οι-θεσσαλονικείς-μαρία-ντράνγκου-915960

Θεσσαλονίκη

Οι Θεσσαλονικείς: Μαρία Ντράνγκου

Από τη Βουλγαρία στην αγαπημένη Θεσσαλονίκη, στην οποία νιώθει σα να γεννήθηκε εδώ

Γιώργος Τσιτιρίδης
Γιώργος Τσιτιρίδης

Γεννήθηκα στις 14 Οκτωβρίου του 1966 στο Πέρνικ, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Δυτικής Βουλγαρίας, από μια φοιτήτρια που με άφησε για να με υιοθετήσει ο διευθυντής της κλινικής, αλλά κάτι χάλασε στη σχέση του με τη σύζυγο και άλλαξε γνώμη. 

Ο θείος μου που είχε γνωριμίες στο νοσοκομείο, ενημέρωσε τους θετούς γονείς μου πως υπάρχει ένα κοριτσάκι για υιοθεσία. 

Ήξερε πόσο πολύ ήθελαν να κάνουν παιδιά αλλά δεν μπορούσαν, με είδαν τους άρεσα και με υιοθέτησαν. Ήμουν μόλις σαράντα ημερών. Κανονικά θα έπρεπε να περιμένουν την σειρά τους, μπορεί και χρόνια αλλά ο θείος μου ήταν μέλος του κόμματος και κείνο το καιρό όποιος είχε τα μέσα μπορούσε να καταφέρει τα πάντα. Μόνο τρείς ημέρες έμεινα με την βιολογική μου μητέρα. 

1.JPG

Το 1966 ήταν μεγάλο στίγμα για μια ανύπαντρη γυναίκα να γεννήσει παιδί. Πιθανόν δεν θα μπορούσε να με μεγαλώσει μόνη της και να σπουδάζει. Αυτό το γεγονός όμως δεν έκανε λιγότερο οδυνηρή την απώλειά μου.

2.JPG

Έτσι μεγάλωσα με τους θετούς μου γονείς στο Καρνάρε, ένα κεντρικό χωρίο της Βουλγαρίας, στις πρόποδες της οροσειράς Στάρα Πλανινά από όπου περνάνε οι δρόμοι προς την βόρεια Βουλγαρία και Μαύρη θάλασσα. Παλαιότερα το χωριό είχε πάνω από 2.000 κατοίκους, ενώ σήμερα με την οικονομική κρίση και την μετανάστευση έχουν μείνει λιγότεροι από 1.000 κάτοικοι και το 70% αυτών είναι Ρομά. 

Ο οικισμός τους είναι έξω από το χωριό και οι άνθρωποι ζουν σε πήλινα σπίτια και πρόχειρες κατασκευές. Δεν υπάρχει παροχή νερού, δεν υπάρχει ρεύμα, εκτός από ένα ριάκι με τρεχούμενο νερό που περνάει από δίπλα. Από πάντα σε εκείνο το σημείο του χωριού είχε τσιγγάνους αλλά τα τελευταία χρόνια εγκαταστάθηκαν οικογένειες και από τα κοντινά χωριά. 

Οι περισσότεροι ασχολούνται με εποχιακές εργασίες. Ανεβαίνουν στο βουνό και μαζεύουν τριαντάφυλλα, μανιτάρια, άγρια φρούτα και τα πουλάνε. Οι σχέσεις ανάμεσα στους Βούλγαρους και τους Ρομά δεν είναι πάντα καλές. Υπάρχει ο ρατσισμός, τους θεωρούν κλέφτες και τεμπέληδες, δεν τους θέλουν στο χωριό μας και τους βλέπουν μειονεκτικά με αποτέλεσμα οι τσιγγάνοι να αντιδρούν άσχημα.

3.JPG

Η μητέρα μου δούλευε σε ένα εργοστάσιο που παρήγαγε βόμβες. Ήταν δύσκολη δουλειά στην οποία μεταφέρανε βαριά μεταλλικά αντικείμενα. Αργότερα ήρθε να δουλέψει στο εργοστάσιο, στο χωριό μας που έφτιαχνε ρουλεμάν. Εκεί η δουλειά ήταν λίγο πιο εύκολη. Ο πατέρας μου είχε αναλάβει τη φροντίδα μου και δούλευε μόνο τα καλοκαίρι στα Κολχόζ. Όλο το χειμώνα έπινε τα τσίπουρα και τα κρασιά που έφτιαχνε από τα αμπέλια μας.

Πέρασα δύσκολα παιδικά χρόνια. Από την μία ο πατέρας μου ήταν αλκοολικός, μεθούσε, μάλωνε με την μητέρα μου. Από την άλλη στα 12 περίπου έμαθα ότι είμαι υιοθετημένη, από μια δασκάλα που με φώναξε σε ένα διάλλειμα και μου είπε απλά ότι οι γονείς μου δεν είναι οι πραγματικοί μου γονείς. Οι ίδιοι είχαν δυσκολία να το αντιμετωπίσουν και ζήτησαν από εκείνη, ως πιο μορφωμένη να μου το πει. Αποφάσισαν ότι έπρεπε να το ξέρω γιατί τα παιδιά με φωνάζανε ήδη μπάσταρδο και μου λέγανε ότι οι γονείς μου δεν ήταν οι πραγματικοί μου γονείς. 

Ήταν βέβαια κάτι που το ένιωθα κάποιες φορές. Έβλεπα ότι δεν μοιάζω στους γονείς μου, ένιωθα ότι υπάρχει κάποιο μυστικό, ότι κάτι μου κρύβουν. Εκείνη την ημέρα περίμενα με αγωνία να πάω στο σπίτι, γιατί το σχολείο ήταν ολοήμερο, με την ελπίδα ότι οι γονείς μου θα διαψεύσουν τη δασκάλα και θα μου πουν πως όλα είναι ψέματα. Όμως η μαμά μου είπε ότι αυτά που μου εκμυστηρεύθηκε ήταν αλήθεια και ο κόσμος μέσα μου γκρεμίστηκε. Ένιωσα προδομένη που ζούσα τόσα χρόνια μέσα σε ένα ψέμα. Είχα δυσκολία να το διαχειριστώ και να το αποδεχτώ. Οι σκέψεις μου ήταν γύρω από το γιατί με άφησε η βιολογική μου μητέρα, γιατί δεν με ήθελε. Όλα αυτά μου έβγαζαν πόνο και χαμηλή αυτοεκτίμηση. Δεν γνωρίζω ακόμα την αιτία που με άφησε μπορώ μόνο να τη φανταστώ. Σήμερα κατανοώ ότι σε τόσο νεαρή ηλικία, για εκείνη ένα μωρό θα ήταν εμπόδιο, δεν θα μπορούσε να συνεχίσει τις σπουδές και ίσως να κατέστρεφε τη ζωή της.

Παρά τις φασαρίες στο σπίτι και τις δυσκολίες ζούσα ελεύθερα παιδικά χρόνια, υπήρχαν στιγμές αγάπης και ηρεμίας στο σπίτι, με τα παιδιά στη γειτονιά τραγουδούσαμε, παίζαμε μπάλα, κρυφτό, θέατρο, μπορούσαμε να πηγαίνουμε όπου θέλουμε, δεν φοβόμασταν. Δεν ήμασταν σαν τα σημερινά παιδιά που είναι περιορισμένα, μπροστά σε έναν υπολογιστή και ένα κινητό. Τελείωσα το δημοτικό που ήταν μέχρι την 8η τάξη και συνέχισα δύο χρόνια στο Γυμνάσιο που ήταν στο Σόποτ, μια γειτονική πόλη και μετά ένα χρόνο μετακόμισα στην Φιλιππούπολη για επαγγελματική κατάρτιση. Πήγα σε σχολή μαγειρικής και σερβιρίσματος που ήταν στις τελευταίες επιλογές μου. Εκείνη την εποχή ήμασταν μέρος ενός καινούργιου πειραματικού προγράμματος του κόμματος. Όποιος δεν συνέχιζε σε κάποια ανωτέρα σχολή στο πανεπιστήμιο, σύμφωνα με τους βαθμούς του ειδικευόταν σε κάποιον τομέα που επέλεγε ένα στατιστικό πρόγραμμα. Ένα κομπιούτερ επέλεγε για εσένα και δεν μπορούσες να φέρεις καμία αντίρρηση σε αυτό. Δεν μπορούσες να αρνηθείς η να κάνεις κάτι διαφορετικό.

4.JPG
maria-ntranghkoy-1.jpg

Στο Γυμνάσιο για δύο συνεχόμενα χρόνια, λίγο πριν κλείσουν τα σχολεία, τέλη Μαΐου πηγαίναμε σε ένα campus που ήταν σαν στρατόπεδο και για δύο εβδομάδες κάναμε στρατιωτικές ασκήσεις, ήταν υποχρεωτικό. Ήμασταν χωρισμένοι σε στρατώνες- αγόρια κορίτσια. Εκεί μας μάθαιναν πώς να αντιμετωπίζουμε τον εχθρό, τους φασίστες, τους καπιταλιστές. Μας μάθαιναν να συναρμολογούμε Καλάσνικόφ και να ρίχνουμε βολές. Κάναμε ασκήσεις στην εξοχή. Στο σχολείο μας έλεγαν συνέχεια πως ο κομμουνισμός είναι το καλύτερο πολιτικό σύστημα, ότι είμαστε όλοι αδέλφια, σύντροφοι, ότι ήμαστε ίσοι, ισότιμοι και το κόμμα είναι ότι καλύτερο στον κόσμο. Όλα όσα άκουγα τα πίστευα και το αγνό παιδικό μυαλό τα αφομοίωνε. Μόνο όταν τελείωσα το σχολείο και βγήκα στην πραγματική ζωή, στην αγορά εργασίας, κατάλαβα ότι ζούσαμε σε μια φούσκα, σε ένα μεγάλο ψέμα. Αλλά ποιος τολμούσε να μιλήσει. Δεν μπορούσες να εκφράσεις ελεύθερα την γνώμη σου ούτε καν την πίστη σου. 

Έπρεπε να το κάνεις στα κρυφά. Μας μάθαιναν ότι δεν υπάρχει θεός γιατί ο κομουνισμός είναι ο θεός. Υπήρχαν εκκλησίες και παπάδες αλλά δεν γινόταν λειτουργίες παρά μόνο στα κρυφά. Δεν απαγόρευαν ρητά σε κάποιον να πάει στην εκκλησία, αλλά ποιος τολμούσε αφού ήξερε ότι μετά θα έχει προβλήματα. Εμένα με βάφτισαν κρυφά και μου έδωσαν το όνομα της μητέρας του πατέρα μου που την έλεγαν Μαρία. Οι άνθρωποι παρόλο το φόβο και τις απαγορεύσεις κατάφερναν και έβρισκαν τρόπο να διατηρούν τις παραδόσεις τους και την πίστη στο θεό. Και οι μουσουλμάνοι που ήταν τότε πολλοί σε αριθμό είχαν πολλές απαγορεύσεις. 

Δεν τους άφηναν να μιλάνε την γλώσσα τους, απαγορευόταν να φοράνε μπούρκες και παραδοσιακές ενδυμασίες και να επισκέπτονται τζαμιά. Το 1984-85 τους άλλαξαν μέχρι και τα ονόματα στα διαβατήρια και στις ταυτότητες για να παραπέμπει το όνομα τους σε Βουλγάρικο και όχι σε Τούρκικο, π.χ. αν ήσουν Αχμέτ γινόσουν Ασέν, αν ήσουν Αισέ γινόσουν Άσια. Αν δεν το έκαναν αυτό τους ξυλοκοπούσαν, τους έστειλαν σε στρατόπεδα και δεν μπορούσαν να δουλέψουν, ούτε να έχουν πρόσβαση σε καμία κρατική υπηρεσία. Οι στρατιώτες έκαναν μεγάλες βαρβαρότητες στη Ροδόπη. Έσβηναν τα ονόματα από τα Μουσουλμανικά νεκροταφεία, κατέστρεφαν μνημεία και επιγραφές. Ήθελαν να εξαφανίσουν το μουσουλμανικό στοιχείο. Στη συνέχεια όμως διατήρησαν και τη πίστη και τη γλώσσα τους όσο και αν το κόμμα προσπάθησε με βίαιο τρόπο να τους το απαγορεύσει.

Η διασκέδαση στα νιάτα μας ήταν οι γιορτές τα καλοκαίρια στις κεντρικές πλατείες και οι παρελάσεις στις μεγάλες εθνικές γιορτές. Χορεύαμε και τραγουδούσαμε Βουλγάρικα και Ρωσικά τραγούδια. Τα Αμερικάνικα απαγορευόταν αλλά μπορεί να ακούγαμε από κάποιον dj που τα έβρισκε κρυφά ή από κάποιον που ερχόταν από το εξωτερικό και άφηνε καμιά κασέτα με ξένη μουσική. Δεν υπήρχαν καφετέριες, μπάρ και ντισκοτέκ μόνο ένα κεντρικό ζαχαροπλαστείο όπου πηγαίναμε για να φάμε καμία πάστα. Δύο τρία εστιατόρια υπήρχαν στην πόλη όλα και όλα, ενώ στο χωριό μας μόνο μια ταβέρνα.

Στη Φιλιππούπολη έκανα πρακτική στα καλύτερα εστιατόρια και κάποιες φορές εξυπηρετούσαμε γκρουπ από την Ελλάδα. Στο τέλος της σχολικής χρονιάς όμως αποφάσισα να επιστρέψω στο χωριό. Στο εργοστάσιο ένας θείος μου ήταν προϊστάμενος, είχε τις υψηλές γνωριμίες και θα με έβαζε να δουλέψω στο χημείο. Στην Βουλγαρία του κομμουνισμού δεν είχε σημασία ποιες είσαι, ποιες οι γνώσεις και οι ικανότητες σου. Αν ήσουν μέλος του κόμματος και είχες τις κατάλληλες γνωριμίες μπορούσες να κάνεις τα πάντα. Έξυπνο παιδί ήμουν και η δουλειά δεν ήταν κάτι δύσκολο. Το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο επεξεργαζόταν το νερό που ερχόταν από το βουνό για να δώσει ενέργεια και εμείς ελέγχαμε τις μετρήσεις του φιλτραρίσματος του νερού. Στην οικογένειά μου δεν ήμασταν φανατικοί του κόμματος, περισσότερο αδιάφορους θα μας έλεγα, αλλά είχαμε συγγενείς στο κόμμα και μας βοήθησαν όταν το χρειαζόμασταν.

6.JPG

Στα 19 μου παντρεύτηκα τον πρώτο μου σύζυγο. Τον γνώρισα σε μια από τις παρελάσεις- γιορτές που οργάνωνε το κόμμα. Οι βασικότατες ήταν η 9η Σεπτεμβρίου – «Ημέρα απελευθέρωσης από το Φασισμό», η 1η Μαίου – Εργατική πρωτομαγιά και 24η Μαΐου – γιορτή του Κυρίλλου-Μεθοδίου «ήμερα Βουλγαρικής Παιδείας και Σλαβικής Γραφής». Για δύο εβδομάδες μπορούσαμε να μην πάμε στην δουλειά και να συμμετέχουμε σε πρόβες για τις γυμναστικές επιδείξεις που λάμβαναν χώρα την ημέρα της γιορτής. Εκεί γνωριστήκαμε με τον άντρα μου, αρχίσαμε να βγαίνουμε και παντρευτήκαμε ένα χρόνο αργότερα. Πήγα να ζήσω στην πόλη, μαζί με τους γονείς του. Από την αρχή είχαμε πολλές συγκρούσεις και φασαρίες οπότε αποφάσισα ενάμιση χρόνο αργότερα το 1987 να χωρίσω και επέστρεψα στο χωριό στην μητέρα μου. 

Ήταν πολύ δύσκολο γιατί τότε οι γυναίκες δεν χώριζαν, ήμουν από τις πρώτες που το τόλμησαν και έτσι είχα ένα ακόμα στίγμα να κουβαλάω στην ζωή μου αυτό της χωρισμένης. Η νοοτροπία ήταν πως ότι και να σου κάνει ο άντρας σου πρέπει να το υπομένεις και να το ανέχεσαι. Με κοιτούσαν περίεργα και στα δικαστήρια ένιωθα ότι είμαι εγκληματίας επειδή διεκδικούσα διαζύγιο. Λίγο πριν πέσει ο κουμμουνισμός πήγα στο Κάρλοβο να δουλέψω σε μια μεγάλη αποθήκη στο τμήμα λογιστικής. Θυμάμαι ότι τότε ερχόταν εισαγωγές από την Ελλάδα – πετσέτες, εσώρουχα Μινέρβα και άλλα ποιοτικά προϊόντα.

maria-ntranghkoy.jpg

Το 1989 ένα μεσημέρι πηγαίναμε να φάμε όλοι οι συνάδελφοι μαζί στην πλατεία και ακούμε ότι ο Ζίφκοφ παραιτήθηκε. Το κομουνιστικό σύστημα κατέρρευσε και τον Ιούνιο θα διεξάγονταν ελεύθερες εκλογές. Δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε, μας φάνηκε αστείο γιατί θεωρούσαμε ότι το κόμμα θα κυβερνάει για πάντα. Ο κόσμος ενθουσιάστηκε με τις εξελίξεις, ζούσαμε καταπιεσμένοι, δεν υπήρχε ελευθερία έκφρασης και επιλογής, υπήρχαν τρομερές στερήσεις και ξαφνικά όλο αυτό τελείωνε και κάτι καινούργιο ξεκινούσε. 

Όσο υπήρχε ο κομμουνισμός για να πάρεις ένα αυτοκίνητο έδινες προκαταβολή 1500 λέβα και περίμενες 15 χρόνια να το πάρεις. Για να αγοράσεις μια τηλεόραση έβαζες μέσον για να την παραλάβεις γρήγορα. Είχε ελλείψεις προϊόντων, τα ράφια των καταστημάτων ήταν άδεια, μόνο τυριά, γάλα, γιαούρτια, ψωμί, τα βασικά θα έβρισκες, άλλα όχι τα προϊόντα που θεωρούνταν ντελικατέσεν. Με την πτώση του καθεστώτος γρήγορα άνοιξαν καφετέριες, εστιατόρια, μεγάλα μαγαζιά, κέντρα διασκέδασης και ταυτόχρονα ξεκίνησαν απεργίες, εκλογές. Ζούσαμε έναν ενθουσιασμό, τον πυρετό της ελευθερίας. Ήταν πολύ ωραία στην αρχή, λεφτά υπήρχαν και κανείς δεν περίμενε πως θα ακολουθήσει η οικονομική κατάρρευση. Μαζί με την πολιτική και την οικονομική κρίση, το 1995 – 1996 αυξήθηκε ο πληθωρισμός και ήρθε η υποτίμηση του νομίσματος. Οι τράπεζες πτώχευσαν και οι καταθέσεις των Βουλγάρων έκαναν φτερά. Τότε άρχισε μια πραγματικά δύσκολη περίοδος της μεγάλης φτώχειας.

Τα επόμενα δέκα χρόνια δούλευα ως σερβιτόρα. Εκεί γνώρισα τον πατέρα του γιού μου. Δουλεύαμε μαζί σε μια ντισκοτέκ. Με ερωτεύτηκε, αισθάνθηκα ότι κάποιος νοιάζεται για εμένα. Ήταν έξυπνος, είχε χαρακτηριστικά που μου άρεσαν και μετά από δύο χρόνια αποφασίζω πως με αυτόν θέλω να κάνω ένα παιδί. Αυτός ήταν παντρεμένος σε διάσταση με την γυναίκα του αλλά δεν έπαιρνε διαζύγιο. Αποφάσισε να πάει να ζήσει και να δουλέψει στην Τσεχία. Μου ζήτησε να πάω μαζί του αλλά δεν είχε σκοπό να χωρίσει. Αρνήθηκα να τον ακολουθήσω γιατί εγώ ήθελα μια πραγματική οικογένεια και έμεινα μόνη να κυοφορώ ένα παιδί. Η μάνα μου ήταν υποστηρικτική σε κάθε μου επιλογή. Για να επιβιώσουμε δούλεψα σε ένα μαγειρείο και ως καθαρίστρια στο σχολείο, ενώ τα απογεύματα δούλευα στο κομμωτήριο που είχα ανοίξει στο σπίτι. Τα λεφτά δεν έφταναν.

8-2.JPG

Το 2000 αποφασίζω να έρθω στην Ελλάδα για μια καλύτερη ζωή. Ήταν γειτονική χώρα, ερχόταν συχνά Έλληνες, οι Βούλγαροι που έφευγαν από το χωριό γυρίζανε με χρήματα, είχανε ευκαιρίες και προοπτικές και το όνειρο μου ήταν να φύγω και εγώ για την Θεσσαλονίκη να μαζέψω κάποια χρήματα και να επιστρέψω. Στην αρχή ήρθα μόνη μου. Άφησα το παιδί πίσω να κλαίει και τα βρήκα σκούρα. Δεν ήξερα τη γλώσσα και δεν μπορούσα να βρω μια ικανοποιητική δουλειά. Μου άρεσε όμως πάρα πολύ η Θεσσαλονίκη. Την ερωτεύτηκα. 

Οι άνθρωποι ήταν χαρούμενοι, χαμογελαστοί, διασκέδαζαν, ήταν έξω καρδιά, ενώ στην Βουλγαρία – αγχωμένοι, σκυθρωποί, αγέλαστοι όπως δηλαδή αρχίζει να γίνεται πλέον ο κόσμος και στην Ελλάδα. Αυτό αποδείχθηκε για εμένα η ειρωνεία και η ατυχία. Έφυγα από μια χώρα που δεν μου άρεσε ο τρόπος ζωής και οι άνθρωποι, βρήκα την πόλη στην οποία θέλω να ζώ αλλά δυστυχώς και η ζωή στη Θεσσαλονίκη τα τελευταία χρόνια αλλάζει. Μου άρεσαν από την πρώτη στιγμή οι Θεσσαλονικείς, είναι φιλόξενοι άνθρωποι. Λάτρεψα την παραλία, το κλίμα, την ατμόσφαιρα , την αύρα της πόλης. Δεν ξέρω πως να το εξηγήσω. Ήταν σαν να έφτασα εκεί που πάντα ήθελα να είμαι. Σαν να ήταν η πραγματική μου πατρίδα, ο προορισμός μου, ο τόπος που ήμουν γεννημένη για να ζω.

9.jpg

Δυσκολεύτηκα να βρω δουλειά, τελικά βρέθηκε ένα σπίτι για να καθαρίζω, αλλά ο εργοδότης μου είπε από την αρχή: «δεν έχει σεξ – δεν έχει δουλειά.». Δεν το ήθελα αυτό και έτσι αποφάσισα να φύγω απογοητευμένη πίσω στην Βουλγαρία. Πήρα μαζί μου την ενέργεια, τις εικόνες, τις αναμνήσεις. Το μυαλό και η ψυχή μου έμειναν στην όμορφη Θεσσαλονίκη, ήθελα οπωσδήποτε να ξαναγυρίσω. Μετακόμισα στο Σαντάνσκι φιλοξενούμενη από μια παλιά συμμαθήτρια και δούλεψα για ένα διάστημα σε μια βιοτεχνία. Η φίλη μου είχε σχέσεις με Ελλάδα, φίλους Έλληνες και ταχτικά ερχόμασταν για διακοπές στην Θεσσαλονίκη και την Χαλκιδική. 

Έτσι γνώρισα τον δεύτερο άντρα μου. Η σχέση μας αναπτύχθηκε, βγαίναμε, γνωριστήκαμε και αποφασίσαμε να παντρευτούμε μετά από δύο χρόνια με πολιτικό γάμο στην Βουλγαρία. 

Έτσι ξαναεπέστρεψα πλέον παντρεμένη στην Θεσσαλονίκη. Έμεινα μαζί του έξι χρόνια. Αρχικά δούλεψα σε μια βιοτεχνία ως υπεύθυνη συσκευασίας. Έμαθα τις μηχανές και άρχισα να ράβω σεντόνια, μαξιλαροθήκες κλπ. Το 2007 μπαίνει και η Βουλγαρία στην Ευρωπαϊκή ένωση, οι μετακινήσεις είναι ελεύθερες και αλλάζει η εμπορική δραστηριότητα των δύο χωρών. Άνοιξα στον Εύοσμο ένα ραφείο. Ήμουν όλη την ημέρα στην δουλειά. Γνώρισα ανθρώπους, έκανα φίλους, η ζωή μου άλλαξε. Δεν είχα αρκετό ελεύθερο χρόνο, δούλευα από τις 6 το πρωί μέχρι της 9 το βράδυ, αλλά παρόλα αυτά δεν έχανα ευκαιρία να χαρώ τις ομορφιές της πόλης. Βγαίναμε κυρίως στην παραλία γιατί εμένα μου άρεσε πάρα πολύ η αίσθηση της θάλασσας. 

Ο γιός μου ήταν μαζί μας και ξεκίνησε σχολείο εδώ από την πρώτη τάξη. Από το 2007 μέχρι το 2011 το μαγαζί πήγαινε πολύ καλά. Μετά τα επόμενα δύο χρόνια με την κρίση δυσκολευόμουν όλο και πιο πολύ. Εντωμεταξύ έχασα την μητέρα μου, το μαγαζί δεν πήγαινε πλέον καθόλου καλά, δεν μπορούσα να πληρώνω ούτε τα έξοδα. Η διέξοδος μου ήταν πάντα η θάλασσα τα Σαββατοκύριακα. Το 2013 αναγκάστηκα να κλείσω το ραφείο, δούλεψα σε μια βιοτεχνία για λίγο, ώσπου για να μην μείνουμε στο δρόμο, αναγκάστηκα να γυρίσω στη Βουλγαρία για τρία χρόνια. Η καρδιά μου όμως έμεινε στην Θεσσαλονίκη. Γνώρισα ανθρώπους, βρήκα υποστήριξη, αγάπη, φίλους, υπήρχαν ακόμα περισσότερα πράγματα που με κρατούσαν δεμένη με την πόλη.

10.jpg

Το 2017 επέστρεψα στην Θεσσαλονίκη και δούλεψα σε μια εταιρία καθαρισμού. Στην αρχή έμεινα στο ξενώνα της «Μητέρας Τερέζα», αλλά γρήγορα κατάφερα να νοικιάσω ένα σπίτι στο Βαρδάρη, δίπλα στο δυτικό τοίχος, στην Αγία Ειρήνη. Κάθε φορά που έβγαινα το πρωί από την πολυκατοικία και περπατούσα στα πλακόστρωτα στενάκια αισθανόμουν ότι ήμουν ντόπια, γέννημα θρέμμα Θεσσαλονικιά, σαν να ζούσα από πάντα εδώ. Ξεκίνησα μαθήματα ελληνομάθειας, προσπάθησα να φτιάξω την ζωή μου. Βρήκα μεγάλη υποστήριξη από το Πρόγραμμα Προαγωγής Αυτοβοήθειας, από το περιοδικό της Σχεδίας, από την Άρσις. Πήρα φροντίδα και πολύ αγάπη. 

Με την Σχεδία κατάφερα να έχω ένα σταθερό εισόδημα αλλά και να έχω την ευκαιρία να κάνω μαθήματα και σεμινάρια. Ανακάλυψα μια άλλη μου αγάπη που ήταν το γράψιμο και η δημιουργική γραφή. Με βοηθούσε να εκφραστώ και να μαθαίνω όλο και καλύτερα την Ελληνική γλώσσα. Μέχρι που έκανα το επόμενο μου βήμα που ήταν να φτιάξω με την βοήθεια ενός προγράμματος της Άρσις το μεταφραστικό μου γραφείο – 7polyglot. 

Από το 2020 μπήκα στη λίστα των διερμηνειών – μεταφραστών και κάνω μεταφράσεις για τα Δικαστήρια, κυρίως έγγραφα από την Βουλγαρική γλώσσα στην Ελληνική και το αντίστροφο, επίσης κάνω διερμηνείες σε δίκες. Είμαι πλέον ελεύθερη επαγγελματίας, είμαι ικανοποιημένη και ήρεμη. Είμαι δραστήρια και έλαβα μέρος σε πολλές και διάφορες δραστηριότητες της «Σχεδίας» και άλλων ομάδων, είχα ευκαιρίες να γνωρίσω ανθρώπους από όλο το κόσμο, να κάνω φιλίες, να πάω σε άγνωστα μέρη. Και το σημαντικό – έστησα μια καινούργια επιχείρηση.

11.jpg

Η Θεσσαλονίκη μου αρέσει όπως μου άρεσε από την πρώτη φορά που ήρθα, εδώ είναι η ζωή μου και δεν θα σκεφτόμουν να φύγω στο κοντινό μέλλον. Θέλω να επεκτείνω την δουλειά μου, να ολοκληρώσω το βιβλίο που γράφω και αφορά την ζωή στην Βουλγαρία κατά την διάρκεια του καθεστώτος. Πρόκειται για προσωπικές ιστορίες και βιώματα σε μορφή μυθιστορήματος. Με ενδιαφέρει αυτό που γίνεται σήμερα, αύριο, σε μια εβδομάδα. Δεν θέλω να βλέπω ούτε πίσω ούτε πολύ μπροστά. Θέλω να ζήσω το τώρα με ότι φέρει στο δρόμο μου. 

Δεν κάνω μεγάλα όνειρα και μεγάλα σχέδια για το μέλλον. Η Θεσσαλονίκη είναι η αγαπημένη μου πόλη, παρά τις δυσκολίες. Δεν εστιάζω την προσοχή μου στα μίζερα και τα αρνητικά. Υπάρχουν τόσα καλά πράγματα που μπορούμε να δούμε γύρω μας, αρκεί να έχουμε τα μάτια ανοιχτά. Οι κλειστοί δρόμοι, το κυκλοφοριακό, η ζέστη, η ανεργία, η έλλειψη ευκαιριών είναι μια πραγματικότητα για την οποία γκρινιάζουν όλοι. Όμως υπάρχει και η υπέροχη θάλασσα που είναι παντού γύρω μας, που προσφέρει γαλήνη και ομορφιά. Δεν μπορούμε να αποφύγουμε κάποιες δυσάρεστες καταστάσεις, δεν είναι στο χέρι μας, αλλά μπορούμε να αποφασίσουμε πώς θα αντιδράσουμε σ’ αυτές. Επιλέγω να εστιάζω την προσοχή μου στα καλά πράγματα και να διώχνω όσο μπορώ μακριά την μιζέρια.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα