Οι Θεσσαλονικείς: Χρυσή Πανταζή
Από τους θρυλικούς κινηματογράφους και τα αξέχαστα στέκια της Θεσσαλονίκης στο σεισμό που... άνοιξε τη Χαλκιδική στον κόσμο
Κάποιοι έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Θεσσαλονίκη. Άλλοι απλά την επέλεξαν ή μετοίκησαν σε αυτήν ως εργασιακοί ή ερωτικοί μετανάστες. Ο καθένας και η καθεμία έχουν και από μια ιστορία ή μια ανάμνηση να αφηγηθούν με φόντο την πόλη.
Είναι οι άνθρωποι που είδαν και έζησαν όλες τις αλλαγές της στο πέρασμα των χρόνων. Είναι οι Θεσσαλονικείς.
Χρυσή Πανταζή
Γεννήθηκα στις 25 Απριλίου του 1957 στην Θεσσαλονίκη στο περίφημο Ρωσικό νοσοκομείο στην οδό Αλεξάνδρου Παπαναστασίου 21, που στεγάζει σήμερα το Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας.
Ήταν το νοσοκομείο που κατηγορήθηκε αργότερα για παράνομες υιοθεσίες παιδιών. Μια τεράστια ιστορία, που ξεκίνησε την περίοδο του Εμφυλίου και συνεχίστηκε για χρόνια καθώς ένα κύκλωμα δεν δίσταζε να “κλέψει” νεογέννητα από τις μητέρες τους προκειμένου να δοθούν με το αζημίωτο σε Αμερικανούς θετούς γονείς. Αυτό ήταν τότε το δημόσιο μαιευτήριο με τις περισσότερες γέννες, ειδικά στον Ανατολικό τομέα. Στις όμορφες γειτονιές των Εξοχών όπου ακόμα επικρατούσαν τα παλιά σπίτια και οι πολυτελείς βίλες ζήσαμε για κάποιο διάστημα, έως ότου μας πήρε το ρεύμα της αντιπαροχής και μετακομίσαμε και εμείς σε πολυκατοικία στην περιοχή Μαρτίου.
Το 1963 πήγα στο πρότυπο Δημοτικό Σχολείο της Ανωτέρας εκκλησιαστικής σχολής που στεγαζόταν στο κτίριο που σήμερα βρίσκεται το Λαογραφικό μουσείο. Οι αίθουσες ήταν ακριβώς όπως είναι και σήμερα, η αυλή ήταν διαφορετική είχε αγάλματα, πολλά φυτά και ένα κιόσκι με λιμνούλα. Ήταν το πρώτο έτος λειτουργίας του ως πρότυπο, πειραματικό σχολείο και οι γονείς μου θεώρησαν σωστό να με στείλουν εκεί. Ήμουν ένα παιδί που είχα μεγάλη φροντίδα από την οικογένεια.
Ο πατέρας μου είχε σταματήσει να δουλεύει από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου και ασχολούνταν πολύ μαζί μου. Ήταν συνταξιούχος, γιατί παντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία. Κατεβαίναμε σχεδόν καθημερινά στο κέντρο, με το λεωφορείο με τον εισπράκτορα στο πίσω μέρος να λέει τις στάσεις, περνούσαμε από το γραφείο του αδελφού του στην πλατεία Εμπορίου που ήταν εμπορικός αντιπρόσωπος. Δεν υπήρχε βεβαίως η μαζική χρήση του ιδιωτικού αυτοκινήτου ακόμα.
Όλοι χρησιμοποιούσαν τα λεωφορεία. Κάναμε τα ψώνια μας σε μια πολύ πιο περιορισμένη αγορά που εκτεινόταν γύρω από τη Βενιζέλου την Ερμού και την Εγνατία που ήταν η λαϊκή αγορά με πιο φθηνά μαγαζιά. Πρόλαβα το Αλκαζάρ να λειτουργεί ως κινηματογράφος να φιλοξενεί διάφορα καταστήματα μεταξύ των οποίων και ένα παπουτσάδικο που λεγόταν «το 8» με τα παπούτσια να κρέμονται απ’ έξω σε σειρές, με φθηνές τιμές για τον κόσμο, γιατί φυσικά τότε λίγοι είχαν εισοδήματα για να ψωνίζουν σε πιο κεντρικά μαγαζιά. Όταν τέλειωσα την τρίτη Δημοτικού ξεκίνησα να δουλεύω τα καλοκαίρια στο γραφείο του θείου μου, που βρισκόταν πια σε νεόδμητο κτίριο στην οδό Φράγκων.
Ήταν πολύ συνηθισμένο εκείνη την εποχή για τα παιδιά του δημοτικού να δουλεύουν και όχι μόνο τα καλοκαίρια. Με έστελνε ο θείος μου στο ταχυδρομείο, στις μεταφορικές και σε άλλες εξωτερικές δουλειές και έφτανα εγώ παιδάκι 10-11 ετών από την Φράγκων στο Βαρδάρη, Αναγεννήσεως, Γιαννιτσών χωρίς να ανησυχεί για την ασφάλειά μου. Τότε δεν ήταν περίεργο, ήταν δουλειά δούλευες έβγαζες χαρτζιλίκι, δεν θα έλεγαν που το στέλνετε στο Βαρδάρη το παιδί. Θυμάμαι στην Μοναστηρίου καμπαρέ με τα κορίτσια έξω.
Φυσικά δεν μας έλειπε το παιχνίδι. Με κάθε ευκαιρία παίζαμε στις αλάνες, διάφορα παιχνίδια αυτοσχέδια. Υπήρχαν ακόμα και θαυμάσιες αυλές όπως αυτή της Βίλας Μορντόχ που τότε φιλοξενούσε το πολυϊατρείο του ΙΚΑ και ήταν προσβάσιμη μέρα-νύχτα. Υπήρχαν επίσης και άλλες βίλες κυρίως εβραϊκών οικογενειών που είχαν χαθεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και είτε ήταν μισογκρεμισμένες, είτε είχαν καταληφθεί.
Όσο μεγαλώναμε αρχίσαμε να πηγαίνουμε πολύ τακτικά στον κινηματογράφο. Υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι στην περιοχή – πρώτης και δευτέρας προβολής. Τα πολύ κοντινά μας ήταν ο Κρόνος στην Βαφοπούλου με ξένο σινεμά δευτέρας προβολής με δύο ταινίες, χειμερινό και θερινό. Μετά ήταν το Κολοσσαίον που υπάρχει μέχρι τώρα, το Κάπιτολ στην οδό Κρήτης, το Αθηνά στην στάση Ανάληψη που τώρα έχει μπιλιάρδα και μπόουλινγκ και έπαιζε μόνο ελληνικές ταινίες.
Το Studio και το Metropolitan κοντά στο Λαογραφικό Μουσείο. Πρέπει να ήταν πάνω από 25 κινηματογράφοι στον άξονα της Β. Όλγας από το Ντεπό μέχρι Ευζώνων. Μου φαίνεται απίστευτο σήμερα. Είχες κινηματογράφο να πας οποιαδήποτε ημέρα οποιαδήποτε ώρα και στιγμή. Ανοίγανε στις δύο το μεσημέρι. Δεν υπήρχε τηλεόραση, ο κόσμος δεν είχε τι άλλο να κάνει.
Στο δημοτικό ασχολήθηκα με τον οδηγισμό και είχα έντονες δραστηριότητες εκδρομές, ταξίδια, κατασκηνώσεις. Πηγαίναμε για εκπαίδευση σε ένα σαλέ του Σώματος στο Πανόραμα και στην Χαλκιδική όπου έκανες οκτώ ώρες να φτάσεις σε κάτι ερημικούς τόπους με αντίσκηνα. Οι περιοχές αυτές βέβαια σήμερα είναι αγνώριστες γιατί έχουν καταληφθεί από ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα και εξοχικές κατοικίες.
Γυμνάσιο πήγα στο 9ο (σήμερα 14ο) στη Σοφούλη και έχοντας χάσει νωρίς τους γονείς μου μπήκα στην εφηβεία ζώντας στην ουσία μόνη μου μαζί με τη μικρότερη αδελφή μου.
Έτσι μας βρήκε η μεταπολίτευση πριν τελειώσω το σχολείο και την ένιωσα μαζί με πολλά συνομήλικα παιδιά σαν μια μεγάλη και θαυμαστή έκρηξη. Ξαφνικά δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Υπήρξε ένας αέρας ελευθερίας, από το σχολείο όπου χαλάρωσαν οι απαγορεύσεις και οι υποχρεώσεις μέχρι την οικογένεια και την κοινωνία που έδειξε να γίνεται πιο ανεκτική. Η γενιά των γονέων μας είχε ζήσει στον πόλεμο, τον εμφύλιο και όσα επακολούθησαν στην πολιτική ζωή της χώρας. Πέρασε ένα μεγάλο διάστημα καταπίεσης και όλοι θέλανε να αφήσουν πίσω αυτή την εποχή.
Είμαστε υποψήφιοι για εξετάσεις πηγαίνουμε στα Φροντιστήρια για να περάσουμε στο πανεπιστήμιο και ξεκινάνε οι έξοδοι σε ντισκοτέκ. Ήταν η Τίφανις στην Ικτίνου που είχε το εστιατόριο και την ντίσκο στο υπόγειο. Στην γωνία Τσιμισκή με Παλαιών Πατρών είχε πάλι μια υπόγεια ντισκοτέκ η Γκρίφινς που ήταν εφηβική ντισκοτέκ και άνοιγε 6 η ώρα το απόγευμα.
Πρώτη φορά πήγα εκεί επτά η ώρα το απόγευμα μια Κυριακή των Βαΐων με τον ήλιο ντάλα και φυσικά έπαιζε το ρoκ της εποχής. Έβαζε και τα μπλούζ και τα σέικ. Στα μπλούζ γινόταν και η πρώτη σωματική επαφή. Δημοφιλής στα μέσα της δεκαετίας του 1970 ήταν και η ντίσκο Μπέιμπι κλαμπ στη Σοφούλη. Αρχίζουν οι ταβέρνες με την λαϊκή μουσική και τα ρεμπέτικα. Στο κέντρο, στην άνω Πόλη, στην Τούμπα μέρη που δεν είχαμε ξαναπάει και ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε τριάντα σαράντα άτομα παρέες από το σχολείο, από τα φροντιστήρια. Διαβάζαμε μέχρι 2-3 τη νύχτα και μετά κατεβαίναμε στην παραλία με κιθάρες και τραγουδούσαμε. Δεν μας σταματούσε τίποτα.
Ακόμα και η χρονιά για τις εξετάσεις δεν ήταν αυτό το δράμα το οικογενειακό που είναι σήμερα. Τότε με ένα απολυτήριο Γυμνασίου έπιανες δουλειά παντού, οπότε αν ήταν να σπουδάσεις σπούδαζες αλλά δεν ήταν το άγχος και ο καημός τον γονιών. Ούτε πολλά παιδιά να δίνουν πανελλήνιες είχε. Εισαγωγικές της λέγανε, δίναμε το Σεπτέμβριο, οι σχολές ήταν λιγότερες και έδινες στον κύκλο σχολών που ήθελες να μπεις. Το Οικονομικό είχε ας πούμε 5 σχολές και μπορούσες να τις βάλεις με τη σειρά που τις επιλέγεις.
Μπαίνω πρώτη στο Οικονομικό της νομικής του Α.Π.Θ το 1975 και ξεκινάω να δουλεύω. Τότε η οδηγία και το μάθημα από την οικογένεια και τον κύκλο σου ήταν να μεγαλώσεις, να δουλέψεις, να γίνει άνθρωπος στην κοινωνία, αυτό ήταν το μότο. Αν δεν δούλευες, δεν ήσουν άνθρωπος στην κοινωνία. Τα φοιτητικά χρόνια ήταν ένα όνειρο αν και σπούδαζα και δούλευα παράλληλα. Δούλεψα πολύ λίγο στην Φιλκεραμ Τζόνσον και μετά σε ένα ασφαλιστικό γραφείο στην Φράγκων.
Εκεί δούλεψα 4 χρόνια και παράλληλα ήμουν στο πανεπιστήμιο όχι απαραίτητα για τα μαθήματα αλλά γιατί συμβαίναν συνεχώς πράγματα και έπρεπε να είσαι εκεί. Είχαμε το φοιτητικό όμιλο Θεάτρου Κινηματογράφου που ήταν μια περίοδο σκηνοθέτης ο Ηρακλής Δούκας και ο Χρήστος Στέργιογλου. Είχαμε μουσικό τμήμα, είχε κινηματογραφική λέσχη και γινόταν προβολές κάθε Σάββατο βράδυ στην Φυσικομαθηματική. Τις Δευτέρες είχε προβολές καλλιτεχνικού κινηματογράφου στο Άνετον, όπου έδινε παραστάσεις το Θεατρικό Εργαστήρι. Αυτά ήταν τότε τα σημεία συνάντησης μας.
Έβλεπες κάποιον σε ένα χώρο και έλεγες θα τον πετύχω μετά ξανά κάπου αλλού. Το πανεπιστήμιο ήταν μαγικό, ήθελες να είσαι συνέχεια εκεί μέσα, συνέβαιναν πολιτικά πράγματα, μεγάλες αλλαγές στο συνδικαλιστικό, ομιλίες, συνελεύσεις, αλλά και έντονη πολιτιστική ζωή στα γρασίδια και τα αμφιθέατρα. Η ζωή μου ήταν δουλειά, πανεπιστήμιο και το βράδυ διασκέδαση.
Ξαφνικά ανοίγουν τα μπαράκια και η ζωή των ανθρώπων άλλαξε. Αρχίζουν να βρίσκονται οι άνθρωποι περισσότερο έξω και όχι σε σπίτια και μπαίνει και το αλκοόλ στην μέση. Τα μπαρ αλλάξανε πολύ τον τρόπο κοινωνικοποίησης. Εκεί που πήγαινες στο πανεπιστήμιο, στο σινεμά, σε άλλους χώρους ξεκίνησαν οι επισκέψεις σε νέα στέκια όπως ο Δον Κιχώτης, το Λουκι Λουκ, η Σελήνη, το Berlin.
Μετά ανακαλύπτω της μοτοσυκλέτες και αρχίζω τα ταξίδια. Τότε δεν υπήρχαν κορίτσια που να έχουν μηχανή. Να ήταν μια δύο ακόμα. Οπότε άκουγες και στο δρόμο χυδαιότητες και πειράγματα σεξουαλικού περιεχομένου αλλά ήμασταν εκπαιδευμένες. Έζησα την εποχή που γινόταν ανοιχτά παρενοχλήσεις στο δρόμο, στα λεωφορεία, στα σινεμά παντού. Ευτυχώς η μάνα μου με είχε δασκαλέψει να μη φοβάμαι και αντιδρώ δυναμικά με κλωτσιές και φωνές. Έτσι παλεύαμε να τα βγάλουμε πέρα τότε και πιστεύαμε ότι τα πράγματα θα αλλάξουν. Με τις μηχανές ξεκινάμε τα ταξίδια Χαλκιδική, στα βουνά, στα νησιά.
Ο σεισμός ήταν που άνοιξε την Χαλκιδική και ο κόσμος άρχισε να μαθαίνει ότι υπάρχουν μέρη γύρω από την πόλη. Αναγκάστηκαν να πάνε στην Χαλκιδική να στήσουν εκεί τις σκηνές τους. Τότε στα κάμπινγκ έβλεπες μόνο τουρίστες. Όσοι έμειναν στη Θεσσαλονίκη, εγκαταστάθηκαν σε σκηνές που έστησε ο στρατός στα πάρκα και τις πλατείες. Την ημέρα του μεγάλου σεισμού διαβάζαμε για την εξεταστική με συμφοιτητές στο σπίτι μου. Κατεβήκαμε αμέσως κάτω, πήγαμε στο κέντρο και μάθαμε για την πολυκατοικία που έπεσε στην Ιπποδρομίου.
Πολύς κόσμος πήγε προς τα εκεί να βοηθήσει μέχρι να έρθει η πυροσβεστική. Το θέαμα ήταν τρομακτικό. Ο σεισμός έφερε μεγάλες αλλαγές στη ρυμοτομία της Θεσσαλονίκης καθώς πολλά παλιά σπίτια που έκλειναν δρόμους γκρεμίστηκαν. Έμενα τότε στην οδό Νέα Εγνατία που τελείωνε στην μάντρα του νοσοκομείου Αγία Σοφία. Στο τμήμα κάτω από το βρεφοκομείο Αγ. Στυλιανός που ήταν αδιέξοδο είχαν στήσει αντίσκηνα για τους σεισμοπαθείς και ο ΟΤΕ είχε τοποθετήσει ένα κοινόχρηστο τηλέφωνο σε μια κολώνα. Εμείς μέναμε στον ημιώροφο. Χτυπούσε το τηλέφωνο πηδούσα από το μπαλκόνι και το σήκωνα γιατί περίμενα και εγώ τηλεφωνήματα. Διάφοροι τηλεφωνούσαν και ζητούσαν κατοίκους των αντίσκηνων, οπότε έβαζα τις φωνές για να έρθουν να μιλήσουν. Πολύς κόσμος έμεινε στα αντίσκηνα μέχρι το τέλος του καλοκαιριού. Ο στρατός μοίραζε φαγητό και διάφοροι φορείς έκαναν κινηματογραφικές προβολές, συναυλίες και τέτοια.
Από εκείνη την εποχή ξεκίνησε στη Θεσσαλονίκη και ένα ρεύμα μουσικό που περιλάμβανε νέα είδη στην ελληνική λαϊκή μουσική αλλά και στο ροκ. Η αρχή έγινε με την “Εκδίκηση της Γυφτιάς” που ανέδειξε το Νίκο Παπάζογλου. Η πρώτη σχετική συναυλία του Παπάζογλου οργανώθηκε από τον ΦΟΘΚ (Φοιτητικό Όμιλο Θεάτρου Κινηματογράφου) στο μικρό Αμφιθέατρο της Νομικής και έγινε το αδιαχώρητο. Τότε προσπαθούσαμε να ανεβάσουμε μία θεατρική παράσταση στο ΦΟΘΚ με σκηνοθεσία του Χρήστου Στέργιογλου και ο Παπάζογλου θα μας έγραφε τη μουσική. Η παράσταση ναυάγησε αλλά χάρη στη γνωριμία μας, συνεργάστηκα μαζί του για κάποιο διάστημα στα στούντιο της Παπάφη και της Επταλόφου. Ωραία χρόνια καθώς πέρασαν από κεί για να ηχογραφήσουν πολλοί από αυτούς που διαμόρφωσαν τη μουσική σκηνή της Θεσσαλονίκης. Οι Τρύπες, οι Blues Wire, οι Noise Promotion Company, οι Χειμερινοί Κολυμβητές και πολλοί άλλοι.
Ωστόσο η Θεσσαλονίκη άρχισε κάποια στιγμή να γίνεται “στενή” για μένα και είπα να κάνω μια μικρή δοκιμαστική απόδραση στην Αθήνα. Αυτό οδήγησε σε μια μετανάστευση πολλών χρόνων αφού εκεί βρήκα επαγγελματική διέξοδο στα ενδιαφέροντά μου και τα χόμπι μου. Ήταν η περίοδος της άνθισης των εξειδικευμένων περιοδικών για τον ήχο, την μοτοσυκλέτα, το αυτοκίνητο, την τεχνολογία. Στην εξειδικευμένη δημοσιογραφία παρέμεινα για καμιά 20 χρόνια ίσως τα καλύτερα τόσο ως προς την αξία και την ποιότητα των εκδόσεων όσο και ως προς τις εργασιακές συνθήκες. Εκεί συμμετείχα ενεργά και στη ροκ σκηνή με το ροκ συγκρότημα Yeah! Με τους Yeah! Ηχογραφήσαμε δίσκο στο Αγροτικόν της Θεσσαλονίκης με παραγωγό τον Νίκο Παπάζογλου και συνεργαστήκαμε στενά με την ιστορική Ano Kato Records του Γιώργου Τσακαλίδη.
Ήρθε η κρίση και κλείσανε τα περισσότερα περιοδικά. Την Θεσσαλονίκη την έχασα για 20 χρόνια αφήνοντας την μια ωραία φοιτητούπολη στα επάνω της. Ήμασταν μια γενιά που βιώσαμε μεγάλες αλλαγές. Τις ζούσαμε, ήμασταν μέρος της αλλαγής της πολιτικής, πολιτιστικής και σεξουαλικής επανάστασης, βιώσαμε μεγάλη ελευθερία. Μας δοθήκαν ευκαιρίες να δοκιμάσουμε πράγματα και γενικά υπήρχαν επιλογές.
Επέστρεψα στην Θεσσαλονίκη το 2014, αφού δεν υπήρχε πια σοβαρή ελπίδα για δουλειά στην ειδικότητα μου και τότε μια φίλη μου μου πρότεινε να δώσουμε κατατακτήριες εξετάσεις για το Τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ. Μου φάνηκε απίθανο να περάσω, αλλά αυτά που χρειάστηκε να διαβάσω ήταν τόσο ενδιαφέροντα, που στο τέλος θα στεναχωριόμουν αν δεν τα κατάφερνα. Έχοντας πια επιτύχει στις εξετάσεις ήταν κυριολεκτικά σαν να μπήκα στον παράδεισο.
Πρόκειται για μια από τις ωραιότερες εμπειρίες της ζωής μου. Το περιεχόμενο των μαθημάτων και η όλη λειτουργία της σχολής παρά τις δυσκολίες της εποχής της κρίσης είναι υψηλού επιπέδου. Γνώρισα πολύ ενδιαφέροντες και άξιους ανθρώπους και πήρα μια μεγάλη ανάσα και έναν ωραίο τρόπο να ξαναενταχθώ στην πόλη, που έχει φυσικά αλλάξει πολύ και όχι προς το καλύτερο. Και βέβαια, ερχόμενη σε στενή επαφή με τη νέα γενιά, γέμισα αισιοδοξία νιώθοντας ότι υπάρχει ελπίδα και όρεξη για αγώνα σε όλους τους τομείς, και μου έφυγε η ιδέα ότι μόνο η δική μου εποχή είχε κάποια αξία. Αυτό το τελευταίο είναι ένας κίνδυνος που ελλοχεύει στη σκέψη όσων μεγαλώνουν και περνούν στη φάση περισσότερο να αφηγούνται και λιγότερο να δρουν.
Σημ: Οι φωτογραφίες ανήκουν στην Χρύσα Πανταζή και την οικογένειά της και δεν επιτρέπεται η χρήση τους χωρίς άδεια.