Οι Θεσσαλονικείς: Ιωάννα Ντέρη
Από τις αναμνήσεις της Χούντας και της εισβολής στην Κύπρο, στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του 70'.
Κάποιοι έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Θεσσαλονίκη. Άλλοι απλά την επέλεξαν ή μετοίκησαν σε αυτήν ως εργασιακοί ή ερωτικοί μετανάστες. Ο καθένας και η καθεμία έχουν και από μια ιστορία ή μια ανάμνηση να αφηγηθούν με φόντο την πόλη.
Είναι οι άνθρωποι που είδαν και έζησαν όλες τις αλλαγές της στο πέρασμα των χρόνων.
Είναι οι Θεσσαλονικείς.
Ιωάννα Ντέρη
Και οι δύο γονείς μου έχουν καταγωγή από τον Πεντάλοφο Βοίου, ορεινή κοινότητα που έδωσε φημισμένους μάστορες της πέτρας. Ο πατέρας μου, Αχιλλέας, ήταν το 7ο παιδί της οικογένειας, έξι αγόρια κι ένα κορίτσι, μυλωνάδες στο επάγγελμα. Ο μύλος μας δεν υπάρχει σήμερα, γκρεμίστηκε τέλη της δεκαετίας του ΄60, όταν κατασκευάζονταν ο δημόσιος δρόμος, κι έριχναν πυρίτιδα, αλλά υπάρχει ακόμα το ομώνυμο γεφύρι του Ντέρη που το αναπαλαίωσε η κοινότητα. Παλιά υπήρχαν πολλοί μύλοι στην περιοχή, και περνούσες το γεφύρι για να πας σ΄αυτούς.
Η οικογένειά του έχασε μετά τον πόλεμο ένα παιδί, το θείο το Δήμο, όταν με άλλους χωριανούς πήγανε στα χωριά της Δράμας για να δουλέψουν. Το αυτοκίνητο πέρασε πάνω από νάρκη. Ποτέ δεν βρέθηκε, δεν είχε τάφο και η γιαγιά μας έλεγε την ιστορία του συχνά με καημό.
Ο πατέρας μου έμεινε ορφανός από πατέρα στα 15 του χρόνια και τον μεγάλωσαν τα αδέλφια του και η γιαγιά η Ντέραινα. Πέρασε τα χρόνια του Γυμνασίου στο οικοτροφείο του Τσοτυλίου όπου πήγαιναν τα παιδιά από τα γύρω χωριά για να μορφωθούν. Η φήμη του Γυμνασίου και η αυστηρότητά του ήταν τόσο μεγάλη που έρχονταν οικότροφοι από όλη την Ελλάδα για να σπουδάσουν.
Η μάνα μου, Ηλέκτρα, είναι μοναχοκόρη με ένα μεγαλύτερο αδελφό. Ο πατέρας της ήταν δάσκαλος. Ο πατρικός παππούς της ήταν μετανάστης στην Αμερική, όπως και οι μητρικοί παππούς, γιαγιά και θείοι. Ο παππούς μου ήταν φίλος με έναν αδελφό του πατέρα μου και κάπως έτσι δέθηκαν οι δύο οικογένειες και οι γονείς μου παντρεύτηκαν το 1960.
Ο πατέρας σπούδασε δάσκαλος και διορίστηκε στη Βροντή σε ένα Ποντιακό χωριό στο Τσοτύλι.
Εγώ γεννήθηκα στις 15 Μαίου 1961 ανήμερα του Αγίου Αχιλλείου στην γιορτή του πατέρα μου στο νοσοκομείο του Τσοτυλίου. Ως τα τέσσερά μου χρόνια ζούμε στη Βροντή.
Μετά ο πατέρας μου παίρνει μετάθεση στο νομό Πέλλας και αρχίζουν οι δικές μου πρώτες αναμνήσεις. Με τη μετάθεση βρισκόμαστε στο πρώτο χωριό, το Πλεύρωμα, όπου το σχολείο είναι μονοθέσιο και ο πατέρας μου διδάσκει σε όλες τις τάξεις. Εδώ γεννήθηκε η αδελφή μου Αθανασία. Μετά παίρνει μετάθεση στο Ριζό και μετακομίζουμε στην Σκύδρα. Πηγαίνω νήπια και πρώτη Δημοτικού. Η επόμενη μετάθεση είναι στην πόλη της Έδεσσας. Πηγαίνω στο Ε ΄Δημοτικό, στον πρώτο συνοικισμό στην είσοδο της πόλης, με οικογένειες προσφυγικές, Β΄ και Γ΄ τάξη. Στο Δ΄ Δημοτικό, στον Άγιο Δημήτριο, πήγα Δ΄ και Ε΄ τάξη και στο Α΄ Δημοτικό, στον Ψηλό Βράχο, τελειώνω την Στ΄ τάξη.
Είμαι ουσιαστικά ένα παιδί που μετακινούμε ανάλογα με τις μεταθέσεις του πατέρα. Δεν μου άφηνε αυτό άσχημη αίσθηση και στεναχώρια ότι αποχωρίζομαι φίλους. Θυμάμαι τα σπίτια, τα σχολεία μου, συμμαθητές και συμμαθήτριες, αλλά δεν το έπαιρνα βαριά, δεν το θυμάμαι αρνητικά μέχρι τουλάχιστον να έρθουμε Θεσσαλονίκη. Μπορεί να νόμιζα ότι αυτό είναι κανονικό, αυτό κάνουν όλοι.
Τις δύο πρώτες τάξεις του πηγαίνω στο Γυμνάσιο Θηλέων Εδέσσης, Είναι ακόμα η χούντα, Φοράμε ποδιά και στις εξόδους μας στην πόλη για το φροντιστήριο Αγγλικών, οι καθηγητές το βράδυ έλεγχαν αν κάποιο παιδί ήταν έξω και κυκλοφορούσε. Κάθε Κυριακή πρωί όλο το σχολείο πηγαίναμε στην εκκλησία. Θυμάμαι όμορφα τα χρόνια στο Γυμνάσιο Θηλέων. Αναμνήσεις έχω από την εισβολή στην Κύπρο, με φορτηγά γεμάτα άντρες να κυκλοφορούν και να κορνάρουν, τις μέρες του Πολυτεχνείου, νιώθαμε ότι κάτι γίνεται αλλά δεν καταλαβαίναμε, εμείς τα παιδιά.
Ερχόμαστε Θεσσαλονίκη το 1975 όταν είμαι Γ΄ Γυμνασίου στο σπίτι της Ιπποδρομίου που ήταν προίκα της μάνας μου. Θέλαμε να είμαστε στο δικό μας σπίτι να μην χρειάζεται να πληρώνουμε ενοίκιο. Ο πατέρας μου δουλεύει σε σχολείο της Καλαμαριάς που κάποιες τάξεις του λειτουργούσαν σε καταστήματα που τα είχαν νοικιάσει για αίθουσες κι αυτό μας φαίνεται παράξενο. Η αδελφή μου πηγαίνει στο Ιωαννίδειο Στ΄ τάξη κι εγώ γράφομαι στο 1ο Γυμνάσιο Θηλέων στην Εθνικής Αμύνης που τότε λεγόταν Βασιλίσσης Σοφίας. Ολοκληρώνω εκεί το Γυμνάσιο και την εφηβεία. Ένα Γυμνάσιο με καλή φήμη, αυστηρό. Αστικές οικογένειες της πόλης τότε, παιδιά οικονομικών μεταναστών τη δεκαετία του 1990, ξέμειναν από παιδιά τρία σχολεία του κέντρου και κλείσανε. Σήμερα συστεγάζονται Πρότυπα Γυμνάσιο και Λύκειο και ένα Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας. Εγώ ήμουν ένα παιδί φανερά από την επαρχία, ποδιά, κορδέλα στα μαλλιά, μαθήτρια του δεκαεννιά, ένιωθα ότι ξεχώριζα και στην αρχή δεν περνούσα καλά. Πέτυχα και σε μια τάξη άτακτη, με αποβολές, τιμωρίες, πρωτόγνωρα πράγματα για μένα. Στο ημερολόγιο μου με ημερομηνία Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 1975 γράφω:
«Η μετάθεση ήρθε και έτσι εδώ και ενάμιση μήνα έχουμε εγκατασταθεί στην Θεσσαλονίκη. Είδα την πόλη με κάποια επιφύλαξη. Ήρθαν μέρες και στιγμές που ήμουν ευτυχισμένη και θα ήθελα να μένω εδώ και άλλες στιγμές όταν ήμουν μόνη που μια βαριά μελαγχολία με πλάκωνε και θα έδινα τα πάντα για να βρισκόμουν στα γνωστά μου πρόσωπα στις συμμαθήτριες μου στην Έδεσσα. Στο σχολείο δυσκολεύτηκα λίγο στην αρχή αλλά συνήθισα. Τα κορίτσια εδώ είναι λίγο πιο άτακτα και οι καθηγητές πιο μαλακοί. Έχω αλληλογραφία με τη Σούλα και τη Μαρία και μαθαίνω νέα τους». Όλες οι επόμενες σελίδες του είχαν την υπερβολή της ηλικίας, μιλάνε για την μοναξιά και αυτή η αίσθηση ότι είναι όλα δύσκολα, ενώ, τώρα που τα ξαναθυμάμαι, δεν ήταν έτσι. Τα συναισθήματά μου εκείνη την εποχή ήταν αληθινά.
Σχολείο πηγαίναμε και το Σάββατο, μια Κυριακή είχαμε ελεύθερη. Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη πρωί, και μετά τις άλλες απόγευμα, η αντίστροφα, γιατί στο σχολείο συστεγάζονταν και το 8ο Γυμνάσιο Θηλέων. Το Φεβρουάριο δίναμε τις εξετάσεις του τετραμήνου. Από το υπόγειο της Ικτίνου αγοράζαμε μεταχειρισμένες τις λύσεις για τα μαθηματικά, τη γεωμετρία και τις μεταφράσεις των Αρχαίων και των Λατινικών. Ήταν παράδοση να περνάμε από το μαγαζάκι.
Την επόμενη χρονιά στο Λύκειο χωριζόμαστε σε κλασικό και το πρακτικό. Πάω σε άλλο τμήμα, αποκτώ δύο καλές φίλες και αρχίζω και περνάω καλά. Τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα. Ανακαλύπτω και την δημοτική βιβλιοθήκη που στεγαζόταν στον δεύτερο όροφο της ΧΑΝΘ. Η καθημερινότητά μου παίρνει τη ρουτίνα της. Σχολείο, διάβασμα Ελλήνων λογοτεχνών, βόλτες στην Γούναρη με τις φίλες μου, τηλεόραση με τους Waltons, και τις ελληνικές ταινίες του Σαββάτου, και πολλά Κυριακάτικα μεσημέρια γεύμα στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς με το θείο, τη θεία και τις ξαδέρφες. Αυτό που θυμάμαι από τη γειτονιά ήταν ότι ο φούρνος στην Ιπποδρομίου ήταν ανοιχτός της Κυριακές όπως και όλοι οι άλλοι φούρνοι και από όλες τις οικοδομές ήταν συνήθεια οι νοικοκυρές να πηγαίνουν το φαγητό στο φούρνο για να το ψήσει να μην το ψήνουν στο σπίτι. Κάπως σαν επίσημη ημέρα αργίας που δεν μαγειρεύουμε στο σπίτι μας. Η Σβώλου ήταν ο δρόμος με πολλά καταστήματα με παπούτσια, είχαμε την Αστυνομία, γωνία Αγαπηνού με Σβώλου και λίγο πιο κάτω, γωνία με Γούναρη την Πυροσβεστική.
Όταν έγινε ο σεισμός ήμουν Δευτέρα Λυκείου και προετοιμάζουν για τις εξετάσεις της επόμενης χρονιάς. Eίμαστε στο σπίτι. Εμείς από την επάνω μεριά της Ιπποδρομίου και κάτω να έχει πέσει η οικοδομή. Άλλοι λέγανε ότι έγειρε, άλλοι ότι έπεσε κάθετα. Φωνές, βαβούρα πήραμε μεγάλη λαχτάρα και τρέξαμε στο πάρκο της Αχειροποίητου που ήταν ο αδελφός της μητέρας μου και οι ξαδέλφες μου και συναντηθήκαμε εκεί. Ήταν τρομερό το αίσθημα του σεισμού, ο φόβος, το κούνημα. Δεν θέλαμε να το πολυαναφέρουμε και για χρόνια δεν λέγαμε κουβέντα γι΄ αυτό. Τις επόμενες μέρες φύγαμε για το χωριό και γυρίσαμε Σεπτέμβριο όταν είχε γίνει ο έλεγχος στατικότητας της οικοδομής. Για πολλά χρόνια το μέρος της οικοδομής έμεινε άδειο μέχρι να γίνει το Κέντρο Ιστορίας – Μέγαρο Μπίλη.
Δίνω εξετάσεις το Σεπτέμβριο του 1979 και περνάω στην Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. Πρώτο και δεύτερο έτος τα μαθήματα είναι κοινά, στο τρίτο χωριζόμαστε. Ακολουθώ το Παιδιαγωγικό-Ψυχολογικό Τμήμα. Θυμάμαι τους αγώνες που κάναμε, ήμουνα στο προεδρείο του τμήματος, για τη δημιουργία Τμήματος Ψυχολογίας και δε το καταφέρνουμε. Γίνεται στην Αθήνα και την Κρήτη. Με πείραξε τότε πολύ. Καθηγήτρια που διαμόρφωσε το στυλ μου ως καθηγήτριας με τον τρόπο που έκανε το μάθημα, είναι η Μίκα Χαρίτου-Φατούρου.
Στα φοιτητικά χρόνια μεγαλώνουν οι παρέες. Στην παρέα των φιλενάδων του σχολείου που απλώνει, έρχεται να προστεθεί η παρέα με τις συμμαθήτριες από την Έδεσσα, φοιτήτριες τώρα, και αυτή με τους συμφοιτητές, συμφοιτήτριες. Μαζί γνωρίζουμε την πόλη αλλιώς και άλλες περιοχές της. Ανακαλύπτουμε τις ταβέρνες, τη Δόμνα επάνω από το Τούρκικο Προξενείο, το Τζότζο στα κάστρα, το Βάγγο στις 40 Εκκλησιές, το Ρέμα στην Τούμπα. Στο κέντρο πηγαίνουμε στα μπαράκια Το De Facto, to Ale House στο υπόγειο του Ντορέ, το Φλού, το Λούκι Λούκ, το καφενείο Αχίλλειο όταν ήταν ακόμα στέκι και μάζευε παρέες φοιτητών.
Στα Goody’s της Πρίγκιπος Νικολάου, τώρα Αλεξάνδρου Σβώλου, συναντιόμαστε οι συμφοιτήτριες. Τα χρόνια αυτά ανακαλύπτουμε και τον κινηματογράφο. Στις φοιτητικές εστίες κάθε Πέμπτη, στον Αίαντα στις 40 Εκκλησιές γνωρίζω τον Μπέργκμαν. Στο Ριβολί, στην Παύλου Μελά, βλέπω πρώτη φορά Κοστουρίτσα. Οι άλλοι κινηματογράφοι παίζανε πιο εμπορικά. Στη γειτονία υπήρχε ο Έσπερος, το Ανατόλια, το Ναυαρίνο, τα Ηλύσια, Το Αριστοτέλειο, το Βακούρα, το Φαργκάνη, το Μακεδονικό. Από εκδηλώσεις αυτά τα χρόνια θυμάμαι την πρώτη συναυλία του Παπάζογλου στο μικρό αμφιθέατρο της νομικής. Η εκδίκηση της Γυφτιάς. Συγκλονιστικές στιγμές. Από τα χρόνια αυτά μου έμεινε το μάθημα του καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικου στο Β΄ Αμφιθέατρο, κατάμεστο από φοιτητές/τριες να μας αφηγείται πώς ανακάλυψε τους βασιλικούς τάφους στη Βεργίνα. Στο ίδιο Αμφιθέατρο παρακολουθώ διάλεξη του ποιητή Χριστιανόπουλου και σε αίθουσα της Θεολογικής την ποιήτρια Ζωή Καρέλλη.
Τελειώνω το 1982 και συνεχίζω αμέσως τις μεταπτυχιακές σπουδές. Μ΄αρέσει που παρατείνω τα φοιτητικά χρόνια Στο μεταπτυχιακό συμμετέχω σε πανελλήνια έρευνα στο μαθητικό πληθυσμό για τη στη στάθμιση του τεστ ευφυΐας WISC. Η χρησιμοποίησή του στα νοσοκομεία, και αργότερα σε δομές εκπαιδευτικές, άνοιξε το δρόμο για την ειδική αγωγή και την ένταξη των παιδιών με μαθησιακά προβλήματα στο δημόσιο σχολείο με κριτήρια ειδικής αγωγής. Τα χρόνια αυτά αρρωσταίνει σοβαρά ο πατέρας. Πέθανε από το δεύτερο καρκίνο παραμονές Χριστουγέννων του 1998. Ορφάνεψε το σπίτι μας.
Δούλεψα στην εκπαίδευση τριάντα πέντε χρόνια, σε όλους τους τύπους των σχολείων και όταν δεν άντεχα το σύστημα, έφευγα από την τάξη. Κοντά στα δεκαέξι χρόνια ήμουνα εκτός. Πρωτοδούλεψα ωρομίσθια στα τρία τεχνικά λύκεια της πόλης, στο ΤΕΛ Καλαμαριάς, στη Βιαμύλ, στο 2ο και 3ο ΤΕΛ Σταυρούπολης στη Λαγκαδά, σ΄ένα κτίριο βιοτεχνίας και στο 9ο ΤΕΛ στη Μοναστηρίου, στο Κόκκινο Σχολείο. Έκλεισα τον επαγγελματικό μου κύκλο ως Υπεύθυνη του Τμήματος Αγωγής Υγείας της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ανατολικής Θεσσαλονίκης. Το γραφείο μου ήταν στην αίθουσα του συλλόγου διδασκόντων του 9ου ΤΕΛ, ΤΕΕ, ΕΠΑΛ, άδειο τώρα από μαθητές και μαθήτριες.
Οι μετακινήσεις με ακολουθούν και πάλι σε όλα τα χρόνια της υπηρεσίας μου.
Η διαδρομή μου στα σχολεία ξεκινά με την Έδεσσα, Νομαρχιακή στο 2ο Γυμνάσιο, όπου πήγαινα μαθήτρια, διορισμός στο Γυμνάσιο Άρνισσας, μετά απόσπαση στο Πολυκλαδικό της πόλης. Ξαναβρίσκω συμμαθήτριες.
Ακολουθούν οκτώ σχολεία στη Θεσσαλονίκη που επιστρέφω: Λύκειο Παραλίας Σταυρού, Γυμνάσιο Ανατολικού, 1ο ΤΕΛ και 1η ΤΕΣ Σταυρούπολης, ΤΕΛ Ευόσμου, Εσπερινό Λύκειο Αμπελοκήπων, Πειραματικό Γυμνάσιο Παν/μίου Μακεδονίας, 12ο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης.
Τα χρόνια αυτά παίρνω απόσπαση στο Τμήμα Νηπιαγωγών του ΑΠΘ, βοηθός του καθηγητή Χρήστου Φράγκου και αρχίζω το διδακτορικό που τελειώνω το 2006. Το γιορτάζω στην ταβέρνα του Τζότζου για να κλείσει ο κύκλος των σπουδών που ξεκίνησε στα φοιτητικά χρόνια. Δεύτερη απόσπαση σε ΑΕΙ είναι στην Ιατρική Σχολή, η Γ΄ Ψυχιατρική Κλινική, Τομέας παιδιού κι εφήβου. Δάσκαλος μου εδώ είναι ο καθηγητής Γρηγόρης Αμπαζόγλου. Με δύο μεγάλους δασκάλους, ο καθένας στο χώρο του, μαθητεύω στην παιδαγωγική και στην ψυχολογία/ψυχιατρική, Οι σπουδές αυτές διαμόρφωσαν την προσωπικότητά μου ως ενεργός πολίτης και εκπαιδευτικός. Να στρέφω την προσοχή μου στον αδύναμο, τον ευάλωτο άνθρωπο, συμπολίτη, έφηβο, έφηβη μαθητή και μαθήτριά μου κι αυτή την προσοχή να την τεκμηριώνω επιστημονικά και να την υποστηρίζω σθεναρά.
Δουλεύω στο Συμβουλευτικό Σταθμό Νέων, στο Κ.Δ.Α.Υ. στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση Δυτικής Θεσσαλονίκης, είμαι επιμορφώτρια Φιλολόγων στα ΠΕΚ, του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και του Ο.Ε.Π.Π.Ε.Π., δεν αφήνω το διάβασμα και την επιστήμη μου. Το 2012 παίρνω απόσπαση στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης Προστασίας του Πολίτη, στη νεοσύστατη Υπηρεσία Ασύλου με προκήρυξη που ζητά δημοσίους υπαλλήλους με αποδεδειγμένη δράση στην υποστήριξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Μετά από ένα χρόνο έντονης επιμόρφωσης από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ γύρω από το προσφυγικό δίκαιο, αποχωρώ γιατί αισθάνομαι πως δε θα μπορούσα να δώσω απορριπτική απόφαση σε αιτούντα άσυλο- αδύναμο άνθρωπο. Τα τελευταία χρόνια τα πέρασα στο Τμήμα Αγωγής Υγείας ως συντονίστρια των σχολικών προγραμμάτων ψυχικής και σωματικής υγείας των εφήβων. Ενίσχυσα τη συνεργασία σχολείων με Πανεπιστημιακά Τμήματα, υπηρεσίες, των δήμων, ΜΚΟ, και οργανισμούς, υλοποίησα σεμινάρια, ημερίδες και βιωματικά εργαστήρια σε μαθητές και μαθήτριες και συναδέλφους. Οι θεματικές που μας απασχόλησαν ήταν τα Δικαιώματα παιδιού κι ανθρώπου, οι πρόσφυγες, η ισότητα των φύλων, η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, οι έμφυλες ταυτότητες, το άγχος και την ψυχική υγεία των εφήβων, η διατροφή και η άθληση, οι πρώτες βοήθειες, η κυκλοφοριακή αγωγή, προστασία από φυσικές καταστροφές, η εθελοντική αιμοδοσία και δωρεά οργάνων. Η πρόληψη με τη μορφή των προγραμμάτων αγωγής υγείας θα έπρεπε να ενισχυθούν και όχι να καταργηθούν όπως προγραμματίζεται.
Τα σχολεία μας είναι μελαγχολικά και αυτό ήταν κάτι που δεν άντεχα γι’ αυτό και έφευγα. Ήθελα να δώσω ωραίες αναμνήσεις στα παιδιά και το προσπαθούσα μέσα από τα προγράμματα , περιβαλλοντικά στην αρχή, αγωγής υγείας έπειτα.
Τί άλλαξε από δικά μου χρόνια που ήμουνα μαθήτρια; Η ένταξη της χώρας στην ευρωπαϊκή ένωση επέφερε αλλαγές. Το σχολείο δεν μπορεί πλέον να προσφέρει μόνο γνώσεις και να απευθύνεται σε λίγα παιδιά. Παιδιά από αγροτικές περιοχές, κορίτσια, που ζουν μακριά από αστικά κέντρα, παιδιά με ειδικές ανάγκες, Ρομά, παιδιά μεταναστών ‘’μπαίνουν’’ στα σχολεία. Η χώρα προσυπογράφει τη Σύμβαση Δικαιωμάτων του παιδιού το 1992 με το Ν.2101, το 1998 καταργείται από τα δημοτικά σχολεία ως ποινή η σωματική βία, το ξύλο δηλαδή, και το 2005 από τα Γυμνάσια και Λύκεια, η εννιάχρονη εκπαίδευση είναι πλέον υποχρεωτική.
Η οικογένεια εκχωρεί θεσμικά δικαιώματα που έχει για την ανατροφή των παιδιών της στο σχολείο κι αυτό δεν είναι εύκολο για κανένα από τους δύο θεσμικούς φορείς. Γι’ αυτό ακόμα και σήμερα πολλοί εκπαιδευτικοί και στελέχη επιμένουν να προσδιορίζουν το ρόλο τους ως φορέα αποκλειστικά και μόνο γνώσεων. Το σχολείο πάλι από τη μεριά του εκχωρεί δικαιώματα που πηγάζουν από την ενασχόλησή του με παιδιά κι εφήβους σε άλλους δημόσιους φορείς και ΜΚΟ και δεν του καλοφαίνεται αυτό. Η παραχωρήσεις αυτές ωφελούν την ανηλικότητα με το σχολείο να λειτουργεί πλέον με κανόνες και αρχές συμπερίληψης και όχι αποκλεισμού κι αυτό δεν μπορεί να το δεχθεί ένα συντηρητικό κομμάτι της εκπαίδευσης τακτικές του οποίου γνώρισα από κοντά.
Μια μεγάλη κοινωνική αλλαγή που βιώσαμε και δεν επεξεργαστήκαμε σε βάθος, συμβαίνει στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Με τη διάλυση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και την κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ έχουμε στα σχολεία των δυτικών κυρίως συνοικιών του πολεοδομικού συγκροτήματος της πόλης, παιδιών από οικογένειες Παλινοστούντων Ελλήνων ποντιακής καταγωγής, που βαπτίζονται Ρωσοπόντιοι, άλλων με καταγωγή από Αρμενία, Γεωργία, Ουκρανία, Βουλγαρία, Αλβανία, πρώην Γιουγκοσλαβία, τα οποία γεμίζουν το ανέτοιμο να τα καλοδεχθεί σχολείο το οποίο τα άφηνε στην ησυχία τους, αδύναμο να τα κατανοήσει τα τιμωρούσε, ώσπου πολλά να εγκαταλείψουν το σχολείο. Την ανάγκη της διαπολιτισμικότητας την ξανασυντάμε τα πρόσφατα χρόνια στα σχολεία με την προσφυγική κρίση. Μένει να γίνει η αποτίμηση της νέας αυτής εμπειρίας στα σχολεία μας.
Τί θα ήθελα για τα σχολεία μας: Να ακούγεται η φωνή των παιδιών. Οι ιδέες τους, οι προτάσεις τους, τα όνειρά τους, τα σχέδιά τους, τα προβλήματά τους, τα βασανάκια τους. Και μεις οι μεγάλοι να την ακούμε. Αυτό υποστήριξα για το δημόσιο σχολείο.
Τώρα που γυρνάω πίσω στα χρόνια της ζωής μου βλέπω πως η ιστορία της ζωής μας ξαναγράφεται ανάλογα με το πρόσωπο που έχουμε δίπλα μας για να την αφηγηθούμε. Ήθελα να ακούω τα παιδιά στα σχολεία να μου αφηγούνται την ιστορία της ζωής τους και την κατέγραφα στα περιοδικά που βγάζαμε. Οι αναμνήσεις τους από τα σχολεία της πατρίδας τους, στο 1ο ΤΕΛ Σταυρούπολης, η ιστορία των οικογενειών τους στο Πειραματικό του ΠΑΜΑΚ.
Οι μέρες μου τώρα είναι ήσυχες. Δίχως προγραμματισμό μετά από χρόνια. Τις μοιράζω στο σπίτι μου στη θάλασσα, στο χωριό μου και στο πατρικό μου στην Ιπποδρομίου. Φιλοξενούμαι και στα σπίτια των λογοτεχνικών ηρώων, το διάβασμα δεν το άφησα ποτέ. Ήμουνα στη Μόσχα μια βδομάδα πριν και τώρα βρίσκομαι σε μια γειτονιά στο Μπέλφαστ. Την πόλη αυτά τα χρόνια του κορονοϊού τη χαίρομαι παρέα με τη φίλη από τα χρόνια του Πολυκλαδικού, τη συμμαθήτρια από το 1ο Θηλέων, τις βαφτιστικές μας από το χωριό. Σε έναν κοινωνικό χώρο κάνω μαθήματα ελληνικής γλώσσας σε ένα νεαρό πρόσφυγα κι ετοιμαζόμαστε για τις εξετάσεις του Α1 το Μάιο. Από το ζεστό ‘’θεία’’ τα χρόνια της Άρνισσας, ‘’ η κυριούλα μας ’’ στο 1ο ΤΕΛ Σταυρούπολης και ‘’η δασκάλα’’ στο ΟΙΚΟΠΟΛΙΣ θέλω να πιστεύω πως ήμουνα ένας χρήσιμος άνθρωπος στη δουλειά μου.
Με την άνοιξη σχεδιάζω να συναντήσω τις μαθήτριές μου από την Άρνισσα, τα γειτονάκια από τον πλατεία Χρυσοστόμου Σμύρνης στον Α΄ Συνοικισμό, τη φίλη μου από το Γυμνάσιο Θηλέων στην Έδεσσα, τις οικογενειακές φίλες από τη Σκύδρα. Είναι όμορφο να γυρνώ στο παρελθόν μου με τα πολλά σπίτια και σχολεία και να αισθάνομαι πως είμαι καλοδεχούμενη. Είναι ωραίο συναίσθημα η αμοιβαιότητα. Κι εγώ χαίρομαι που το νιώθω.