Παλιά Θεσσαλονίκη: Εκεί που διασκέδαζε κάποτε η πόλη

Μέρη μυθικά που γράφτηκαν ένδοξες ιστορίες απόλαυσης και κεφιού.

Μυρτώ Τούλα
παλιά-θεσσαλονίκη-εκεί-που-διασκέδαζ-670735
Μυρτώ Τούλα

Η πόλη που αρνείται να πέσει για ύπνο. Έτσι θυμούνται οι επισκέπτες της την Θεσσαλονίκη. Όλα εκείνα που έγραψαν την ιστορία της είναι σίγουρα χαραγμένα στα στέκια και στις συνήθειες όλων εμάς που διαμένουμε εδώ.

Και άλλων που πέρασαν και έχτισαν την νυχτερινή αλλά και κοινωνική ζωή της στις παλιότερες εποχές της. Εποχές, που η Θεσσαλονίκη αποδέχτηκε πρόσφυγες και διαμόρφωσε έναν μοναδικό πολυπολιτισμικό χαρακτήρα τον οποίο κρατά μέχρι και σήμερα. Κάπου εκεί ανάμεσα στους αιώνες, τα πρόσωπα, τις κουζίνες, την μουσική και τις δεκαετίας ενσωματώθηκαν τα νυχτερινά μαγαζιά που διατηρούν ιστορίες αιώνων, την αύρα εποχών αλλοτινών που σε καλούν να τις ανακαλύψεις, μαζί με τα πρόσωπα και τις ταυτότητες δαύτων.

εικόνα από το βιβλίο Η Θεσσαλονίκη στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου

Μερικά από αυτά αλλάξανε την χρήση τους στο πέρασμα των χρόνων, άλλα τη διατήρησαν και κάποια δεν υπάρχουν πια. 

Το 1918, πλησιάζοντας κανείς στην αποβάθρα, παρατηρούσε ξενοδοχεία και τα πιο γνωστά ξενοδοχεία της πόλης. Οι περισσότεροι χώροι αναψυχής βρισκόταν τότε στην πλατεία Ελευθερίας και τη γύρω περιοχή. Εκεί και τα φημισμένα καφέ της πλατείας Ελευθερίας, το Olympos Palace, το cafe Floca και το Crystal. Aυτά τα καφέ ήταν γεμάτα από Άγγλους και Αγγλίδες που έπαιρναν το τσάι τους και που εκεί αποτελούσαν λεγεώνα. Στους εξώστες τους, οι Γάλλοι έπιναν τα απεριτίφ τους, εθνική παράδοση

εικόνα από το βιβλίο Η Θεσσαλονίκη στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου

Το Floca, ήταν μία από τις πιο γραφικές και ζωντανές γωνιές του κόσμου. Προσφέρονταν πρωινά ροφήματα, φυσικοί χύμοι, γλυκά και τσιγάρα. Είχε φτιαχτεί για 50 άτομα, αλλά οι πελάτες ορμούσαν κατά εκατοντάδες στα τραπέζια, στις καρέκλες, στα γκαρσόνια. Σύμφωνα με τον J.J. Frappa ”Πραγματικά, πνίγεται κανείς στους καπνούς και στον ήχο όλων των γλωσσικών ιδιωμάτων της γης. Υπάρχουν αντιπρόσωποι του κάθε συμμαχικού στρατού, αγγλίδες νοσοκόμες, έλληνες αξιωματικοί, ναύτες όλων των χωρών, δημοσιογράφοι, αμερικανοί ρεπορτες, Τούρκοι με φέσι, έμποροι κι απατεώνες κάθε λογής.”

Κοντά στο 1900 οι άντρες ήταν εκείνοι που καθιέρωσαν την συνήθεια των καφενείων. Μαζεύονταν παρέες-παρέες καθόντουσαν σε τραπέζια και συζητούσαν περί επικαιρότητας με τσίπουρο και μεζέδες. Οι γυναίκες συνήθως μένανε στο σπίτι και πέρναν το τσάϊ τους στις αυλές των μονοκατοικιών, γειτονιές-γειτονιές.

εικόνα από το βιβλίο Η Θεσσαλονίκη στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου

Την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1915-1918) δεν υπήρχαν πολλά μπαρ. Με την άφιξη των συμμάχων άρχισαν να φυτρώνουν σαν μανιτάρια γύρω από την ζωντανή πλατεία Ελευθερίας , στην προκυμαία, στην Εγνατία, όλα με ονόματα παρμένα από γνωστά μπαρ του εξωτερικού, του Παρισιού κυρίως, οπωσδήποτε όμως ξενόγλωσσα. 

Υπήρχε Maxim’s Gaite στη Λεωφόρο Νίκης, Bar Francais κάτω απ’ το ξενοδοχείo Splendid Palace, μοναδικό για πρωινό ρόφημα, τσάι και κυρίως γαλλικό καφέ. Υπήρχαν επίσης Μιούζικ-Χολ και καμπαρέ. Τα πιο ”σικ” ήταν το Odeon, ο Λευκός Πύργος και το Skating Rink.

Κάποια χρόνια χρόνια μετά φτάσανε οι πρώτοι πρόσφυγες στην Καλαμαριά εκεί δημιουργήθηκαν και τα πρώτα συνοικιακά καφενεία. Η ανάγκη για επιβίωση και η διαμόρφωση μιας νέας πατρίδας που θα έμοιαζε με εκείνη που άφησαν πίσω ”έχτισε” τα στέκια της Καλαμαριάς.

Σύμφωνα με μαρτυρία του βιβλίου Η Καλαμαριά στο Μεσοπόλεμο: ”Στην δεκαετία του ’30 βάζαμε ρεφενέ από 10-20 δραχμές παίρναμε μια μπύρα, κανένα γλυκό, άλλος έφερνε την αδερφή του, άλλος την εξαδέλφη του, έτσι γλεντούσαμε. Αθώα πράγματα. Και κάναμε και ένα άλλο: χορεύαμε, στο χορό απάνω, αλλάζαμε ντάμες. Ένας καβαλιέρος, χόρευε με τη σκούπα ή με τη καρέκλα. Κάναμε τέτοια κόλπα. Έτσι γλεντούσαμε, αυτά ήταν τα γλέντια. Περνούσαμε καλά, ευχάριστα. Μπορεί να είχαμε φτώχιες αλλά περνούσαμε καλά.”

Το καφενείο του Ζαμπέτογλου στην Καλαμριά ήταν από τα πιο γνωστά. Εκεί μαζευόταν κυρίως οι νέοι πίνανε ρετσίνα, τραγουδούσαν και συχνά κάνανε καντάδες. Στην Καλαμαριά επίσης υπήρχε το ιστορικό καφενείο του Τορούκογλου. ”Ο άντρας μου εδώ που ήταν η παράγκα μας είχε καφενείο, του Τορούκογλου το καφενείο. Εκείνη την εποχή ήταν το Τμήμα Των Ηθών αντί για την αγορανομία που είναι σήμερα. Ερχόταν λοιπόν το Τμήμα Των Ηθών (περίπου το 1936) και λέγανε, ”θα πάμε στου Τορούκογλου το καφενείο να φάμε και να πιούμε”. Κι όταν ερχόταν στο τσακίρ κέφι φώναζαν το Σάββα τον κενετζέτζη κι έπαιζε λύρα. Οι περισσσότεροι χωροφύλακες τότε, ήταν από την Παλιά Ελλάδα και από την Κρήτη. Κι έπαιζε τόσο ωραία που χορεύανε και αρχινούσαν και πυροβολούσαν στο ταβάνι.”

εικόνα από το βιβλίο του Βασίλη Κολώνα η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών

Καμπαρέ Odeon 

To Odeon ήταν ένα από τα κυριότερα κέντρα ξεφαντώματος ”Είχε κάποια κομψότητα στο σχεδιασμό” περιγράφει ο άγγλος συνταματάρχης Owen, κι έμοιαζε ”με μινιατούρα της όπερας Covent Garden. Είχε κομψή σε σχήμα ωοειδές και κατά δύο τρίτα περιβάλλοταν από θεωρία.” Η φασαρία ήταν φοβερή και σχεδόν τίποτα δεν ακουγόταν από τη σκηνή. Πολλά από τα τραγούδια προερχόταν από γαλλικά cabarets, άλλα θα μπορούσε να ήταν γραμμένα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Η μεγαλύτερη φασαρία γινόταν στα θεωρία, οι κυρίες του ιδρύματος, αδίαφορες εξασκούσαν το εμπόριο τους πουλώντας την πανάκριβη σαμπάνια του ιδιοκτήτη, σκύβοντας εδώ κι εκεί προς τους πελάτες αλλά έχοντας πάντα το νου τους στη δουλειά”

Casino του Λευκού Πύργου

Το μοναδικό Casino του Λευκού Πύργου διαφημιζόταν ως music hall, cafe, restaurant, theater, petites femmes, tres chic. Βρισκόταν δίπλα στο μώνυμο μνημείο και διέθετε άνετα διαρυθισμένο κήπο. Μετά τις 4 το απόγευμα γέμιζε από αξιωματικούς όλων των εθνών και από οικογένειες της Θεσσαλονίκης που παίρναν το απεριτίβο ή το παγωτό τους. Η θέα στο Θερμαϊκό ήταν μοναδική και οι συναυλίες που δινόνταν στον κήπο ήταν εξαιρετικές.

”Μετά τις 7 το βράδυ μπορούσε να δειπνήσει κανείς στις ταράτσες που είχαν θέα τον κήπο, έχοντας μπροστά του τη θάλασσα ή  ακόμη στη μεγάλη αίθουσα του εστιατορίου ή στον κήπο. Υπήρχε μουσική και κυρίως γυναίκες: καλλιτέχνιδες γειτωνικών cabarets και μερικές κοσμοπολίτισσες με ακαθόριστο ρόλο, αλλά όλλες πρόθυμες να πουλήσουν τα κάλη τους, αφού έχουν έρθει εδώ όχι για τη διασκέδαση, αλλά για να κερδίσουν χρήματα. Άλλωστε δε διστάζουν να δηλώσουν ό,τι ”time is money’δηλώσε τότε ο P. Roussel 

εικονα facebook

Στις αφίσες του Casino διαφημιζόταν πομπωδώς το music hall του. Η αίθουσα του θεάματος ήταν ευρύχωρη χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο. Επικοινωνούσε με το εστιατόριο και διέθετε έναν προθάλαμο που έβλεπε στον κήπο. Μία μπάντα τσιγγάνων συνόδευε τους καλλιτέχνες και έπαιζε μουσική στο διάλειμμα, όσο για τον θίασο αυτόν καθ’ εαυτόν, αποτελούνταν αποκλειστικά απο γυναίκες. Ενώ τα νούμερα αισθησιακά, κατά το πρόγραμμμα ήταν στην πραγματικότητα απογοητευτικά χυδαία. Διαφόρων ειδών τραγουδίστριες, όπως η diseuse, η επιθεωρησιακή ηθοποιός και η αναπόφευκτη χορεύτρια από την Τουρκία ή την Ινδία αποτελούσαν τα βασικά στελέχη του προγράμματος.

Ωστόσο, στην πραγματικότητα δεν υπήρχε πρόγραμμα, μόλις σηκωνόταν η αυλαία στις 8:30, σε μία ήδη γεμάτη αίθουσα, αρχίζει το πανδαιμόνιο! Ήταν κάτι το απερίγραπτο, μία πραγματική τρέλα. Φανταστείτε 300 ή 400 νεαρούς άνδρες στοιβαγμένους σε μία στενή αίθουσα, οι οποίοι στην εμφάνιση κάθε καλλιτέχνιδος ούρλιαζαν, χτυπούσαν το πάτωμα και τα μαρμάρινα τραπεζάκια με τα μπαστούνια τους και σχημάτιζαν παρέες οι οποίες περιφερόταν στην σάλα. Σφύριζαν, τραγουδούσαν ή μουρμούριζαν σε χαμηλό τόνο κάποιο πένθιμο εμβατήριο του Σοπέν.

Καφενείο ”Παρθενών”

Το ιστορικό καφενείο βρισκόταν στην Λεωφόρο Χαμηδιέ (σημερινή Λεωφόρος Βασ. Όλγας) και χαρακτηρίστηκε ως το σπουδαιότερο κέντρο συναρθροίσεων έως τότε. Εγκαινιάστηκε το 1903 υπό την διεύθυνση του Π. Νέδου. Ήταν και ζυθοπωλείο και ζαχαροπλαστείο, από τα αριστοκρατικότερα της πόλης.

Είχε μπιλιάρδα, διέθετε γραμμόφωνο, αναγνωστήριο με όλον τον ελληνικό και ξενόγλωσσο ημερήσιο Τύπο και το τηλεγραφικό δελτίο του εθνικού πρακτορείου. Εντός του εντόπιζε κανείς και πιανόλες με βιεννέζικες οπερέτες. Περνώντας από τις βαριές πόρτες έβγαινε  στο θαυμάσιο κήπο που βρισκόταν πίσω στη Διαλέττη με ένα μικρό συντριβάνι. Ένα περίπου χρόνο μετά τα εγκαίνια ξεκίνησε να λειτουργεί εντός του Παρθενών ένας κινηματογράφος σύμφωνα με το βιβλίο του Βασίλη Κολώνα ”Η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών”  ο τελειότερος που είδε ποτέ η Θεσσαλονίκη  με 100 εικόνες που ανανεωνόταν καθημερινά και είσοδο ελεύθερη.

εικόνα: facebook

Το καφενείο ήταν το στέκι των οικοδόμων. Εκεί βρισκόταν συχνά και οι χτίστες, μαραγκοί, υδραυλικοί και γυψάδες οι περισσότεροι από δαύτους Ηπειρώτες. Οι εργολάβοι την εποχή του Μεσοπολέμου όταν χρειάζονταν εργάτες για τις οικοδομές, πήγαιναν στον Παρθενώνα κι εκεί, ανάμεσα σ’ έναν καφέ ή το πολύ-πολύ ένα καραφάκι ούζο έκλεινε η δουλειά με μια προκαταβολή και χωρίς ΙΚΑ.

εικόνα: facebook

Στα τραπεζάκια του καφενείου τις βροχερές μέρες που δε δούλευαν τα γιαπιά οι οικοδόμοι έπαιζαν την ξερή, το σκαμπίλι, τα σπαθιά, την πρέφα τους και συζητούσαν χαμηλόφωνα τα ζητήματά τους προσέχοντας να μην τους ακούνε τα όργανα της Ασφάλειας, που είχαν κι αυτοί το στέκι τους εκεί, για ν’ ασκούν τα αστυνομικά τους καθήκοντα, που τα θεωρούσαν “άμυνα του καθεστώτος εναντίον των ειδεχθών κομμουνιστών”. Κι αυτό, γιατί οι οικοδόμοι ήταν μετά τους καπνεργάτες το πιο ζωηρό στοιχείο της εργατικής τάξης.

εικόνα: facebook

Η αίθουσα του καφενείου φιλοξενούσε επίσης και περιοδικές παραστάσεις καλλιτεχνών, ταχυλοδακτυλουργών και κουκλοθέατρο.

Καφενείο ”Μοδιάνο”

εικόνα: Κωνσταντίνος Σφήκας

Κτίστηκε το 1904 από τον Γιάκο Μοδιάνο και βρισκόταν λίγο μετά τη Βίλα Αλλατίνι στο δρόμο της Γεωργικής Σχολής. Το 1910 αγοράστηκε από τον Κωνσταντίνο Νικολάου. Λίγα χρόνια αργότερα χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία της οικογένειας του. Το 1923 ήταν η κατοικία του άγγλου πρόξενου έως το 1940, την επόμενη πενταετία στεγάστηκαν εκεί οι γερμανικές υπηρεσίες, μετέπειτα μετατράπηκε στα ”Εκπαιδευτήρια Ρήγας Φεραίος” και το ”Νέο Σχολείο” . Από το 1995 έως το 1999 λειτούργησε εκεί το εστιατόριο ”Συρακούσες”. Τα τελευταία χρόνια στο ιστορικό καφενείο Μοδιάνο λειτουργεί ο οίκος υφασμάτων ”CRIPE”.

Κήπος του ”Λευκού Πύργου”

εικόνα facebook

Το Casino αργότερα μετατράπηκε σε Κήπο. Ο «Κήπος», ένα από τα πιο διάσημα και κοσμοπολίτικα κέντρα διασκέδασης στη ζωή της Θεσσαλονίκης, δέσποζε για πενήντα χρόνια στη ζωή της πόλης. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα πλήρες συγκρότημα διασκέδασης που λειτουργούσε όλο το χρόνο αλλά το καλοκαίρι αποθεώνονταν. Το ψυχαγωγικό συγκρότημα λειτουργούσε ως καφεζαχαροπλαστείο – αναψυκτήριο – κέντρο διασκέδασης, με δυναμικότητα 2000 καθίσματα. Παραδίπλα από το Λευκό Πύργο, εκεί που μεγάλωσε η παραλία με το μπάζωμα της θάλασσας, λειτούργησε για πολλά χρόνια με την ευθύνη του έμπειρου επιχειρηματία Κωνσταντίνου Ρώμπαπα. Tα σχέδια του οφείλονται στον αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Παιονίδη ο οποίος σύμφωνα με τις περιγραφές της εποχής και το βιβλίο του Βασίλη Κολώνα ”Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών” έκτισε ένα ”ογκώδες οικοδόμημα διαιρουμένον εις αίθουσας ρεστωράν, καφενείου και μιαν αίθουσαν συναυλιών μετατρέπεισαν σεις θέατρο”.

Τους θερινούς μήνες η πλατεία του Κήπου χωριζόταν σε δύο κομμάτια. Το ένα μέρος προς τον δρόμο καταλάμβαναν τα τραπέζια του εστιατορίου ενώ στο παραλιακό υπήρχαν τα τραπέζια του ζυθοπωλείου με θέα τον Λευκό Πύργο και την σκηνή του θεάτρου, ή το λευκό πανί του κινηματογράφου.

εικόνα: H Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών βιβλίο του Βασίλη Κολώνα

Εκεί στη σκηνή του Κήπου βρέθηκαν οι καλύτεροι αθηναϊκοί θίασοι όπως εκείνος της Μαρίκας Κοτοπούλη, ο κινηματογράφος του θεωρούνταν μέγας και πρωτοφανής για την πόλη. Στην αίθουσα του εστιατορίου φιλοξενούνταν δεξιώσεις. Πραγματικά αριστοκρατικό, φιλοξένησε θρυλικές παραστάσεις, προβολές ταινιών στο θερινό του κινηματογράφο, καμπαρέ αλλά και συναυλίες με μεγάλες τζαζ μπάντες και εμφανίσεις προσεγμένες καλοντυμένων Θεσσαλονικέων. Θρυλικές χοροεσπερίδες, όπως ο χορός των Συντακτών και καλλιστεία. Κατά διαστήματα στον «Κήπο» εμφανίστηκαν και φημισμένες ευρωπαϊκές ατραξιόν, χορευτικά, ακροβατικά και νούμερα διεθνούς φήμης.Τον Ιούνιο του 1908 στον Κήπο λειτούργησαν θαλάσσια λουτρά. Η φήμη του ήταν μεγάλη σε όλη την Ευρώπη και καλλιτέχνες από παντού ζητούσαν να εμφανιστούν στις σκηνές του. Τα καθίσματα του δεν επαρκούσαν για τις ανάγκες των επισκεπτών. Οι εγκαταστάσεις του θρυλικού Κήπου του ”Λευκού Πύργου” κατεδαφίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1950.

εικόνα από το βιβλίο: Η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών του Βασίλη Κολώνα

εικόνα: facebook
εικόνα: facebook

Όλυμπος Νάουσα

εικόνα: facebook

Το περίφημο εστιατόριο με την πανελλήνια αλλά και διεθνή φήμη «Όλυμπος Νάουσα» κάποια εποχή λειτουργούσε ως κέντρο διασκέδασης. Το ακίνητο «Όλυμπος Νάουσα» κατασκευάστηκε το 1926, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ζακ Μοσσέ και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα αρχιτεκτονικής της πόλης της εποχής του μεσοπολέμου, στο πλαίσιο του εκλεκτικισμού των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, με αρχιτεκτονικά και διακοσμητικά στοιχεία που παραπέμπουν στην belle epoque και το νεοκλασικισμό. Το εσωτερικό του με τις ψηλοτάβανες αίθουσες ήταν διακοσμημένο με ευρωπαϊκές ταπετσαρίες και γύψινες διακοσμήσεις, ενώ οι βιενέζικες καρέκλες ήταν το σήμα κατατεθέν του. Στο πίσω μέρος, διέθετε έναν καταπράσινο κήπο.

εικόνα: facebook
εικόνα: facebook
εικόνα: facebook

Το 1927, στο ισόγειο ξεκινά τη λειτουργία του το συνεταιρικό εστιατόριο που άφησε ιστορία. Συναποτελούσε, μαζί με το Μεντιτερανέ και τον Φλόκα, την τριάδα της θεσσαλονικιώτικης φήμης. Το 1942 και σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, λειτούργησε σαν καμπαρέ-μιούζικ χολ στη μια αίθουσα, με ορχήστρα και τραγουδίστριες σαν τη Νινή Ζαχά και τη Μαίρη Σοΐδου. Στο «Όλυμπος Νάουσα» δεν υπήρχε περίπτωση να πας Σαββατοκύριακο χωρίς κράτηση και η φήμη του βασίστηκε στο καλό παραδοσιακό φαγητό. Για 60 χρόνια, ήταν το ορόσημο της γαστρονομίας στην πόλη και η φήμη του είχε ξεπεράσει τα σύνορα της χώρας, αφού έβρισκε θέση στα καλύτερα εστιατόρια του κόσμου. Από εκεί πέρασαν διάσημοι πολιτικοί και αστέρες, όπως Γεώργιος Παπανδρέου, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Ζισκάρ ντ’ Εστέν, Μακάριος κ.ά.

εικόνα: facebook

Μετά το θάνατο του τελευταίου συνεταίρου, Αριστοτέλη Σφήκα, οι παλιοί και πιστοί σερβιτόροι ανέλαβαν να διατηρήσουν το εστιατόριο αλλά δεν τα κατάφεραν. Το θρυλικό εστιατόριο κατεβάζει ρολά τον Ιούνιο του 1994 κι έκτοτε το κτίριο παραμένει κλειστό. Κηρυγμένο διατηρητέο παρέμενε σε κακή κατάσταση για χρόνια, αλλά τα τελευταία χρόνια πραγματοποιήθηκε ανακαίνιση και το κτίριο πουλήθηκε με σχέδιο να γίνει ξενοδοχείο.

εικόνα: facebook

 Καφέ “Ντορέ” 

Το “Ντορέ” στην Εθνικής Αμύνης

Στην καρδιά της πόλης, ακριβώς απέναντι από τον Λευκό Πύργο, βρίσκουμε μέχρι σήμερα ίσως το μακροβιότερο υπάρχον στέκι της Θεσσαλονίκης, ένα σημείο θρύλο που κουβαλάει στο όνομά του την ιστορία ενός αιώνα. Ο λόγος για το “Ντορέ”, το ιστορικό καφέ της Θεσσαλονίκης που στήθηκε με τα τότε ευρωπαϊκά πρότυπα και μάζεψε εντός του από καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες μέχρι πολιτικά πρόσωπα και μέλη βασιλικών οικογενειών, που έγινε σημείο αναφοράς για ανθρώπους που άφησαν το αποτύπωμά τους στα τελευταία εκατό χρόνια της πόλης. Ξεκινώντας από την σημερινή Αλ. Σβώλου, μεταφέρθηκε στο τωρινό του σημείο μετά από 50 χρόνια όπου παραμένει σε παραλλαγμένη μορφή.

Το Καφέ “Ντορέ” έχει άρρηκτα συνδεθεί με τη Θεσσαλονίκη και την πολιτική, πολιτιστική, κοινωνική, αθλητική ιστορία της. Όμως, έχει συνδέσει το όνομά του και με την ιστορία της χώρας. Στη μακρόχρονη διαδρομή του, πριν αλλάξει η εικόνα του, φιλοξένησε και δέχθηκε αρχηγούς κρατών, πρωθυπουργούς, πρίγκιπες, πολιτικούς άνδρες, ένδοξους στρατηγούς, επιφανείς επιστήμονες, καλλιτέχνες, επιχειρηματίες, κινηματίες και δικτάτορες που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη ιστορία. Για μια μεγάλη περίοδο το “Ντορέ” ήταν ό,τι πιο λαμπρό είχε να επιδείξει η μακεδονική πρωτεύουσα. Είναι πράγματι πολύ μεγάλη η αίγλη που γνώρισε αυτό το καφεζαχαροπλαστείο. Κάλλιστα θα μπορούσε κάποιος να το συγκρίνει με το περίφημο καφενείο “Ζαχαράτου” στην Αθήνα, και από μία άποψη με το πασίγνωστο Demel στην Βιέννη, “στέκι” του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ. Ήταν την εποχή εκείνη το σημείο συνάντησης και αναφοράς των σημαντικών Θεσσαλονικέων. Η ιστορία του “Ντορέ” είναι συναρπαστική, μοναδικό κομμάτι από την ιστορία της Θεσσαλονίκης, γιατί σ’ αυτήν εμπλέκονται πολλές και σημαντικές προσωπικότητες.

Η μεγάλη ηθοποιός Κατίνα Παξινού με τον Φ. Φίνο και τον Παντελή Ζερβό

Ήταν το 1908, όταν ο Αλφρέδο Μορατόρι, εξέχων Θεσσαλονικιός και πατριώτης, ίδρυσε στη γωνία των οδών Εθνικής Αμύνης και Πρίγκιπος Νικολάου, σήμερα Αλεξάνδρου Σβώλου, καφεζαχαροπλαστείο, αρχικά με το όνομα “Ανατολικό Ζαχαροπλαστείο”. Εκεί ο σεφ ζαχαροπλάστης “Αλή Μπαμπά”, (πιθανόν να είναι και παρατσούκλι) παρασκεύαζε τα περίφημα σιροπιαστά γλυκά, που απολάμβαναν εκτός από τους Τούρκους μπέηδες και πασάδες και οι παλιοί Θεσσαλονικείς, γνωστοί ως “μπαγιάτηδες”. Με την επανάσταση των Νεότουρκων στη Θεσσαλονίκη, τον Ιούλιο του 1908, το “Ντορέ” φιλοξενούσε τους νέους αξιωματικούς και μεταξύ τους τον Κεμάλ Ατατούρκ. Ο Ατατούρκ έπινε συνήθως ρακί σε ειδικά ποτήρια κόκκινου χρώματος. Σε μπλε ποτήρια έπιναν οι Έλληνες θαμώνες. Ο Τάκης Ξεφτέρης, ανεψιός του Αλφρέδο Μορατόρι, ιδιοκτήτης και διευθυντής του “Ντορέ”, μέχρι που έφυγε από τη ζωή εδώ και μερικά χρόνια, διατηρούσε τα ποτήρια και τα κανατάκια του ρακιού σε συλλογή ενθυμίων.

Ο Φ. Φίνος και η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Στο κέντρο ο Τάκης Ξεφτέρης, ιδιοκτήτης-διευθυντής του “Ντορέ”

Στο “Ντορέ” κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο σύχναζαν και οι ανώτεροι αξιωματικοί των συμμαχικών δυνάμεων που στάθμευαν στη Θεσσαλονίκη. Από το “Ντορέ” περνούσαν και οι αξιωματικοί του γαλλικού και του βρετανικού στρατού με τις εντυπωσιακές στολές τους, ιδιαίτερα οι ουσάροι του ιππικού για να πάρουν έναν γαλλικό καφέ, ένα τσάι ή μια βιεννέζικη σοκολάτα, όπως επέστρεφαν από το περίφημο σαλόνι της μαντάμ Άννας, εκεί κοντά, στην οδό Αγγελάκη, όπου προηγουμένως “διασκέδαζαν”.

Ο Τάκης Ξεφτέρης με συντροφιά. Στο βάθος το πορτρέτο του Αλφρέδο Μορατόρι.

Θύμα της μεγάλης πυρκαγιάς του 1917 ήταν και το “Ντορέ”, που καταστράφηκε ολοσχερώς. Στην προσπάθεια αναδημιουργίας του συνέβαλε αποφασιστικά η επαναστατική κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου, που έδωσε εντολή στο δήμαρχο Αγγελάκη να παράσχει κάθε δυνατή βοήθεια. Έτσι λίγο αργότερα στην ίδια θέση ξαναγεννήθηκε ένα νέο “Ντορέ”‘, μοντέρνο, πολυτελές, με νέα ευρωπαϊκή επίπλωση, νέο εξοπλισμό, όλα ειδική παραγγελία από τη Βιέννη. Ο Ιταλός αρχιτέκτων Βιταλιάνο Ποζέλι, ήταν αυτός που σχεδίασε το νέο “Ντορέ”, δημιουργώντας ένα ανεπανάληπτο περιβάλλον. Ο ίδιος έκανε τα σχέδια και για το Διοικητήριο, το Γ’ Σώμα Στρατού, την βίλα Αλλατίνη, σήμερα Νομαρχία, το κτίριο της Παλιάς Φιλοσοφικής Σχολής -τότε Πανεπιστήμιο – και για άλλα εντυπωσιακά νεοκλασικά κτίρια. Το νέο “Ντορέ” διέθετε και αίθουσα μπιλιάρδου, βιεννέζικης προέλευσης. Ανάμεσα στις προσωπικότητες που σύχναζαν την περίοδο αυτή είναι ο Γεώργιος Κονδύλης και ο Θεόδωρος Πάγκαλος.

Η μπολιέρα του ποντς

Mετά την μικρασιατική καταστροφή στους πρόσφυγες το “Ντορέ” για ένα σημαντικό διάστημα, μέχρις ότου αποκατασταθούν, προσέφερε ένα πρωινό ρόφημα και ένα ζεστό μεσημεριανό γεύμα. Ξεχωριστοί επισκέπτες του “Ντορέ” αυτή την περίοδο ήταν ο πρίγκιπας Αλέξανδρος και η Ασπασία Μάνου, ο μεγάλος έρωτάς του. Η δικτατορία Παγκάλου έφερε στο “Ντορέ” τον επιτελάρχη Σπύρο Καραπάνο, τον υπασπιστή του Σπύρο Μυρώνη, τον φρούραρχο Σπανόπουλο και άλλους αξιωματούχους του καθεστώτος.

Την περίοδο της Αποκριάς το “Ντορέ” γνώριζε μεγάλες πιένες, με τον Χορό των Συντακτών “Λευκή Άρκτος” και και τον χορό της Φιλοπτώχου Αδελφότητος. Όλη κοσμική Θεσσαλονίκη έδινε το “παρών”. Οι κυρίες με έξωμες τουαλέτες και κρινολίνα και οι κύριοι με σμόκιν απολάμβαναν τα περίφημα παγωτά Σάρα Μπερνάρ, Αρμενοβίλ, Ουράνιο Τόξο και άλλα. Μεταξύ τους ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης Νικόλαος Μάνος και ο Αντιδήμαρχος Απόστολος Κοσμόπουλος. Η μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929, ανέστειλε τις μεγάλες εκείνες εκδηλώσεις.

Με την κήρυξη του Πολέμου οι φίλοι και οι τακτικοί θαμώνες του “Ντορέ” άρχισαν να αραιώνουν. Τον Απρίλιο του 1941 το “Ντορέ” επιτάχθηχε από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό, που χρησιμοποίησε το μισό καφέ ως εργαστήριο κατασκευής αναπηρικών βοηθημάτων. Με την πάροδο του χρόνου, το “Ντορέ” έγινε στέκι πολλών στελεχών της Εθνικής Αντίστασης. Στο “Ντορέ” σύχναζαν οι στρατηγοί Βαρδουλάκης, Αργυρόπουλος, Αβδελάς, Τσιρούλης, Χρυσοχόου και Φροντιστής. Λίγο αργότερα (44-45) σύχναζαν εκεί τα στελέχη του ΕΛΑΣ Μπακιρτζής, Σαράφης, Βαφειάδης και άλλοι. Στα χρόνια που ακολούθησαν, το “Ντορέ” συνέχισε να φιλοξενεί προσωπικότητες από όλους τους χώρους: Γεώργιος Παπανδρέου, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Σοφ. Βενιζέλος, Γιάννης Τσιριμώκος, Πέτρος Λεβαντής, πολιτικός, ιδρυτής της εφημερίδας “Ελληνικός Βορράς”. Στους τακτικούς θαμώνες συγκαταλέγονται ο δημοσιογράφος Ηλίας Κύρου, αρθρογράφος και αρχισυντάκτης της εφημερίδας “Ελληνικός Βορράς”, ο Σάκης Αθανασιάδης ανώτερος υπάλληλος της ΑΤΕ.

Το “Ντορέ” συμμετείχε ενεργά στα Φεστιβάλ Κινηματογράφου και Τραγουδιού. Από τότε που καθιερώθηκε ο θεσμός από την ΔΕΘ, το “Ντορέ” ήταν το κατ’ εξοχήν στέκι καλλιτεχνών όπως και το επίκεντρο των σχετικών εξελίξεων. Οργανωτές, καλλιτέχνες, παραγωγοί, σκηνοθέτες, μαέστροι, κριτικοί παράγοντες, δημοσιογράφοι, από τους χώρους του θεάτρου, του κινηματογράφου και του τραγουδιού, ολόκληρο σχεδόν το δυναμικό της χώρας όσο διαρκούσαν τα φεστιβάλ έδιναν δυναμικό παρών στο “Ντορέ”. Ολονύκτιες συζητήσεις, διαφωνίες, διαμάχες, ομηρικοί καβγάδες, παρασκήνιο, με μια λαχταριστή μακαρονάδα ή μια ζεστή σούπα. Ατμόσφαιρα ανεπανάληπτη. Οι καλλιτεχνικές παρουσίες δεν έχουν αρχή και τέλος. Κατίνα Παξινού, Αλέξης Μινωτής, Έλλη Λαμπέτη, Αλίκη Βουγιουκλάκη, Τζένη Καρέζη, Μελίνα Μερκούρη, Φιλοποίμην Φίνος, Τζέιμς Πάρις, Ειρήνη Παπά, Μάνος Χατζηδάκης, Μίκης Θεοδωράκης, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Μάριος Πλωρίτης, Γιάννης Μαρής, Άλκης Στέας. Όμως στο Ντορέ φιλοξενήθηκαν και η Ρίτα Χέιγουορθ, η Σιλβί Βαρτάν και η Ραφαέλα Καρά.

Στην νεότερη ιστορία του, σημείο σταθμός ήταν όταν στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 ο Τάκης Ξεφτέρης, στην προσπάθειά του να σώσει το “Ντορέ”, πρότεινε στην Δέσποινα Μαυρομμάτη, ιδιοκτήτρια του “Ζύθου” στα Λαδάδικα, να συνεχίσει την λειτουργία του. Έτσι, έγινε μια αναβίωση του Καφέ “Ντορέ” με την μορφή πια ζυθοεστιατορίου με το όνομα “Ντορέ Ζύθος”, το οποίο λειτουργεί σε αυτή την μορφή από το 1995 μέχρι σήμερα, στην οδό Τσιρογιάννη στην περιοχή του Λευκού Πύργου, στον ίδιο χώρο που για δεκαετίες γνώρισε η Θεσσαλονίκη το ιστορικό στέκι. Τα διακοσμητικά στοιχεία που συναντάμε σήμερα εντός του είναι μάλιστα αυθεντικά, καθώς από το ξύλινο μπαρ με σκαλιστά κομμάτια μέχρι τα χειροποίητα πλακάκια και την αρχική πινακίδα του “Ντορέ”, ανήκαν στο παλιό ιστορικό καφέ, ένα μέρος της ατμόσφαιρας του οποίου ζει σήμερα με αυτόν τον τρόπο.

Πηγές: Η Θεσσαλονίκη Εκτός των Τειχών του Βασίλη Κολώνα/Εκδόσεις: University Studio Press, Η Θεσσαλονίκη στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, Wikipedia, Facebook, Parallaxi, ΑΠΘ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα