Παλιά Θεσσαλονίκη: O θρυλικός κινηματογράφος «Αλκαζάρ»
Ο κινηματογραφικός μύθος της οδού Εγνατίας.
Στο άγνωστο για πολλούς Χαμζά Μπέη Τζαμί, που βρίσκεται μπροστά από το Παλιό Δημαρχείο, γωνία Βενιζέλου με Εγνατία και απέναντι από το έτερον ισλαμικό μνημείο, το Μπεζεστένι, στεγαζόταν επί πολλά χρόνια κάποτε ο θρυλικός κινηματογράφος της πόλης «Αλκαζάρ».
Πρόκειται για ένα σινεμά με ενδιαφέρουσα ιστορία, την οποία είναι ευκαιρία να θυμηθούμε και να ξεδιπλώσουμε αναλυτικά σήμερα.
Άλλωστε αυτός ο κινηματογράφος συνδέθηκε στενά με την εικόνα της «χρυσής εποχής του κινηματογράφου».
Παρατίθεται για αρχή μια εικόνα από το Χαμζά Μπέη Τζαμί, φωτογραφημένο από την Εγνατία μετά τη μεγάλη πυρκαγιά:
Λίγα λόγια για το μνημείο όπου στεγάστηκε ο κινηματογράφος και την ιστορία του (από το αρχείο της Parallaxi και την αγαπημένη μας Κύα Τζήμου):
Το πραγματικό όνομα του μνημείου το χρησιμοποιούν μόνο λίγοι στη Θεσσαλονίκη.
Το μνημείο χτίστηκε στα 1467 (επί του σουλτάνου Μουράτ Β’) από την κόρη του στρατιωτικού διοικητή Χαμζά Μπέη, Χαφσά Χατούν, με σκοπό την χρήση του ως Μετζίτ, δηλαδή μικρό συνοικιακό τέμενος χωρίς μιναρέ (στο οποίο τότε δεν τελούταν η επίσημη μεσημβρινή προσευχή της Παρασκευής). Την πληροφορία μας δίνει η κτητορική επιγραφή που βρίσκεται εντοιχισμένη στη δυτική πλευρά του κτιρίου, στα δεξιά τής εισόδου και αναγράφει: «Οι χώροι λατρείας ανήκουν στον Αλλάχ. Γι’ αυτό, μην επικαλείσαι κανέναν εκτός από τον Αλλάχ/ Αυτό το ευλογημένο τέμενος χτίστηκε από τη Χαφσά, κόρη του Χαμζά Μπέη -μακάρι ο τάφος της να είναι εξαγνισμένος-/ Μακάρι ο Θεός να ελεεί όσους επισκέπτονται το τέμενος και προσεύχονται για την ιδρύτρια. Το έτος (Εγίρας), οκτακόσια εβδομήντα δύο».
Το έτος 872 αντιστοιχεί στο γρηγοριανό έτος από 2/8/1467-21/7/1468. Κατά την ίδια πηγή, εικάζεται ότι στη θέση του προϋπήρχε γυναικείο μοναστήρι, παράδοση την οποία σεβάστηκαν οι Οθωμανοί μετά την άλωση της Πόλης χτίζοντας ένα τέμενος με ιδρυτή γυναίκα. Δεν αποκλείεται μάλιστα το αρχικό μικρό τέμενος να κτίσθηκε με οικοδομικά υλικά από το μοναστήρι.
Το Χαμζά Μπέη τζαμί αποτελεί τον παλαιότερο σωζόμενο ισλαμικό χώρο λατρείας που χτίστηκε στη Θεσσαλονίκη. Τα πρώτα χρόνια μετά την άλωσή της πόλης, το 1430, οι πρώτοι μουσουλμάνοι που εποίκησαν εξυπηρετούσαν τις θρησκευτικές τους ανάγκες σε χριστιανικούς ναούς που είχαν μετατραπεί σε τζαμιά.
Το συγκεκριμένο είναι από τα πρώτα τζαμιά που κτίστηκαν στη Θεσσαλονίκη μετά την Άλωση και από τα ελάχιστα δείγματα πρώιμης οθωμανικής αρχιτεκτονικής στα Βαλκάνια. Η μορφή του κτιρίου, όταν ολοκληρώθηκε η ανέγερση του, διέφερε πολύ από την σημερινή και διαφοροποιήθηκε στη διάρκεια των χρόνων με διάφορες κτιριακές προσθήκες.
Το τζαμί αρχικά αποτελούνταν από μια μονόχωρη, τετράπλευρη αίθουσα προσευχής καλυμμένη με μολυβδοσκέπαστο τρούλο. Ολόγυρα το τέμενος περιβαλλόταν από κήπο με συντριβάνι.
Στη διάρκεια του 16ου αιώνα έγινε προσθήκη δύο ορθογώνιων θολωτών χώρων στη βόρεια και νότια πλευρά του αρχικού τζαμιού, κατασκευάστηκε μια ασύμμετρη περιμετρική στοά με περίβολο στα δυτικά, μοναδική του είδους σε τζαμί στον Ελλαδικό χώρο, και μιναρές στην νοτιοδυτική γωνία. Το 1620, ύστερα από σεισμό ή πυρκαγιά, έγινε η τρίτη ανακατασκευή του τεμένους, από τον Καπί Μεχμέτ Μπέη, σύμφωνα με άλλη επιγραφή που βρίσκεται επάνω από την είσοδο.
Αυτή τη στιγμή θεωρείται το μεγαλύτερο σωζόμενο τζαμί που βρίσκεται σε ελληνικό έδαφος και εκτείνεται σε συνολική έκταση 1150 τ.μ. Η τετράγωνη θολοσκεπής αίθουσα ύψους 17 μ. φωτίζεται από οκτώ τοξωτά παράθυρα και έναν κυκλικό φεγγίτη. Είκοσι δύο μαρμάρινες κολώνες με 15 κιονόκρανα παλαιοχριστιανικών χρόνων (5ος – 6ος αι.) στηρίζουν τις στοές που περιβάλλουν τον αίθριο χώρο.
Επίσης το Χαμζά Μπέη τζαμί είναι το μοναδικό στα Βαλκάνια που διαθέτει αίθριο, με εξαίρεση τα τζαμιά της Αδριανούπολης και της Κωνσταντινούπολης (που υπήρξαν πρωτεύουσες της οθωμανικής αυτοκρατορίας). Ήταν άγραφο προνόμιο των οθωμανών σουλτάνων να έχουν περίστυλες αυλές στα τζαμιά τους. Και το συγκεκριμένο δεν ήταν σουλτανικό. Πρόσφατα η προσάρτηση του αιθρίου στο τζαμί συνδέθηκε με τον σουλτάνο Σελήμ Β’.
Τον Αύγουστο του 1569 ο σουλτάνος Σελήμ Β’ (1564-1574) διέταξε την απόσπαση είκοσι κιόνων από τον ναό του Αγίου Μηνά, τον μητροπολιτικό ναό των Ασωμάτων (Ροτόντα) και το γνωστό από τις πηγές ανδρώο «βασιλικό» μοναστήρι της Θεοτόκου του Υπομιμνήσκοντος που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της περίστηλης αυλής. Επί τέσσερις αιώνες συγκέντρωνε πλήθος πιστών κάτω από τον μεγαλόπρεπο θόλο του στο πολυσύχναστο σταυροδρόμι δύο βυζαντινών δρόμων που ένωναν το λιμάνι με τη βορινή πύλη της περιτειχισμένης Θεσσαλονίκης.
Το Χαμζά Μπέη Τζαμί είναι γνωστό στους περισσότερους Θεσσαλονικείς ως «Αλκαζάρ», από τον ομώνυμο λαϊκό κινηματογράφο που στεγάστηκε για χρόνια στην περίστυλη αυλή του τεμένους.
Μαρτυρίες δίνουν για το Αλκαζάρ την εικόνα της «χρυσής εποχής του κινηματογράφου»:
«Στον κινηματογράφο σύχναζαν πολλοί Εβραίοι με μαύρα σπόρια και γκαζοζίκος που δεν έφευγαν πριν κλείσει ο κινηματογράφος βλέποντας αχόρταγα τα ίδια έργα» (Η «Χαμένη» Εγνατία των Αναστασιάδη-Χεκίμογλου).
Ο κινηματογράφος λειτούργησε από τα τέλη του 1932, στον στεγασμένο πλέον αίθριο χώρο, τη βόρεια και την ανατολική στοά, καθώς και σε τμήματα της δυτικής και νότιας στοάς του αίθριου (υπό την διεύθυνση των αδελφών Σεγούρα) και έκλεισε οριστικά στα μέσα της δεκαετίας του 80.
Έχει ενδιαφέρον στο σημείο αυτό το εξής σχόλιο της Κύας Τζήμου: «Να επισημάνουμε και την γενικότερη αδιαφορία και έλλειψη σεβασμού απέναντι στα μνημεία λατρείας μιας άλλης θρησκείας. Μπορείτε νομίζω να φανταστείτε τι θα γινόταν αν μια χριστιανική εκκλησία σε τουρκικό έδαφος μετατρεπόταν σε λαϊκό σινεμά».
Στο χώρο του έχουν ακόμα στεγαστεί εμπορικά καταστήματα, κυρίως καταστήματα υποδημάτων.
Έτσι το κτίριο εκτός από τις φυσικές φθορές του χρόνου παρουσίαζε αλλοιώσεις από την αρχική του μορφή και λόγω επεμβάσεων που εκτελέστηκαν κυρίως από τους ιδιοκτήτες των καταστημάτων (βιτρίνες στον νότιο τοίχο του αίθριου, διάνοιξη υπογείων στα θεμέλια του κτιρίου, με σκοπό την χρήση τους ως αποθήκες των επιχειρήσεων).
Τμήματα του εξωτερικού τείχους, πάχους 1,50 μ., γκρεμίστηκαν για να μεγαλώσουν οι βιτρίνες και οι τοξωτές στοές χτίστηκαν εξαφανίζοντας την περίστυλη στοά. Οι περιμετρικοί χώροι αλλοιώθηκαν με πρόσθετες τοιχοποιίες και μεσοπατώματα. Μαρμάρινοι κίονες και παλαιοχριστιανικά κιονόκρανα εντοιχίστηκαν ή βάφτηκαν με λαδομπογιές, ενώ το πάτωμα υπερυψώθηκε για τις ανάγκες της κινηματογραφικής αίθουσας. Χαρακτηριστικό δείγμα των άνευ ελέγχου αλλοιώσεων που πραγματοποιήθηκαν είναι και ότι για να μην παρεμποδίζεται η φωτεινή δέσμη του μηχανήματος προβολής, αποκόπηκαν δεκατρείς από τους μεταλλικούς ελκυστήρες που συνέδεαν τα τόξα του αίθριου.
Το κτίριο μπορεί να διασώθηκε από μικρούς και μεγάλους σεισμούς, να γλίτωσε από πυρκαγιές με μεγαλύτερη εκείνην του 1917, αλλά έγινε αγνώριστο εσωτερικά και εξωτερικά στα νεώτερα χρόνια από τις ανεξέλεγκτες σύγχρονες επεμβάσεις. Το κτίριο έπαψε να λειτουργεί ως τζαμί αρκετά χρόνια μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και σταμάτησε τη λειτουργία του στα 1923, οπότε και ολοκληρώθηκε η ανταλλαγή πληθυσμών. Κηρύχθηκε διατηρητέο τον Μάιο του 1926 στο πλαίσιο των ανταλλαγών περιουσιών της μουφτείας Θεσσαλονίκης.
Το 1927 περιήλθε στην κυριότητα της Εθνικής Τράπεζας, η οποία παρά την απόφαση που το χαρακτήριζε ως διατηρητέο μνημείο (ΦΕΚ 191/Α/11-6-1926), το 1928 το δημοπράτησε σε ιδιώτη, που ξεκίνησε την μίσθωσή του για χρήσεις καταστημάτων και λίγο αργότερα και του κινηματογράφου Αλκαζάρ. Προς τιμήν τους οι κληρονόμοι το δώρισαν το 1977 στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό.
Το 2006 ο Ερυθρός Σταυρός το παραχώρησε στο Υπουργείο Πολιτισμού. Τότε κλείνουν σιγά σιγά κι απομακρύνονται και τα καταστήματα ενώ τοποθετήθηκε γύρω του ένας μεταλλικός φράκτης.
Τελικά, στα μέσα του φθινοπώρου του 2006 οι αρχαιολόγοι της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ξεκίνησαν τις εργασίες αποκατάστασης του μνημείου.
O κινηματογράφος είχε μετατραπεί στη διάρκεια της Κατοχής σε αίθουσα προβολής για Γερμανούς στρατιώτες;
Σε ανάρτησή του στο Facebook ο Aθανάσιος Ευθύμιος Νικόπουλος αναφέρει:
«Ως σήμερα δεν είχε γίνει δυνατόν να αποδειχθεί η παλιότερη υπόθεση ότι και ο κινηματογράφος “Αλκαζάρ” της Εγνατίας στο παλιό τζαμί του Χαμζά Μπέη είχε μετατραπεί στη διάρκεια της κατοχής σε “Soldaten Kino” -αίθουσα προβολής για τους γερμανούς στρατιώτες.
Αναφέρονται ακόμα παντού μόνον τρεις, συν ένας θερινός και ένα θερινό και ένα χειμερινό θέατρο που βρήκαμε παλιότερα, αλλά ως εκεί.
Τελικά όμως, ο θείος Η-μπέης έστω και με καθυστέρηση εδέησε λίγο πριν να μας την δώσει, με μια ακόμη ενδιαφέρουσα φωτογραφία.
Δεν γνωρίζουμε ποια ακριβώς χρονιά τραβήχτηκε, η υπόθεση είναι πως βρισκόμαστε στις αρχές της κατάληψης της πόλης καθώς το κουρείο του εβραίου ιδιοκτήτη Μωϋς Σαμ(ουέλ) Μορδώχ δεξιά από την είσοδο έχει ακόμη την επιγραφή του και ανοικτή την πόρτα, ενώ ανοιχτό μοιάζει και το γραφείο του ΣΕΚ -ότι και αν σημαίνει ένα τέτοιο γραφείο στην κατεχόμενη Ελλάδα και τους επιταγμένους σιδηροδρόμους της. Θα το δούμε όμως. Οι ψηφίδες του Μεγάλου Παζλ δεν παύουν να συγκεντρώνονται…».
Παραθέτει επίσης την εξής φωτογραφία:
Μια ακόμα φωτογραφία από τη Θεσσαλονίκη της Κατοχής:
Κατοχική φωτογραφία (από την ομάδα “Παλιές φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης”) όπου βλέπουμε Γερμανό στρατιώτη να γυαλίζει τις μπότες του στη γωνία της Εγνατίας με την Ίωνος Δραγούμη. Η κατεύθυνση είναι προς ανατολικά με φόντο το Χαμζά Μπέη τζαμί/ Αλκαζάρ:
Άσυλο για μαθητές και μαθήτριες
Ο Κώστας Τομανάς αναφέρει στο βιβλίο του «Οι Κινηματογράφοι της Παλιάς Θεσσαλονίκης» πως «το συμπαθητικό Αλκαζαράκι πρόσφερε με φθηνό εισιτήριο κατά τις απογευματινές ώρες στους μαθητές και τις μαθήτριες ένα ζεστό άσυλο, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα». Το γεγονός σχολιάζει ωστόσο εκτενέστερα στο βιβλίο «Οι δρόμοι της παλιάς Θεσσαλονίκης».
Το Αλκαζάρ είδε γύρω του την περιοχή να αλλάζει
Σε ένα άλλο βιβλίο με τίτλο «η χαμένη Εγνατία της Θεσσαλονίκης» των Γ. Αναστασιάδη και Ε. Χεκίμογλου διαβάζουμε ότι το μνημείο είδε την περιοχή γύρω του να αλλάζει μετά το 1920.
«Στεκόταν διαφορετικό και αλλόκοτο στη μέση της Εγνατίας, ενώ ολόγυρα υψώνονταν μεσοπολεμικές κατοικίες και περνούσε το τραμ, βασιλιάς στους άδειους από τροχοφόρα δρόμους. Μπροστά του εκτυλίχτηκαν αρκετά από τα επεισόδια του Μάη του 36». 1.
Οι Αναστασιάδης- Χεκίμογλου παραθέτουν κιόλας την αφήγηση της Ιφιγένειας Χρυσοχόου:
«Χιλιάδες κόσμος κατεβαίνει προς το κέντρο (…) Χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκε στη διασταύρωση Βενιζέλου- Εγνατία. Ομιλίες από τα μπαλκόνια, απ’ τα καρότσια … Κάτι γίνεται στην πλατεία Κολόμβου. Κάτι στην οδό Συγγρού. Στη Μεγάλου Αλεξάνδρου (Ι. Δραγούμη) (…) φουσκώνουν τα κύματα του κόσμου. Σπαθιές. Υποκόπανοι χτυπούν τους απεργούς… Άρχισε το πιστολίδι. Ανταριάστηκε η κοσμοπλημμύρα (…) Σφυρίζουν οι σφαίρες. Πέφτουν κορμιά. Οδοφράγματα, κυνηγητό, ξύλο, βρισιές.
-Αίσχος
– Κάτω ο Μεταξάς
– Θάνατος στους δολοφόνους
(…) Τέσσερα παλικάρια κρατούνε ψηλά μία πόρτα κι απάνω ο πρώτος σκοτωμένος. Επιτάφιος που ανοίγει το δρόμο. Ακολουθεί η λιτανεία των χιλιάδων. Το κλάμα ανεβαίνει τη Βενιζέλου (…)» 2.
1. Γ. Αναστασιάδης, “Από τη Φεντερασιόν στον Μάη του 36”, στον τόμο Το εργατικό συνδυκαλιστικό κίνημα της Θεσσαλονίκης. Η ιστορική φυσιογνωμία του , Θεσσαλονίκη, 1997.
2. Ιφ. Χρυσοχόου , “Ξεριζωμένη Γενιά. Το χρονικό της προσφυγιάς στη Θεσσαλονίκη”, 1999.
Οι προβολές στο Αλκαζάρ
Στο βιβλίο των Αναστασιάδη- Χεκίμογλου, παρατίθενται λεπτομέρειες ως προς τις προβολές των ταινιών. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι οι ταινίες που παίχτηκαν ήταν αμέτρητες αφού ο κινηματογράφος λειτούργησε πάνω από 40 χρόνια, υπό τη διεύθυνση των αδελφών Σεγούρα.
Αμέσως μετά αναπολούν τίτλους δίνοντας ταυτόχρονα μια σύντομη ιστορία του κινηματογράφου:
Το «Άσμα Ασμάτων» το 1935 με τη Μάρλεν Ντιτριχ, τη «θείαν γυναίκα στην μεγαλυτέραν δημιουργίαν της καριέρας της», ο «Μάρκο Πόλο» το 1939 με τον Γκάρι Κούπερ, «ο Γιος του Σείχη» με τον Ροδόλφο Βαλεντίνο, επίσης το 1939 (σε ηχητική έκδοση) ο «Πανικός στους δρόμους», το 1951 με τον Τζακ Πάλανς, Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ και τον Αλέξη Μινωτή το ιστορικό ντοκιμαντέρ «Η καταστροφή της Σμύρνης», το 1952 το περίφημο «Κιλιμάντζαρο» με την Άβα Γκάρτνερ, τον Γκρέγκορι Πεκ και τη Σούζαν Χέηγουορντ το 1952. Έπειτα αρχίζουν οι τουρκικές ταινίες που απευθύνονταν στους παλαιότερους πρόσφυγες όπως «Η Ξελογιάστρα της Σταμπούλ», το 1953 ταινία που διαδραματίζεται «στα γαλανά νερά του Βοσπόρου, στα Πριγκηπόνησα και στα ιστορικά σοκάκια του Γαλατά» ή οι αιγυπτιακές όπως το φιλμ «Μάρτυς μου ο Αλλάχ, είμαι αθώα», με τραγούδια και χορούς της κοιλιάς, από τους οποίους δε λείπουν οι λέξεις «πόνος» και «λαχτάρα».
Κατά τους Αναστασιάδη- Χεκίμογλου, στο Αλκαζάρ είναι που βλέπουν οι Θεσσαλονικείς τον θρυλικό Τζόνι Βαισμίλερ στο ρόλο του «Ταρζάν» το 1954 με τον μικρό Τζόνι Σέφιλντ τον μετέπειτα «Ντάνο» του «Χαβάη 5-0», εκεί θα δουν ακόμη τον «Μικρό Λόρδο», αλλά και άφθονο «Χονδρό- Λιγνό» 3.
3. Γ. Αναστασιάδης, Σινεμά ο Παράδεισος. Οι κινηματογράφοι της Θεσσαλονίκης που άφησαν εποχή, Θεσσαλονίκη 2000.
Παραπάνω διαφημίσεις ταινιών που παίχτηκαν στο Αλκαζάρ. Από το Ροδόλφο Βαλεντίνο και τη Μάρλεν Ντίτριχ ως τον Γκρέκορι Πεκ και τον Αλέξη Μινωτή. «Στο Αλκαζάρ αξιώθηκα να πρωτοδώ το φιλμ του Λουίς Μπονουέλ Los Olvidados, πράγμα για το οποίο οι φίλοι μου – και ιδίως ο Κάρολος Τσίζεκ- με μακαρίζανε αργότερα, όταν το αντιεμπορικό έργο με κανέναν τρόπο δεν επαναλαμβανόταν για να το δουν αυτοί…»(Γιώργος Ιωάννου).
Στο archive.saloni.ca ο Σπύρος Αλευρόπουλος έχει εντοπίσει και παρουσιάζει ένα σπάνιο διαφημιστικό σημείωμα της εφημερίδας Μακεδονία (7-1-1931). Αυτό αναφέρει:
Το Αλκαζάρ επιμένει με ταινίες βωβού κινηματογράφου με ορχήστρα 10 ατόμων. Οι ταινίες διαλέγονται ανάμεσα σε πολλές, η ατμόσφαιρα θυμίζει πλούσιο σαλόνι ισπανικού πύργου με διακόσμηση αραβικού στυλ.
Άλλες αξιοσημείωτες πληροφορίες και φωτογραφίες που παρουσιάζονται στο ίδιο κείμενο:
Οι πρώτες ταινίες που προβλήθηκαν στο Αλκαζάρ:
Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν και τούρκικα φιλμ:
Άρχισε και συνέχισε ως κινηματογράφος έργων πρώτης προβολής για πολλά χρόνια μέχρι το 1972:
Το 1972 κάποιοι κινηματογράφοι Α’ προβολής άρχισαν να προβάλλουν καθημερινά 2 έργα. Ένας απ’ αυτούς ήταν και το Αλκαζάρ. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι τον Φεβρουάριο του 1973:
Τέμπερα του Ντίνου Παπασπύρου:
Το Αλκαζάρ και οι ταινίες πορνό
Στο άρθρο του για το Protagon, ο Κώστας Γιαννακίδης αναφέρει ότι το 1927 το Τζαμί πέρασε στην ιδιοκτησία της Εθνικής Τράπεζας η οποία, αν και επρόκειτο για μνημείο, το πούλησε σε ιδιώτη. Το Χαμζά Μπέη Τζαμί απέκτησε καταστήματα. Και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80 λειτουργούσε ως κινηματογράφος. Με καράτε, ινδικά, αιγυπτιακά και πορνό.
«Ναι, σε μουσουλμανικό τέμενος. Εκεί που ακουγόταν ο ιμάμης, βόγκηξαν η Τίνα Σπάθη και ο Κώστας Γκουσγκούνης. Τώρα αντικαταστήστε την ημισέληνο με σταυρό. Φανταστείτε να παίζει τσόντα εκεί που κάποτε ήταν ένας ναός της Μεγαλόχαρης», σχολιάζει ο Γιαννακίδης.
Μία άποψη στο Thessaloniki Arts and Culture
Στο μεταξύ, ο αγαπημένος τραγουδοποιός/ καλλιτέχνης Αργύρης Μπακιρτζής είχε πει ότι στην καριέρα του αντιμετώπισε πολλές φορές την πρόκληση της αναστήλωσης ενός οθωμανικού τζαμιού.
«Ήταν η πρώτη φορά που το Αλκαζάρ εντάχθηκε με έναν άλλον τρόπο στη ζωή της πόλης και μάλλον το έναυσμα για να αρχίσουν αργότερα τα προγράμματα αποκατάστασης του μνημείου», είχε αναφέρει σύμφωνα με το Thessaloniki Arts and Culture.
Καθώς και ότι: «Εάν ένα χριστιανικό μνημείο σε μη ελληνικό έδαφος μετατρεπόταν σε σινέ-πορνό, αντιλαμβάν«Όταν το 1982 μας ζήτησαν από τα ‘Δημήτρια’ να συμμετάσχουμε στο φεστιβάλ με τους ‘Χειμερινούς Κολυμβητές’, δεχτήκαμε, με τη συμφωνία η συναυλία να γίνει στο Αλκαζάρ.
Πράγματι παίξαμε και μετά ο κινηματογράφος συνέχισε το πρόγραμμά του με μια ταινία».εστε ότι θα ήταν μέγα θέμα».
Όταν ο κινηματογράφος έριξε αυλαία…
Αυτό που απέμεινε μετά το κλείσιμο του «Αλκαζάρ» για πολλά χρόνια θύμιζε ότι κάποτε εδώ υπήρξε κινηματογράφος.
Το Αλκαζάρ ήταν πράγματι «ένα αριστούργημα σκοτεινής αιθούσης» όπως είχε γραφτεί στο παρελθόν σε τοπική εφημερίδα.
Πηγές: Αρχείο Parallaxi/ Κύα Τζήμου, «Οι Κινηματογράφοι της Παλιάς Θεσσαλονίκης»/ Κώστας Τομανάς, «Η χαμένη Εγνατία της Θεσσαλονίκης» / Γ. Αναστασιάδης-Ε. Χεκίμογλου, Κώστας Γιαννακίδης/ protagon.gr, Αθανάσιος Ευθύμιος Νικόπουλος/ Facebook, Thessaloniki Arts and Culture, archive.saloni.ca/ Σπύρος Αλευρόπουλος