«Οι Παρείσακτοι» από τη μυθοπλασία στην αληθινή ζωή
Η ιστορία του 73χρονου κυρίου Νίκου είναι μόνο μία από τις πολλές που υπάρχουν εκεί έξω στην Ελλάδα του 2025, αλλά παραμένουν στο σκοτάδι
Όσοι έχουν δει την ταινία «Παρείσακτοι» του Ladj Ly (διαθέσιμη στο Cinobo) θα θυμούνται ενδεχομένως την σκηνή έναρξης. Είναι τόσο ιδιαίτερη, τόσο εξωπραγματική αλλά συνάμα οικία. Μεγαλωμένος στα φτωχά προάστια του Παρισιού ο σκηνοθέτης καταφέρνει να μας μεταφέρει σκληρά, ασυνήθιστα, άγνωστα περιστατικά που όμως συμβαίνουν δίπλα μας.
Στις εργατικές κατοικίες του Batiment 5 γίνεται προσπάθεια να κατέβει ένα φέρετρο από τις σκάλες μιας και το ασανσέρ δεν λειτουργεί.
Αυτό που γίνεται αντιληπτό είναι πως όλες αυτές οι πολυκατοικίες αφήνονται στην φθορά του χρόνου για να εξαγοραστούν σε εξωφρενικά χαμηλές τιμές ή να χαρακτηριστούν από τις δημοτικές υπηρεσίες επικίνδυνες και να κατεδαφιστούν, με αποτέλεσμα οι δεκάδες ένοικοι – οικογένειες, παιδιά, ηλικιωμένοι, ασθενείς και να μην έχουν που να πάνε.
Από τα πρώτα χρόνια του μαζικού τουρισμού, κυρίως μετά τον εγκλεισμό και τους περιορισμούς της πανδημίας του κορονοϊού ήταν αρκετοί όσοι είχαν προβλέψει τις τεράστιες ανισότητες που θα προκύψουν από την ολοένα και μεγαλύτερη τουριστικοποίηση του κέντρου των μεγάλων πόλεων με αποτέλεσμα να συναντά κανείς ολοένα και λιγότερα διαθέσιμα σπίτια προς ενοικίαση και περισσότερα διαμερίσματα βραχείας ενοικίασης, εστιατόρια, μπαρ και καφετέριες όλα προορισμένα για τουρίστες, ψηφιακούς νομάδες χωρίς καμία προστασία των μόνιμων κατοίκων.
Στο κεντρικό Λονδίνο η ενοικίαση στούντιο 40τμ ανέρχεται στα 3.000 ευρώ και η πώληση φτάνει τα 3 εκατομμύρια αγγλικές λίρες. Οι δρόμοι γεμίζουν όλο και περισσότερους αστέγους ακόμα και σε χώρες όπου ήταν σπάνιο η ανύπαρκτο φαινόμενο. Στην Αμερική κάτω από γέφυρες και κατά μήκους των δρόμων έχουν στηθεί ολόκληρες πολιτείες από ανθρώπους που αδυνατούν να καλύψουν το κόστος της καθημερινότητας. Η Νέα Υόρκη μετράει παραπάνω από 60.000 ανθρώπους σε κατάσταση αστεγίας, το Λος Άντζελες 57.000, ενώ υπάρχουν περίπου 5 εκατομμύρια άστεγοι στη Ρωσία και από αυτόν τον αριθμό, το 1 εκατομμύριο είναι παιδιά.
Η πλειοψηφία όσων συναντούν κάποιον άνθρωπο στο δρόμο και τον προσπερνούν, πιστεύουν πως ένας άστεγος είναι κάποιος που δεν θέλει να δουλέψει, που δεν ήταν προνοητικός στα νιάτα του, είναι χρήστης ουσιών, εθισμένος στο αλκοόλ, χωρίς οικογένεια ή με ψυχολογικά προβλήματα. Η πραγματικότητα όμως ειδικά στις μέρες μας είναι εντελώς διαφορετική.
Στο περιοδικό δρόμου «Σχεδία» που πουλούν οι άνθρωποι με τα κόκκινα γιλέκα θα συναντήσει κανείς συχνά την φράση :
«Είμαστε όλοι εν δυνάμει άστεγοι»
«Είμαστε 2 ή 3 μισθούς μακριά από την αστεγία»
Δεν είναι λίγοι αυτοί που τα τελευταία χρόνια βρέθηκαν σε αδιέξοδο γιατί οι μισθοί και οι συντάξεις που δεν ανεβαίνουν σε αντίθεση με τα έξοδα που ολοένα αυξάνονται κάνουν την καθημερινότητα τους μη βιώσιμη.
Μια από αυτές τις περιπτώσεις είναι ο 73χρονος σήμερα κύριος Νίκος ποντιακής καταγωγής (κάναμε διάλογο σε άπταιστα ποντιακά αλλά και ελληνικά) γνωστός και πολύ αγαπητός στην γειτονιά που διαμένει. Γεννήθηκε στο Καζακστάν και εργάστηκε ως ψυκτικός στα τραίνα.
Μοναδικοί του συγγενείς κάποια ξαδέλφια που τον προέτρεψαν το 1992 να εγκαταλείψουν την διαλυμένη Σοβιετική Ένωση και να έρθουν στην Ελλάδα. Έζησε στο Μενίδι για τρία χρόνια και εργάστηκε σε οικοδομές. Ήρθε στην Θεσσαλονίκη την οποία και αγάπησε για την θάλασσα και τον αέρα της . Συνέχισε να κάνει διάφορες δουλειές, εργάστηκε για το μετρό Θεσσαλονίκης, σε οικοδομές, σε συνεργεία αυτοκινήτων. Σε ένα λαμαρινάδικο στην Σίνδο είχε ένα σοβαρό ατύχημα στο οποίο έχασε τέσσερα δάχτυλα.
«Μου πήρε πάνω από ένα χρόνο για να συγκεντρώσω τα απαραίτητα έγγραφα και να περάσω από επιτροπή περιμένοντας τουλάχιστον άλλα δύο για να μου δώσουν αναπηρική σύνταξη που είναι 430 ευρώ το μήνα».
Το ποσό αυτό είναι το μοναδικό εισόδημα του κυρίου Νίκου το οποίο τον εξαιρεί αυτομάτως από τα άτομα που δικαιούνται Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης – το γνωστό σε όλους Κ.Ε.Α. καθώς και επίδομα ενοικίου.
Από το 2017 μένει σε ένα σπίτι στο Βαρδάρη το οποίο του παραχώρησε ένας Πόντιος με ενοίκιο 160ευρώ/ μήνα.
«Όσο θα ζεις θα μένεις εδώ και δεν θα σου ανεβάσω ποτέ το ενοίκιο μου είπε. Πόντιος, φιλότιμος, πολύ καλός άνθρωπος, δεν έχω λόγια να περιγράψω την καλοσύνη του, γιατί με έβγαλε από μια δύσκολη θέση να ψάχνω σπίτι».
Πριν από δύο χρόνια ο ιδιοκτήτης του σπιτιού απεβίωσε και οι κληρονόμοι αυξάνουν το μίσθωμα κάθε χρόνο, αύξηση η οποία με την καινούργια ανανέωση συμβολαίου έφτασε στα 300ευρώ.
«Πήγα παντού, στην εκκλησία, στον Δήμο, στα Κέντρα Κοινότητας να δω αν μπορώ να κάνω κάτι, αν μπορούν να με βοηθήσουν. Από τα χρήματα της σύνταξης πρέπει να δίνω το ενοίκιο, αυτό που περισσεύει είναι για το ρεύμα, νερό, κοινόχρηστα και την συμμετοχή μου στα φάρμακα τα οποία παίρνω για το ζάχαρο και τα άλλα προβλήματα υγείας. Φαγητό παίρνω από τα συσσίτια διαφορετικά δεν θα είχα να φάω».
Ο κύριος Νίκος είναι ένας άνθρωπος κοινωνικός, αγαπητός στην γειτονιά, που αυτοεξυπηρετείται, του αρέσει να περπατάει, να κάνει βόλτες στην παραλία, ζει μια ήρεμη ζωή, αλλά σε ένα χρόνο από τώρα, με τη λήξη του συμβολαίου του θα βρεθεί στα 74 να είναι άστεγος μιας και δεν θα μπορεί να ανταπεξέλθει στην συνεχιζόμενη αύξηση των εξόδων χωρίς να υπάρχει καμία αύξηση στην σύνταξη του.
«Δεν μπορώ να ηρεμήσω, έχω χάσει κιλά, δεν μπορώ να κοιμηθώ καλά τα βράδια. Ενώ προσπαθώ δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι πως δεν έχω καμιά λύση, ότι δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα, δεν έχω κανέναν να με βοηθήσει, δεν υπάρχουν συγγενείς και οικογένεια και θα βρεθώ στο δρόμο».
Στην γειτονιά του κυρίου Νίκου τα Airbnb είναι περισσότερα από τις μόνιμες κατοικίες. Ολόκληρες οικοδομές και βιομηχανικοί χώροι μετατρέπονται σε διαμερίσματα. Και ενώ οι μισθοί και οι συντάξεις μένουν στις ίδιες σχεδόν τιμές που ήταν προ κρίσης, τα ενοίκια έχουν φτάσει σε υπερβολικά υψηλές τιμές. Ακόμα και ένας καλά αμειβόμενος εργαζόμενος έχει πλέον να διαχειριστεί το άγχος της επιβίωσης σε μια πόλη που ισόγεια διαμερίσματα που έμειναν για χρόνια κλειστά ενοικιάζονται σήμερα 500 ευρώ.
Το σύνθημα «αλληλεγγύη» και «με την ανθρωπιά μας θα τα καταφέρουμε» που πρωταγωνιστούσαν τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, όταν τα ενοίκια είχαν φτάσει στο χαμηλότερο επίπεδο από ποτέ, γρήγορα ξεχάστηκαν στην προοπτική του γρήγορου κέρδους από τουρίστες, ψηφιακούς νομάδες, remote worker που έρχονται στην Θεσσαλονίκη για την διασκέδαση, το κέφι, την ζωντάνια της και την θεωρούν φθηνό προορισμό, ιδανικό για να ζεις, διότι πληρώνονται με μισθούς Κεντρικής Ευρώπης.
Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν και οι γειτονικές χώρες όπως η Βουλγαρία με την πρωτεύουσα να προσελκύει τουρίστες και εργαζόμενους οι οποίοι ανεβάζουν το κόστος ζωής στο οποίο όμως οι μόνιμοι κάτοικοι με τους δικούς τους μισθούς αδυνατούν να ανταπεξέλθουν και ουσιαστικά εκδιώχνονται από τα σπίτια τους, από την πόλη τους.
Τα επόμενα χρόνια εκτός από τους ιδιοκτήτες σπιτιών και όσους υποστηρίζονται από το οικογενειακό τους περιβάλλον θα είναι αδύνατο για έναν απλό εργαζόμενο να ζει στο κέντρο και τους γειτονικούς σε αυτό δήμους. Είναι ήδη αρκετοί όσοι δοκιμάζουν να βγουν εκτός πόλης και να χρησιμοποιούν το αυτοκίνητο και τα μέσα μαζικής μεταφοράς για τις μετακινήσεις τους. Για ανθρώπους σαν τον κύριο Νίκο χαμηλοσυνταξιούχους, σε προχωρημένη ηλικία, χωρίς ικανότητα εργασίας, χωρίς κοινωνική πρόνοια και διασφάλιση φθηνής κατοικίας το υπνωτήριο για αστέγους μοιάζει να είναι μονόδρομος.
Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσίευση στην parallaxi η Κομισιόν σε νέο κείμενο παρατηρήσεων για την Ελλάδα, κάνει ευθέως λόγο για στεγαστική κρίση και απαιτεί να ληφθούν μέτρα για την καταπολέμηση της φτώχειας και της υλικής και κοινωνικής στέρησης.Η Κομισιόν επισημαίνει ότι μολονότι έχουν ληφθεί ορισμένα μέτρα, ένα υψηλό ποσοστό του πληθυσμού εξακολουθεί να διατρέχει κίνδυνο φτώχειας.
Για την ακρίβεια είμαστε τρίτοι από το τέλος στην ΕΕ στον κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, με τα υψηλότερα ποσοστά μετά τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Συγκεκριμένα η Ελλάδα βρίσκεται στη χειρότερη θέση μετά την Εσθονία ως προς τα άτομα που δεν μπόρεσαν να έχουν ιατρική φροντίδα που χρειάζονταν – κυρίως λόγω κόστους. Σε άλλη αντίστοιχη έκθεση η Κομισιόν υπενθυμίζει ότι η Ελλάδα έχει από τα χαμηλότερα ποσοστά δημόσιων δαπανών στο σύνολο των δαπανών υγείας. Αντίστοιχα έχουμε από τα υψηλότερα ποσοστά ιδιωτικών πληρωμών για δαπάνες υγείας.
Στην Ελλάδα έχουμε το υψηλότερο ποσοστό πληθυσμού που υποφέρει από «υπερβολικό κόστος στέγασης» – δηλαδή πληρώνει πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για ενοίκιο / στεγαστικό δάνειο και πάγιους λογαριασμούς. Το πρόβλημα είναι πλέον οξύ για τα φτωχά νοικοκυριά, που διαθέτουν κατά μέσο όρο το 62,4% του διαθέσιμου εισοδήματος για δαπάνες στέγασης.
Τέτοιες εκθέσεις καθώς και στατιστικές μετρήσεις δεν μας είναι άγνωστες. Το πρόβλημα ξεκινά από την μη εύρεση λύσης σε όσα επισημαίνονται. Όσο θα συνεχίζουν να μην λαμβάνονται μέτρα πρόληψης η κατάσταση θα επιδεινώνεται. Θα ήταν εφιαλτικό το σενάριο να φτάσουμε να είμαστε αυτοί οι εργαζόμενοι που αδυνατώντας να ανταπεξέλθουν στο κόστος ζωής θα διαμένουν στα αυτοκίνητα τους, σε τροχόσπιτα που τοποθετούνται σε ανοιχτά πάρκινγκ και σε δωμάτια κάψουλες όπως συμβαίνει στις μεγαλουπόλεις του εξωτερικού.
Πώς θα μπορεί στο μέλλον ένας απλός εργαζόμενος να καλύψει τις βασικές ανάγκες επιβίωσης. Και τι θα γίνει με όλους όσους εργάζονται απλώς για να καταφέρουν να καλύψουν τα έξοδα του μήνα. Μια απόλυση, τι συνέπειες μπορεί να έχει. Πόσο κοντά σε αυτό το αδιέξοδο μπορεί να βρεθεί ο οποιοδήποτε από εμάς. Την απάντηση μπορεί κανείς να την βρει εύκολα στις ιστορίες όπως του κυρίου Νίκου και των πωλητών που δημοσιεύονται κάθε μήνα στην τελευταία σελίδα του περιοδικού δρόμου Σχεδία.