οι-θεσσαλονικείς-ingrid-ripka-919973

Θεσσαλονίκη

Οι Θεσσαλονικείς: Ingrid Ripka

Η Γερμανίδα που αυτοπροσδιορίζεται Θεσσαλονικιά θυμάται στιγμές και γεγονότα από τη ζωή της στην πόλη

Γιώργος Τσιτιρίδης
Γιώργος Τσιτιρίδης

Κάποιοι έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Θεσσαλονίκη. Άλλοι απλά την επέλεξαν ή μετοίκησαν σε αυτήν ως εργασιακοί ή ερωτικοί μετανάστες.

 Ο καθένας και η καθεμία έχουν και από μια ιστορία ή μια ανάμνηση να αφηγηθούν με φόντο την πόλη. 

Είναι οι άνθρωποι που είδαν και έζησαν όλες τις αλλαγές της στο πέρασμα των χρόνων. Είναι οι Θεσσαλονικείς.

Οι Θεσσαλονικείς: Ingrid Ripka

Είμαι Γερμανίδα που αυτοπροσδιορίζεται Θεσσαλονικιά. Ο προπαππούς μου από την πλευρά του πατέρα μου ήταν ένας πολύ φτωχός άνθρωπος, πήγε λίγα χρόνια μόνο στο σχολείο, αλλά ήταν αυτοδημιούργητος και έπιαναν τα χέρια του, μπορούσε να κατασκευάσει πολλά πράγματα.

Το 1900 άνοιξε ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε σύρματα σε μια μικρή πόλη της Γερμανίας, το Hohenlimburg, κοντά στο Hagen, στη Βεστφαλία, εκεί που θα γεννιόμουν μετέπειτα και εγώ. Για να κάνει το σύρμα λεπτότερο, το περνούσε ακατέργαστο από τις τρύπες μιας πέτρας, που από τη μια πλευρά ήταν πιο μεγάλες σε σχέση με την άλλη πλευρά, έτσι ώστε να βγαίνει σε λεπτή μορφή, ούτως ώστε να μπορεί να το επεξεργαστεί.

2-wqReY.JPG

Το σύρμα το πουλούσε για περιοδικά και εφημερίδες που το χρησιμοποιούσαν σαν καρφίτσα για την βιβλιοδεσία, όπως και για να κατασκευαστούν βούρτσες, που τότε είχαν ένα κομμάτι σύρμα που κρατούσε τις τρίχες. Ξεκίνησε από το μηδέν και εξελίχθηκε σε εργοστασιάρχη. Πριν από χρόνια ήρθε ο αδελφός μου κάποια στιγμή και μου είπε, βρήκα ένα ημερολόγιο του προπαππού μας αλλά είναι γραμμένο στην παλιά Γερμανική γραφή, αν μπορείς να το διαβάσεις, να στο δώσω να το κρατήσεις. 

Ξεκίνησα να το διαβάζω και να το μεταφράζω στην κοινή Γερμανική. Ο προππαπούς είχε τέσσερα παιδιά, ένα γιο και τρία κορίτσια. Ο γιός, δηλαδή ο παππούς μου, ως ο διάδοχος, έπρεπε να αναλάβει το εργοστάσιο. Ο παππούς μου έκανε δύο παιδιά, ένα κορίτσι και ένα αγόρι, δηλαδή τον πατέρα μου, που έπρεπε κι αυτός όταν ήρθε η σειρά του, να πάρει το εργοστάσιο. Είχε κάνει ένα μεγάλο σπίτι δίπλα στο εργοστάσιο που έμενε όλη η οικογένεια, οι τρεις γενιές. 

3-qsCMD.jpg

(Ο προπαππούς με όλα τα δισέγγονα του. Η Ingrid ειναι το μοναδικό κορίτσι)

Γεννήθηκα στις 1 Αυγούστου του 1947, ανήκω δηλαδή στην μεταπολεμική γενιά. Ο πατέρας μου είχε πολεμήσει στην Ρωσία. Εκεί σε ένα νοσοκομείο γνώρισε την μητέρα μου, που ήταν νοσηλεύτρια του Ερυθρού Σταυρού. Ο παππούς δεν είχε πάει σε κανέναν πόλεμο. Στον πρώτο ήταν μικρός, στον δεύτερο ήταν μεγάλος και κρατούσε το εργοστάσιο. Στο μεταξύ, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, είχε σταματήσει τη λειτουργία του, επειδή το μέταλλο έπρεπε να δοθεί σε εργοστάσια που κατασκεύαζαν όπλα. Έτσι δεν είχε πρώτη ύλη, για να δουλέψει. Στην οικογένεια μου δεν μιλούσαν ποτέ για εκείνη την περίοδο. Θυμάμαι μόνο μια φωτογραφία, που μου έδειξε ο πατέρας μου κάποια στιγμή, με φίλους του από το σχολείο.

 Επτά παιδιά: 3 από την μία, τρία από την άλλη και ένας με ανοιχτά χέρια στο κέντρο να τους αγκαλιάζει. Όταν κοιτούσαμε αυτή την φωτογραφία, μου λέει ο πατέρας μου : «Κοίτα τραγική σύμπτωση. Αυτοί οι τρεις πέθαναν στον πόλεμο, οι άλλοι επέστρεψαν, αλλά υπέκυψαν στα τραύματα τους και πέθαναν στην Γερμανία, μόνο αυτός στο κέντρο πήγε στον πόλεμο, γύρισε και ζει ακόμα». Το παιδί στο κέντρο ήταν ο πατέρας μου. Δε ρωτούσα τότε, λάθος μου, αλλά δεν μιλούσαμε γι’ αυτά. Ξέρω μόνο ότι στην οικογένεια είχαμε έναν Ναζί, τον πρώτο άντρα της αδελφής του παππού μου. Μάλιστα ήταν τόσο φανατικός, που λέγανε στην οικογένεια, όταν είναι μπροστά ο θείος να μην μιλάμε για πολιτική, γιατί δεν θα είχε κανέναν ενδοιασμό να καταδώσει και την ίδια του την οικογένεια. Η πόλη που γεννήθηκα είχε πολλούς Ναζί. Είχε και συναγωγή και Εβραίους, αλλά κανείς τους δε διασώθηκε. 

4-hh06K.jpg

(Το σπίτι και το εργοστάσιο)

Μετά τον πόλεμο ο πατέρας μου ανέλαβε το εργοστάσιο. Στην πραγματικότητα ήθελε να γίνει περιβαλλοντολόγος, αλλά ήταν ο μοναδικός γιος και δεν είχε άλλη επιλογή. Συνέχισαν να κάνουν συρμάτινες κατασκευές και όταν βγήκε στην σύνταξη, το εργοστάσιο έκλεισε. Πουλήθηκε το ακίνητο και όλα τα εντός αυτού κτίρια. Σήμερα έχει γκρεμιστεί, υπάρχει μόνο το σπίτι στο οποίο συνέχισαν να κατοικούν οι γονείς μου ακόμα και μετά την πώληση. Τραγική ιστορία να έχεις πουλήσει το σπίτι σου και να μένεις μέσα όσο ζεις δίνοντας ενοίκιο. Μεγάλωσα σε εκείνο το σπίτι. Στην νέα γενιά ήμουν το μοναδικό κορίτσι. Η γιαγιά μου ήταν αυστηρή μαζί μου για να μην εκθέσω το όνομα της οικογένειας. Εγώ ήμουν από παιδί αντιδραστική. Ήταν μικρή η πόλη, είχαμε ένα όνομα, είχαμε εργοστάσιο, οπότε η οικογένεια επέβαλε κανόνες ευπρέπειας.

Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που έκανα αθλητισμό, με βοηθούσε να ξεφύγω και να εκτονωθώ. Πήγα στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο-Λύκειο. Ήθελα να σπουδάσω Αρχιτεκτονική ή Καλές Τέχνες. Ο πατέρας μου ήθελε να σπουδάσω παιδαγωγός, γιατί πάντα θα είχα δουλειά ως δασκάλα. Σπούδασα στο Μπίλεφελντ στην Παιδαγωγική Ακαδημία από το 1966 μέχρι το 1969. Ήταν η εποχή που οι φοιτητές βγαίναμε σε πορείες και εναντιωνόμασταν στην κυβέρνηση και στους υπουργούς. Κυκλοφορούσαμε με κονκάρδες και μπλουζάκια με συνθήματα. Στο Μπίλεφελντ ήμουν η κόρη του εργοστασιάρχη, στο σπίτι ήμουν η κομμουνίστρια, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήμουν ούτε η μία ούτε η άλλη. Είχαν αρχίσει να έρχονται μετανάστες για δουλειά στην Γερμανία. 

Είχαμε στο εργοστάσιο μια Ελληνίδα, την Δέσποινα, που έμενε σε ένα διαμέρισμα του εργοστασίου με την οικογένειά της. Όταν τελείωσα τις σπουδές μου, βρήκα μια θέση κοντά στο σπίτι και γύρισα για ένα διάστημα και πάλι στο πατρικό, μέχρι που έφυγα από την προστασία των γονέων και της γιαγιάς μου. Σε ένα από τα σχολεία που δούλεψα, έβλεπα κάθε πρωί μια από τις δασκάλες που ήταν λίγο πριν την σύνταξη, να έχει βουλιάξει σε μια ρουτίνα και αναρωτιόμουν αν θα γίνω και εγώ έτσι μετά από τριάντα χρόνια. Αποφάσισα να σταματήσω την εργασία μου στο σχολείο για 2 χρόνια και να σπουδάσω Ψυχολογία. Εκείνο το διάστημα γνώρισα και τον πρώτο άντρα μου, τον Στέλιο. 

5.jpg

(Εργαζόμενες στο Ψυχολογικό Κέντρο της Νανάκου στο Ρετζίκι)

Το 1970, στα 23 μου, ήρθα για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Βρήκα ένα πρόγραμμα ανταλλαγής νέων που μου φάνηκε ενδιαφέρον και αποφάσισα να κάνω αίτηση. Δουλεύαμε για δεκαπέντε ημέρες στο Ψυχολογικό Κέντρο Βορείου Ελλάδος της Νανάκου στο Ρετζίκη. Βάφαμε, κάναμε δουλειές όσο τα παιδιά ήταν κατασκήνωση και τα δωμάτια ήταν άδεια. Το πρώτο Σαββατοκύριακο πήγαμε στη Νικήτη και το επόμενο στην Επανωμή που κατασκήνωναν για το καλοκαίρι και τα παιδιά του Κέντρου. Εκεί δούλευε ο Στέλιος, για να βγάζει χαρτζιλίκι. Ήταν φοιτητής Θεολογίας στο Α.Π.Θ. Γνωριστήκαμε και ήμασταν μαζί για δύο ημέρες. Αυτό ήταν όλη μας η γνωριμία που συνεχίστηκε μετά με αλληλογραφία. Έγραφε τα γράμματα στα Ελληνικά, πήγαινα στη Δέσποινα που δούλευε στο εργοστάσιο, έκανε τη μετάφραση, και μετά της έλεγα εγώ τι ήθελα να του πω, τα έγραφε και του τα έστελνα. Μετά από δύο χρόνια σταδιακά αραίωσε η αλληλογραφία. Τι να λέγαμε μετά από τόσο καιρό.

Σκεπτόμενη τι θα κάνω το καλοκαίρι του 73, λέω, υπάρχει και η επιλογή της Ελλάδας, είναι εκεί και ο Στέλιος, μήπως να πάω εκεί. Στέλνω ένα γράμμα, παίρνω απάντηση και βρίσκομαι και πάλι στη Θεσσαλονίκη. Καθυστερεί κάποιες ώρες το αεροπλάνο και σκεφτόμουν, άραγε θα με περιμένει, με περίμενε τελικά. Περάσαμε το καλοκαίρι μαζί στην Ελλάδα. Ο Στέλιος ήταν εκείνο το διάστημα φαντάρος, θα τελείωνε το 1974 και είχαμε κάνει σχέδια να έρθει Γερμανία να σπουδάσει Ψυχολογία. Όμως ήταν η Χούντα και ο πόλεμος στην Κύπρο και έτσι δεν μπορούσε να φύγει. Αποφάσισα να έρθω εγώ στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 74 και να τον περιμένω για να φύγουμε μαζί. Στην Ελλάδα ήταν μεγάλη η αναστάτωση. Δεν έβλεπες άντρες στον δρόμο και όσους έβλεπες ήταν με στολές και όπλα και μετακινούνταν από τη μια μονάδα στην άλλη. Πολύ άσχημη εικόνα. Ο Στέλιος ήταν ακόμα φαντάρος στην Νέα Σάντα. Πήγαμε εκεί με τον αδερφό του και τη γυναίκα του, βρήκαμε μία δικαιολογία οικογενειακή, και του δώσανε άδεια να βγει για να μας δει για κάποιες ώρες. Στην τηλεόραση της ταβέρνας που καθίσαμε έδειχνε συνέχεια εικόνες της εισβολής. Η κατάσταση ήταν στα άκρα και πάρα πολύ τεταμένη. Αποφασίσαμε να αρραβωνιαστούμε, εγώ έφυγα μόνη Γερμανία και μετά ακολούθησε ο Στέλιος. Στην αρχή ο πατέρας μου έλεγε «Χάθηκαν οι άντρες στην Γερμανία και πήρες Έλληνα;» αλλά μετά έλεγε ότι είναι ο καλύτερος γαμπρός που θα μπορούσε να έχει.

6-Xe8Wo.jpg

Παρόλο που δεν ήξερα Ελληνικά, δεν μπορούσα ούτε να διαβάσω τις επιγραφές, η Θεσσαλονίκη ήταν μια πόλη που μου άρεσε πάρα πολύ. Ήταν η δεκαετία του 1970, ήταν πολύ διαφορετική, τόσο Ελληνική και ξεχωριστή. Δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσα να πω αυτό το έχω δει στην Γερμανία και ταιριάζει στην κουλτούρα μου. Αλλά με τραβούσε από την πρώτη στιγμή αυτή η πόλη, και ακόμα με τραβάει. Ο κόσμος που ήταν έξω μέχρι αργά με ανοιχτά τα μαγαζιά, ο καλοκαιρινός καιρός, η θάλασσα, τα σπίτια. Στη Θεσσαλονίκη ούτε τότε ούτε τώρα δεν βλέπω κάτι που δεν μου αρέσει. Ακόμα και όταν μου λένε, «Δεν βλέπεις τα σκουπίδια, δεν σε ενοχλεί η κίνηση στους δρόμους;». Δεν είναι ότι δεν τα βλέπω και δεν υπάρχουν, αλλά στέκομαι στα ωραία πράγματα μου με συγκινούν. Όταν κατεβαίνω με το αεροπλάνο και βλέπω το Λευκό Πύργο ακόμα και σήμερα δακρύζω γιατί για εμένα είναι σαν να γυρίζω στην πατρίδα μου. Όταν ήρθα στην Θεσσαλονίκη ήταν σαν να βρήκα επιτέλους αυτό που έψαχνα στην ζωή μου. Γι’ αυτό και ρώτησα κάποια στιγμή τους γονείς μου, μήπως στο γενεαλογικό μας δέντρο υπήρχε κάποιος από Θεσσαλονίκη.

Παντρευτήκαμε με τον Στέλιο το 1975 με διπλό Οικουμενικό γάμο, Προτεσταντικό και Ορθόδοξο σε μια κοινή τελετή και ζήσαμε στο τότε Δυτικό Βερολίνο, που δούλευα ως δασκάλα. Το 1977 γεννήθηκε ο γιος μου ο Ντάνιελ και το 1980 η κόρη μου η Κατερίνα. Είχα ξεκινήσει να μαθαίνω Ελληνικά, μιλούσαμε λίγα Γερμανικά, αλλά κυρίως Ελληνικά. Το Βερολίνο ήταν τότε περιτοιχισμένο και όπου θέλαμε να πάμε έπρεπε να περάσουμε από την τότε Ανατολική Γερμανία. Το 1986 διορίστηκε ο Στέλιος στην Ελλάδα και επέστρεψε για να δουλέψει σε ένα σχολείο στο Καρπενήσι. Το 1987 ήρθα και εγώ Θεσσαλονίκη και δούλεψα στο Γερμανικό Σχολείο που στεγαζόταν εκεί που είναι σήμερα το Goethe. 

7.jpg

Μείναμε μέχρι το 1996 στην Θεσσαλονίκη. Ήταν ωραία χρόνια. Η πόλη ήταν πιο ανατολίτικη, τώρα είναι πιο Ευρωπαϊκή. Μου αρέσει πολύ η ελληνική μουσική. Με τα τραγούδια έμαθα ελληνικά. Στο Βερολίνο τραγουδάω σε μια Ελληνογερμανική χορωδία που ετοιμάζει τώρα μια συναυλία αφιέρωμα στο Μίκη Θεοδωράκη. Μέλη της είναι Έλληνες, Ελληνογερμανοί, και Γερμανοί φιλέλληνες. Μου άρεσε πολύ η αγορά Μοδιάνο όταν πρωτοήρθα στη Θεσσαλονίκη.

 Είχε κάτι από μια παλιά εποχή, με ανθρώπους χαρούμενους και φιλότιμους. Υπήρχε ένα μικρό ταβερνάκι με ζωντανή μουσική και μεζέδες εκεί. Όταν ήμουν σε εκείνο το μαγαζί ένιωθα τη Θεσσαλονίκη πιο κοντά μου. Αυτή η αγορά μου λείπει. Η απλή ζωή ήταν που με γοήτευε στη Θεσσαλονίκη. Ίσως γιατί μεγάλωσα σε μια μεγαλοαστική οικογένεια με κανόνες και ευπρέπεια και γι’ αυτό με έλκει η απλότητα σαν τρόπος ζωής. Μου αρέσουν τα παλιά κτήρια. Περπατάω πολύ στην πόλη και χαζεύω αυτά τα ωραία νεοκλασικά και τις εκκλησίες. Μερικά λυπάμαι που τα αφήνουν και είναι ετοιμόρροπα. Η Θεσσαλονίκη ζει την καθημερινότητα της με τους δικούς της όρους και με τις δικές της ανάγκες.

Είχα επαφές με τη Γερμανική Ευαγγελική Κοινότητα της Θεσσαλονίκης από την αρχή, από το 1987. Ήρθα σε επαφή με τις γυναίκες που ήταν και αυτές παντρεμένες με Έλληνες. Μερικές είχαν προβλήματα με την Ελληνική οικογένεια, να προσαρμοστούν και να τις αποδεχτούν. Εγώ δεν είχα ποτέ τέτοια προβλήματα. Τα πεθερικά μου με αγαπούσαν πάρα πολύ και δεν είχαμε προβλήματα με το διαχωρισμό Έλληνας – Γερμανίδα. Ήταν από χωριό και με αγάπησαν, όπως αγάπησα εγώ αυτούς και τον τόπο τους. Στην κοινότητα μας είχαμε ομάδες δημιουργικής απασχόλησης, Γερμανική βιβλιοθήκη, ανταλλάσσαμε πληροφορίες, βοηθούσε η μία την άλλη, είχαμε σχέσεις με το Γερμανικό Σχολείο.

Το 2016, η τότε παπάς μου είπε ότι το 2020 θα γιορτάσουμε τα 125 χρόνια της ενορίας και ήθελε να εκδοθεί ένα βιβλίο για την ιστορία και της είπα ότι θα το κάνω. Τότε άρχισα να ασχολούμαι με την ιστορία των Γερμανόφωνων κατοίκων που ελάχιστοι γνωρίζουν πως ζούσαν στην περίοδο πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Περισσότερο γνωστή είναι η δράση των Γερμανών κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και όχι η ζωή τους στην καθημερινότητα της πόλης νωρίτερα. Αποφάσισα να ψάξω και να φέρω στην επιφάνεια την ιστορία αυτών των ανθρώπων, να τους βγάλω στο φως.

 Έψαξα τους πρωτεργάτες που δημιούργησαν τη Γερμανική Ευαγγελική Εκκλησία, την κοινότητα και το Γερμανικό Σχολείο. Το 1870/1880 ήρθαν οι πρώτοι Γερμανοί εργαζόμενοι για την εταιρία που έφτιαχνε τους σιδηροδρόμους και έμεναν στον Φραγκομαχαλά. Βρήκα έναν συγγενή του Ελβετού Εμπόρου Fridolin Jenny, που ίδρυσε την Ευαγγελική Εκκλησία (1895) και το σχολείο (1887) μας στην Θεσσαλονίκη. 

Ο συγγενής αυτός μου είπε ότι η θεία του είναι εγγονή του Jenny. Δεν είχε γνωρίσει τον παππού της, αλλά μου είπε ότι έχει πολλές φωτογραφίες και ένα ημερολόγιο του από το 1915 μέχρι το 1921, στο οποίο κατέγραφε την κάθε του ημέρα. Πρόκειται για τα απομνημονεύματα του. Μιλάει για εμπόρους, για την οικογένεια του, για την εμπορική δραστηριότητα στη Θεσσαλονίκη. Χρειάζεται να μεταφραστεί και να μελετηθεί για να διασωθούν και να προβληθούν οι πληροφορίες από εκείνη την εποχή και όλα τα ιστορικά στοιχεία. Είναι το επόμενο μεγάλο σχέδιο που θέλω να υλοποιήσω.

Μου αρέσει να περπατάω στην πόλη και να δίνω απαντήσεις σε ερωτήματα που μου γεννιούνται. Η πόλη κρύβει τόσα πολλά που περιμένουν να τα ανακαλύψουμε. Η Θεσσαλονίκη για μένα είναι ένα συναίσθημα, δεν ξέρω πως να το περιγράψω. Εδώ νιώθω ότι είναι το σπίτι μου και μπορώ να πω πως είμαι Θεσσαλονικιά.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα