Παλιά Θεσσαλονίκη: Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα του τότε και του σήμερα
Η ιστορία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Θεσσαλονίκης που αξίζει να διαβάσετε
Σε μία πόλη, όπως η Θεσσαλονίκη, όπου όλα συνεχώς αλλάζουν, υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που παραμένουν ίδια και που δεν τα έχει ακουμπήσει ο χρόνος και η μανία του αστικού νεωτερισμού. Στοιχεία που έχουν να μας δώσουν πολλές πληροφορίες για την ιστορική ταυτότητα της πόλης και την πολιτισμική της εξέλιξη και να μας αφηγηθούν το αλησμόνητο παρελθόν της.
Τα παλιά κτήρια της Θεσσαλονίκης που συχνά παρατηρούμε να ξεχωρίζουν ανάμεσα στις σύγχρονες γκρι πολυκατοικίες, αποτελούν κομμάτι της αρχιτεκτονικής και της αισθητικής και λειτουργούν ως ιστορικές κληρονομιές σε μια κοινωνία που τείνει να ξεχνάει και να διαγράφει από την μνήμη της οτιδήποτε δεν συμβαδίζει με την εποχή.
Παρακάτω ακολουθεί μία λίστα με ορισμένα από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα που ιδρύθηκαν στην παλιά Θεσσαλονίκη και τα οποία συμπληρώνουν το τεράστιο παζλ της ελληνικής ιστορίας. Σημαντικό τμήμα των πληροφορίων αντλήθηκε από το βιβλίο «Η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών» του ιστορικού Βασίλη Κολώνα.
Το Αυτοκρατορικό Λύκειο
Το Αυτοκρατορικό Λύκειο, σε πολλούς γνωστή και ως η Σχολή Δημόσιας Διοίκησης (Ιδαδιέ), αποτελεί το πρώτο έργο του Ιταλού Αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι στην πόλη. Χτίστηκε το 1887 επί της νέο-χαραχθείσας οδού Χαμηδιέ (σημερινής Εθν. Αμύνης).
Στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης της εκπαίδευσης και των γενικών μεταρρυθμίσεων του οθωμανικού κράτους, στα τέλη του 19ου αιώνα, συστήνεται, λοιπόν η Σχολή Δημόσιας Διοίκησης. Ανάλογες προπαρασκευαστικές σχολές ιδρύθηκαν σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σκοπός λειτουργίας τους είναι η προετοιμασία των μαθητών και τη μόρφωση διοικητικών υπαλλήλων, ώστε να διορισθούν δημόσιοι υπάλληλοι σε όλα τα Υπουργεία στην Κων/πολη άνευ εξετάσεων.
Δεχόταν 300 μαθητές εσωτερικούς, εκ των οποίων οι 150 ήταν απαλλαγμένοι, ως άποροι, από τα δίδακτρα (12 οθωμανικές λίρες ετησίως). Φοιτούσαν άλλοι 230 εξωτερικοί με δωρεάν φοίτηση. Το πρόγραμμα των μαθημάτων περιλάμβανε ό,τι και τα λοιπά γυμνάσια της εποχής, με επιπλέον μαθήματα Γεωπονίας, Στοιχεία Νομικής Επιστήμης, Πολιτικής Οικονομίας, Μηχανικής και επισήμου αλληλογραφίας. Ήδη το 1910 η πληθώρα των μαθητών απαιτούσε την εκ νέου επέκταση του κτιρίου.
Το κτήριο αποτελούνταν από 40 δωμάτια, τα οποία όμως δεν ήταν αρκετά για την στέγαση των μαθητών και έπειτα από αίτημα της διεύθυνσης στο Υπουργείο Παιδείας, γίνεται επέκταση του χώρου. Συγκεκριμένα, προστέθηκαν στο αρχικό τριώροφο κτίριο οι δύο πλαϊνές διώροφες πτέρυγες .
Το 1912 μετατρέπεται σε Στρατιωτικό Νοσοκομείο και το 1927 σε Πανεπιστήμιο. Κατά την διάρκεια της Κατοχής λειτουργεί εκ νέου ως Στρατιωτικό Νοσοκομείο, 1941-44, και έκτοτε μετατρέπεται και πάλι σε Πανεπιστημιακός χώρος. Σήμερα στεγάζει ένα τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ.
Η Γεωργική Σχολή
Η πρώτη Γεωργική Σχολή στη Θεσσαλονίκη ιδρύεται με πρωτοβουλία της Αγροτικής Τράπεζας, λίγο έξω από την πόλη, στον δρόμο για το Σέδες. Τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν στις 21 Σεπτεμβρίου 1889 και έναν χρόνο αργότερα το Υπουργείο Δημόσιων Έργων ανακοίνωσε σχέδια επέκταση της.
Η φοίτηση στη σχολή διαρκεί τρία χρόνια και ήταν δωρεάν στους φοιτητές ανεξάρτητα από τον τόπο καταγωγής τους ή το θρήσκευμα τους, ενώ λάμβαναν μηνιαίο μισθό 10 γρόσια (ασημένια νομίσματα, ίσα προς το ένα εκατοστό της χρυσής λίρας διαφόρων κρατών). Ο πρώτος διευθυντής της σχολής ήταν απόφοιτος της Γεωπονικής Σχολής Montpelier.
Το πρόγραμμα διδασκαλίας περιλάμβανε μαθήματα γεωμετρίας, γεωγραφίας, φυσικής, χημείας, γεωλογίας, μεταλλειολογίας, ζωολογίας, βοτανολογίας, κηπουρικής, κτηνιατρικής, σηροτροφίας, αγροτικής οικονομίας, σχεδίου, τουρκικής και γαλλικής γλώσσας. Οι πρακτικές ασκήσεις των μαθημάτων πραγματοποιούνταν στα 3.706 στρέμματα που διέθεταν οπωρώνες, λαχανόκηπους, καλλιεργημένα χωράφια και βοσκοτόπους, ορνιθοτροφεία και εργαστήρια.
Όπως αναφέρει ο Βασίλης Κολώνας στο βιβλίο «Η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών», το κεντρικό κτήριο της σχολής ήταν ένα επίμηκες, ορθογώνιο, υπόλευκο οικοδόμημα που ξεπρόβαλε ανάμεσα από το πράσινο της περιοχής και περιλάμβανε τα υπνοδωμάτια των μαθητών, τις αίθουσες διδασκαλίας, την τραπεζαρία και τα διαμερίσματα των καθηγητών.
Η είδηση δημιουργίας της πρώτης γεωργικής σχολής ήταν ιδιαίτερα θετική για τους γιούς των γαιοκτημόνων, καθώς δεδομένου ότι βρισκόταν λίγα χιλιόμετρα έξω από το κέντρο της πόλης, θα μπορούσαν να μεταβούν με μεγάλη ευκολία στην σχολή για την παρακολούθηση των μαθημάτων.
Η πρώτη Γεωργική Σχολή δεν υπάρχει πλέον και είναι το κτήριο που παρουσιάζεται στην παρακάτω φωτογραφία που αποτελεί αρχείο του πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης.
Όπως αναφέρει ο Βασίλης Κολώνας στο βιβλίο του για την παλιά Θεσσαλονίκη, η ταύτιση της νέας Γεωργικής Σχολής με τις εγκαταστάσεις της Ανωτέρας Σχολής Πολέμου αποδεικνύεται, εκτός των χαρτογραφικών ενδείξεων για την τοπογραφική σύμπτωση τους και από το γεγονός ότι το σημερινό κτήριο απεικονίζεται σε υδατογραφία της εποχής του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν δεν υπήρχε άλλο κτήριο τέτοιας κλίμακας στην περιοχή.
Η Εμπορική σχολή του κομιτάτου «Ένωσις και Πρόοδος»
Η ίδρυση της εμπορικής σχολής του κομιτάτου «Ένωσις και Πρόοδος» απέναντι από το νεκροταφείο της ελληνικής κοινότητας ολοκληρώθηκε στις 1 Μαϊού 1909.
Η κατασκευή του κτηρίου στοίχισε περισσότερο από 13.000 τούρκικες λίρες και είχε 200 εσωτερικούς και αρκετούς εξωτερικούς μαθητές, οι περισσότεροι των οποίων φοιτούσαν δωρεάν.
Σε χάρτη του 1911, όπου είναι σημειωμένη η διαδρομή του σουλτάνου Μέχμετ Ρέσατ κατά την επίσκεψη του στη Θεσσαλονίκη , απεικονίζεται το κτήριο της σχολής και ταυτίζεται με τον αρχικό πυρήνα του Κεντρικού Νοσοκομείου, σημερινού Γ. Γεννηματάς. Δυστυχώς, οι αλλεπάλληλες προσθήκες της μεταπολεμικής περιόδου παραμόρφωσαν ανεπανόρθωτα την αρχική μορφή.
Το παράρτημα της σχόλης Τερακκί (Ιδιωτική σχολή)
Το παράρτημα της σχολής Τερακκί είχε ιδρυθεί το 1904 και βρισκόταν στην οδό Τέλτζι Οσμάν (σημερινή 28η Οκτωβρίου). Σύμφωνα με όσα αναφέρει το βιβλίο «Η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών» του Βασίλη Κολώνα, τα ιδιωτικά σχολεία των Ντονμέδων είχαν προηγηθεί της δημόσιας εκπαίδευσης και οφείλονταν στις πρωτοβουλίες της τοπικής κοινότητας για την προώθηση νέων προγραμμάτων σπουδών και μεθόδων διδασκαλίας. Ένας σημαντικός λόγος λειτουργείας των σχολείων ήταν η δημιουργία φιλικών σχέσεων και η κοινωνικοποίηση των μαθητών αποκλειστικά μέσα στα πλαίσια της κοινότητας των μαθητών.
Όπως αναφέρει ο Βασίλης Κολώνας, η ονομασία του σχολείου παραπέμπει σε συμβολικό επίπεδο στην ιδεολογική σύμπνοια του εκπαιδευτικού φορέα με το κομιτάτο «Ένωσις και Πρόοδος».Η λέξη terakki μεταφράζεται ως “πρόοδος”.
Τα κινήματα εκσυγχρονισμού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως η μεταρρυθμιστική εποχή του Τανζιμάτ (που σημαίνει αναδιοργάνωση), είχαν τις επιπτώσεις τους στη Θεσσαλονίκη όπως και οι αρχές της Γαλλικής Επανάστασης που έγιναν δημοφιλείς στην εξέχουσα πόλη της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλαδή την Θεσσαλονίκη.
Το Σχολείο προσέφερε τότε στοιχειώδη και μεσαία εκπαίδευση και βρισκόταν επί της οδού Κασσάνδρου. Σήμερα στο κτίριο αυτό στεγάζεται το 51ο Δημοτικό Σχολείο. Αργότερα άνοιξαν παρόμοιες Σχολές και στην Κωνσταντινούπολη.
Το Σχολείο της Οδού Πέρδικα
Ιδρύθηκε από τη Μουφτεία ανάμεσα στα 1911 και 1922 ως ανταλλάξιμο στον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων. Συμφώνα με έγγραφο του οργανισμού, αποπερατώθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο και μέχρι σήμερα φιλοξενεί το 30ο Δημοτικό Σχολείο.
Σε άλλη αναφορά του οργανισμού σχετικά με την τεχνική έκθεση του κτηρίου, γίνεται λόγος ότι ήταν κατασκευασμένο από λιθοδομή χωρίς περιμετρικά σενάζ στο ισόγειο και είχε μεταλλικά δοκάρια και ξύλινα ζευκτά. Το κτήριο κατεδαφίστηκε το 1983.
Το Παπάφειο ορφανοτροφείο
Ο Ιωάννης Παπάφης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1792 κι ενώ έζησε στο εξωτερικό καθώς παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του στη Μάλτα και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην πόλη Ραμπάτ. Ωστόσο, δεν ξέχασε ποτέ την πατρίδα του. Ο πατέρας του Νικόλαος Παπαφής ήταν έμπορος και η μητέρα του ανήκε στη γνωστή οικογένεια του Δημήτριου Αναστασιάδη. Αφού μορφώθηκε ικανοποιητικά, ασχολήθηκε με το εμπόριο μεταβαίνοντας στην Σμύρνη, κοντά στον πατέρα του. Έπειτα από δύο χρόνια παραμονής του στην πόλη, με τον ξαφνικό χαμό του πατέρα του (1810), αναζήτησε στήριγμα στον αδελφό της μητέρας του Ιωάννη Αναστάση, ο οποίος ζούσε στην Αλεξάνδρεια.
Το 1893 αρχίζει η κατασκευή του κτιρίου, η οποία θα διαρκέσει 10 χρόνια. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως το κτίσμα ανέλαβε ο αρχιτέκτονας, Ξενοφώντας Παιονίδης και η κάτοψη αυτού ήταν σε σχήμα Ε, συμβολίζοντας με τον τρόπο αυτό την ελεύθερη Ελλάδα. Επιθυμία του Παπάφη ήταν η ίδρυση και συντήρηση ενός Ορφανοτροφείου Αρρένων με την ονομασία «Μελιτεύς».
Το ορφανοτροφείο παράλληλα με τη διαμονή εξασφάλιζε και τεχνική εκπαίδευση στα ορφανά (ραπτική, ξυλουργική, υποδηματοποιΐα, επιπλοποιΐα, ηλεκτρολογία, σιδηρουργία, μηχανουργική). Σήμερα λειτουργεί ως Κέντρο Παιδικής Μέριμνας Αρρένων Θεσσαλονίκης.
Σύμφωνα με τη σχετική αλληλογραφία στα Οθωμανικά Πρωθυπουργικά Αρχεία, το 1895 δίνει μία εξήγηση στη μακροχρόνια διάρκεια της κατασκευής του κτίριού, καθώς αναφέρει ότι σταματούν οι οικοδομικές εργασίες με τη δικαιολογία ότι ο σουλτάνος δεν εγκρίνει τη χωρόθετηση του κτιρίου και προτείνει στην Ελληνική κοινότητα την αναζήτηση νέου οικοπέδου. Τόσο ο μητροπολίτης Αθανάσιος όσο και ο ίδιος ο πατριάρχης σε επιστολές τους πρός τον σουλτάνο αναφέρουν ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ευρεθεί καταλληλότερο οικόπεδο και ότι προχώρησαν στη θεμελίωση του κτιρίου το 1893 με την ενθάρρυνση των τοπικών αρχών, ελπίζοντας στο μεταξύ ότι δεν θα αργούσε η έγκριση του έργου από τον σουλτάνο.
Χρειάστηκαν 9 χρόνια με διαφωνίες, διαβουλεύσεις και αποφάσεις μέχρι να ξεκαθαρισθεί το Παπάφειο κληροδότημα και να προχωρήσει η αγορά του οικοπέδου, έκτασης 53.880 τετραγωνικών πήχεων τον Αύγουστο του 1893.
Τελικά μετά από πολλά προβλήματα το κτίριο παραδόθηκε το 1903. Μέχρι το 1912, στέγαζε 100-120 ορφανά, τα οποία διδάσκονται εκτός της βασικής εκπαίδευσης και τέχνες στα ειδικά εργαστήρια που διέθετε, όπως η ραπτική, υποδηματοποιία και ξυλουργική. Αργότερα τα τμήματα αυτά αυξήθηκαν. Έτσι το 1962 υπάρχουν επί πλέον τμήματα ξυλογλυπτικής, επιπλοποιίας, ηλεκτρολογίας, σιδηρουργικής, μηχανουργικής και μηχανοξυλουργικής, τα οποία στεγάζονται στις νέες κτιριακές εγκαταστάσεις που κτίσθηκαν στο πίσω μέρος της αυλής, το 1930 και 1952.
Λειτούργησε σαν Ορφανοτροφείο μέχρι το 1912 οπότε και επιτάχθηκε για να χρησιμοποιηθεί ως νοσοκομείο. Κατά τον πρώτο χρόνο της λειτουργίας του ιδρύματος 1903-1904, οι οικότροφοι ήταν 57, το 1909-1910 έγιναν 126 και το 1962 φθάνουν τους 450.
Το 1914 επιτάχθηκε για δεύτερη φορά και χρησιμοποιήθηκε σαν στρατώνας. Τον Απρίλιο του 1916 οι βρετανικές στρατιωτικές αρχές ζήτησαν να μισθώσουν το κτίριο του Παπαφείου. Οι διαπραγματεύσεις για το μίσθωμα ήταν σκληρές και οι Βρετανοί κατέβαλαν ένα μεγάλο μέρος του μισθώματος υπό τη μορφή δωρεάς προς τα ορφανά. Οι τρόφιμοι παρέμειναν στη μονή της Αγίας Αναστασίας ως το Σεπτέμβριο του 1915.
Μετά από την δίμηνη προσωρινή εγκατάσταση στο Θεαγένειο Νοσοκομείο, μεταφέρθηκαν στο “εν τη συνοικία Αγίας Τριάδος κατάστημα του Διδασκαλείου Αρρένων” όπου και έμειναν ως τον Απρίλιο του 1916. Στη συνέχεια, ως κοιτώνες μισθώθηκαν τα ακίνητα Καραγιάννη και Νακοπούλου, στην περιοχή Καραγάτσια (ενορία Αναλήψεως), και ως σχολείο και εργαστήρια η οικία των κληρονόμων Νικολάου Χατζηλαζάρου στην ίδια περιοχή. Στο τελευταίο αυτό σπίτι ανεγέρθηκαν παραπήγματα για τη λειτουργία του ξυλουργείου.
Οι συνεχείς μετακινήσεις και οι ένεκα του πολέμου διατροφικές δυσχέρειες δημιούργησαν υγειονομικά προβλήματα στους τροφίμους. Τα ορφανά εγκαταστάθηκαν και πάλι στο κτίριο του Παπαφείου το Μάιο του 1919. Οι ζημιές στο κτίριο ήταν πολλές και οι Βρετανοί δεν συνέβαλαν οικονομικά στην πλήρη αποκατάσταση τους. Το κύριο πρόβλημα ήταν το οικονομικό, αφού πλέον τα τακτικά έσοδα δεν κάλυπταν ούτε το ένα τρίτο των δαπανών.
Η διοίκηση του Ορφανοτροφείου προσπάθησε έπειτα να εκμισθώσει τμήμα του κτιρίου στο Υπουργείο Παιδείας, για να χρησιμοποιηθεί ως διδασκαλείο, συμμετείχε μάλιστα και σε σχετική δημοπρασία, αλλά ατυχώς η προτεινόμενη πτέρυγα επιτάχθηκε για να εγκατασταθεί στρατιωτικό νοσοκομείο.
Το κτίριο του Παπαφείου έμεινε ανεπίτακτο μόνο στο διάστημα Ιουνίου 1922 – Απριλίου 1923, οπότε και επιτάχθηκε ξανά από τις στρατιωτικές υγειονομικές αρχές, και το Ορφανοτροφείο περιορίσθηκε σε μία πτέρυγα του ισογείου ως τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου. Μόνο τότε, έπειτα από πολύ καιρό, το Ορφανοτροφείο εγκαταστάθηκε κανονικά στο οίκημα του. Οι τρόφιμοι αυξήθηκαν στους 130 (από τους οποίους οι 70 μάθαιναν ξυλουργική και οι 41 ραπτική). Οι δωρεές των αγοραστών ακινήτων του β’ τομέα ενίσχυσαν τα οικονομικά του, ταυτόχρονα με την αύξηση της δημοτικής επιχορήγησης.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 το Ορφανοτροφείο βαδίζει σταδιακά σε ένα δρόμο που κανείς πριν από λίγα χρόνια δε θα φανταζόταν. Επί μία τριετία δεν εισάγονται νέοι τρόφιμοι στο Ίδρυμα για οικονομικούς λόγους.
Τα ορφανά είναι μόλις 70 στα 1935, και οι μικρές τάξεις του δημοτικού σχολείου δε λειτουργούν. Παρόλες με τις περικοπές, το κληροδότημα καλύπτει μόλις τις μισές δαπάνες και το υπόλοιπο συμπληρώνεται από το Δήμο.
Το 1936 η διοίκηση αλλάζει και η νέα διοίκηση πετυχαίνει να λάβει κρατική επιχορήγηση. Το ίδρυμα αποκαλείται πλέον Εθνικό Παπάφειο Ορφανοτροφείο Μελιτεύς. Στις 15 Οκτωβρίου το 1936, το Δημοτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης παθαίνει σοβαρές ζημίες από πυρκαγιά, και οι ασθενείς φιλοξενούνται για ένα χρόνο σε πτέρυγα του Παπαφείου. Οι τρόφιμοι του τελευταίου φτάνουν τους 180. Διαθέτουν πλέον λουτήρες με ζεστό νερό και, χάρη στη δωρεά της οικογένειας Μοσκώφ, ένα ραδιόφωνο που ίσως αλλάζει το κλίμα του Ορφανοτροφείου.
Τα δύο τελευταία προπολεμικά χρόνια ο αριθμός των τροφίμων ξεπερνά τους 250. Η κρατική παρέμβαση γίνεται ολοένα και πιο έντονη. Από το 1939 δημιουργείται στο Ορφανοτροφείο παράρτημα των σχολών “Ευκλείδης”. Με την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το κτίριο του Παπαφείου επιτάχθηκε από τις στρατιωτικές υγειονομικές αρχές 1940, στεγάζει και πάλι το Στρατιωτικό Νοσοκομείο, ενώ κατά τη διάρκεια της κατοχής το Γενικό Γερμανικό Νοσοκομείο. Στη συνέχεια καταλαμβάνεται από το ΕΛΑΣ και το Δεκέμβριο του 1944 εγκαθίσταται σ’αυτό το Αγγλικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο, ενώ μόλις το 1947 επανέρχεται στην αρχική του χρήση
Το 1948 φιλοξενεί 4.650 παιδιά, θύματα του εμφυλίου πολέμου και από το 1948-1950 την παιδόπολη “Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς”. Το 1957, ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες, ξεκινάει μια νέα περίοδος ανακαινίσεων και επισκευών. Το 1959 κτίζεται στην αυλή του ιδρύματος ο ναός του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου. Το 1961 το Ίδρυμα γίνεται Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου.
Το Παπάφειο σήμερα, έχοντας ξεπεράσει τα τεράστια προβλήματα του παρελθόντος, συνεχίζει τη λειτουργία και τον ιερό σκοπό της φιλοξενίας παιδιών που δεν έχουν καθόλου οικογένεια ή που η οικογένεια τους αδυνατεί να τα αναθρέψει αξιοπρεπώς. Παρ’ όλα αυτά, τα οικονομικά προβλήματα πάντοτε θα μαστίζουν το εν λόγω ίδρυμα, γι’ αυτό και οποιαδήποτε προσπάθεια του κοινού, προς ενίσχυση του ιδρύματος, συμβάλλει στη διατήρηση της ελπίδας των παιδιών για ένα καλύτερο και πιο φωτεινό μέλλον.
Το Μαράσλειο Λύκειο
Στο τέλος του 19ου αιώνα, στην υπό Οθωμανικής κατοχής Θεσσαλονίκη, την έλλειψη ενός σχολείου της ελληνικής κοινότητας της πόλης με καθαρά οικονομικό προσανατολισμό, ώστε να εκπαιδεύσει ανθρώπινο δυναμικό ικανό να στελεχώσει την οικονομική δραστηριότητα, προσπάθησε να καλύψει ο καταγόμενος από την επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης ιερομόναχος Στέφανος Νούκας, ο οποίος το 1895 ιδρύει σχολείο με την ονομασία «Ελληνογαλλικόν Εμπορικόν και Πρακτικόν Λύκειον Στ. Νούκας», για τη στέγαση του οποίου χτίζει διδακτήριο στην ταχέως αναπτυσσόμενη εκτός των τειχών ανατολική πλευρά της πόλης, στη σημερινή οδό Αλεξανδρείας.
Χάρη σε μία μεγάλη δωρεά του Γρ. Μαρασλή, Έλληνα ομογενούς από την Οδυσσό, το διδακτήριο ολοκληρώνεται. Από το 1905 το σχολείο σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς το μεγάλο ευεργέτη του, προσθέτει στον τίτλο του την επωνυμία «Μαράσλειον» (Βιβλίο).
Το Μαράσλειο Λύκειο, διέθετε ένα διευθυντή, 15 καθηγητές εκ των οποίων οι τρεις ήταν Γάλλοι και ένας Γερμανός και τρεις επιμελητές. Το πρόγραμμα διδασκαλίας περιλαμβάνει εφτά τάξεις και ο αριθμός των μαθητών τους ανερχόταν στους 178, κατά την περίοδο 1910-1911 και στην πλειοψηφία τους ήταν οικότροφοι.
Το 1932 η διαχείριση αρχικά και η ιδιοκτησία του εκπαιδευτηρίου στη συνέχεια περνά στο διευθυντή του, διδάκτορα των Μαθηματικών, Θ. Νάτσινα και ονομάζεται το Μέγα Εθνικόν Εκπαιδευτήριον του Θ. Νατσινά, ενώ από το 1939 μετονομάζεται σε Β’ Γυμνάσιο Θηλέων.
Το σχολείο αλλάζει αρκετές φορές στέγη μέχρι το 1929 περίπου, όταν εγκαθίστανται στην έπαυλη Χασάν Ασσίζ Καπαντζή, δίπλα στην εκκλησία της Ανάληψης, όπου και παραμένει ως το κλείσιμο του, στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Πλέον στο κτήριο στεγάζεται το 19ο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης.
Το Λύκειο της Γαλλικής Λαϊκής Αποστολής
H παρουσία του στη Βόρεια Ελλάδα ανάγεται στο 1906 και στη δημιουργία του «γαλλικού λυκείου», του πρώτου σχολικού ιδρύματος της Γαλλικής Λαϊκής Αποστολής και στεγάζεται στη θέση του σημερινού Γαλλικού Ινστιτούτου. Υπεύθυνος του σχεδίου του κτηρίου φέρεται να ήταν ο Γάλλος Αρχιτέκτονας H. Saladin. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στέγασε το επιτελείο της «στρατιάς της Ανατολής».
Το 1946, άρχισε να λειτουργεί και ως πολιτιστικό ίδρυμα, γνωρίζοντας μεγάλη άνθηση. Το 1968 καταστράφηκε από πυρκαγιά και άνοιξε πάλι τις πόρτες του το Σεπτέμβριο του 1971, στις σημερινές εγκαταστάσεις του.
Η Γαλλική Λαϊκή Αποστολή ήταν σωματείο κοινής ωφελείας, αναγνωρισμένο από τη γαλλική κυβέρνηση, είχε ως στόχο λειτουργίας τη διάδοση των γαλλικών γραμμάτων, κηρύσσοντας την ανεξιθρησκεία και την ευρύτητα πνεύματος. Η γαλλική κυβέρνηση, παράλληλα με την υποστήριξη που παρείχε προς τις θρησκευτικές αποστολές, επιδίωκε μέσω των σχολείων της Λαϊκής Αποστολής, με έμφαση στη διδασκαλία των ξένων γλωσσών και του εμπορικού δικαίου, να καλύψει ένα μακροχρόνιο κενό στον τομέα της λαϊκής εκπαίδευσης, αποκλειστικό μέχρι τώρα πεδίο δράσης των σχολείων της ιταλικής κυβέρνησης.
Το 1908, στο Λύκειο διδάσκουν 36 καθηγητές και λειτουργούν 9 τάξεις. Τα μαθήματα που διδάσκονται είναι ανάλογα των αντιστοίχων σχολείων, με υποχρεωτική τη διδασκαλία της γαλλικής, γερμανικής και τουρκικής γλώσσας και προαιρετική τη διδασκαλία της ελληνικής, ιταλικής ή αγγλικής γλώσσας, ενώ το μάθημα των θρησκευτικών είχε αντικατασταθεί με το μάθημα της ηθικής.
Το σημαντικότερο τμήμα της Γαλλικής Λαϊκής Αποστολής αποτελούσε η εμπορική σχολή που διαδέχθηκε την ιδιωτική σχολή Giraud, που βρίσκεται στην περιοχή της Αχειροποιήτου από το 1888.
Στην αρχή του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, στο κτήριο βρισκόταν το γαλλικό επιτελείο και έμενε ο στρατηγός Sarrail, αλλά δεδομένου ότι η παραμονή του προκαλούσε συχνούς βομβαρδισμούς, αναγκάστηκε να μεταφερθεί αλλού.
Το κτίριο καταστράφηκε σε πυρκαγιά το 1967 και στη θέση του χτίστηκε το Γαλλικό Ινστιτούτο σε σχέδια του Δ. Μολφέση.
Η Ρουμανική Εμπορική Σχολή
Η ρουμανική κυβέρνηση ίδρυσε την σχολή το 1899, η οποία βρισκόταν στην συμβολή των οδών Μιαούλη και Ε.Ροστάν, στο σημείο όπου υπάρχει σήμερα η εκκλησία της Γεννήσεως του Σωτήρος. Το 1910 φοιτούσαν 80 μαθητές και δίδασκαν 9 καθηγητές στις 4 τάξεις που διέθετε. Ακόμη, συμπεριλάμβανε και νηπιαγωγείο Βλάχων με 62 νήπια και παρεκκλήσι.
Η Σχολή, σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία, λειτουργούσε ως Ανωτέρα Ρουμανική Εμπορική Σχολή τουλάχιστον μέχρι το 1930.
Η Αμερικανική Γεωργική Σχολή
Ύστερα από 30 χρόνια ιεραποστολικής υπηρεσίας στα Βαλκάνια, ο διανοούμενος Αμερικανός εκπαιδευτής Δρ. John Henry House και η γυναίκα του, Susan Adeline, ίδρυσαν, το 1904, την Αμερικανική Γεωργική Σχολή στα προάστια της Θεσσαλονίκης. Οι πρώτοι μαθητές ήταν αγόρια, τα οποία είχαν ορφανέψει κατά τη διάρκεια εξεγέρσεων που σηματοδότησαν την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη.
Ο Δρ. House ήταν γνωστός ως «πρακτικός ιδεαλιστής» και πίστευε «στην εκπαίδευση όλου του ατόμου: στο μυαλό, στα χέρια και στη ψυχή». Πρακτική άσκηση σε καλλιέργειες φυτών και λαχανικών, αμπελώνες και δενδρόκηπους, ζωική παραγωγή και παραγωγή μεταξοσκωλήκων και σε βιομηχανικές δεξιότητες όπως η ξυλουργία, οι κατασκευές και η σιδηρουργία, εξόπλισαν τους αποφοίτους της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής ώστε να πετύχουν στη γεωργία και, εν καιρώ, να συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας.
Ύστερα από παρέμβαση της αμερικανικής κυβέρνησης, η σχολή αναγνωρίσθηκε επίσημα με αυτοκρατορικό διάταγμα το 1910. Τα μαθήματα αρχικά ήταν στα αγγλικά, αλλά μετά το 1907, προστέθηκε η διδασκαλία της τουρκικής και της βουλγαρικής γλώσσας.
Το 1903 η σχολή λειτουργούσε σε ένα μικρό ισόγειο κτίριο, το Hasken Cottage, που χρησίμευε ως κοιτώνας και ως αίθουσα διδασκαλίας.
Λίγα χρόνια αργότερα, χτίζεται ένα διώροφο κτίριο, το James Hall. Εκείνη την περίοδο, η Σχολή είχε 40 μαθητές και παρουσίαζε μία σταθερή πορεία ανάπτυξης.
Σήμερα, η Αμερικανική Γεωργική Σχολή προσαρμόζει τη γεωργική εκπαίδευση και την εκπαίδευση επιστημών ζωής στις ανάγκες του 21ο αιώνα, παραμένοντας πιστή στις ρίζες της και στη μακροχρόνια παράδοση βιωματικής μάθησης.
Η Ελληνογαλλική Πρακτική και Εμπορική Σχολή Αθ. Κωνσταντινίδη
Για την Ελληνογαλλική Πρακτική και Εμπορική Σχολή δεν υπάρχουν πολλές διαθέσιμες πληροφορίες. Το μόνο που είναι γνωστό είναι ότι ιδρύθηκε το 1907 από τον Αθανάσιο Κωνσταντινίδη, τον Ι. Αντωνιάδη και Δ. Δώδο.
Ακόμη, όπως αναφέρει ο ιστορικός Βασίλης Κολώνας, στην εφημερίδα «Νέα Αλήθεια», αναφέρεται η τοποθεσία της σχολής η οποία φαίνεται να είναι μεταξύ της οδού Αγγελάκη και Εθνικής Αμύνης, όπου βρίσκεται σήμερα το ξενοδοχείο «ABC». Στο κτήριο αυτό παρέμεινε για έναν χρόνο μέχρι να μεταφερθεί το 1908 στο σημερινό κτήριο της Σχολής Τυφλών.
Πηγή: Βασίλης Κολώνας, «Η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών», odysseus.culture.gr, thessarchitecture, papafeio.gr, afs.edu.gr