Όταν έλεγα τα κάλαντα…
Υπήρχαν κάποιοι που είχαν τη φήμη του παράξενου και του στραβόξυλου, μια Ζουμπουλιά θυμάμαι. Σε αυτών την πόρτα δεν πλησίαζες να πεις κάλαντα...
Τα κάλαντα σταμάτησα να τα λέω στο τέλος του Γυμνασίου. Μέχρι τότε τα έλεγα κανονικά. Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά αλλά και Φώτα, διότι γιόρταζε ο αδερφός μου ο Φώτης και ήθελα να μαζέψω κανένα φράγκο να του πάρω ένα δώρο.
Τα έλεγα πάντα στην Τούμπα, στη γειτονιά μου. Βέβαια γειτονιά ήταν τότε όλη η κάτω Τούμπα, ειδικά για μας που αλλάξαμε και πέντε σπίτια οπότε τα όρια της γειτονιάς διευρύνονταν διαρκώς.
Ξεκινούσαμε λοιπόν νωρίς, συνήθως δύο άτομα, από τον Άγιο Θεράποντα και καταλήγαμε στον Άγιο Φανούριο. Σε περιόδους που δεν έπεφτε πολύ χρήμα φτάναμε και στο Παπάφη ή προς τα πάνω στο Ανάχωμα.
Τα σπίτια ήταν μοιρασμένα σε μονοκατοικίες και πολυκατοικίες. Πολλούς τους γνωρίζαμε και μας άνοιγαν αμέσως, άλλοι, κυρίως στα διαμερίσματα ήταν νέοι στην περιοχή και λίγο πιο επιφυλακτικοί. Κανείς δεν μας συμβούλευε να προσέχετε, μη μπαίνετε μέσα σε σπίτια κλπ, διότι οι εποχές ήταν πιο αθώες.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μένα είχαν πάντα τα νέα διαμερίσματα όταν άνοιγαν οι πόρτες. Ειδικά κάποια πιο μοντέρνα για την εποχή. Με έπιπλα μοντέρνα, διακόσμηση μοντέρνα και ανθρώπους μοντέρνους. Μου άρεσε να κρυφοκοιτάζω εντός τους όσο ο νοικοκύρης του σπιτιού πήγαινε να φέρει τα φραγκοδίφραγκα που θα μας έδινε. Ειδικά μερικά διαμερίσματα που διέθεταν τζάκι μου φαινόταν εξωπραγματικά!
Στις μονοκατοικίες, τα παλιά τουμπιώτικα σπίτια που δεν υπάρχουν πια, άνοιγαν συνήθως νοικοκυρές με ρόμπες και μπικουτί στο κεφάλι. Επίσης μεγάλη πέραση είχαν τα κομμωτήρια. Όπως της Κλαίρης στην Ανατολικής Θράκης και του πολύ προχωρημένου Λουκά, που ήταν από τα πρώτα τραβεστί στην πόλη, στην Μαλακοπής. Εκεί μέσα πάντα έφευγες με καλό κομπόδεμα και άκουγες και ιστορίες της γειτονιάς.
Επίσης είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα σπίτια κάποιων καθηγητών μας στο γυμνάσιο που τύχαινε να μένουν στη γειτονιά. Εκεί έβλεπες τον άνθρωπο έξω από την τάξη. Στην πραγματική του ζωή.
Τέλος υπήρχαν κάποιοι που είχαν τη φήμη του παράξενου και του στραβόξυλου, μια Ζουμπουλιά θυμάμαι. Σε αυτών την πόρτα δεν πλησίαζες. Επίσης όταν κάποιοι ήταν μέσα και δεν άνοιγαν φεύγοντας συνήθως μουτζώναμε την εξώπορτα τους.
Στο τέλος της μέρας γινόταν πάντα ταμείο. Πόσα έβγαλε ο καθένας. Συνήθως και αγορές. Υπήρχε ο Σακάλογλου, βιβλιοπωλείο-παιχνιδάδικο που το τιμούσαμε με τα λεφτά από τα κάλαντα στο δημοτικό και ένα άλλο με φρου φρού και αρώματα που δεν θυμάμαι πια πως το λέγανε που παίρναμε καμιά κολόνια στο γυμνάσιο.
Αυτά θυμάμαι από τα κάλαντα που έλεγα παιδί. Και του χρόνου! Γεροί να είμαστε.