Οι βάσεις της θεατρικής ζωής της πόλης

Μέσα από τον Κάρολο Κουν και το Θέατρο Τέχνης καθιερώθηκε ένα θεατρικό κλίμα που διαμόρφωσε τις βάσεις για μια «ανέλπιστη θεατρική ζωή» στη Θεσσαλονίκη.

Γιώτα Κωνσταντινίδου
οι-βάσεις-της-θεατρικής-ζωής-της-πόλης-279529
Γιώτα Κωνσταντινίδου

Στα τέλη του 19ου αιώνα, η Αθήνα αποτελεί το επίκεντρο της θεατρικής δραστηριότητας της χώρας με την ύπαρξη 45 θεάτρων. Δύο θεατρικά στρατόπεδα με εκπροσώπους δυο μεγάλες πρωταγωνίστριες, την Κυβέλη Αδριανού και τη Μαρίκα Κοτοπούλη κυριαρχούν στο θεατρικό γίγνεσθαι της εποχής.

Η νέα πολιτική κατάσταση με το καθεστώς του Μεταξά υποβάλλει το θέατρο σε αλλαγές πιστές στη γραμμή μιας θεατρικής προπαγάνδας  της μεταξικής δικτατορίας. Το θέατρο ως χρήσιμο εργαλείο προώθησης της μεταξικής ιδεολογίας και καθοδήγησης των μαζών μονοπωλεί το ενδιαφέρον στην ομιλία του Μεταξά στη Θεσσαλονίκη στις 14 Μαΐου 1938 στη τελετή θεμελίωσης του Βασιλικού Θεάτρου. «Πιστεύω απολύτως ότι το θέατρο τότε μόνον θα ζήση και θ’ αναπτυχθή όταν γίνη υπόθεσις των μεγάλων λαϊκών μαζών και ουχί μιας περιωρισμένης τάξεως».   

Αυτό που διαφαίνεται στα λόγια του Μεταξά, παρά τις βλέψεις για την επιβολή της ιδεολογίας του και τη θέσπιση νόμου «Περί Θεάτρου» (Νόμος 446, 1937)  που υπέβαλε το θέατρο υπό αυστηρή λογοκρισία, είναι η διάθεσή του να μετατρέψει το θέατρο σε λαϊκό μέσο ψυχαγωγίας και όχι προνόμιο μόνο μιας επιλεκτικής ελίτ.

Στο πνεύμα της εργαλειοποίησης του θεάτρου θα κινηθεί και ο γαμπρός του Μεταξά, Γεώργιος Μαντζούφας, θεωρητικός του Νέου Κράτους και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Βασιλικού Θεάτρου που  εξέφρασε την πίστη του στη σπουδαία αποστολή του Βασιλικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης, «από εδώ θα αρχίση η πνευματική κίνησις και η δημιουργία καλλιτεχνίας σε όλους εν γένει τους τομείς κατ’ αυτόν τον τρόπο η Θεσσαλονίκη θα πρωτοστατήση στον δρόμο προς τον τρίτον Ελληνικό Πολιτισμό, το ιδεώδες που συνέλαβεν η φωτισμένη διάνοια του αρχηγού της Κυβερνήσεως κ. Ιωάννη Μεταξά».  

Στο επετειακό κείμενο του Καρόλου Κουν  για τη Θεσσαλονίκη ο μεγάλος δάσκαλος του θεάτρου θα ευχαριστήσει την πόλη για την εμπειρία, τις συγκινήσεις και τον πλούτο που του χάρισε. Θυμάται την πρώτη επίσκεψή του στην πόλη με το θέατρο «Κοτοπούλη», το 1939, τα έργα που ανέβασε κατά την περίοδο της Κατοχής καθώς και την άφιξή του στο Βασιλικό Θέατρο μετά την απελευθέρωση, το 1945.

Τα σύγχρονα έργα του κυκλικού θεάτρου κατακλύζουν το  Βασιλικό Θέατρο το  ’56 και  το ’58 ο Δήμος Θεσσαλονίκης του παραχωρεί το Δημοτικό Θέατρο Κήπου. Οι Θεσσαλονικείς έχουν τη μοναδική ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με έργα του Λόρκα, Τσέχωφ, Πιραντέλλο, Σαίξπηρ, Μπρέχτ, Καμπανέλλη καθώς και με το αρχαίο δράμα.

Το θεατρόφιλο κοινό της πόλης χτίζει στέρεους δεσμούς με τις παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης. «Παίζαμε στην σκηνή κάτω από τη βροχή. Και οι θεατές κάτω από τη βροχή παρακολουθούσαν κι αυτοί ακίνητοι ως το τέλος. Παίζαμε το «Θείο Βάνια» νομίζω».

Ο μετέπειτα καλλιτεχνικός διευθυντής  του ΚΘΒΕ, Νίκος Μπακόλας τις χρονιές 1980- 1983 και 1991-1993, στην ομιλία που έγινε στη Θεσσαλονίκη, 12-07-1983, «Ο Κάρολος Κουν και η Θεσσαλονίκη», θα αναφερθεί σε μια σειρά παραστάσεων του Θεάτρου Τέχνης που σηματοδοτούν μια εξαιρετικά σημαντική περίοδο για τη θεατρική κίνηση της Θεσσαλονίκης και την εξέλιξή της. Για τον ίδιο, μέσα από τον Κάρολο Κουν και το Θέατρο Τέχνης καθιερώθηκε ένα θεατρικό κλίμα που διαμόρφωσε τις βάσεις για μια «ανέλπιστη θεατρική ζωή» στη Θεσσαλονίκη.

Στον τόμο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Χρονικό 1939- 2007, θα βρούμε μαρτυρίες  για την ύπαρξη παραστάσεων κατά τη διάρκεια της Κατοχής, τον Σεπτέμβριο του 1943 όπου έχει ήδη ιδρυθεί το Κρατικό Θέατρο Θεσσαλονίκης, το οποίο μέσα στα μαύρα σκοτάδια και τις καταστάσεις πείνας και ανέχειας, ανεβάζει σημαντικά έργα, όπως η Βαβυλωνία. Το πρώτο κρατικό θέατρο ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1943, μέσα στο σκοτάδι της γερμανικής κατοχής, ως αντίδραση αρχικά στην πρόθεση του Βούλγαρου αντιπροσώπου – συνεργάτη των Ναζί να εγκαταστήσει στη Θεσσαλονίκη κλιμάκιο του εθνικού θεάτρου της Βουλγαρίας και της όπερας της Σόφιας. Τα σχέδιά του αυτά  προκάλεσαν την άμεση αντίδραση των Ελλήνων, οι οποίοι επιστράτευσαν σε χρόνο ρεκόρ το γερμανομαθή Λέοντα Κουκούλα, το σκηνογράφο Γιώργο Βακαλό και το νέο σκηνοθέτη Κωστή Μιχαηλίδη, οι οποίοι αποτέλεσαν τα πρώτα στελέχη του νεοσύστατου θεάτρου.

Το «Κρατικό Θέατρο Θεσσαλονίκης» εγκαταστάθηκε πρόχειρα στο κτίριο – παράγκα του Λευκού Πύργου. Βασικοί πρωταγωνιστές του ήταν οι Μάνος Κατράκης, Ντόρα Βολανάκη, Έλλη Ξανθάκη, Γιάννης Αυλωνίδης κ.α. Οι παραστάσεις του («Τρισεύγενη» του Παλαμά, «Βαβυλωνία» του Βυζάντιου, «Λουίζα Μίλερ» του Σίλλερ) αποτέλεσαν τα μόνιμα μηνύματα αντίστασης στη γερμανική κατοχή. Για τον πρόδρομο του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, ο Χρήστος Σουγιουλτζής, σημειώνει: «Οι ηθοποιοί φορούσαν ακόμη πάνινα παπούτσια, ο Μάνος Κατράκης, νέος τότε ηθοποιός, γυρνούσε στους δρόμους με ένα τριμμένο παντελόνι μια σπιθαμή πάνω από τους αστραγάλους (…) και όλοι τρέχανε  με τον άδειο τενεκέ της κονσέρβας για το μεσημεριανό συσσίτιό τους, Στ’ αλήθεια οι ηθοποιοί του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος ήσαν προνομιούχα όντα, αφού είχαν εξασφαλισμένη από τον Επισιτισμό μισή οκά φασόλια και πενήντα δράμια λάδι την εβδομάδα. Και όλη αυτή η φτωχοντυμένη καλλιτεχνική μποεμία μεταμορφωνότανε το βράδυ σ’ έναν κόσμο απίθανο και φωτεινό (…)Κι ήταν η μαγική τέχνη του Βακαλό που είχε καταφέρει το μεγάλο θαύμα να μετατρέπει το κάμποτ και τον αλατζά σε μετάξινη στόφα».

Ο προπομπός του μετέπειτα νεοϊδρυθέντος Κρατικού Θεάτρου διαλύθηκε τον Ιανουάριο του 1945 και μετονομάσθηκε σε Λαϊκό Θέατρο Βόρειας Ελλάδας υπό την επίβλεψη της Ομάδας Μεραρχιών του ΕΛΑΣ. Η τελευταία παράσταση δόθηκε αμέσως μετά την απελευθέρωση με το έργο του Βασίλη Ρώτα «Ρήγας Βελεστινλής» με το Μάνο Κατράκη.

«Ανεκοινώθη χθες η ίδρυσης Θεάτρου Βορείου Ελλάδος» 

Στο πλαίσιο μιας φιλικής κουβέντας μεταξύ πνευματικών φυσιογνωμιών και πολιτικών προσωπικοτήτων, το 1960, ο τότε Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής  αναρωτιέται πώς θα μπορούσε να προαχθεί η πνευματική ζωή του τόπου. Ο Γιώργος Θεοτοκάς, σαν άλλος Κωστής Παλαμάς, «Τα σκολειά χτίστε»,  θα προτείνει την ανέγερση θεάτρου στη Θεσσαλονίκη.

Για το σχέδιο οργάνωσης της ίδρυσης του θεάτρου και του προϋπολογισμού, επιστρατεύτηκε ο Σωκράτης Καραντινός, γνωστός από το έργο του ως διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου καθώς και σκηνοθέτης της σκηνής του Εθνικού. Στις 13 Ιανουαρίου το 1961, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ιδρύεται το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος με έδρα το ανεγειρόμενο ακόμη θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Η εφημερίδα, Το Βήμα, αναφέρει: « Η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, η οποία πολλαπλώς ειργάσθη δια την πνευματικήν ανάπτυξιν των βορείων επαρχιών, προσφέρει, χάριν του υψηλού τούτου σκοπού, άνευ ανταλλάγματος το ήδη ανεγειρόμενον Θέατρόν της εις τον Οργανισμό του Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, ο οποίος και θα εδρεύη εντός αυτού. Κατά τους μήνας, κατά τους οποίους δεν θα λειτουργή εις Θεσσαλονίκην το Θέατρον Βορείου Ελλάδος, η σκηνή της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών θα διατίθεται υπ’ αυτής εις άλλα θεατρικά συγκροτήματα.»   

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιθεωρεί τις εργασίες στο Θέατρο της Εταιρείας. Διακρίνονται διαφημίσεις του τότε ελληνικού κινηματογράφου. (Το Κλωτσοσκούφι).

Μέχρι την ολοκλήρωση των εργασιών του Θεάτρου της Εταιρείας, το ΚΘΒΕ βρίσκει προσωρινή στέγη στο Βασιλικό Θέατρο. Η προσωρινή διοίκηση ανατέθηκε στην «Επιτροπή Οργανώσεως Θεάτρου Βορείου Ελλάδος» με Πρόεδρο τον Γιώργο Θεοτοκά, Αντιπρόεδρο τον καθηγητή  Αλέξανδρο Συμεωνίδη , Γενικό Γραμματέα τον ποιητή Γιώργο Θέμελη και μέλη της Επιτροπής, εξέχουσες προσωπικότητες της πόλης, όπως ο Στίλπων Κυριακίδης, ο τότε πρόεδρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Λίνος Πολίτης, ο πρόεδρος της ΔΕΘ, κ. Γεωργιάδης κ.ά. Την καλλιτεχνική Επιτροπή πλαισίωσαν ο Λίνος Πολίτης και ο Γιώργος Θέμελης, Γενικός Διευθυντής ορίστηκε ο Σωκράτης Καραντινός .

Με ένα περιορισμένο προϋπολογισμό (σχεδόν το μισό από εκείνον που κατάφερε να αποσπάσει η Μαρίκα Κοτοπούλη από την κυβέρνηση Μεταξά)  ο θίασος διακρίνεται από λαμπρά ονόματα του θεάτρου, όπως η Θάλεια Καλλιγά, η Κλειώ Νικολάου, η Αντιγόνη Γλυκοφρύδη κ.ά. Δεν έλειψαν, ωστόσο, οι έκτακτες συνεργασίες με ηθοποιούς, όπως ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο Τίτος Βανδής, η Ίλια Λιβυκού, η Άννα Συνοδινού, η μεγάλη κυρία του θεάτρου, Κυβέλη και πολλοί ακόμη.

Το ΚΘΒΕ εγκαινίασε τις παραστάσεις του με τη διδασκαλία του αρχαίου δράματος, «Οιδίπους Τύραννος» σε μετάφραση Φώτου Πολίτη και σκηνοθεσία Σωκράτη Καραντινού,  στο Αρχαίο θέατρο Φιλίππων  και Θάσου.

Σε άρθρο του Γιώργου Θεοτοκά στο Βήμα, (3.09.1961), η επιτυχία και αποδοχή της παράστασης διαφαίνονται από τα λεγόμενά του: «Απλές γυναίκες έκλαψαν με λυγμούς για τα πάθη του Οιδίποδα».

Η χειμερινή περίοδος στο Βασιλικό Θέατρο χαιρετίζει την παράσταση, «Παπαφλέσσας» του Σπύρου Μελά σε σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη.

Στέργιος Φουρκιώτης

Με το Νόμο (ΦΕΚ 163, Τεύχος Α’), στις 24.09.1964, το Κρατικό Θέατρο που τότε λειτουργούσε ως Υπουργική Πράξη (γεγονός που ανέφερε συχνά στους ετήσιους απολογισμούς της θητείας του ο Σωκράτης Καραντινός) μετατρέπεται σε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Στις 30.09.1965 (ΦΕΚ 14, Τεύχος Α’) διορίζονται τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου με πρόεδρο το Βασίλη Τατάκη, καθηγητή Πανεπιστημίου, αντιπρόεδρο το Μιχάλη Σακελλαρίου και Γενικό Γραμματέα το Γιώργο Βαφόπουλο.

Στις 26.07. 1961, ο Γενικός Διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου θα γράψει: « Η Βόρεια Ελλάς απέκτησε το θέατρό της. Και αν το θέατρο είναι ο καθρέπτης του πολιτισμού μιας χώρας, όπως μας διδάσκει η ιστορία του, η Βόρεια Ελλάς πρέπει να είναι υπερήφανη διότι απέκτησε Κρατικόν Θέατρο».

Στον αγιασμό του Κρατικού Θεάτρου, στις 3.06.1961, ο Γιώργος Θεοτοκάς θα χαρακτηρίσει το ΚΘΒΕ ένα ήδη εργαζόμενο οργανισμό που απέχει από κάποιο μακρινό όραμα  ή σχέδιο υπό μελέτη. Είναι στην ουσία ένα αυτοδύναμο κέντρο σοβαρής θεατρικής ζωής που έχει ποικίλους σκοπούς.  Η λειτουργία του εκτείνεται σε θεατρικές παραστάσεις το μισό χρόνο στην πόλη της Θεσσαλονίκης, έχει υποχρέωση να οργανώνει παραστάσεις αρχαίου δράματος, να περιοδεύει στις πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης καθώς οφείλει να καλύπτει θεατρικές ανάγκες της Βόρειας Ελλάδας, να διδάσκει συστηματικά αρχαίους αλλά και νεώτερους κλασικούς, να περιλαμβάνει στο δραματολόγιό του σύγχρονα έργα και κυρίως να αποτελεί σχολείο του λαού και γόνιμη εστία πνευματικής ζωής.

Στέργιος Φουρκιώτης

Στον απολογισμό του πρώτου έτους λειτουργίας του Κρατικού Θεάτρου (η τακτική του ετήσιου απολογισμού συνεχίζεται μέχρι σήμερα με συνέντευξη Τύπου του καλλιτεχνικού διευθυντή και αποστολή Δελτίων Τύπου στα ΜΜΕ με τις δηλώσεις του), ο Σωκράτης Καραντινός θα παραλληλίσει την Κρατική σκηνή της πόλης με χιμαιρικό όνειρο γενεών πολλών και ανθρώπων πολλών, του βορειοελλαδίτικου λαού και του λαού της Ελλάδας ολόκληρης. Θα αναφερθεί στα προβλήματα με τα οποία ήρθαν αντιμέτωποι, τόσο οικονομικά όσο και προβλήματα στέγης (το θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών δεν παραδόθηκε την υποσχόμενη ημερομηνία, στις 28 Οκτωβρίου 1961 αλλά ένα χρόνο μετά), σε ζητήματα διοίκησης, σύστασης θιάσου, τεχνικά προβλήματα και θα εμμείνει στη σημασία των αρχικών στόχων λειτουργίας του θεάτρου ( παρουσίαση ποιητικών κειμένων, καθιέρωση ποιητικών απογευματινών, συνήθης πρακτική του Εθνικού Θεάτρου, συνεχής κατάρτιση θιάσου, εναλλασσόμενο δραματολόγιο, εξειδίκευση τεχνικού προσωπικού, κατάλληλη ψυχαγωγία των νέων και συστηματική επαφή του θεάτρου με πνευματικούς ανθρώπους της πόλης και της επαρχίας).

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα