Οι Θεσσαλονικείς: Kατερίνα Γιαννούλη
«Αγαπώ πάντα την Θεσσαλονίκη αν και θυμώνω συχνά μαζί της, αισθάνομαι ότι οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί, αλλά θέλω να πιστεύω ότι έχει πάντα προοπτική»
Κάποιοι έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Θεσσαλονίκη. Άλλοι απλά την επέλεξαν ή μετοίκησαν σε αυτήν ως εργασιακοί ή ερωτικοί μετανάστες. Ο καθένας και η καθεμία έχουν και από μια ιστορία ή μια ανάμνηση να αφηγηθούν με φόντο την πόλη.
Είναι οι άνθρωποι που είδαν και έζησαν όλες τις αλλαγές της στο πέρασμα των χρόνων. Είναι οι Θεσσαλονικείς.
Κατερίνα Γιαννούλη
Γεννήθηκα στην Δράμα τον Αύγουστο του 1957. Στο σινεμά η Ελλάδα ξεχνούσε τα χάλια της με τη “Θεία από το Σικάγο” και σιγοτραγουδούσε το “Κάπου υπάρχει η αγάπη μου” μαζί με τη Σοφία Λόρεν από την ταινία “Το παιδί και το δελφίνι”. Ένα χρόνο πριν το 1956 ψήφισαν για πρώτη φορά οι γυναίκες.
Πρόεδρος της κυβέρνησης ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ψηλός και εντυπωσιακός, αγαπημένος πολλών γυναικών , “ομορφάντρας” έλεγε η γιαγιά μου και κρυφογελούσε με τις γειτόνισσες στον απογευματινό καφέ και βασιλιάς ο Παύλος με βασίλισσα την Φρειδερίκη. Επειδή από την μητέρα ο παππούς ήτανε βασιλόφρων, είχαμε ένα βαρύ γυάλινο τασάκι με την εικόνα του βασιλέως Γεωργίου.
Ο Βενιζελικός πατέρας μου ποιος ξέρει, μπορεί να έσβηνε με μανία τα άφιλτρα του Σαντέ εκεί μέσα. Περίεργα χρόνια και αντιφατικά, χαρά και θλίψη μαζί. Αρχές του 1960 αρχίζει η μετανάστευση. Θυμάμαι την μητέρα μου να θέλει να φύγει στην Γερμανία με τις φίλες της που φεύγανε. Το ήθελε πολύ για λόγους οικονομικούς ή για μια ζωή που μάλλον την έπνιγε. Η Ελλάδα του 1960 με τα τραίνα γεμάτα εργάτες, τις πανέμορφες κούκλες που έφερναν οι μετανάστες στα παιδιά τους και που εγώ ζήλευα πολύ. Στο ραδιόφωνο Άλκης Στέας, Γιώργος Οικονομίδης και το “Ευτυχείτε”. Ήμασταν ευτυχισμένοι; μάλλον όχι. Η πρώτη μου ανάγνωση, ο τεράστιος τίτλος στην εφημερίδα Μακεδονία “Εδολοφονήθη ο πρόεδρος Κένεντι”. Εκεί κάπου στη μίζερη παιδική μου ζωή μπαίνει η Θεσσαλονίκη με την Διεθνή Έκθεση. Ο Σεπτέμβριος σήμαινε ταξίδι στην Θεσσαλονίκη με το ΚΤΕΛ.
Άθλια πράσινα λεωφορεία γεμάτα καπνό από τσιγάρα, μυρωδιές και εκείνο το “εισπράκτωρ σακούλα” για την μαμά μου που της ερχόταν πάντα αναγούλα και στο τέλος αηδίαζα και εγώ. Με αποζημίωναν στην έκθεση τα λουκάνικα, ο μύλος και πάντα το ίδιο δώρο κάθε χρόνο από τους γονείς, ένα τεράστιο μολύβι μια που σε λίγο αρχίζαμε τα σχολεία με ένα χεράκι στην άκρη για να ξυνόμαστε και να φεύγει η φαγούρα. Τα “κόκκινα μηλαράκια” βουτηγμένα στο σιρόπι, το μαλλί της γριάς και μια άρρωστη περιέργεια να δω “Τον γύρο του θανάτου” αλλά δυστυχώς για εμάς τα παιδιά απαγορευόταν.
Το 1966 φεύγουμε για την Κατερίνη χωρίς καθόλου να στεναχωρηθώ. Αφήνω την υγρασία της Δράμας και βρίσκομαι σε μια άλλη επαρχιακή πόλη που μάλλον με κατέκτησε από την πρώτη στιγμή. Έχουμε μεγαλύτερο σπίτι, λουτρό με μπανιέρα – τέρμα το μπάνιο στη σκάφη- διαμέρισμα με μπαλκόνι στον τρίτο όροφο και απέναντι το πάρκο με τα παγόνια να κράζουν όλη μέρα και το τζούκ μποξ να παίζει τον “Τρόπο’ των Ολύμπιανς και το “Πετραδάκι Πετραδάκι” του Μενιδιάτη. Θυμάμαι το πάρκο με το συντριβάνι που άγαρμπη ως μικρή έπεσα μέσα και το κέντρο διασκεδάσεως Μουλέν Ρουζ.
Εκεί γνώρισα και αγάπησα τη Μοσχολιού που άκουσα από κοντά να τραγουδάει “Μην τα φιλάς τα μάτια μου”. Μας είχε πάει η μητέρα μου οικογενειακώς γιατί έλεγε ότι η Μοσχολιού ήταν σοβαρή καλλιτέχνης και φορούσε πάντα στο λαιμό της ένα σταυρό. Το 1967 ήρθε ένα τανκς στο πάρκο, ο πατέρας μου ήταν θορυβημένος καθότι φανατικός Παπανδρεϊκός, εμείς πάλι το βλέπαμε σαν παιχνίδι και σκαρφαλώναμε επάνω. Παίρνουμε δυσμενή μετάθεση στον Πολύγυρο και αρχίζουν τα δύσκολα γιατί πηγαίνω σε μια πόλη που δεν αγαπάει τους ξένους και την πρώτη ημέρα του σχολείου με ρίχνουν από το θρανίο. Νομίζω πως δεν με δέχτηκαν ποτέ και προσπαθώ να τους ξεχάσω.
Στα δώδεκα μου τελειώνει αυτή η περιπλάνηση στην ελληνική επαρχία και ερχόμαστε για μόνιμη εγκατάσταση στο δικό μας διαμέρισμα στη Θεσσαλονίκη, απέναντι από την Ροτόντα. Πέμπτο γυμνάσιο θηλέων, Φιλίππου με Χριστοπούλου, μπλε ποδιά, άσπρη και μπλε κορδέλα, κοντά καλτσάκια. Ακούω όλη μέρα ραδιόφωνο, “Μικρή πικρή αγάπη” και “Μείνε κοντά μου αγαπημένη” πηγαίνω πολύ σινεμά, κυρίως σε ελληνικές ταινίες, Τζέημς Παρις, αλλά και στο “Ρωμαίος και Ιουλιέτα” του Τζεφιρέλι, το Λαβ Στόρι στους κινηματογράφους Κλειω, Ριο, Ανατόλια και φυσικά πηγαίνω στο ΚΘΒΕ, σε επιθεωρήσεις, βλέπω την Ρένα Ντορ, τη Βούλα Ζουμπουλάκη, το Νίκο Κουρκουλο τον Γιάννη Φέρτη ενδεικτικά. Η Θεσσαλονίκη είναι πλέον η πόλη μου. Σχεδόν ξεχνώ όλα τα αλλά χρόνια μου. Παιχνίδι στις γειτονιές στην Αποστόλου Παύλου, κουλούρι από τον “Κόκκινο φούρνο” τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα πάντα πλατωνικά. Το 1972 μπαίνει στη ζωή μας η τηλεόραση Χαβάη 5 – 0, Επικίνδυνες αποστολές, ‘Άγνωστος πόλεμος, Παράξενος ταξιδιώτης, Ντισκοτέκ για νεολαία. Ερωτεύομαι τον Γιώργο Ρωμανο, ακούω φανατικά POL. Πελομα Μποκίου, Socrates, και ανακαλύπτω από το ραδιόφωνο τους Rolling Stones, Jimy Hendrix Janis Joplin αλλα και τον Aντάμο τον Αλμπάνο τον Μάλ και την Ρίτα Παβόνε. Διαβάζω Φαντάζιο και λατρεύω όλα τα φωτορομάντζα της εποχής.
Μεγαλώναμε πολύ παραδοσιακά με κατηχητικά, με χριστιανικές οργανώσεις, με αξίες παραδοσιακές περιμένοντας τον πρίγκιπα του παραμυθιού που η μετέπειτα απότομη και βίαιη αλλαγή που ήρθε με την μεταπολίτευση μπέρδεψε πολλούς που χάθηκαν στην πορεία. Ίσως αυτό να εξηγεί τις κοινωνικές και πολιτικές αντιφάσεις που επιβιώνουν μέχρι και σήμερα στην γενιά μου που μεγάλωσε με αυστηρότητα και απαγορεύσεις και ξαφνικά βρέθηκε να ζει την πλήρη σεξουαλική απελευθέρωση. Αυτό ήταν κάτι που δεν ήρθε ούτε ομαλά ούτε σαν επιλογή. Ξαφνικά εκεί που σου είχαν επιβάλει έναν τρόπο που δεν έχεις επιλέξει σου λένε πως πλέον θα ζούμε διαφορετικά. Το τέλος της χούντας με βρίσκει μαθήτρια της 6ης Γυμνασίου.
Ήμουν καλή στα νέα Ελληνικά και τα αρχαία και ήθελα να σπουδάσω φιλοσοφική αλλά ο πατέρας μου έχοντας εμμονή με την νομική με πείθει να πάω σε αυτήν την σχολή την οποία ολοκλήρωσα αλλά χωρίς ποτέ να ασχοληθώ με το επάγγελμα. Μπαίνω στο πανεπιστήμιο και βρίσκομαι κατευθείαν στο Ρήγα Φεραίο. Την εποχή εκείνη διαβάζω πολύ Φαλάτσι, Φιτζέραλντ, Ζενε. Ο Ρήγας έχει γίνει το δεύτερο σπίτι μου είμαι όλη την ημέρα στα γραφεία της Π.Π.Γερμανού, ζω τα φεστιβάλ της εποχής και ερωτεύομαι τρελά. Θυμάμαι την πρώτη ανοιχτή συναυλία στο χημείο με Χαρούλα Αλεξίου, Γιώργο Νταλάρα και Άννα Βίσση πολύ νέους. Πηγαίνω πολύ σινεμά Μπερτολούτσι, Γκοντάρ, ξένος ανεξάρτητος κινηματογράφος στον Αίαντα, στο Ριβολή, στην κινηματογραφική λέσχη στο Άνετον και γοητεύομαι, με στιγματίζει το Zabriskie Point του Αντονιόνι.
Τα στέκια μας είναι οι γνωστές ταβέρνες στα κάστρα και φυσικά οι Ντίσκο. Η νεολαία του Ρήγα αγαπούσε τις ντίσκο. Χόρεψα πάρα πολύ στην Τίφανις, την Αργό την Palladium, studio 54, Figaro, Amnesia, Panoptikum στην Αγία Σοφία, Χαβάη στην Κρήνη. Λίγο μετά ανοίγει Σελήνη, πίσω από το Κρατικό Θέατρο. Για εμένα ήταν το ωραιότερο και πιο ενδιαφέρον μπαρ που υπήρξε στην πόλη. Γνήσιο αντεργκράουντ μπαράκι στο οποία σύχναζαν γκέι, τραβεστί, τζάνκια, Ρηγαδες, Κνίτες. Μπορούσες να βρεις κυριολεκτικά τα πάντα. Είναι κάτι που δεν περιγράφεται γιατί δεν μοιάζει με κανένα σημερινό μπάρ. Το συνονθύλευμα αυτών των ανθρώπων που όλοι μιλούσαν με όλους άλλαζαν τραπέζια ακατάπαυστα ήταν κάτι μαγικό.
Νιώθω τυχερή που έζησα από το 1977 μέχρι και το 1982 την χρυσή εποχή της Θεσσαλονίκης η οποία λίγα χρόνια μετά καταστράφηκε από την υπερβολική πρέζα που έκανε την εμφάνιση της ως πρωτοποριακή τάση, τα προβλήματα που δημιουργούσε η αστυνομία, η έλευση του aids το 1985-1986 αλλά κυρίως από την καταστροφική πολιτική του Κούβελα. Ήταν μια πραγματική ερωτική πόλη, γεμάτη ζωντάνια η Θεσσαλονίκη. Σε όλους τους τομείς υπήρχε μια φοβερή άνθηση.
Στο θέατρο εμφανίζεται η Ρούλα Πατεράκη με το εργαστήρι Δραματικής Τέχνης στο Άδωνης, ο Φούλης Μπουντούρογλου και η Ελένη Γερασιμίδου με τα καφε θέατρα τους, η σκηνή του Αχιλλέα Ψαλτόπουλου, το θεατρικό εργαστήρι του Νίκου Ναουμίδη και αργότερα η Πειραματική σκηνή της τέχνης. Συγχρόνως υπάρχει ένα φεστιβάλ κινηματογράφου γεμάτο ζωντάνια ενώ στη μουσική σκηνή εμφανίζονται τραγουδιστές και μπάντες που αφήνουν το στίγμα τους. Πραγματοποιείται για δύο χρόνια ένα αξέχαστο φεστιβάλ τζάζ και ο Μανώλης Ρασούλης γράφει την «Εκδίκηση της γυφτιάς» που τραγουδά ο Νίκος Παπάζογλού στην πρώτη συναυλία στο μικρό αμφιθέατρο της Νομικής ήταν μια αξέχαστη βραδιά για όσους την έζησαν. Η “Εκδίκηση της γυφτιάς” και τα “Δήθεν” είναι οι πρώτοι ερωτικοί λαϊκοί δίσκοι που ξεφεύγουν από τα πεπατημένα και γράφουν ιστορία. Ανοίγουν συνεχώς πρωτοποριακά στέκια, το Μπανάλ του Ηρακλή Δούκα.
Η Θεσσαλονίκη ήταν τότε μια πόλη που είχε να σου μάθει πράγματα, που ζούσε έντονα, αγαπούσε την νύχτα και βρισκόταν σε ένα δημιουργικό πυρετό. Έρχονται τα κινήματα κοινωνικής κριτικής, φεμινιστικά, ομοφυλοφιλικά, οικολογικά. Μαζί με φίλες από διάφορες σχολές φτιάχνουμε το πρώτο σπίτι των γυναικών στην Θεαγένους Χαρίση. Θυμάμαι εκεί πολλές συζητήσεις, πάρτι μόνο για γυναίκες όπου απαγορευόταν η είσοδος στα αγόρια. Έρχομαι σε επαφή με το Α.Κ.Ο.Ε και τον Λουκά Θεοδωρακόπουλο. Η πρώτη συγκέντρωση στο αμφιθέατρο της ιατρικής σχολής με θέμα την ομοφυλοφιλία συγκεντρώνει απρόσμενα πολύ κόσμο, κυρίως Ρηγάδες ως πιο πρωτοπόρα και ανοιχτή οργάνωση σε τέτοια ζητήματα σε σχέση με άλλες αριστερές παρατάξεις που δεν ήθελαν ούτε να ακούσουν για ομοφυλοφιλία.
Εκεί μαθαίνουμε για το περιοδικό Αμφί για το πως δημιουργήθηκε το Α.Κ.Ο.Ε και μπαίνουν οι βάσεις για μια ανάλογη οργάνωση στην Θεσσαλονίκη. Κάπως έτσι φτιάχτηκε το Α.Μ.Ο.Θ και ο Αχιλλέας Ψαλτόπουλος εκδίδει τις “Μπανάνες”, ένα περιοδικό που απαγορεύτηκε με εισαγγελική εντολή και δεν ξανακυκλοφόρησε. Θυμάμαι την εμπνευσμένη προκήρυξη μας με το υπέροχο σύνθημα «Ομοφυλόφιλη – Ομοφυλόφιλε πριν ψηφίσεις ρώτα το κόμμα σου τι θέση έχει για εσένα» να κυκλοφορεί σε ροζ αυτοκόλλητα. Το 1982 αρχίζω να απομακρύνομαι από την στενή κομματική δράση.
Εκτός από το Μπανάλ στο οποία συχνάζω καθημερινά, ξεκινώ τις μεταμεσονύκτιες βόλτες μου στη Σεχραζάτ και στη Στάσα και εκεί γνωρίζω για πρώτη φορά τρανς . Γίνομαι φίλη κολλητή και αγαπημένη με την Μπέμπα που δυστυχώς έφυγε νωρίς. Με αγάπησαν πολύ αυτά τα κορίτσια γιατί τα είδα με σεβασμό, σεβόμουν το χώρο τους, τα μαγαζιά τους. Αυτό που θυμάμαι ήταν έναν Δεκαπενταύγουστο που γιόρταζε η Μπέμπα που πήγα προσκεκλημένη στο σπίτι της κρατώντας μια τεράστια γλάστρα.
Μου έμεινε αξέχαστο αυτό που αντίκρισα. Καλεσμένοι ήταν ο γιος της Στάσας ο Πρόδρομος ιδιοκτήτης της Σεχραζάτ, η γυναίκα του μια πάρα πολύ αδύνατη τσιγγάνα , τα μικρά τους που φώναζαν την Μπέμπα θείας και της ζητούσαν συνεχώς γλυκό, μια ηλικιωμένη τράνς φίλη της, κάποιες νεότερες σε ηλικία, μια ιερόδουλη και 3 λαϊκά τεκνά. Ακούγαμε δημοτικά και λαϊκά τραγούδια τρώγοντας όλα αυτά τα γλυκά και τις πίτες που είχε ετοιμάσει η Μπέμπα. Χάζευα τα σεμεδάκια της και το τέλος με φώναξε να δω απλωμένα επάνω στο κρεβάτι της τα δώρα που της είχαν φέρει σαν να ήταν η ημέρα του γάμου της. Φλιτζανάκια του καφέ, ένα σίδερο, νεροπότηρα. Ήταν πολύ συγκινητικό, έβλεπες μια οικογενειακή γιορτή σαν όλες τις άλλες από άτομα ετερόκλητα που η κοινωνία δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδεχτεί. Η Μπέμπα χάθηκε και αυτή όπως και πολλές άλλες που μη αντέχοντας την σκληρή τους καθημερινότητα το είχανε ρίξει στην πρέζα.
Ο κύριος Κούβελας σαν δήμαρχος αποφάσισε να τα καταστρέψει όλα αυτά λέγοντας ότι θέλει να καθαρίσει την πόλη από την αρρώστια και την αμαρτία. Ξεκινούν οι αστυνομικοί έλεγχοι στα στέκια, το σφράγισμα μαγαζιών, η μη ανανέωση αδειών νυχτερινών κέντρων, επανήλθε η έντονη θρησκευτικότητα και υποκρισία της πόλης που αρχίζει να χάνει τα ιδιαίτερα πρωτοποριακά της χαρακτηριστικά. Κλείνει το περιβόητο πάρκο του Ζωολογικού κήπου (πάρκο Ξαρχάκου) στο οποίο πήγαινα κάπου κάπου με φίλους γκέι αργά την νύχτα. Και έχω να θυμάμαι ένα πολύ χαριτωμένο περιστατικό. Είδαμε από μακριά με το φίλο μου να έρχονται οι γνωστές Λάλα και Λαλά . Με βλέπουν από απόσταση δεν με γνωρίζουν και φωνάζουν – Χάλασε το πάρκο φιλενάδα έρχονται και γυναίκες – Μωρή χαζή δεν είναι γυναίκα αυτή είναι η Κατερίνα. Το θεώρησα καταπληκτικό κομπλιμέντο αξέχαστο. Χάρηκα που για κάποιους δεν ήμουν ούτε άντρας ούτε γυναίκα ήμουν η φίλη τους η Κατερίνα.
Στο μεταξύ έχω μπει στην σχολή της Ρούλας Πατεράκη. Η σχολή στεγάζονταν στο σινεμά Άδωνης στην Πέτρου Συνδίκα που η Πατεράκη το μετέτρεψε σε θέατρο. Πέρασαν από την σχολή άνθρωποι που έκαναν καριέρα στο χώρο. Ενδεικτικά θα αναφέρω τον Κοσμά Φουντούκη, τον Γιάννη Παλαμιώτη, Αχιλλέα Ψαλτόπουλο, την Καίτη Σαμαρά, την Εύρη Σοφρωνιάδου, την Χρύσα Ρόπα, τον Βλαδίμηρο Κυριακίδη, τον Άκη Σακελλαρίου, τον Γιάννη Λουκανίκα, την Μαρία Κεχρή, τον Τάσο Μπλάτζιο και την Μαρία Πέτροβα που έφυγε νωρίς. Η Πατεράκη ήταν ένας σταθμός στην ζωή μου, με διαμόρφωσε πνευματικά συναισθηματικά, μου άλλαξε την ζωή. Με επηρέασε έντονα. Το να την βλέπεις να σκηνοθετεί κρατώντας πάντα μια κούκλα και φορώντας τα γάντια ήταν κάτι τρομερό. Μετά την ξεπατικώσαμε οι περισσότερες απο εμάς και κάναμε ότι έκανε και εκείνη αρχίσαμε για παράδειγμα να φοράμε και εμείς γάντια. Έπαιξα μαζί της στην Έντα Γκάμπλερ μια μοναδική εμπειρία να παίζεις μαζί της και να σε σκηνοθετεί ταυτόχρονα. Αυτή ήταν και η τελευταία παράσταση της σχολής πριν κλείσει οριστικά.
Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα έρχεται και το aids. Πρωτοακούω για αυτό το 1983 από ένα φίλο και γείτονα. Έχω φύγει από το πατρικό μου σπίτι και ζω με έναν φίλο στον 4ο όροφο της οικοδομής του Defacto σε μια παλιά χαρούμενη πολυκατοικία όπου κάνουμε τρέλες, πάρτι, ζούμε πολύ έντονα, γνωρίζουμε πολύ κόσμο, πηγαινοερχόμαστε ο ένας στο σπίτι του άλλου. Μου λέει λοιπόν ο γείτονας μου -Κατερίνα υπάρχει μια αρρώστια στην Αμερική που σκοτώνει τους γκέι. Δεν του δίνω σημασία.
Το 1984 μας επισκέπτεται ένας φίλος του που ζει στο Παρίσι που έχει ήδη αρρωστήσει, έχει τα πρώτα σημάδια στο σώμα του, δεν μπορούμε ακόμα να το συνειδητοποιήσουμε και δεν φοβόμαστε ακόμη. Μόνο όταν ακούστηκε πως κόλλησε και πέθανε από aids ο Σέρος αρχίζουμε και ανησυχούμε οι περισσότεροι όσοι τουλάχιστον είχαμε πολλούς ερωτικούς συντρόφους. Σιγα σιγά δημιουργείτε ένας πανικός ποιος κόλλησε και ποιος όχι και γύρω στο 1986-1987 αρχίζουν οι μαζικοί θάνατοι. Μια κατάσταση φρικτή. Κάθε μέρα άκουγες για έναν ακόμα φίλο η γνωστό που αρρώστησε η πέθανε. Οι περισσότεροι ήταν νέοι, πεθαίνανε γρήγορα άσχημα και μόνοι. Και τότε είναι που παθαίνω το πρώτο μου μεγάλο σοκ γιατί αρχίζω και συνειδητοποιώ ότι υπάρχει μεγάλος κίνδυνος. Ήταν συγκλονιστικό για όσους έζησαν εκείνη την περίοδο και πολλοί από εμάς νομίζω πως ζούμε από θαύμα και καθαρή τύχη. Οι φίλοι πέθαιναν ο ένας πίσω από τον άλλο και εμείς ήμασταν τρομοκρατημένοι.
Είχαμε άγνοια δεν γνωρίζαμε πως κολλάει. Φοβόμασταν το ποτήρι, το πιρούνι, την συναναστροφή. Νομίζαμε ότι θα κολλήσουμε όλοι, δεν υπήρχε καθόλου καλή ενημέρωση. Άρχισαν οι κοινωνικές αποστάσεις, προσέχαμε πάρα πολύ, αραίωσαν οι σχέσεις, ξεκινά μια περίοδος συντηρητισμού, μοναξιάς και αποστασιοποίησης. Ναι για πρώτη φορά σκέφτομαι το γάμο.
Ταυτόχρονα πολλοί από την γενιά μας πεθαίνουν από ναρκωτικά. Θεωρώντας την πρέζα κάτι πρωτοποριακό και επαναστατικό πέφτουν πολύ εύκολα σε αυτήν. Δεν ξέρω πως κατάφερα να ξεφύγω από αυτά. Νομίζω πως δεν μου άρεσε να χάνω τον έλεγχο τον πραγμάτων. Θεωρούσα τα ναρκωτικά συνυφασμένα με το θάνατο γιατί είχα χάσει από αυτά πολλά ροκ είδωλά μου.
Είμαι χαρούμενη που επέζησα και ίσως νιώθω ένα μικρό αίσθημα εκδίκησης απέναντι στους διάφορους μικροαστούς στους οποίους απέδειξα πως ένα άτομο που η κοινωνία δεν θεωρεί ισορροπημένο, η μάλλον το θεωρεί και τρελό, κατάφερε να μην μπλέξει με ναρκωτικά, να μην καταστραφεί, να κάνει οικογένεια και να έχει την δική της επιχείρηση. Ντρέπομαι αλλά το έβλεπα λίγο εκδικητικά. Γιατί η αλήθεια είναι πως μας είχαν βάλει στο περιθώριο η εκκλησία, οι παρατάξεις, το κατεστημένο.
Το 1989 συναντάω τον Νίκο στο πεζοδρόμιο του Ντορέ να πίνουμε μπύρες. Από εκείνο το βράδυ μείναμε μαζί για 25 χρόνια σε ένα γάμο που ήταν έντονο το στοιχείο της τρυφερότητας. Μέσα σε τρεις μήνες παντρευόμαστε μόνοι μας χωρίς φίλους και συγγενείς, σε ένα εκκλησάκι στην Πίνδο χωρίς νυφικά, κοστούμια. Παρ όλο που το ξεκινήσαμε για πλάκα μείναμε μαζί πολλά χρόνια και κάναμε ένα θαυμάσιο παιδί. Και εδώ κάπου συναντώ τυχαία, μυστηριακά θα έλεγα έναν Αγιορείτη μοναχό τον Συμεών τον Περουβιανό που έμελλε να φέρει την αλήθεια και το φως στην ζωή μου. “Κάνε ότι θες αρκεί να αγαπάς” μου είπε κι από τότε άρχισε η στενή μου σχέση με την ορθοδοξία που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Δουλεύω στο ραδιόφωνο στον Α103, στο Ένατο κύμα και στο διαδημοτικό της Νεάπολης, αρχίζω δειλά να ανακατεύομαι με τα κοινά και έρχομαι σε επαφή με τον αναρχικό χώρο. Δεν αφήνω το θέατρο, παίζω σε παραστάσεις με το Φούλη Μπουντούρογλου, τη Ελένη Γερασιμίδου, τον Ψαλτόπουλο, τον Ναουμίδη. Η Γαζία έρχεται το 1993 και το 1995 γίνομαι μητέρα.
Είναι η δεκαετία 1990- 2000 που θεωρώ την χειρότερη μετά την μεταπολίτευση και προάγγελο αυτόν που θα ακολουθήσουν και τα ζούμε μέχρι σήμερα. Κυριαρχεί το απολιτίκ, το κυνήγι του χρήματος, το design, τα ΚΛΙΚ, τα Nitro, οι άνθρωποι δεν είναι αγωνιστικοί, οι νέοι ενδιαφέρονται για ντυσίματα, έντονος καταναλωτισμός. Δυστυχώς το ΠΑΣΟΚ νομιμοποίησε ότι χειρότερο είχε να αναδείξει ο Έλληνας την αγένεια, το σκυλάδικο, τον κακό συνδικαλισμό την υπερβολή και το ανούσιο, δεν συμβαίνει καμία ουσιαστική αλλαγή στην παιδεία.
Ξεκινούν τα προβλήματα υγείας τα οποία με ταλαιπωρούν σωματικά και ψυχολογικά. Φλερτάρω με την κατάθλιψη ώσπου αποφασίζω να κάνω τις εγχειρίσεις μου. Αποκτώ την υγεία μου αποφασίζω να αφοσιωθώ στην Γαζία. Συμμετέχω στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, μπαίνω στο αντιεξουσιαστικό χώρο και η Γαζία γίνεται στέκι κάθε λογής ανθρώπων, αναρχικών, αριστερών, καλλιτεχνών, λογοτεχνών. Αρχίζουν οι παρουσιάσεις βιβλίων, οι μουσικές, ποιητικές βραδιές, τα θεατρικά μονόπρακτα, οι εκθέσεις φωτογραφίας και ζωγραφικής.
Η Γαζία μένει ανοιχτή για σχεδόν 30 χρόνια. Ήταν πλέον ένα κλασικό στέκι της πόλης αλλά σιγά σιγά έκανε τον κύκλο του. Τα στέκια μιας άλλης εποχής που αρχίζουν και φθίνουν καθώς το κοινό τους μεγαλώνει ηλικιακά και δεν υπάρχει νέο αίμα να το αντικαταστήσει. Η νέα γενιά προτιμά μαγαζιά με δυνατή μουσική, φαγητό, διαφορετική φιλοσοφία. Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα μας ήταν ότι δεν είχαμε ποτέ την στήριξη του δήμου που μας επέβαλλε μεγάλα πρόστιμα. Ακόμα αυτά τα πρόστιμα πληρώνω. Ήταν το τέλος εποχής για την Γαζία που έκλεισε και μαζί της και ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο της ζωής μου.
Στα 66 μου χρόνια έχω καταφέρει να έχω μια ήρεμη ζωή, νιώθω πως δεν έχω κανένα απωθημένο, έχω ζήσει έντονα και όμορφα. Αγαπώ πάντα την Θεσσαλονίκη αν και θυμώνω συχνά μαζί της, αισθάνομαι ότι έχει αλλάξει, οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί, αλλά θέλω να πιστεύω ότι έχει πάντα προοπτική. Με ενοχλεί που δεν υπάρχουν ανοιχτοί χώροι πράσινου, γειτονιές για να περπατήσεις χωρίς να κινδυνεύεις να πέσεις και να σκοτωθείς. Υπάρχει ασχήμια σε πολλά κτήρια, με ενοχλεί η βρωμιά και η στενότητα των δρόμων η έλλειψη πολιτιστικής πολιτικής εκ μέρους του Δήμου.
Λυπάμαι που δεν ευτύχησε να έχει καλούς δημάρχους για να της δώσουν μια νέα πνοή. Ίσως αποκτήσει στο μέλλον. Συνεχίζω όμως να βρίσκω τους ανθρώπους ζεστούς, φιλικούς, χαίρομαι που διατηρούνται ακόμα κάποια στέκια, που επιβιώνουν οι παρέες, χαίρομαι για τις δουλειές που γίνονται στο σινεμά και στο θέατρο. Η Θεσσαλονίκη κακόπεσε αλλά ποτέ δεν είναι αργά, είμαι σίγουρη ότι θα εξελιχθεί σε μια ενδιαφέρουσα πόλη γιατί της αξίζει ένα καλύτερο μέλλον.