τους ανθρώπους μας, στη Μοσχολιού έπαιρνε 7000. Όταν ήρθε λοιπόν έσω, όλοι τον πήραν στην πλάκα.

Ο πατέρας μου, οι σερβιτόροι, όλοι όσοι ήταν του μαγαζιού. Έβγαλαν δηλαδή το πόρισμα από την αρχή. Εγώ, ξανά κατουρήθηκα. Ο άνθρωπος ήταν μέσα στην καρδιά μου. Έμεινε 50-60 βραδιές εδώ πέρα γιατί ήμασταν και τότε κάθε μέρα και δεν έχασα πρόγραμμα του. Να μη στα πολυλογώ, ενώ τις πρώτες δέκα μέρες οι καρέκλες ήταν άδειες, βγαίνει η φήμη στη Θεσσαλονίκη ότι υπάρχει ένας φοβερός μίμος ας πούμε, γιατί τότε δεν τον ήξεραν ακόμα, και θα πάθετε πλάκα. Από στόμα σε στόμα στη Θεσσαλονίκη ξέρεις πώς είναι. Δυο δρόμοι, Τσιμισκή και Μητροπόλεως. Βγαίνει η φήμη λοιπόν και έρχονται από τις 11, στις 12 το μαγαζί ήταν γεμάτο, αλλάζουμε ώρα τον Χάρι για να τον βλέπουν όλοι και αλλάζουν τα πάντα. Εδώ που πάρκαρες, είχε κολωνάκια απ’ άκρη σε άκρη του οικοπέδου με σχοινιά, δίπλα σχοινιά και ο κόσμος περίμενε μέσα στα σχοινιά για να μη μπαίνουν εμβόλιμα ας πούμε. Έδωσα στον Χάρρυ Κλυνν μεγάλη προκαταβολή και πήγε και πήρε καινούργιο αυτοκίνητο μερσεντές, πράσινη σκούρη και τι πινακίδες έβαλε; 7878 η χρόνια που ήμασταν. Κι έτσι έμεινε στην ιστορία.

-Αγγελόπουλος, Διονυσίου, Βοσκόπουλος, Γαβαλάς, Χάρρυ Κλυν, πάρε και ένα Χατζή. Ήθελα μια ισορροπία. Και μετά όταν έφυγα από εδώ γιατί τσακώθηκα με τον πατέρα μου και έκανα τα δικά μου μαγαζιά, τι σχήματα έβαλα; Κανελλίδου, Κηλαηδόνης, Γαλάνη, Χατζηνάσιος, Πλέσσας, Κατσαρός. Τέτοια προγράμματα έκανα πάντα εγώ. Τσανακλίδου, Χάρρυ Κλυν, Γρανουρακη, Λάκη Χαλκιά, παραδοσιακό τραγούδι. Ξέρετε πότε βάλαμε εμείς ποντιακά; Με την Λιζέτα Νικολάου και χορό. Ήταν μέρος του προγράμματος. Η Μαρινέλλα ήταν absolutely professional. Μετά το πρόγραμμα ηρεμούσε. Παρακολουθούσε όλο το πρόγραμμα. Τα άκουγε όλα. Φοβερή. Φυσικά φωνάρα. Σου λέει ό,τι θέλεις. Και από κίνηση. Μαρινέλλα style.

-Ο Κώστας ο Χατζής, η Αλέκα η Κανελλίδου, δεν την έκανα εδώ, την έκανα στα άλλα τα μαγαζιά και είναι μια εξαιρετική καλλιτέχνης και άνθρωπος. Ωραία ήταν και η Δήμητρα Γαλάνη. Χαρούμενη, σπιρτόζα ήταν η Αννούλα η Βίσση. Λαϊκός τύπος, αλλά όχι με την έννοια του κακού ήταν ο Γιώργος ο Μαργαρίτης. Ο Γερολυμάτος, ο Βιολάρης ο Μιχάλης, λατρευτή η Τζένη Βάνου, η Σακελλαρίου πηγαία, ήταν αυθεντικός άνθρωπος, η Βίκυ πολύ πριν εντοπίσει το θέμα με την υγεία της, ότι μετά έγινε κακός άνθρωπος αντίθετα έγινε Άγιος άνθρωπος, αλλά πριν ήταν έξω καρδιά. Ερχόταν δω χαρούμενη και δε μαλώσαμε ποτέ. Δεν έχουμε μαλώσει ποτέ με καλλιτέχνη. Ίσως έναν ή δυο. Όταν λέω μαλώσαμε εννοώ ότι δεν έχουμε καλές εντυπώσεις. Άλλωστε εγώ έλεγα στον μπαμπά μου, ότι εδώ είμαστε ένα εργοστάσιο που η πρώτη σου ύλη είναι ο τραγουδιστής. Δε μπορείς να φέρεσαι άσχημα στον τραγουδιστή. Ακόμα κι αν έχεις δίκιο θα κάνεις λίγο τη γαργάρα, διότι αυτός είναι ο άνθρωπος που θα στο γεμίσει. Δε τον θέλεις; Μη τον φέρεις. Κάποιες φορές κάναμε τα στραβά μάτια, αλλά δε πειράζει.

Ας πούμε τέτοιος τύπος, ωραίος αλλά παράξενος γιατί ήταν και στο τελείωμα του, ήταν ο Σταμάτης ο Κόκοτας. Είχε τρέλες. Είχε παραξενιές, αλλά ξέρεις γιατί τον δικαιολογούσα; Γιατί πάντα το έκανα αυτό, προσπαθούσα να καταλάβω τι σκεφτόταν. Γιατί είχε περάσει μεγάλες δόξες. Όλοι αυτοί είχαν αυτό το πρόβλημα, δε μπορούσαν μετά τα μεγάλα αναμμένα φώτα να πάνε στη μικρή λάμπα.

-Πάμε τώρα στο μπαλέτο. Μια παρεξηγημένη έννοια. Από το Λίντο τα είδα. Αυτά λοιπόν τα μπαλέτα, μιλάμε τώρα για τη γλώσσα τη λαϊκή, τα μπαλέτα χωρίζονταν σε δυο κατηγορίες. Το ένα ήταν το φανταιζί, αυτό του Λίντο και του Μουλέν Ρουζ, παριζιάνικο ας πούμε. Ή της νέας Υόρκης. Δεν είμαι σεμνότυφος, αλλά δε λέγαμε ποτέ στα κορίτσια πάτε σε ένα τραπέζι να σας ανοίξει μια σαμπάνια ο κύριος και άμα απλώσει λίγο το χέρι…. Τα κορίτσια από τα καμαρίνια, στην κουζίνα, στο ταξί, στο ξενοδοχείο, όπου θέλουν ας πάνε. Έξω από δω κάνουν ό,τι θέλουν.

Ένα ήταν Αυστραλιανό. Κούκλες 6-8 κοπέλες και ένας χορευτής, ο οποίος ήταν περίπου σαν τον Μπάρι Μανίλοου, ήταν η εποχή τότε. Ένα πράγμα θα σου πω. Δέκα μπαούλα ρούχα είχαν. Πιο πολύ μας στοίχισε η φορτωτική, από όσα πήρε το μπαλέτο. Φυσικά η πονηράδα υπήρχε στους πελάτες. Αλλά σε αυτά δεν είχαμε συμμετοχή εμείς.

-Δε μετάνιωσα ποτέ. Και ξέρεις καμιά φορά λέμε εδώ στο σπίτι για πλάκα ότι έγινα μπουζουξής. Μου άρεσε παρά πολύ, γιατί είχα να κάνω με κόσμο. Εξυπηρετούσε κόσμο. Αν είχα παρά πολλά λεφτά, αν ήμουν Μπιλ Γκειτς της διασκέδασης, θα τους έβαζα με πολύ συμβολική είσοδο τους πελάτες. Δηλαδή τι; Θα ήθελα να διασκεδάσουν. Αυτή είναι η επιθυμία μου. Όταν έφευγαν το πρωί, είτε με ένα μπουκάλι ουίσκι, είτε με δυο, τους ρωτούσα «πέρασες καλά;». Φυσικά όταν τους έβλεπες χαμογελαστούς και τραγουδούσαν, δε χρειαζόταν να ρωτήσεις. Αυτό με εξιτάρει να περάσει ωραία ο κόσμος.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα