οι-θεσσαλονικείς-κωνσταντίνος-ζωγρά-930404

Θεσσαλονίκη

Οι Θεσσαλονικείς: Κωνσταντίνος Ζωγράφος

Μια από τις πιο σπάνιες και συγκλονιστικότερες εξομολογήσεις στη στήλη από τον άνθρωπο που η οικογένεια του έχει ταυτιστεί με τη Θεσσαλονίκη

Γιώργος Τσιτιρίδης
Γιώργος Τσιτιρίδης

Κάποιοι έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Θεσσαλονίκη. Άλλοι απλά την επέλεξαν ή μετοίκησαν σε αυτήν ως εργασιακοί ή ερωτικοί μετανάστες. Ο καθένας και η καθεμία έχουν και από μια ιστορία ή μια ανάμνηση να αφηγηθούν με φόντο την πόλη. Είναι οι άνθρωποι που είδαν και έζησαν όλες τις αλλαγές της στο πέρασμα των χρόνων. Είναι οι Θεσσαλονικείς.

Κωνσταντίνος Ζωγράφος (στην κεντρική εικόνα τα αδέλφια Ζωγράφου και στο φόντο η φωτογραφία του παππού)

Ο παππούς μου Κωνσταντίνος Ζωγράφος γεννήθηκε πριν την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης στην Χαλάστρα και εργαζόταν αρχικά ως δάσκαλος. Το 1891 με προτροπή του δεσπότη παίρνει την μεγάλη απόφαση, επειδή δεν υπήρχαν πολλά φαρμακεία στην πόλη και πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη να σπουδάσει φαρμακευτική. Η γιαγιά ήταν Θεσσαλονικιά κατά πάσα πιθανότητα Φράγκισα διότι είχε περίεργο όνομα για ορθόδοξη την έλεγαν Κλοτίλδη το γένος Νούσια. Παντρεύονται, εγκαθίστανται στην Θεσσαλονίκη και αγοράζουν το ακίνητο στην οδό Μοναστηρίου γωνία με Ταντάλου από έναν Εβραίο έμπορο. Στον Βαρδάρη ήταν η είσοδος της πόλης, είχε πολύ κίνηση, κατεβαίνανε από τις γύρω περιοχές για να προμηθευτούν τροφές. 

Πτυχίο Φαρμακευτικής σχολής Κωνσταντινούπολης με ημερομηνία 25 Νοεμβρίου 1891

Ακριβώς δίπλα μας ήταν το Χάνι Πατέρα, Χάνι Κρούσοβο και Χάνι Κοριτσά που φιλοξενούσαν εμπόρους με τα κάρα και τα άλογα τους. Οι γενιές αυτές έζησαν ιστορικές στιγμές της πόλης, τον Μακεδονικό αγώνα, την απελευθέρωση, τον Α παγκόσμιο πόλεμο, την μεγάλη πυρκαγιά του 1917, τον Β παγκόσμιο πόλεμο,την κατοχή, τον αφανισμό των Εβραίων. Οι παππούδες κάνουν 4 παιδιά. Την θεία Θάλεια , το θείο Δημήτρη, την Χρυσούλα και τον πατέρα μου Γεώργιο.

Η Μοναστηρίου ονομαζόταν ακόμα Εγνατία. Στην γωνία Δεξιά το πρώτο φαρμακείο Ζωγράφου γωνία με Ταντάλου και στην θέση του σημερινού Vergina Hotel το Χανι της οικογένειας Πετρίδη
1891 Μοναστηρίου με Ταντάλου γωνία το πρώτο Φαρμακείο Ζωγράφου με την ονομασία Πύλη Βαρδαρίου. Στην είσοδο ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος και γύρο του γείτονες και πελάτες.

Στην Μοναστηρίου το ισόγειο έγινε το 1891 Φαρμακείο με την ονομασία «Πύλη Βαρδαρίου» όπως φαίνεται και στις φωτογραφίες. Την εποχή εκείνη μπορούσες να δώσεις ονομασία στα φαρμακεία κάτι που αργότερα απαγορεύτηκε δια νόμου. Στον πρώτο όροφο ήταν το σπίτι και τον δεύτερο τον νοικιάζαμε σε άλλες οικογένειες. Ο παππούς ίδρυσε και δεύτερο φαρμακείο μετά την Χρυσή πύλη απέναντι από το Ξενοδοχείο Βιέννη στον Κινηματογράφο Αττικόν. Η Εγνατία ήταν ένας πολύ στενός δρόμος. Μετά την πυρκαγιά έγινε η διάνοιξή της όχι με τα σχέδια του Εμπράρ που την ήθελαν 120 μέτρα αλλά με τα 33 μέτρα. Το φαρμακείο το πήρε ο δρόμος και ο παππούς αγόρασε το πίσω οικόπεδο. Το κτίριο στην Μοναστηρίου το άφησε στα αγόρια και της Εγνατίας στα κορίτσια του. Η Χρυσή Πύλη έκλεινε μετά την δύση του ηλίου. Ιστορίες λένε πως ο παππούς όταν ήθελε να μπει η να βγει γυάλιζε ένα γρόσι το έδειχνε στον Τούρκο φρουρό ο οποίος κατέβαινε και του άνοιγε την πύλη.

Άστεγοι περιπλανώμενοι μετά την πυρκαγιά του 1917 στην Μοναστηρίου. Αριστερά διακρίνουμε το Φαρμακείο.

Μετά την πυρκαγιά η πόλη ήταν σε συνεχή αναταραχή, παντού ένα χάος. Ο θείος μου σπούδαζε ιατρική στο Στρασβούργο. Όταν πήγαν ο πατέρας μου με τον παππού να τον επισκεφτούν κατάλαβαν ότι στην Γαλλία υπήρχε ένας άλλος κόσμος. Αποφασίζει ο πατέρας μου να μην φύγει. Ολοκληρώνει το Γυμνάσιο στην πόλη Νανσί της Γαλλίας ως οικότροφος και σπουδάζει Φαρμακευτική στο Στρασβούργο. Επιστρέφει το 1931 πηγαίνει στο στρατό και δουλεύουν μαζί με τον παππού. Παντρεύεται το 1951 την μητέρα μου Μερόπη το γένος Λίγδα με καταγωγή από Θεσσαλονίκη. Στην οικογένεια τους άνηκε το μέγαρο Λίγδα το κτήριο με το παπούτσι του Καρύδα. Διέμεναν στον επάνω όροφο ενώ στο ισόγειο διατηρούσαν το Ζαχαροπλαστείο Λίγδας. Οι γονείς μου κάνουν τέσσερα παιδιά. Στις 20 Ιουλίου 1952 γεννιέμαι εγώ ο Κωνσταντίνος φαρμακοποιός, το 1953 ο αδελφός μου Δημήτρης φαρμακοποιός, το 1957 γεννιέται ο Θανάσης και το 1961 η αδελφή μου η Κλοτίλδη.

Ο Γεώργιος Ζωγράφος στο Αλβανικό μέτωπο ο τρίτος από αριστερά στην επάνω σειρά.

Είχαμε πολύ καλές σχέσεις με όλους τους λαούς που ζούσαν ή πέρασαν από την Θεσσαλονίκη. Ερχόταν και ψώνιζαν από το Φαρμακείο από όλες τις περιοχές των Βαλκανίων. Το 1941 κηρύσσεται ο πόλεμος, ο πατέρας επιστρατεύεται στο υγειονομικό στην Αλβανία. Στις περιγραφές του μιλούσε για την ταλαιπωρία τις κακουχίες την βρωμιά και την απλυσιά. Οι Ιταλοί δεν είχαν καμία διάθεση να πολεμήσουν, τους έσπρωξε ο Φασισμός. Σύντομα προχώρησαν τα στρατεύματα και ο πατέρας μου έφτασε μέχρι την Κορυτσά. Εκεί έκανε το πρώτο του μπάνιο έπειτα από πάρα πολύ καιρό. Έλεγε πως ήταν τόση η ψείρα που έβγαζες τα ρούχα σου και τα πατούσες για να σκοτωθούν οι ψείρες. Τον Απρίλιο του 1941 χτύπησαν οι Γερμανοί και άρχισε η υποχώρηση. Ο πατέρας μου έφτασε με τα πόδια από την Κορυτσά στα Ιωάννινα και έπειτα στην Θεσσαλονίκη. Τον χειμώνα του 1941 -1942 ο κόσμος πέθαινε από την πείνα. Οι δικοί μου σώθηκαν επειδή είχαμε πάρα πολλούς πελάτες από τα γύρω χωριά που είχαν αλεύρι, αυγά, φρούτα, λαχανικά και μας έφερναν. Ο παππούς είχε βοηθήσει πολλούς στην ανάρρωση από τον τύφο που θέριζε εκείνα τα χρόνια και του έφερναν πράγματα από ευγνωμοσύνη. Είχε ένα χώρο στο πίσω μέρος του φαρμακείου που λειτουργούσε ως αναρρωτήριο στο οποίο έμεναν οι ασθενείς για τις θεραπείες τους. Ένας από αυτούς ο κύριος Χάνδρος έμεινε 40 ημέρες στο φαρμακείο και ο παππούς κατάφερε να τον σώσει. Δεν το ξέχασε ποτέ και κάθε χρόνο μας έφερνε έναν κούρκο που τον ξεπουπούλιαζε η μητέρα μου και τον τρώγαμε για τα Χριστούγεννα. Το φαρμακείο βομβαρδίστηκε το 1944 από βόμβες Ναπάλ κατά την αποχώρηση των Γερμανών. Από την φωτιά κάηκαν τα πάντα. Η οικογένεια εγκατέλειψε το κτήριο. Σε όσους καταστράφηκε η περιουσία τους από βομβαρδισμούς είχαν υποσχεθεί αποζημιώσεις. Ο πατέρας μου ήθελε να φτιάξει το κτήριο όπως ήταν η παλιά του μορφή. Το κόστος ήταν δυσβάσταχτο, αποζημίωση δεν πήραν ποτέ και αναγκαστικά κατεδαφίστηκε για να χτιστεί εκ νέου.

Σπάνια φωτογραφία του φαρμακείου μετά τον βομβαρδισμό
Κατασκευή του νέου κτηρίου έπειτα από τον βομβαρδισμό

Η ιστορία που επαναλάμβανε συνέχεια και ήταν αυτή που τον είχε σημαδέψει όσο τίποτα άλλο αφορούσε τον αφανισμό των Εβραίων της πόλης. Θεωρούσε υπεύθυνο μεταξύ άλλων και το ελληνικό κράτος και την εκκλησία που δεν έκαναν κάτι παραπάνω για να σωθούν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης. Υπήρχαν αυτοί που βοήθησαν με αυτοθυσία αλλά και άλλοι που ήταν αδιάφοροι και εκμεταλλευτήκαν την κατάσταση. Όπως και στην επιστροφή όσων σώθηκαν η υποδοχή δεν ήταν η πρέπουσα από τις αρχές. Ούτε και η τιμωρία των δωσίλογων.

Ήταν πολύ καλές οι σχέσεις Ελλήνων και Εβραίων όπως και των Ελλήνων με τους Τούρκους όπως έλεγε ο παππούς μου που τους έζησε πριν την ανταλλαγή του 1922. Ο πατέρας μου κατάφερε να σώσει από τον αφανισμό τον αγαπημένο του φίλο και γείτονα μας Πέπο Χασίδ. Οι Εβραίοι τότε έλεγαν θα μείνουμε ενωμένοι, ότι και αν γίνει θα είμαστε όλοι μαζί. Ο Πέπος επέμενε να πάει με τους υπόλοιπους συγγενείς και φίλους στο Άουσβιτς. Ο πατέρας μου άκουγε πολλά και άρχισε να καταλαβαίνει πως η μεταφορά τους δεν είναι ένας απλός εκτοπισμός.

  • Πέπο θα σας εξοντώσουν, δεν υπάρχει περίπτωση να σωθείτε του έλεγε συνέχεια.

Αυτή που είχε καταλάβει τι επρόκειτο να συμβεί ήταν η μητέρα του που έλεγε στον πατέρα μου – Κύριε Γιώργο τον Πέπο να σώσουμε τον Πέπο. Τελικά μετά από πίεση και με τις γνωριμίες που είχε τους έβγαλε ταυτότητα Ελλήνων ορθοδόξων, τους πήγε στον παλαιό σιδηροδρομικό σταθμό για να φύγουν Αθήνα. Ο Πέπος η γυναίκα του η Στέλλα και ο εξάχρονος γιος τους ο Μίμης. Στην Αθήνα τους περίμενε ένας αντιπρόσωπος φαρμάκων ο κύριος Πεντεφούντης συνεργάτης μας ο οποίος τους έκρυψε. Η νότια Ελλάδα ήταν επι Ιταλικής κατοχής και οι Εβραίοι δεν κυνηγήθηκαν. Όταν συνθηκολόγησαν οι Ιταλοί και εμφανίστηκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, κρύφτηκαν σε μια σοφίτα. Επέστρεψαν μετά την απελευθέρωση στην Θεσσαλονίκη. 

Ο κύριος Πέπος πέθανε λίγο νωρίτερα από τον πατέρα μου και όσο ζούσαν έμειναν για πάντα φίλοι. Οι γονείς, η αδελφή και ο γαμπρός του κυρίου Πέπου πήγανε στο Άουσβιτς. Οι γέροντες και ο γαμπρός κατευθείαν στο φούρνο. Η αδελφή του που ήταν πάρα πολύ όμορφη λένε οι μαρτυρίες πως οδηγήθηκε σε οίκο ανοχής που είχαν οι Γερμανοί σε σημεία του μετώπου και αργότερα και αυτή στο φούρνο. Τα δύο παιδιά τους μεταφέρθηκαν στην Πολώνια ως εργάτες σώθηκαν και με την λήξη του πολέμου επέστρεψαν για λίγο στην Θεσσαλονίκη μέχρι να εγκατασταθούν μόνιμα στο Ισραήλ που το επέλεγαν αρκετοί από τους Εβραίους μετά την λήξη του πολέμου. Ο γιος του Πέπου ο Μίμης ολοκλήρωσε το γυμνάσιο και έφυγε για σπουδές στην Αγγλία. Παντρεύτηκε την κόρη ενός Ραβίνου και δεν επέστρεψε στην πόλη. Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια διάφοροι φορείς αλλά και ο κύριος Μπουτάρης ανέδειξαν το Εβραϊκό ζήτημα για το οποίο κανείς δεν μιλούσε στην πόλη. Ούτε στο σχολείο, ούτε στην ιστορία δεν μας μάθανε ποτέ για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Από μικρή ηλικία άκουγα για όλα αυτά από τον πατέρα μου και μου έκανε πάντα εντύπωση πως οι περισσότεροι κάτοικοι δεν τα γνωρίζουνε και άλλοι κρατούν ένοχη σιωπή και δεν θέλουν να τα θυμούνται.

Στο φαρμακείο το 1957

Όταν ξαναχτίστηκε το φαρμακείο ο επάνω όροφος λειτούργησε υπο την διεύθυνση του ιατρού θείου μου ως πολυκλινική με την ονομασία «Μεγαλόχαρη» ως το 1965 που βγήκε στην σύνταξη και συνέχισε με άλλους γιατρούς μέχρι το 1980. Αργότερα λειτούργησαν στο χώρο τα ΙΙΕΚ ΞΥΝΗ. Το δικό μας διαμέρισμα ήταν πλέον στην Πλάτωνος 1 με Εγνατία. Εκεί μεγαλώσαμε, παίζαμε στο πάρκο και την αλάνα της γειτονιάς. Στο ισόγειο τα πρακτορεία της Χαλκιδικής με κάτι πράσινα λεωφορεία και ένα δρομολόγιο την ημέρα που για να φτάσει Μαρμαρά ήθελε 6 ώρες. Οι αποσκευές των ταξιδιωτών έμπαιναν στο επάνω μέρος της οροφής και δένονταν με ένα σχοινί. Η άσφαλτος ήταν μέχρι την Καλλικράτεια. Μετά τα Μουδανιά ήταν πατημένος δρόμος και μετά το χάος. Δημοτικό πήγα το 1963 στα «Μακεδονικά εκπαιδευτήρια» και το 1961 στο δεύτερο Γυμνάσιο της οδό Ικτίνου το οποίο και ολοκλήρωσα το 1970. Στην οδό Αναγεννήσεως είχε ένα ρέμα και περνούσες απέναντι απο τα γεφυράκια. Στα παιδικά μου χρόνια καθόμασταν απέναντι η μια ομάδα με την άλλη και παίζαμε πετροπόλεμο. Μετά σκεπάστηκε η Αναγεννήσεως και χάθηκε το ρέμα τις γέφυρες.

Πλατεία Αγίας Σοφίας
Πλατεία Ελευθερίας
Παλιά Παραλία

Η γενιά μου δεν χάρηκε πολλά πράγματα. Το 1967 ήρθε η Χούντα. Στερηθήκαμε κάποια πράγματα αν και ήταν χρόνια ευχάριστα επειδή ήμασταν νέοι. Ζούσαμε με υποχρεωτικές παρελάσεις, υποχρεωτικά χειροκροτήματα και έναν μόνιμο αστυνομικό στο γραφείο του γυμνασιάρχη για να παρακολουθεί τα πάντα, νιώθαμε όσο μεγαλώναμε την ανελευθερία.

Αργότερα μετακομίσαμε πλατεία Αριστοτέλους 7 με Μητροπόλεως απέναντι από τη λέσχη της χωροφυλακής. Όταν γκρεμίστηκε στην θέση της λέσχης φτιάχτηκε το ξενοδοχείο Ηλέκτρα. Ως νεολαία μαζευόμασταν στην πλατεία που είχε ζαχαροπλαστεία με λουκουμάδες. Δειλά δειλά άρχισαν να εμφανίζονται οι ντίσκο με πρώτη αυτή στο υπόγειο του εστιατόριο Τίφανις στην Ικτίνου. Στην γωνία το ζαχαροπλαστείο Εκάλη. Πηγαίναμε στο Αστόρια, Αγίας Σοφίας με παραλία που έγινε αργότερα Τόττης και σήμερα είναι το Γκαρσόν. Κάθε Κυριακή ο πατέρας μου μας πήγαινε στο Όλυμπος Νάουσα . Καθόμασταν στο πατάρι γιατί ήμασταν ζωηρά ως παιδιά και δεν θέλανε να τους ενοχλούμε. Εκεί έτρωγε και ένας 70χρονος κύριος που τον χαιρετούσε ο πατέρας λέγοντας – Καλησπέρα κύριε Μοδιάνο αλλά δεν ξέρω ποιος Μονδιάνο θα μπορούσε να είναι. Το Όλυμπος Νάουσα ήταν εμβληματικό εστιατόριο. Εκεί μάθαμε το φιλέτο και τα κολοκυθάκια ογκρατέν . Είχε και έναν πολύ ωραίο κήπο στην πίσω πλευρά που άνοιγε τα καλοκαίρια. Κινηματογράφο πηγαίναμε στα πρώτα χρόνια του Φεστιβάλ στο Ολύμπιον. Στα Διονύσια είδα την Αλίκη στο Ναυτικό. Διασκεδάζαμε σε ταβέρνες, εστιατόρια, στην «Κληματαριά» Αγία Σοφία ανάμεσα Τσιμισκή και Μητροπόλεως που έκανε τον καλύτερο γύρο, στον «Στρατή» Καρόλου Ντήλ και παραλία και στη ταβέρνα ο Παράδεισος στην Καλαμαριά που έκανε υπέροχο ψάρι. Διακοπές στην αρχή σήμαινε βουνό δηλαδή Ωραιόκαστρο. Εμείς πηγαίναμε αρχικά στο Μελισσοχώρι και αργότερα στην Αγία Τριάδα. Αργότερα επικράτησε η μόδα της θάλασσας στους Νέους Επιβάτες και την Περαία. Αρχικά τα παραθαλάσσια σπίτια της αστικής τάξης ήταν στην Περαία η στην Αγία Τριάδα. Πολύ αργότερα μετά το 1960 ήρθε η Χαλκιδική.

Με την ολοκλήρωση του σχολείου πηγαίνω μια χρονιά στο Παρίσι και στην συνέχεια Μπολόνια όπου ολοκλήρωσα την φαρμακευτική. Είδαμε την πτώση της χούντας από την τηλεόραση και τις εφημερίδες. Στην Ιταλία ήταν έντονο το αντιδιδακτορικό κλίμα και όλοι βοηθούσαν να ακουστεί η φωνή των Ελλήνων στο εξωτερικό. Το 1979 ολοκλήρωσα τις σπουδές μου και επέστρεψα στην Θεσσαλονίκη.

Ξεκίνησα να εργάζομαι στο φαρμακείο της Μοναστηρίου. Ήμουν νέος είχα όρεξη για δουλειά η Θεσσαλονίκη κατά την μεταπολίτευση είχε μια ανάπτυξη. Μέχρι το 1983 δουλεύω με το πατέρα μου και μέχρι το 1994 με τον αδελφό μου τον Δημήτρη που φεύγει με τον Θανάση και την Κλοτίλδη και ανοίγουν το φαρμακείο που είχαμε στην Τσιμισκή. Εγώ έμεινα στην Μοναστηρίου μέχρι και την συνταξιοδότηση μου. Παρ όλα αυτά σχεδόν καθημερινά περνάω απο το φαρμακείο. Η τέταρτη γενιά των Φαρμακείων Ζωγράφου είναι ο ανιψιός μου Κωνσταντίνος γιος της αδελφής μου και τα δύο παιδιά του αδελφού μου του Θανάση ο Γιώργος και η Ολυμπία.

Πέρα από την ερωτική πλευρά του ο Βαρδάρης είχε κάποτε και τεράστια εμπορική κίνηση. Ήταν η πιο πολυπερπατημένη περιοχή της πόλης. Δεκάδες άνθρωποι εργάζονταν στους γύρω δρόμους. Τα έργα του μετρό ήρθαν και τον αποτελείωσαν. Έκλεισαν όλα τα μαγαζιά επι της Μοναστηρίου και μαράζωσε όλη η περιοχή. Τώρα δειλά δειλά κάτι πάει να γίνει και παντού ανοίγουν επιχειρήσεις, ξενοδοχεία και Rbnb. Η Μοναστηρίου και οι αρχές της Eγνατίας ήταν παραδοσιακά δρόμοι με ξενοδοχεία. Με μια νέα μορφή αυτό πάει κάπως να γίνει και πάλι στο Βαρδάρη. Μια περιοχή φιλοξενίας τουριστική που αναμένουμε να αναπτυχθεί.

Όταν χαρτογραφήθηκαν οι στάσεις του ΟΑΣΘ η στάση Ζωγράφου ήταν από τις πρώτες που μπήκαν στο δρομολόγιο κάτι που μας έδωσε μεγάλη χαρά γιατί σηματοδοτεί οτι το φαρμακείο και η οικογένεια γράψανε την δική τους ιστορία και αφήσαν το στίγμα τους στην πόλη.

Από την Θεσσαλονίκη νοσταλγώ κάποια ωραία εστιατόρια που δεν υπάρχουν πλέον άσχετα αν έχει και σήμερα άλλα τόσα. Νοσταλγώ τους κινηματογράφους του κέντρου που κλείσανε και ουσιαστικά παρέμειναν ένας δύο. Αυτό που μου αρέσει είναι ότι έχει διασωθεί από το παρελθόν της Θεσσαλονίκης. Μου αρέσει η παλιά παραλία και η βόλτα της , τα παλιά σπίτια , οι Βίλες τις οδού των εξοχών.

Όταν είσαι νέος πάντα θυμάσαι με νοσταλγία εκείνα τα χρόνια. Θα έλεγα ότι τα μαθητικά μου χρόνια ήταν τα πιο όμορφα της Θεσσαλονίκης.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα