Οι Θεσσαλονικείς: Δημήτρης Πηνίκας
Από τη Μπότσαρη, στο L.A της Στρατηγού Καλλάρη, τον Rock 100 και τον Πάτση στη Θεσσαλονίκη του σήμερα, ένα νοσταλγικό ταξίδι αναμνήσεων
Κάποιοι έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Θεσσαλονίκη. Άλλοι απλά την επέλεξαν ή μετοίκησαν σε αυτήν ως εργασιακοί ή ερωτικοί μετανάστες. Ο καθένας και η καθεμία έχουν και από μια ιστορία ή μια ανάμνηση να αφηγηθούν με φόντο την πόλη.
Είναι οι άνθρωποι που είδαν και έζησαν όλες τις αλλαγές της στο πέρασμα των χρόνων.
Είναι οι Θεσσαλονικείς.
Δημήτρης Πηνίκας
Γεννήθηκα ένα Σάββατο πρωί, 9 Ιουλίου του 1966 στη Θεσσαλονίκη, στο ίδρυμα της Μέριμνας στη συμβολή των οδών Εγνατία με Εθνικής Αμύνης. Η μάνα έλεγε ότι με θήλασε η διπλανή γυναίκα γιατί η ίδια δεν είχε γάλα. Δεν έχω αδέλφια. Είμαι το τυχερό μοναχοπαίδι που επέζησε μετά από δυο αποβολές. Οι γονείς της μαμάς ήταν από τον Τρίλοφο και του πατέρα από το Λιβάδι. Το επίθετο Πηνίκας προέρχεται απo το αρχαίο ελληνικό επίρρημα πηνίκα και σημαίνει «πότε ακριβώς , σε πόση ώρα».
Οι παππούδες έφυγαν από τα χωριά για να έρθουν στην πόλη προφανώς για να δουλέψουν και να φτιάξουν μια ίσως καλύτερη ζωή απ΄αυτή του χωριού. Ο παππούς από τη πλευρά της μητέρας μου δούλευε στην υπηρεσία ύδρευσης και η γιαγιά Μαγδαληνή ήταν μαγείρισσα σε σπίτι Εβραϊκής οικογένειας, στην οδό Γραβιάς 55 που της το έδωσαν προίκα . Ήταν καταπληκτική μαγείρισσα όπως και οι θείες, οι αδερφές του πάτερα μου. Παρατηρώντας τες στην κουζίνα έμαθα από μικρή ηλικία να μαγειρεύω.
Το σπίτι στην Μπότσαρη ήταν το πατρικό της μάνας και σε αυτό μένω μέχρι σήμερα. Ήμασταν νομίζω τρεις μονοκατοικίες, στην Τομπαζη, με κοινή αυλή που δόθηκαν αντιπαροχή αρχές του 70. Τις τελευταίες μονοκατοικίες που θυμάμαι στην γειτονιά τις ρίξανε την δεκαετία του 1980 για να φτιάξουν πολυκατοικίες. Εκεί πέρασα τα παιδικά μου χρόνια. Θυμάμαι διώροφα σπίτια με γυριστές σιδερένιες σκάλες, τα παράθυρα μας που έβλεπαν στον δρόμο, μεγάλες αυλές, τα πλακάκια που σήμερα είναι τις μόδας, τότε διακοσμούσαν όλα τα σπίτια, θυμάμαι τόπια και αλάνες.
Η μάνα μου σπούδασε μοδίστρα, κοπτική ραπτική. Δούλευε σε μεγάλες βιοτεχνίες και αργότερα στο εργοστάσιο παραγωγής αυτοκινήτων Pony , που είχε τις εγκαταστάσεις του στην Θέρμη. Τα Pony ήταν ελληνικά αυτοκίνητα που η οροφή και το πίσω μέρος τους ήταν από δέρμα. Η μαμά έραβε αυτές τις οροφές. Όταν το εργοστάσιο έκλεισε η μάνα συνέχισε να κάνει φασόν κυρίως ρούχα στις βιοτεχνίες. Δούλεψε και στο εργοστάσιο της Coca Cola έξω απ΄ τη Θέρμη. Τα βράδια δούλευε με την αγαπημένη της ξαδέλφη στο Χάλαρο, λαντζιέρα. Ο πατέρας μου πέθανε πολύ νωρίς, οπότε έμεινε μόνη να συντηρεί το σπίτι και τον μονάκριβο γιό της.
Ο πατέρας ήταν αντιστασιακός με πολλά προβλήματα που του άφησε ο πόλεμος. Ήταν προσωπικός φίλος του Μενέλαου Λουντέμη. Ο Παναγιώτης που αναφέρεται στα βιβλία του είναι ο πατέρας μου με τον οποίον γνωρίστηκαν στα χρόνια του πολέμου. Τον συνέλαβαν την εποχή της δικτατορίας και κάθε φορά που ρωτούσα τη μητέρα πού είναι, έλεγε ότι ο μπαμπάς λείπει ταξίδι για δουλειές. Σ ένα μικρό παιδί τι να πουν για τη δικτατορία. Μετά θάνατον παρασημοφορήθηκε απ΄ το κράτος.
Όταν δόθηκε η μονοκατοικία μας για αντιπαροχή και μέχρι να ολοκληρωθεί αλλάζαμε σπίτια συχνά στα ανατολικά. Ο μπαμπάς και η μαμά ήταν γειτονόπουλα, μένανε κοντά. Η ιστορία λέει ότι έζησαν έναν πολύ μεγάλο έρωτα. Είχαν όμως μεγάλη διαφορά ηλικίας, κοντά είκοσι χρόνια. Θυμάμαι πόσο μου άρεσε όταν πηγαίναμε εκδρομές, βόλτες και για φαγητό στις Καλαμιές μια πολύ γνωστή ταβέρνα στο Καραμπουρνάκη, εκεί που τώρα είναι το Shark. Όταν δεν με έπαιρναν μαζί και έβγαιναν μόνοι τους μου έφερναν πάντα γλυκά. Όταν δούλευε η μαμά ή έλειπε ο μπαμπάς, θυμάμαι έμενα μόνος. Σε ένα από τα σπίτια που νοικιάζαμε στον επάνω όροφο είχε φροντιστήριο αγγλικών και καθόμουν με τις ώρες μέσα στις τάξεις και άκουγα τη γλώσσα. Έτσι αντιλήφθηκα την Αγγλική πριν τη σπουδάσω. Και εκεί, όταν δεν είχε μαθήματα πάνω, στον κάτω όροφο θυμάμαι τις νύχτες, το κίτρινο καταθλιπτικό φως της κουζίνας και ένα ραδιοφωνάκι στον τοίχο να παίζει τραγούδια, εκπομπές και ραδιοφωνικά σήριαλ της εποχής. Καθημερινές εκπομπές, το πρωί “Η Θεία Λένα”, μετά η Στυλιανοπούλου στην “Αρχόντισσα της κουζίνας”, μετά αστυνομικά – ένα με τον Βύρων Πάλη και την Αφροδίτη Γρηγοριάδου που τα άκουγα όλα με τρομερή προσήλωση. Όλα αυτά εκεί στο καιρό του Άγνωστου Πόλεμου και της γνωστής δικτατορίας.
Ο πατέρας αποστασιοποιημένος μετά τις κακουχίες και όλα όσα πέρασε, είχε μια άλλη φιλοσοφία για τη ζωή. Ίσως δεν έβρισκε νόημα σε τίποτα. Εκείνη την εποχή ήταν πολύ συνηθισμένο οι μετακομίσεις να γίνονται με τρίκυκλα. Είχε ένα τέτοιο και έκανε μεταφορές. Περνούσαμε πολλές ώρες μαζί. Η μαμά δούλευε σταθερά(ευτυχώς), κ ο μπαμπάς μ’ έπαιρνε μαζί του στις μεταφορές. Μια φορά έπρεπε να μεταφέρει υλικά σ΄ ένα μεγάλο ξενοδοχειακό συγκρότημα που χτιζόταν τότε στη Χαλκιδική. Έτσι κάπου στο 1975, επισκέφθηκα πρώτη φορά τη Χαλκιδική και το νεόκτιστο Porto Carras. Εμπειρία και το ξενοδοχείο αλλά και η θάλασσα της Σιθωνίας. Στο δρόμο ακούγαμε πάντα μουσική. Στο τρίκυκλο είχε τις κασέτες των 70’ς που ήταν μεγάλες σαν βιβλία, δυο δάχτυλα πάχος. Στο σπίτι το ίδιο. Αργότερα πήραμε το μοντέρνο κασετόφωνο της εποχής. Απ’ τον πατέρα μου μάλλον ξεκίνησε και η δική μου αγάπη για την μουσική αλλά και την 7η τέχνη γιατί βλέπαμε συνέχεια ταινίες, όταν αποκτήσαμε τηλεόραση.
Σχολείο πήγα στην Μακεδονίας, στο 88ο δημοτικό σχολείο με την μητέρα μου απ’το χέρι κάθε πρωί στο δρόμο να λέμε και να ξαναλέμε την προπαίδεια. Ανάλογα με τα σπίτια που αλλάζαμε πέρασα απ΄ολα τα κοντινά σχολεία. Ο μπαμπάς γύρισε το 1974 μετά την χούντα και τότε είναι που ξεκινάει η στενή μας σχέση. Μου μετέδωσε την αγάπη του για την μουσική και τις τέχνες. Ακούγαμε Καζαντζίδη και Τσιτσάνη, κλασική μουσική Liszt, Brahms, Ουγγρικές ραψωδίες ,Γούναρη , Αττίκ και πολύ ρετρό. Βλέπαμε ταινίες όποτε πρόβαλε η τότε ΕΙΡΤ ,η ΥΕΝΕΔ, φιλμ νουάρ, western,αστυνομικά και για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο αγαπούσα πολύ τα μιούζικαλ. καλά ελληνικές ταινίες, λατρεία. Του άρεσε το κρασί και τα πορνοπεριοδικά που τότε είχαν μόνο κείμενο και τη φωτογραφία μιας γυμνόστηθης στο εξώφυλλο, τίποτε άλλο. Οι τίτλοι ήταν περίεργοι και εντυπωσιακά αστείοι όπως “ανακάλυψα” κ εγώ αργότερα! «Διάβασε με», «Πάρε με» κ.α και τα στήθη των γυναικών ήταν πάντα καλυμμένα με κίτρινα αστεράκια.
Στο δημοτικό ερωτεύομαι μια συμμαθήτριά μου που είναι ίδια η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Λάτρευα τη Βασιλειάδου ,αγαπούσαμε την Βλαχοπούλου και τον Ελληνικό κινηματογράφο. Για τον πατέρα μου η Βουγιουκλάκη ήταν κόκκινο πανί. Έλεγε “αυτή, μην την ακούς είναι ψεύτρα”. Μού έμαθε πολλά είναι αλήθεια και δε θα ξεχάσω το “να φοβάσαι όσους κάνουν μεγάλους σταυρούς”. Εκείνο το διάστημα ξεκίνησε η μανία με τα βιβλιοπωλεία, τη μυθολογία, τα κλασικά εικονογραφημένα και τα κόμικς. Όμως όταν έβλεπα περιοδικά με εξώφυλλο την Βουγιουκλάκη πάθαινα εγκεφαλικά, πάθηση που κράτησε πολλά χρόνια.
Στο σινεμά βλέπω το 1974 τον Βιολιστή στη στέγη. Σοκ! Αργότερα ,όταν πια είχα χαρτζιλίκι, έβλεπα μια ταινία δύο και τρεις φορές συνεχόμενα χωρίς να βγαίνω από την αίθουσα. Τα καλοκαίρια οι θερινοί άλλαζαν έργα κάθε Δευτέρα και Πέμπτη. Πήγαινα στο Σείριο στη Βούλγαρη, στη Κάτια Χαλκιδικής πολύ κοντά στο σπίτι. Χειμώνες πήγαινα στο Κάπιτολ, στο Κολοσσαίο, στο Εράζ και στο Ρέξ στην Μπότσαρη. Βλέπω στο Ραδιο Σίτυ το Star Wars σε πρώτη προβολή μετά Grease, Saturday Night Fever. Νιώθω ότι αλλάζει η ζωή μου. Οι φίλοι είναι λίγοι γιατί νιώθω ότι είμαι διαφορετικός. Δεν με ενδιαφέρουν μπάσκετ, ποδόσφαιρα . Ήμουν χοντρό παιδί πριν την εφηβεία ,ακούω να με κοροϊδεύουν. Ένας χοντρούλης που δε θέλει και δεν του αρέσει να κάνει γυμναστική.
Είναι το έτος 1977 και η Raffaella Carrà έρχεται στην Ελλάδα. Η πρώτη φορά που βλέπω ξένο καλλιτέχνη ζωντανά στο Παλαί ντε Σπορ! Τι να γίνει, αφού δε μπόρεσα να δω BEATLES η ELVIS PRESLEY, έστω Ραφαέλα. Κατάλαβα ότι αυτή θα ήταν από δω και πέρα η υψίστη μορφή διασκέδασης μου. Να ζήσω μια συναυλία live. Ζω για τις συναυλίες. Ευτυχώς κατάφερα να δω μεγάλα ονόματα, SHIRLEY BASSEY με την απειλή του αφεντικού μου ότι αν πάω, να μη ξαναγυρίσω στο δισκάδικο, DIANNA ROSS, κοπάνα απ΄το στρατό, TINA TURNER, STEVIE WONDER, BEYONCE,U2, MADONNA, PET SHOP BOYS, A-HA.
Θέλω να πάω θέατρο απ΄ το ’76. Η μάνα μου αφού δεν άντεξε άλλο τη γκρίνια, χειμώνα του 1978 με πηγαίνει τελικά στο Ράδιο Σίτυ όταν έρχεται το «Καμπαρέ». Σε ηλικία 12 ετών παίρνω το πρώτο αυτόγραφο από την εθνική σταρ. Απερίγραπτο. Θυμάμαι τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Είμαστε κάτω στην σκηνή πολύς κόσμος που περιμένει και αυτή βγαίνει να μας χαιρετήσει. Θυμάμαι την μάνα μου να με σηκώνει να την φιλήσω, την επαφή μου με το μάγουλο της, τις τεράστιες βλεφαρίδες, τα κατάξανθα μαλλιά. Ήταν ένα σημείο αναφοράς για εμένα. Προέκυψαν παρέες και κολλητοί εξαιτίας της. Ίσως και πιο χτυπημένοι από μένα. Ποτέ δεν έπαψα να την παρακολουθώ ότι και αν έκανε.
Την απομυθοποίησα είναι αλήθεια αλλά ποτέ δε σταμάτησα να την αγαπώ. Παύεις ποτέ να αγαπάς τα νιάτα σου; Ίσως η μόνη εξήγηση για ένα πάθος να είναι η ψυχοθεραπεία. Καλά έλεγε ο πατέρας ότι ήταν ψεύτρα, υποδυόταν κάτι που δεν είναι, ήταν μεγάλη ηθοποιός, ήξερε τι ήθελε το κοινό. Κάτι μαγικό προφανώς συμβαίνει με αυτόν τον άνθρωπο. Δεν είναι τυχαίο πως ο μύθος κρατάει ακόμα και συντηρείται από πολύ κόσμο μέχρι σήμερα. Όποτε πηγαίνουμε Αθήνα με ένα φίλο πάντα κάνουμε το χρέος, της πηγαίνουμε λουλούδια στον τάφο. Εκείνο το Σάββατο που έπεσε σε κώμα, εντελώς τυχαία έχω το πρώτο ουσιαστικό ατύχημα στη ζωή μου. Το χέρι μου μαγκώνει στη πόρτα ενός αυτοκίνητου και ο οδηγός ξεκινάει χωρίς να το αντιληφθεί. Την ημέρα του θανάτου της δούλευα στον Rock 100. O Νίκος Θεοδωράκης το πρωί μου λέει “πέθανε η δικιά σου”. Ήταν προδιαγεγραμμένο ότι δεν θα ζήσει. Δεν ήταν εκείνη η ημέρα που ένιωσα άσχημα. Είχα την τύχη να την δω και στις τελευταίες παραστάσεις στην «Μελωδία της Ευτυχίας» που ήταν από τις καλύτερες δουλείες της μετά από μια σειρά έργων στα οποία έπαιζε την γνωστή μανιέρα που άρεσε στον κόσμο, γέμιζε τα θέατρα αλλά εγώ δεν περνούσα καλά.
Πριν το Λύκειο σαν έφηβος, ανακαλύπτω το σώμα μου. Αρχίζουν οι τύψεις γιατί εκείνη την εποχή νόμιζα ότι αυτό που νιώθω ή είμαι δεν είναι αυτό που θα έπρεπε να νιώθω και να είμαι. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί νιώθω διαφορετικά από τα αλλά παιδιά. Βγαίνουμε στις Ντισκοτέκ, στους χορούς των σχολείων. Σε έναν τέτοιο σχολικό χορό γνωρίζω τον πλέον πολυαγαπημένο μου κολλητό και ανακαλύπτω ότι έχουμε πολλά κοινά όπως την αγάπη μας για την μουσική. Γελάμε με τις ώρες. Γράφουμε κασέτες στα δισκάδικα της γειτονιάς, ακούμε ραδιόφωνο όλη μέρα, ξέρουμε τους YAZOO, MADONNA, HUMAN LEAGUE, PRINCE, EURYTHMICS. Είμαστε σύγχρονοι με κάτι “μεγάλο”, είμαστε παιδιά της Disco. Λατρεύουμε τη Donna Summer. Βλέπουμε το «Πυρετός στο Σαββατόβραδο» 3 φορές την ίδια ημέρα. Η μουσική είναι η μεγάλη διέξοδος. Αγοράζουμε μηχανήματα ,δίσκους ,πηγαίναμε στο Rock 100 στην Τσιμισκή 100 στον ημιώροφο πριν μεταφερθεί στην Παύλου Μελά και καθόμασταν ώρες.
Με το Γιάννη κάνουμε στενή παρέα ,συχνάζουμε στο ΕΛ ΛΕΗ (L.A.) που τώρα είναι Μασούτης στην Στρατηγού Καλλάρη, ένα μαγαζί με τεράστιες οθόνες και μαζευόμαστε Παρασκευή και Σάββατο για να δούμε βίντεο κλιπ και να ακούσουμε την μουσική που θα έπαιζε ο Καπετανίδης, ο Κανάκης κ.α. γνωστοί ραδιοφωνικοί παραγωγοί. Πηγαίναμε στη Paramount στη Χρυσοστόμου Σμύρνης με Κορομηλά, ένα γωνιακό μπαρ που είχε μικρές τηλεοράσεις και έδειχνε βίντεο κλιπ κάτι που βλέπαμε πρώτη φορά. Σήμερα σκέφτομαι ότι τότε ξεκίνησε αυτό που σήμερα είναι αναπόφευκτα, η καταστροφή της μουσικής τα views. Εκεί στην Προξένου Κορομηλά ανακαλύπτουμε ότι υπάρχει το Μπανάλ. Η Paramount ήταν η ευκολία και το Banal η δυσκολία. Πηγαίνουμε όταν γινόμαστε 18 και πραγματικά παθαίνουμε σοκ. Βλέπουμε ότι υπάρχουν και άλλοι σαν εμάς. Η διασκέδαση, η ζωή μας είναι η μουσική και τα δισκάδικα με αποτέλεσμα να μην διαβάζουμε. Θέλω να περάσω Αγγλική φιλολογία που ήταν το καλύτερο μου. Γράφω άριστα στα περισσότερα αλλά πήρα χαμηλό βαθμό στην έκθεση γιατί εκφράζω πολιτική άποψη που δεν άρεσε, ίσως παίζουν ρόλο οι πεποιθήσεις που προέρχονται απ τον πατέρα.
Περνάω τελικά στη Νοσηλευτική που στεγαζόταν στην αρχή της Φράγκων στο γνωστό Δημόκριτο. Σπουδάζω νοσηλευτική. Δεν μου άρεσε καθόλου. Το έκανα όμως για να μην ακούω το γνωστό τροπάριο της ελληνικής οικογένειας : τι θα κάνεις, δεν μπορείς να ασχολείσαι με τη μουσική, κάνε κάτι για να βγάζεις πιο σίγουρα λεφτά, σκέψου το καλά. Περίμενα όλη την εβδομάδα να έρθει η Παρασκευή και το Σάββατο για να πάω στο δισκάδικο. Εκεί που ήμουν πελάτης όταν ερχόταν κάποιος και ζητούσε κάτι, αυθόρμητα του έλεγα πού είναι, η του το έφερνα. Το είδαν στην επιχείρηση, ήθελαν ένα νέο άνθρωπο και μου προτείνουν να δουλέψω. Αυτό ήταν το ξεκίνημα στο Rock 100, το ισόγειο και υπόγειο της Παύλου Μελά 15 που δεν ήταν ένα απλό δισκάδικο αλλά τόπος συνάντησης φίλων, μουσικών ,ποιητών και ας πω τελικά πανεπιστήμιο. Στο Rock 100 άρχισα να γνωρίζω κόσμο, ξεκίνησαν μεγάλες φιλίες που συντηρούνται ακόμη. Εκεί συναναστράφηκα με ανθρώπους που άκουγαν πολύ ροκ, τζάζ, μουσικές πέρα από τη disco και τη pop . Γνωρίζω τον Νίκο Παπάζογλου, τον Σαββόπουλο,την Αρβανιτάκη την Αλεξίου, τον Μάλαμα κ.α από κοντά. Στην συνέχεια δούλευα όλο και περισσότερες ημέρες και ώρες και το 1990 είμαι στους βασικούς υπαλλήλους.
Η διασκέδαση είναι μονόδρομος στα μπαράκια και στις τελευταίες πια disco. Amnesia, Swing, Palladium,Convoy, Lavalbone, Κρόνος, η 54 στην Κορομηλά που τώρα είναι μαγαζί με ρούχα και η L’apogee (ΛΑΠΟΖΕ) στην Εθνικής Αντιστάσεως που βρίσκομαι να παίζω μουσική. Τη νοσηλευτική την άφησα για ένα μάθημα και δε θέλησα ποτέ αυτό το επάγγελμα. Τώρα θα ήμουν σε σύνταξη αν είχα μυαλό που έλεγε η σοφή Μαρία Πηνίκα η μητέρα μου, αλλά ήμουν νέος, ήθελα ν’ ακολουθήσω ότι αγαπούσα, αυτό είχε σημασία για μένα χωρίς να το γνωρίζω ήμουν σ’ αυτό που σήμερα λέγεται εδώ και τώρα. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο.
Tο 1992 η κατάταξη μου στο στρατό διακόπτει το δισκάδικο. Σπάρτη. Η χειρότερη εμπειρία στη ζωή μου μέχρι να πάρει τα πρωτεία ο θάνατος της μάνας . Να ρίχνουμε βολές και χειροβομβίδες, ότι χειρότερο. Είναι άνοιξη, απολαμβάνω την φύση στην Πελοπόννησο ανυποψίαστος και κάποιοι πρέπει να μας μάθουν όπλα, βολές και πολέμους. Εμπειρία μεγάλη ο στρατός. Να βλέπω έναν απελευθερωμένο γκέι να έχει φέρει τις δαντελένιες μαξιλαροθήκες του, να κάνει παρέλαση σαν κορίτσι μαζί μας, να ακούω την διμοιρία να τον κράζουν και εγώ να σκέφτομαι ποιος είναι πραγματικά ελεύθερος. Αλήθεια ήταν ελεύθερος, δε πείραζε κανένα, δεν τον ενδιέφερε τίποτα απ’ ότι άκουγε. Θυμάμαι ένα πρωί να έρχονται οι νεοσύλλεκτοι και βλέπω την Κέλλυ, ένα φίλο μου απ τη Θεσσαλονίκη στον κεντρικό δρόμο του στρατοπέδου, μια κουκλάρα με γόβες, ένα όμορφο φόρεμα και περούκα. Ήρθε να καταταγεί. Έκανε κάτι τίμιο ο Μιχάλης, ήταν πολύ ξεκάθαρος με τον εαυτό του. Αυτό είμαι,αυτό θέλω να κάνω. Παίρνω μετάθεση στην Δράμα. Έρχεται η Βουγιουκλάκη περιοδεία. Ντυμένος φαντάρος πάω να την δω στο θέατρο, απογεματινή παράσταση. Τελειώνει, τρυπώνω στα καμαρίνια δε με βγάζουν έξω σηκωτό παρόλο που απαγορεύεται. Η στολή βλέπεις. Βγαίνει να κατέβει στη σκηνή, με βλέπει ήρθα της λέω μ’ενα τριαντάφυλλο “ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ” την ακούω και μ’ αγκαλιάζει σαν μάνα. Τη 2η μέρα πάω έξω απ΄ το θέατρο μήπως τη δω. Δεν πλησίαζες απ΄ το κόσμο!
Απολύομαι και επιστρέφω στο δισκάδικο. Ταυτόχρονα τη ζωή μου γεμίζουν συναυλίες, θέατρο, μουσική, μαγαζιά, η Καρέζη, η Βουγιουκλάκη. Ο Χατζιδακις στο θέατρο Δάσους να διώχνει τους βλάκες που τρώνε πατατάκια, ο Παπάζογλου να τραγουδάει ώρες, ο Μαλαμας η Αλεξίου, η Τάνια. Σημεία αναφοράς. Το 1995 σταματάω από το Rock 100. Ο Πάτσης ανοίγει ένα μεγάλο δισκάδικο και με προσλαμβάνει .Έκανε μεγάλες παραγγελίες, μπορούσε να χτυπάει καλύτερες τιμές με αποτέλεσμα να μειωθούν τα μικρότερα δισκοπωλεία. Στον Patsi το «Τραύμα» της Βίσση τον Απρίλιο του 1996 στοιχίζει 4.750 δραχμές και στα υπόλοιπα κεντρικά μαγαζιά 6.200 δραχμές. Μια ημέρα με παίρνει ο Κωνσταντίνος Πάτσης για να μου προτείνει δουλειά. 10 αξέχαστα χρόνια και εκεί. Υπεύθυνος προσωπικού, παραγγελιών, βγάζω το περιοδικό του και μιλάω με Κότσιρα, Αλεξίου, Χατζηγιάννη, Αρβανιτάκη, Πρωτοψάλτη, Ρεμπούτσικα, δε θυμάμαι πόσους.
Soul II Soul – Back To Life (However Do You Want Me)
Μουσική ξεκίνησα να παίζω από μικρά καφέ όπως το Τζάζ στην Ναυαρίνου και έφτασα στην L’apogee το 1989 – 1990. Αυτές τις επαφές τις έκανα μέσα από τα δισκάδικα που ερχόταν να αγοράσουν νέες κυκλοφορίες και μου πρότειναν δουλειές. Στο Ahududu πήγαινα σαν πελάτης στην αρχή και όταν σταμάτησε ένας φίλος που δούλευε εκεί για να συνεχίσει στα κορυφαία club της εποχής με πρότεινε στη θέση του. Αυτός ήταν ο αγαπημένος μου Αντώνης που το καλοκαίρι του 21 έφυγε με τόσο τραγικό τρόπο ,από ηλεκτροπληξία σε κάποιο μαγαζί. Το καλοκαίρι του 2001 μου προτείνει η Κέλλυ δουλειά στη Μύκονο στον Ίκαρο. Ένα αξέχαστο καλοκαίρι.
Η βασική διαφορά για εμένα εκείνης της εποχής με την σημερινή είναι οτι ο κόσμος χόρευε, χορεύαμε όλοι. ΝΑΝΙ ΝΑΝΙ, MOBIL, COCOS ,DECADANCE.. Δεν χρειαζόταν να πιούμε για να χορέψουμε. Με κοροϊδεύανε όταν έβγαινα και έπαιρνα πορτοκαλάδα. Στο Ahududu χορεύαμε. Τα βράδια η οροφή έσταζε μαύρους υδρατμούς από καπνό, ιδρωτίλα και υγρασία. Έπεφταν μαύρες σταγόνες στους δίσκους, στα ρούχα, έσταζε το ταβάνι. Σήμερα το θυμάμαι με νοσταλγία και αγάπη. Όπως και όλους τους χώρους που συνέχισα. Ο χορός είναι απελευθέρωση. Αφήνεις το σώμα και το μυαλό να εκφραστούν και να κάνουν ότι θέλουν. Αυτό δεν συμβαίνει εδώ και πολλά χρόνια. Στα clubs τα επόμενα χρόνια επικράτησε το κόμπλεξ,η δηθενιά της κάθε φαντασμένης, χαλιά στο πάτωμα και όρθιους με ένα ποτό στο χέρι.
Ένιωθες σε πολλά μαγαζιά από ένα σημείο και μετά να είσαι δακτυλοδεικτούμενος, να σε κοιτάζουν περίεργα. Κέρδισαν οι κομπλεξικοί, αυτοί που έβλεπαν τους άλλους να χορεύουν με ένα μπλαζέ ύφος. Η μόστρα έφαγε την απελευθέρωση και το χορό. Αν μετανιώνω στη ζωή για κάτι είναι που δεν χόρεψα όσο θα ήθελα όταν μπορούσα. Γιαυτό και που δεν έφυγα στο εξωτερικό. Θαυμάζω αυτούς που χόρευαν και χορεύουν ακόμα. Είναι 1997, κυκλοφορεί το Discothèque των U2 και ο Αντώνης έβαζε στα πικαπ το remix του Morales, έβγαινε και στριφογυρίζαμε όλοι μαζί με πελάτες και αγνώστους χορεύοντας και μετά πορτοκαλάδα! Νοσταλγώ, ήταν όμορφα, ήταν άλλα χρόνια και μας βλέπω να χορεύουμε όλους μαζί ξανά και ας έχει πίκρα η νοσταλγία και τέρμα στα ηχεία η MARIAH και η WHITNEY . Στη σημερινή πραγματικότητα αυτός που βγαίνει είναι μόνος του με το κινητό του.
Δούλευα το πρωί στον Patsi και το βράδυ στο Ahududu. Υπήρχαν μέρες που δεν μπορούσες να μπεις στον Patsi από την πληθώρα του κόσμου που άκουγε και αγόραζε cd. Ήμουν από τους βασικούς που έστησαν ΄και το μαγαζί στην Αθήνα. Όμως αντιλήφθηκα πράγματα από νωρίς και γύρισα Θεσσαλονίκη. Ακόμα και σήμερα αγαπιόμαστε με τον Κύριο Ντίνο, τον βλέπω συνέχεια και υπάρχει εκτίμηση. Και αυτός όπως και ο κύριος Νίκος Θεοδωράκης στο ROCK 100 είναι σημεία αναφοράς στη πόλη.
Σταμάτησα το 2005. Ήταν μονόδρομος να κλείσουν τα περισσότερα δισκάδικα. Αρχικά ο ανταγωνισμός, αργότερα τα πειρατικά cd και βεβαία το downloading. Όταν πήγε ο Patsis στην Αθήνα δίπλα στο Μετρόπολις, ήρθαν εκείνοι στην Τσιμισκή. Εκεί που ο Patsis ήταν μονοπώλιο στην πόλη έφερε δίπλα του το Μετρόπολις. Ήταν ευθύνη και των εταιριών που πουλούσαν πολύ ακριβά τα cd με αποτέλεσμα ο κόσμος να αναζητά τις αντιγραφές και να κατεβάζει μουσική. Μετά η τεχνολογία άλλαξε τα πάντα σχετικά με την προώθηση και την πώληση μουσικής. Συνέχισα να δουλεύω ως Dj σε πολλά μαγαζιά, στο Bar me, στο En Ola, στον Όμιλο, στο Piece of cake. Εξαιρετικά χρόνια, αγαπημένες δουλειές, αξέχαστες στιγμές, κομμάτια δικά μου παντού.
Πήγα δύο χρόνια στην Ξάνθη για δουλειά στο περίπτερο φίλων που δεν έβρισκαν άτομο. To 2014 ξεκινάει το μπλέξιμο της μάνας με τα νοσοκομεία και επιστρέφω Θεσσαλονίκη για να τη προσέχω, παίζω ξανά σε διάφορα μαγαζιά όπως στο αγαπημένο μου Piece of cake, Hermanos, Διατηρητέο. Με την καραντίνα τον Μάρτιο του 2020 ξεκινάει το “τέλος” της εστίασης, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα για τη τέχνη, θέατρα κινηματογράφοι κλειστά, η μουσική μπαίνει στο στόχαστρο με αποτέλεσμα μουσικοί και dj να πλήττονται αναλόγως και να αναζητούν εναλλακτική εργασία. Καλοκαίρι του 20 η γυναίκα που με στήριξε σε όλη της τη ζωή αποχωρεί. Η ΠΙΟ ΜΕΓΆΛΗ ΕΜΠΕΙΡΊΑ στη δική μου ζωή . Η μάνα παίρνει μαζί της πολλά χρόνια θλίψης και ταυτόχρονα με ξεκουράζει απ΄ την άνοια που κράτησε πάνω από 10 χρόνια.
Τον Σεπτέμβρη του 2020, ένας φίλος από τους πιο γνωστούς Dj της πόλης, που στο μεταξύ δούλευε και αυτός σε περίπτερο προσωρινά μου λέει ότι ψάχνουν υπάλληλους. Μέσα στην καραντίνα και χωρίς έσοδα από κάποια δουλειά αποφασίζω και πάλι να ασχοληθώ με το περίπτερο. Ξεκινάω τον Οκτώβριο και μέχρι τον Ιούνιο του 2022 δουλεύω Εγνατία με Αριστοτέλους. Τόσα χρόνια με κόσμο και παρατηρώ ότι ο κόσμος της πόλης άλλαξε. Η δουλειά εκεί είναι μια εμπειρία. Ο πλανήτης Θεσσαλονίκη χρειάζεται επειγόντως ψυχοθεραπεία !
Όπου και να ταξιδέψω…
Το ντιτζεηλικι τελικά είναι προσωπική διέξοδος, Μπορεί να ξεκινήσει σαν κάτι μοναχικό και να γίνει η αποδοχή σου από τους άλλους. Δημιουργεί μια σχέση με τον κόσμο . Αν υπάρχει ανταπόκριση σημαίνει ότι το κάνεις σωστά και αν παράλληλα έχω αποδεχτεί και τον εαυτό μου, δεν είναι όμορφο μόνο το περιτύλιγμα. Είναι μεγάλη ψυχοθεραπεία η μουσική παρ όλη την κρίση και τις δυσκολίες που επαγγέλματος. Φίλοι και γνωστοί που έχουν φύγει από την Θεσσαλονίκη μου μιλάνε με θλίψη για την πόλη. Ενώ μπορώ να δω και εγώ την κατάντια και τις ελάχιστες ευκαιρίες που προσφέρονται εδώ, δε παύει να είναι η πόλη που αγαπώ και νοιάζομαι. Νιώθω τυχερός που έχει θάλασσα και κοιτάζω απέναντι τον Όλυμπο.
Τουλάχιστον ένας ανοιχτός ορίζοντας τη μέρα βοηθάει. Μια πόλη την χαρακτηρίζουν οι συνθήκες και η καθημερινότητα που βιώνουμε εντός της. Ένα μεγάλο μέρος των συνανθρώπων μας δεν είναι πλέον ο εαυτός τους. Είναι αδιάφοροι και αποστασιοποιημένοι. Μπορεί και όχι. Είναι το κινητό τους και η selfie τους. Οδηγούν και στέλνουν μηνύματα. Είναι η ζωή τους μέσα στα κοινωνικά δίκτυα η μόνη τους πραγματικότητα; Μπορεί και όχι. Προτιμώ τη θάλασσα και όσους εκλεκτούς συμπορεύομαι.