Παλιά Θεσσαλονίκη: Τα νοσοκομεία του τότε στο σήμερα

Σε αυτή την πόλη αν προσπαθήσεις να νοιώσεις κάτι από το κλέος των προηγούμενων εποχών της θα το πετύχεις. Όπου κι αν σταθείς για να παρατηρήσεις, θα υπάρξει ένας φορέας παρελθόντος του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα της. Κτίρια που διατηρούν ιστορίες αιώνων, την αύρα εποχών αλλοτινών που σε καλούν να τις ανακαλύψεις, μαζί με τις ιστορίες και […]

Μυρτώ Τούλα
παλιά-θεσσαλονίκη-τα-νοσοκομεία-του-τ-613828
Μυρτώ Τούλα

πτέρυγα-φάντασμα Παπανικολάου

Σε αυτή την πόλη αν προσπαθήσεις να νοιώσεις κάτι από το κλέος των προηγούμενων εποχών της θα το πετύχεις. Όπου κι αν σταθείς για να παρατηρήσεις, θα υπάρξει ένας φορέας παρελθόντος του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα της.

Κτίρια που διατηρούν ιστορίες αιώνων, την αύρα εποχών αλλοτινών που σε καλούν να τις ανακαλύψεις, μαζί με τις ιστορίες και τις ταυτότητες δαύτων.

Σε αυτή την κατηγορία είναι τα νοσοκομεία που έχουν γράψει την υγειονομική της ιστορία. Άλλα από αυτά αλλάξανε την χρήση τους στο πέρασμα των χρόνων, άλλα τη διατήρησαν και μερικά δεν υπάρχουν πια. 

Η αρχή για τα σύγχρονα νοσοκομεία της πόλης έγινε γύρω στο 1850, τότε ιδρύθηκε το Νοσοκομείο των Ξένων, το οποίο σύμφωνα με χάρτες της εποχής βρισκόταν στην παραλία κοντά στον Λευκό Πύργο, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1882. Τα επόμενα χρόνια και μέχρι το 1907 ιδρύθηκαν έξι νοσοκομεία, αριθμός που θεωρείται εντυπωσιακός για το μέγεθος της Θεσσαλονίκης, ( Θεαγένειο, Βασίλισσα Μαργαρίτα, Αδελφές του Ελέους ”Άγιος Παύλος, Δημοτικό Νοσοκομείο, ρωσικό και ισραηλιτικό ”Hirsch”. Εκτός του γαλλικού όλα τα άλλα πέντε βρίσκονται στις εξοχές.

Στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου οι σύμμαχοι ίδρυσαν στην πόλη μονόροφα κτίρια κατασκευασμένα με τούβλα μήκους 40-50 μ. και πλάτους 5-6. με μία είσοδο σε κάθε άκρο. Κάποια εκ των οποίων ήταν εγκατεστημένα σε παραπήγματα (δηλαδή σε ξύλινες κατασκευές από πισσαρισμένο χαρτόνι), ενώ άλλα περιλάμβαναν και κάποιες σκηνές. Ωστόσο ήταν όλα τοποθετημένα συμμετρικά μέσα στα οικόπεδα τους με αποτέλεσμα να σχηματίζουν σύνολα ευχάριστα στη θέαση τους. Χωριζόταν επίσης από φαρδείς δεντροφυτευμένους δρόμους.

Το σκωτσέζικο νοσοκομείο είχε ”χτιστεί” δίπλα στην θάλασσα και ήταν εγκατεστημένο σε σκηνές. Το προσωπικό του αποτελούνταν κατεξοχήν από γυναίκες (από τους χειρούργους μέχρι και τον οδηγό του νοσοκομειακού αμαξιδίου). Η πειθαρχία που υπήρχε παρ’όλη την έλλειψη ιεραρχίας ήταν υποδειγματική. Το σκωτσέζικο νοσοκομείο είχε σταθμούς και έξω από τη Θεσσαλονίκη, συχνά τα αυτοκίνητα του έφταναν μέχρι την πρώτη γραμμή για τη μεταφορά των τραυματιών. 

Δημοτικό Νοσοκομείο 

Το Δημοτικό νοσοκομείο της πόλης ξεκίνησε τις εργασίες κατασκευής του το 1902, με την έναρξη της κατασκευής του με πρωτοβουλία του Δημάρχου Χουλουσή Βέη και επιβλέπων αρχιτέκτονα τον Ξ. Παιονίδη. Στο νοητό τετράγωνο του νεκροταφείου Ευαγγελίστριας και του Αγιάσματος Αγίου Παύλου, η επιλογή της τοποθεσίας προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από την ελληνική κοινότητα. Ωστόσο, το μεγαλοπρεπές οικοδόμημα τελειώνει το καλοκαίρι του 1904 και εγκαινιάζεται στις 19 Αυγούστου, με την ευκαιρία της 29ης επετείου ”της εις τον θρόνον αναρρήσεως του σουλτάνου”.

Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εφημερίδας ”Αλήθεια”, το κτίριο είναι διώροφο σχήματος Κολοσσιαίου, ενώ η πρόσοψη του είναι στραμμένη προς την θάλασσα. Στον πρώτο όροφο υπήρξαν εγκατεστημένα το γραφείο του Διευθυντή (Παναγιώτης Οικονόμου), το γραφείου του ιατρού υπηρεσίας, η αίθουσα εξωτερικών ασθενών, η αίθουσα των μαλλάξεων, το απολυμαντήριο, οι λουτρώνες, τα μηχανήματα ψυχρολουσίας, το χημείο, το εστιατόριο του ανώτερου προσωπικού, το μαγειρείο, το πλυντήριο και διάφορα άλλα διαμερίσματα.

Εικόνα από το βιβλίο ” Η Θεσσαλονίκη Εκτός Των Τειχών”

Συνολικά το νοσοκομείο είχε 100 κλίνες, παθολογικό τμήμα, τμήμα οφθαλμικών παθήσεων καθώς και φυματικών. Στον δεύτερο όροφο σύμφωνα με το προαναφερόμενο δημοσίευμα υπήρχαν: μία αίθουσα χειρουργικών νοσημάτων, δύο αίθουσες παθολογικών νοσημάτων για άνδρες, μία αίθουσα παθολογικών νοσημάτων για γυναίκες, μία αίθουσα φυματικών με πέντε κλίνες, δύο αίθουσες οφθαλμικών νοσημάτων με πέντε κλίνες για τους άνδρες και μία με ακόμα πέντες για τις γυναίκες.

Εικόνα από το βιβλίο ”Η Θεσσαλονίκη Εκτός Των Τειχών” Του Βασίλη Κολώνα

Η «αίθουσα των εγχειρήσεων» θεωρείται η ψυχή του Νοσοκομείου «Τελειοτάτη, αν όχι μοναδική μεταξύ των αρίστων της Ανατολής με πληρεστάτη συλλογή χειρουργικών εργαλείων ανταποκρινόμενη προς όλας τας απαιτήσεις της Επιστήμης»

Εικόνα από το βιβλίο ”Η Θεσσαλονίκη Εκτός Των Τειχών” του Βασίλη Κολώνα

Το νοσοκομείο κτίζεται για την εξυπηρέτηση του τουρκικού κυρίως πληθυσμού, που τότε ανερχόταν στις 35.000 με 40.000 περίπου, και έτσι ονομάζεται Νοσοκομείο ”Χαμηδιέ” προς τιμήν του Σουλτάνου. Σύμφωνα με το βιβλίο του Βασίλη Κολώνα ”Η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών”, στα τέλη του 1910 το δημαρχιακό συμβούλιο αποφασίζει την πλήρη ανακαίνιση του νοσοκομείου, η οποία μεταξύ άλλων περιλαμβάνει και την θέρμανση του, αλλά και την κατασκευή αίθουσας εγχειρήσεων, στο χώρο μεταξύ των βραχιόνων του κτιρίου με το οποίο θα συνδέεται μέσω διαδρόμου για τη μεταφορά των αρρώστων, από τις αίθουσες νοσηλείας (ο προϋπολογισμός της ανέρχεται σε 2.500 λ.Τ.)

Εικόνα από το βιβλίο ”Η Θεσσαλονίκη Εκτός Των Τειχών” Του Βασίλη Κολώνα

Αργότερα λειτουργεί ως Κεντρικό Νοσοκομείο με τμήματα: Παθολογικό, Παιδιατρικό, Χειρουργικό, ΩΡΛ, Oφθαλμολογικό, Oυρολογικό, Ακτινολογικό, Oρθοπεδικό, Μικροβιολογικό. Το 1912 το κτίριο του νοσοκομείου μετονομάζεται σε ”Άγιος Δημήτριος”.

Εικόνα: Facebook/ Γιαννης Μανιος

Το 1941 επιτάσσεται το κτήριο από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής και το Νοσοκομείο μεταφέρεται στην Καλαμαριά και στεγάζεται στο ίδρυμα «Αλητόπαιδος». Σ’ αυτό μέχρι το 1945, στεγάστηκαν όλες οι κλινικές του Νοσοκομείου, κρατικές και πανεπιστημιακές. Μετά την απελευθέρωση το νοσοκομείο επανέρχεται και λειτουργεί με τη σημερινή του μορφή.

Εικόνα: Κωνσταντίνος Σφήκας
Εικόνα από το βιβλίο ”Η Θεσσαλονίκη Εκτός Των Τειχών” του Βασίλη Κολώνα

Θεαγένειο Νοσοκομείο 

Το Θεαγένειο Νοσοκομείο, είναι η συνέχεια του Νοσοκομείου της Ελληνικής Κοινότητας της Θεσσαλονίκης, βρισκόταν κοντά στο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Δημητρίου. Το όνομα του οφείλεται στον Θεαγένη Χαρίση, ο οποίος με τη διαθήκη του προσέφερε χρήματα για την οικοδόμηση νέου νοσοκομείου. Καταστράφηκε το 1890 στη διάρκεια της μεγάλης πυρκαγιάς.

Μετέπειτα μεταφέρθηκε με την ανέγερση νέου το 1893-94, τα σχέδια του επιμελείται ο Ερ. Τσίλλερ. Έτσι κτίζεται στη σημερινή θέση (συγκεκριμένα εκεί που βρίσκεται σήμερα το Θεαγένειο Αντικαρκινικό Ινστιτούτο) έξω από τα ανατολικά τείχη σε ιδιόκτητο οικόπεδο εμβαδού 10.000 τετραγωνικών πηχέων στην περιοχή της Αγ. Τριάδος.

Εικόνα από το βιβλίο ”Η Θεσσαλονίκη Εκτός Των Τειχών” του Βασίλη Κολώνα

Διώροφο, άνετο, σύγχρονο για την εποχή του με 34 κλίνες. Το 1909 με δωρεά Δ. Ιωαννίδη του Σιατιστέως ανεγέρθησαν 2 νέα κτίσματα, ένα για χειρουργικά περιστατικά με 10 νέες κλίνες (η νέα πτέρυγα εγκαινιάστηλε στις 6/3/1910) και ένα για μολυσματικά νοσήματα. Το Θεαγένειο εξυπηρετούσε τις ανάγκες κυρίως του ελληνικού πληθυσμού, περιθάλποντας περισσότερο ηλικιωμένους ασθενείς.

Το 1926 ανακαινισμένο παραδίδεται στον πραγματικό του σκοπό με Παθολογικό και Χειρουργικό τμήμα για την περίθαλψη απόρων ασθενών δωρεάν, όχι μόνον της Θεσσαλονίκης αλλά ολόκληρης της Μακεδονίας. Σύμφωνα με το βιβλίο του Βασίλή Κολώνα ”Η Θεσσαλονίκη Εκτός Των Τειχών”, κύρια έσοδα του Νοσοκομείου εκτός των δικαιωμάτων νοσηλείας των ασθενών, αποτελούσαν διάφορα κληροδοτήματα Ελλήνων του εξωτερικού και τα ενοίκια των κτημάτων της κοινότητας.

Ανακαινίζεται ξανά, εκ νέου το 1935. Στην κατοχή για να μην επιταχθεί από τους Γερμανούς λειτούργησε ως Νοσοκομείο του Ελληνικού Eρυθρού Σταυρού μέχρι το 1950, με Παθολογικό, Παιδιατρικό, Χειρουργικό, ΩΡΛ και Oφθαλμολογικό Τμήμα. Μετά την έναρξη λειτουργίας της Ιατρικής Σχολής της Θεσσαλονίκης φιλοξενούνταν σ’ αυτό και η Πανεπιστημιακή Παιδιατρική Κλινική μέχρι το 1955. Το 1957 με αισθητή την έλλειψη ανάλογου νοσοκομείου και με προσπάθειες του Καθηγητή Αλέξανδρου Συμεωνίδη, άλλαξε χαρακτήρα, μετονομάσθηκε σε Αντικαρκινικό Ινστιτούτο.

Το 1985 το Θεαγένειο καθίσταται ΝΠΔΔ και εντάσσεται στο Ε.Σ.Υ.. Λίγο αργότερα οργανώνεται το Κέντρο Προληπτικής Ιατρικής και το 2001 εντάσσεται στο Α΄ ΠΕ.Σ.Υ. Σήμερα το Α.Ν.Θ. ΘΕΑΓΕΝΕΙΟ καλύπτει ιατρικές ανάγκες των κατοίκων της Μακεδονίας, της Θράκης και της Θεσσαλίας και διαθέτει:359 κλίνες (41 για Nοσηλεία Mιας Hμέρας και 8 για Εντατική Θεραπεία), το Συμεωνίδειο Ερευνητικό Κέντρο για την έρευνα του καρκίνου, το Κέντρο Προληπτικού Ελέγχου «ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ». Την Κινητή Μονάδα για προληπτικό γυναικολογικό Έλεγχο σε Μακεδονία, Θράκη και Θεσσαλία.

Εικόνα από το βιβλίο ”Η Θεσσαλονίκη Εκτός Των Τειχών” του Βασίλη Κολώνα

Το Θεαγένειο αναπτύσσεται συνεχώς ανανεώνοντας την υποδομή του όσον αφορά τον ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό του, έχοντας ως κύριο στόχο την καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών. Διαθέτει επιστημονικό προσωπικό υψηλοτάτου επιπέδου δίνοντας έμφαση και στην εκπαίδευση των αυριανών ιατρών. Φιλοδοξεί να είναι ένα από τα κορυφαία νοσοκομεία στην παροχή υπηρεσιών υγείας. Κλινικές, τμήματα και εργαστήρια του νοσοκομείου παρέχουν εξειδικευμένες υπηρεσίες και λειτουργούν ως κέντρα αναφοράς.

Νοσοκομείο Λοιμωδών 

Εικόνα αρχείου

Στη σημερινή οδό Γρηγορίου Λαμπράκη, στον αριθμό 13, στο κλειστό εδώ και έξι χρόνια Νοσοκομείο Ειδικών Παθήσεων Θεσσαλονίκης, στεγαζόταν έναν αιώνα πριν το ιταλικό νοσοκομείο «Βασίλισσα Μαργαρίτα».

Για την ακρίβεια, το κτίριο χτίστηκε το 1893-94 με έξοδα της Ιταλικής Κυβέρνησης από τον αρχιτέκτονα  Πιέρο Αριγκόνι. Εξαρχής για να στεγάσει το νοσοκομείο της ιταλικής κοινότητας, της πολυπληθέστερης ευρωπαϊκής κοινότητας της πόλης, μιας και πολλοί από τους Εβραίους κατοίκους της, μεταξύ των οποίων και οι μεγάλες οικογένειες των Αλλατίνι και Μοδιάνο, ήταν Ιταλοί υπήκοοι ή προστατευόμενοι της ιταλικής κυβέρνησης.

Το ιταλικό νοσοκομείο «Βασίλισσα Μαργαρίτα» | Η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών, εικονογραφία της συνοικίας των Εξοχών (1885 – 1912), Βασίλης Κολώνας, University Studio Press

Κατατέθηκε εκ μέρους της ιταλικής κοινότητας ποσό 8.000 λ.Τ. στην Οθωμανική Τράπεζα. Στη συνέχεια, με εράνους και δωρεές αλλά κυρίως με την οικονομική ενίσχυση από την ιταλική κυβέρνηση, κατέστη δυνατό να ανεγερθεί τελικά το νοσοκομείο.Το οικόπεδο αγοράστηκε εξ ονόματος του πρίγκιπα Tomasso, ξαδέρφου του Ιταλού βασιλέα. Στις 22 Αυγούστου του 1893 έγινε η κατάθεση του θεμέλιου λίθου και επιβλέπων αρχιτέκτονας ήταν ο Αριγκόνι.

Σύμφωνα με το βιβλίο του Βασίλη Κολώνα ”Η Θεσσαλονίκη Εκτός Των Τειχών” το νοσοκομείο διέθετε 30-35 κρεβάτια, μία μεγάλη αίθουσα για τις μολυσματικές ασθένειες και μία αίθουσα ειδικά προορισμένη για τους εβραίους ασθενείς, πολλοί εκ των οποίων όπως ήδη αναφέραμε, ήταν επίλεκτα μέλη της ιταλικής κοινότητας. Υπήρχε επίσης ειδική κουζίνα για την αποκλειστική τους εξυπηρέτηση.

Όψεις του ιταλικού νοσοκομείου το 1978 | Η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών, εικονογραφία της συνοικίας των Εξοχών (1885 – 1912), Βασίλης Κολώνας, University Studio Press

Μάλιστα, σε ένα τμήμα του οικοπέδου υπήρχε και ένα μικρό νεκροταφείο για τον ενταφιασμό των ”libres penseurs”. Το προσωπικό αποτελούνταν από δύο γιατρούς, δύο καλόγριες και αρκετούς νοσοκόμους και νοσοκόμες.

Ο σεισμός του 1902, εξαιτίας της πλημμελούς – όπως χαρακτηρίστηκε – κατασκευής του κτιρίου, οδήγησε στην καταπόνησή του. Συγκεκριμένα, η έκθεση Hoernes κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αν ο σεισμός ήταν δυνατότερος ή διαρκούσε περισσότερο, το νοσοκομείο θα κατέρρεε. Τις απαραίτητες αναστηλωτικές εργασίες από εκεί και πέρα ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Ποζέλι.

«Το ιταλικόν νοσοκομείον είναι διά τους ασθενείς ως και δια τους υπό ανάρρωσιν διατελούντες, ίδρυμα το οποίον συνιστάται ιδίως διά την μοναδικήν αυτού εν τη πόλει τοποθεσίαν (50 μ. από της επιφανείας της θαλάσσης), διά την έκτακτον θέαν ην έχει επί του λιμένος ως και των πέριξ, διά τον καθαρόν αέρα ον αναπνέει τις, διά τους κήπους του, διά την άνευ ουδεμίας ελλείψεως υπηρεσίαν του, και ιδίως τας μετά πλήρους αφοσιώσεως εκτάκτους περιθάλψεις τας παρεχομένας υπό των αδελφών του Ελέους» | Από τον εσωτερικό κανονισμό, 1908, στην Αλήθεια, γράφει ο διευθυντής Γ. Φώσκολος Το 1910, στα 49 κρεβάτια του νοσοκομείου θα προστεθούν και άλλα 12 του τμήματος φυματικών, το οποίο ιδρύεται ως αυτοτελές παράρτημα με ιδιαίτερη υπηρεσία και δικό του κήπο, σαν ένα είδος μικρού σανατορίου (σχέδια Ελί Μοδιάνο).

Το παρεκκλήσιο το 1978 | Η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών, εικονογραφία της συνοικίας των Εξοχών (1885 – 1912), Βασίλης Κολώνας, University Studio Press

Στο οικόπεδο υπήρχε επίσης μικρός σταθμός πρώτων βοηθειών, παρεκκλήσιο και σχολείο θηλέων υπό τη διεύθυνση των αδελφών του Ελέους με 25 περίπου άπορα νήπια. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ύπαρξη του ιταλικού νοσοκομείου, καθώς και του στρατιωτικού και του Θεαγενείου, συνετέλεσε στο να δοθεί η ονομασία της οδού Νοσοκομείων σε μία από τις σημαντικότερες αρτηρίες της συνοικίας των Εξοχών. Αυτή που μετέπειτα πήρε το όνομα Κονίτσης και πλέον – και μεταπολιτευτικά – τη γνωρίζουμε ως Γρηγορίου Λαμπράκη.

Το 1945 μετατράπηκε σε Κρατικό Νοσοκομείο Λοιμωδών Νόσων. Προσπάθεια εξαγοράς του που έγινε από το Ελληνικό Δημόσιο το 1950 απέτυχε.Το Νοσοκομείο Ειδικών Παθήσεων Θεσσαλονίκης (Λοιμωδών) αποτελούσε ένα νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης ενταγμένο στο Εθνικό Σύστημα Υγείας και λειτουργούσε έως το 2013. Είχε 100 κλίνες και 200 εργαζόμενους. Το 2011 αποφασίστηκε η διασύνδεση του Νοσοκομείου με το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «ΑΧΕΠΑ». Το 2013 σταμάτησε τη λειτουργία του καθώς οι κλινικές του μεταφέρθηκαν στα νοσοκομεία «Ιπποκράτειο» και «Γεώργιος Παπανικολάου». Σήμερα είναι κλειστό. Ανήκει στο ιταλικό κράτος.

Όψεις του ιταλικού νοσοκομείου το 1978 | Η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών, εικονογραφία της συνοικίας των Εξοχών (1885 – 1912), Βασίλης Κολώνας, University Studio Press

Ρώσικο Νοσοκομείο 

Εικόνα από τη σελίδα του δήμου Θεσσαλονίκης

Το κτίριο όπου στεγάζεται σήμερα το Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας, περιφερειακή υπηρεσία των Γενικών Αρχείων του Κράτους, επί της οδού Παπαναστασίου 21, υπήρξε στο παρελθόν Ρωσικό Νοσοκομείο, με την ανέγερσή του να υπολογίζεται στις αρχές του 20ου αιώνα.

Το Ρωσικό Νοσοκομείο την εποχή των εγκαινίων του (από το βιβλίο του Βασίλη Κολώνα)

Πιο συγκεκριμένα, τον Ιούνιο του 1907 ανακοινώθηκε η ανέγερση του Ρωσικού Νοσοκομείου, μέσω της έκδοσης σχετικού αυτοκρατορικού διατάγματος. Σε μία περιοχή που περιελάμβανε άλλα δύο νοσοκομεία, το Ελληνικό (Θεαγένειο) και το Ισραηλιτικό (Χιρς), η διαδικασία για την κατασκευή του ξεκίνησε ουσιαστικά από το 1904, όταν αγοράστηκε η εν λόγω έκταση από τον Νικόλαο Χατζηλαζάρου, αντιπροσώπο της ρωσικής κυβέρνησης.

Εικόνα: Γιάννης Τριανταφυλλόπουλος

Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων που ανέπτυσσαν στο τέλος του 19ού και στις αρχές του 20ου αιώνα οι διάφορες Κοινότητες της Θεσσαλονίκης, η Ρωσική Κοινότητα το 1907 ανακοινώνει την ανέγερση ενός νοσοκομείου. Τον Δεκέμβριο του 1907, με την ευκαιρία της ονομαστικής εορτής του Τσάρου, πραγματοποιήθηκε η κατάθεση θεμέλιου λίθου και στις 31 Ιανουαρίου 1910 (αν και άλλες αναφορές κάνουν λόγο για το έτος 1909) έγινε η τελετή των εγκαινίων.

Εικόνα: Γιάννης Τριανταφυλλόπουλος

Σύμφωνα με την περιγραφή του 1916 από τον Ν. Κυριαζίδη περιγράφεται ως «διώροφο κτίριο, περιλαμβάνον 16 κλίνας μετά χειρουργείου, μικροβιολογικού εργαστηρίου και χημείου, θερμαινόμενον διά κεντρικής θερμάνσεως μετά θερμού ύδατος, απαστράπτον εκ καθαριότητος και εκπληρούν πάντας τους κανόνας της υγιεινής». 

Το 1924, μετά την αναγνώριση της Σοβιετικής Ρωσίας από την Ελλάδα, το νοσοκομείο με όλο του τον εξοπλισμό παραχωρήθηκε στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό ως θεραπευτήριο. Το 1925 το Ελληνικό Δημόσιο μετονόμασε το κτήριο του «Ρωσικού Νοσοκομείου» σε «Μακεδονική Μαιευτική Κλινική» και πρώτος επιστημονικός και διοικητικός διευθυντής της διετέλεσε ο γνωστός μαιευτήρας-γυναικολόγος και πολιτικός Ιωάννης Πασσαλίδης.

Θάλαμος ασθενών Ρωσικού Νοσοκομείου (από το βιβλίο του Βασίλη Κολώνα)

Το 1939 μετονομάστηκε σε «Δημόσιο Μαιευτήριο» και σ’ αυτό εγκαταστάθηκε μετέπειτα η πανεπιστημιακή Μαιευτική-Γυναικολογική Κλινική της νεοϊδρυθεί Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Με αυτό το όνομα λειτούργησε μέχρι το 1975. Το κτίριο εγκαταλείφθηκε ξανά στα μέσα της δεκαετίας του ’70 και το 1983 χαρακτηρίστηκε διατηρητέο μνημείο. Το 1984, το κτίριο παραχωρήθηκε από την Εφορεία Δημοσίων Κτημάτων (στην κυριότητα της οποίας είχε περιέλθει στο μεταξύ) για τη στέγαση του Ιστορικού Αρχείου Μακεδονίας και ξεκίνησαν οι προκαταρκτικές εργασίες για την αποκατάστασή του. Η όλη διαδικασία μελέτης και επισκευών κράτησε μια ολόκληρη δεκαετία, μέχρι το Μάιο του 1994.

Εικόνα: Γιάννης Τριανταφυλλόπουλος

«Η εξωτερική όψη του κτiρίου είναι επιβλητική και ιδιαίτερα η πρόσοψη: έξι συμμετρικοί μεγάλοι ημικίονες με επίκρανα κορινθιακού τύπου, επιστύλιο με ελικοειδή ανάγλυφα κοσμήματα και η μνημειώδης μαρμάρινη κλίμακα που οδηγεί στην περίτεχνη είσοδο του ορόφου. Δυστυχώς, με τη διάνοιξη της οδού Παπαναστασίου, χάθηκε η πρώτη μαρμάρινη σκάλα που οδηγούσε στην υπερυψωμένη αυλή, καθώς και η περίφραξη μαζί με αρκετά πεύκα της αυλής. Αντί γι’ αυτά, σήμερα υπάρχει ένας ψηλός αναλημματικός τοίχος ο οποίος ουσιαστικά κρύβει το κτήριο από τους διαβάτες», σημειώνεται στο επίσημο ιστορικό του κτιρίου.

Το φαρμακείο του Ρωσικού Νοσοκομείου (από το βιβλίο του Βασίλη Κολώνα)

Από τον Απρίλιο του 1994 πραγματοποιήθηκε η οριστική εγκατάσταση του Αρχείου της Μακεδονίας στο πρώην Ρωσικό Νοσοκομείο, το οποίο παραχωρήθηκε από την Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου για τη στέγαση της υπηρεσίας.

Το Ρωσικό Νοσοκομείο, όταν λειτουργούσε ως δημόσια Μαιευτική Γυναικολογική Κλινική, υπό τη διεύθυνση του Ιω. Πασσαλίδη (από το βιβλίο του Βασίλη Κολώνα)

Γενικό Ιπποκράτειο Νοσοκομείο 

Το «Ιπποκράτειο» Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης προέκυψε από τη συνένωση δύο Νοσοκομείων: του τέως «Ιπποκρατείου» και του τέως «Η Αγία Σοφία».

Το τέως «Ιπποκράτειο» Νοσοκομείο ήταν διάδοχο του Νοσοκομείου «Χιρς» ( του ισραηλιτικού Νοσοκομείου της πόλης). Η εβραϊκή κοινότητα αν και ήταν η πολυπληθέστερη ήταν η τελευταία που ίδρυσε το δικό της νοσοκομείο, η ανέγερση του οποίου, δημιουργήθηκε σε σχέδια του Ιταλού αρχιτέκτονα Πιέρο Αριγκόνι. Η βαρώνη Clara Hirsch (σύζυγο του Βαρόνου Μωρίς Χιρς, Εβραίου τραπεζίτη στην Αυστρία) πρότεινε την ίδρυση του νοσοκομείου σε επιστολή της προς το κοινοτικό συμβούλιο ενώ δήλωνε ότι ήταν πρόθυμη να καταθέσει 200.000 χρυσά φράγκα για την κατασκευή του.

Εικόνα από το βιβλίο ”Η Θεσσαλονίκη Εκτός Των Τειχών” του Βασίλη Κολώνα

Έτσι ξεκίνησε το 1904 και τέθηκε σε λειτουργία στις 4 Μαΐου του 1908. Το Νοσοκομείο «Χιρς» ήταν προσωπικό έργο του ιατρού Μωύς Μισραχή, εγγονού του Λάζαρου Αλλατίνι και ανεψιού του ιατρού Μωύς Αλλατίνι. O Μισραχή, αφού κατόρθωσε να εξασφαλίσει για την ανέγερση του Νοσοκομείου, επέβλεψε προσωπικά στο σχεδιασμό και την κατασκευή του, οργάνωσε τη διοίκηση και λειτουργία του και κατάφερε να βρει τους απαιτούμενους υπόλοιπους πόρους. Ο ίδιος εγκαινιάζει το 1908 το νέο κτίριο.

Κτισμένο σε ιδιαίτερα μεγάλο χώρο, κεντρικό διώροφο τμήμα και η πίσω πτέρυγα. Στη συνέχεια προστίθενται οι δύο μπροστινές πτέρυγες και οι αντίστοιχοι διάδρομοι. Μέχρι τότε 97 ανεπτυγμένες κλίνες, από τις οποίες οι μισές προσφέρονταν δωρεάν για τους φτωχούς, και λειτουργούσαν σ’ αυτό πέντε Κλινικές, Παθολογική, Χειρουργική, Γυναικολογική, Ωτορινολαρυγγολογική, Oφθαλμολογική, και δύο  Εργαστήρια, Μικροβιολογικό και Ακτινολογικό.

Στην Αλήθεια της 26/5/1905 διαβάζουμε ότι η οικογένεια Αλλατίνι ανέλαβε με έξοδα της την κατασκευή νέας πτέρυγας στο ισραηλιτικό νοσοκομείο, που θα έφερε και το όνομα της και θα στοίχιζε 1.000 εικοσάφραγκα.

Το Νοσοκομείο «Χιρς» λειτούργησε συνεχώς από το 1908 μέχρι το 1941. Το 1917 σύμφωνα με το βιβλίο ”Η Θεσσαλονίκη Εκτός Των Τειχών” του Βασίλη Κολώνα, όταν στεγαζόταν εκεί το 14ο συμμαχικό νοσοκομείο σύμφωνα με την έκθεση Κυριαζίδη περιλάμβανε ένα κεντρικό κτίριο με 80 κρεβάτια και τρία περίπτερα με 20 κρεβάτια το καθένα. Διέθετε αίθουσα εγχειρήσεων και ”μεγάλον απολυμαντικόν κλίβανον δι’ ατόμου μετά πιέσεως”. Ένα από αυτά τα περίπτερα έφερε το όνομα του ιατρού Μισάρχη και στέγαζε το μικροβιολογικό εργαστήριο της στρατιάς της Ανατολής.

Κατά τη διάρκεια των δυο παγκοσμίων πολέμων, χρησιμοποιήθηκε ως στρατιωτικό νοσοκομείο, είτε από συμμαχικά στρατεύματα κατά τον ΑΠΠ, είτε από κατοχικά γερμανικά κατά τον ΒΠΠ. Το 1941 επιτάσσεται από τον γερμανικό Ερυθρό Σταυρό, στη συνέχεια από τον ελληνικό Ερυθρό Σταυρό. Στις αρχές του 1950, μεταφέρεται στο κτήριο του Νοσοκομείου αυτού το «Λαϊκό» Νοσοκομείο. Το 1951, η Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης παραχώρησε το Νοσοκομείο «Χιρς» στο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο στη συνέχεια μετονομάστηκε σε «Ιπποκράτειο» Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης.

Εικόνα Facebook: Γιώργος Σταυρακούδης

Το 1983 τα δύο Γενικά Νοσοκομεία «Ιπποκράτειο» και «Αγία Σοφία» συγχωνεύονται (Π.Δ. 67/24-2-1983, ΦΕΚ 28/1983 τεύχος Β’) και συγκροτούν το Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», με δύναμη αναπτυγμένων κλινών 626.  Το 1985 η Σχολή Μαιών εντάσσεται στο Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης και το κτίριο όπου στεγαζόταν διαμορφώνεται σε νοσηλευτική πτέρυγα με 180 αναπτυγμένες κλίνες.  Έτσι, το σύνολο των αναπτυγμένων κλινών φθάνει στις 806.

Εικόνα από το βιβλίο ”Η Θεσσαλονίκη Εκτός Των Τειχών” του Βασίλη Κολώνα

Οι λόγοι που οδήγησαν στη συγχώνευση, ήταν η ανάγκη δημιουργίας ενός Γενικού Νοσοκομείου που θα διέθετε όλες σχεδόν τις ιατρικές ειδικότητες και θα παρείχε ολοκληρωμένη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια περίθαλψη, με λειτουργικό κόστος μικρότερο του κόστους που είχαν αθροιστικά τα δύο ανεξάρτητα μέχρι τότε Νοσοκομεία («Ιπποκράτειο» και «Αγία Σοφία»).  Το γεγονός ότι τα δύο αυτά Νοσοκομεία λειτουργούσαν στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο, επηρέασε καθοριστικά στη λήψη της απόφασης για τη συγχώνευσή τους και βοήθησε στην υλοποίησή της, χωρίς ιδιαίτερα μεγάλα προβλήματα.

Εικόνα Facebook: Panos Martz

Σήμερα το Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο» είναι ένα από τα μεγαλύτερα νοσοκομεία της χώρας μας και των Βαλκανίων.  Είναι ενταγμένο στο Ε.Σ.Υ., υπόκειται στην εποπτεία της 4ης Υγειονομικής Περιφέρειας Μακεδονίας και Θράκης και διασυνδέεται με το Νοσοκομείο Αφροδισίων και Δερματικών Νόσων Θεσσαλονίκης.

Παρέχει πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια περίθαλψη, ισότιμα σε κάθε πολίτη, ανεξάρτητα από την οικονομική, κοινωνική και επαγγελματική του κατάσταση.

Γ. Γεννηματάς 

Βρίσκεται στη γωνία Αγίου Δημητρίου με Εθνικής Αμύνης απέναντι ακριβώς από την ΦΜΣ του ΑΠΘ και τα ιστορικά Νεκροταφεία της Ευαγγελίστριας. Αποτελεί σχετικά νεότερο νοσηλευτικό ίδρυμα στη Θεσσαλονίκη, την μετεξέλιξη νοσοκομείου του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και στη συνέχεια του Κεντρικού Νοσοκομείου Προσφύγων.

Το σημερινό Νοσοσκομείο Γ. Γεννηματάς πριν την ανέγερση του Πανεπιστημίου ήταν τοποθετημένο στην περίοπτη αυτή θέση με θέα στη Νεκρόπολη της Θεσσαλονίκης αφού στη θέση του πανεπιστημιακού Campus χωροθετούνταν και τα εβραϊκά κοιμητήρια μέχρι την δεκαετία του 30. Φέτος κλείνει τα 100 χρόνια από την ίδρυσή του.

Tο κτίριο κτισμένο σε  σχήμα Π. χρονολογείται από το 1880 και χτίστηκε για να φιλοξενήσει τις εγκαταστάσεις της έφιππης Οθωμανικής Σχολής Χωροφυλακής.  Περιελάμβανε ένα κεντρικό κτίριο και δύο πλάγιες πτέρυγες, που άφηναν μεταξύ τους μια μεγάλη αυλή για να εξυπηρετεί τις ανάγκες της εφίππου τότε χωροφυλακής. Στο ισόγειο βρίσκονταν οι στάβλοι.

Μετά από αίτημα του συνδέσμου Κυριών Εθνικής Αμύνης ( σύζυγοι της Τριανδρίας Βενιζέλου, Δαγκλή, Κουντουριώτη) το τοπικό συμβούλιο του Ε.Ε.Σ. κάνει δεκτή την πρόταση για συνεργασία και την 27 η Οκτωβρίου 1916 δημοσιεύεται το επίσημο διάταγμα περί ιδρύσεως Γ΄ Στρατιωτικού Νοσοκομείου με την επωνυμία “Νοσοκομείο Ερυθρού Σταυρού” δυναμικότητας 400 περίπου κλινών. Στον εξοπλισμό του συνέβαλαν ο Βρετανικός και ο Ελληνικός και Γαλλικός Ερυθρός Σταυρός. Το νοσοκομείο αναπτυσσόταν στο κτίριο αλλά και σε σκηνές τοποθετημένες στην γύρω περιοχή.

Το 1919 μετά από συνεννόηση του ΕΕΣ και του Υπουργείου Υγειονομίας παραδόθηκε στην στρατιωτική υγειονομική υπηρεσία και λειτούργησε ως στρατιωτικό νοσοκομείο. Από το 1922 ανακαινίστηκε και εξοπλίστηκε με δαπάνες της Έλενας Βενιζέλου και του ζεύγους Εμμανουήλ και Βιργινίας Τσουδερού και το 1923 εγκαινιάζεται 13.02.1923 ως “Κεντρικό Νοσοκομείο Προσφύγων” για να προσφέρει περίθαλψη στους πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής. Διαθέτει τότε 220 κλίνες.

Οι Θεσσαλονικείς τις νεότερες δεκαετίες το αποκαλούσαν απλώς “Το Κεντρικό”. Το 1941 το κτίριο επιτάσσεται από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής και το Νοσοκομείο μεταφέρεται στην Καλαμαριά και στεγάζεται στο ίδρυμα Αλητόπαιδος, τη μετέπειτα Τεχνική Σχολή Αριστοτέλης, που σήμερα χρησιμοποιείται για τις ανάγκες των Κ.Α.Π.Η. και παιδικής χαράς. Σ’ αυτό στεγάστηκαν τότε όλες οι κλινικές του νοσοκομείου, κρατικές και πανεπιστημιακές, μέχρι το 1945.

Εικόνα: Βασιλική Αναγνώστου

Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, το 1945, το νοσοκομείο επανέρχεται στο παλαιό κτίριο και προσπαθεί να λειτουργήσει κανονικότερα. Οι συνθήκες όμως  είναι πολύ δύσκολες. Κύριος λόγος οι ελλείψεις, εργαλείων, κλινών και διαγνωστικών μέσων. Εξυπηρετούνται την περίοδο αυτή, 1945-1950, όχι μόνον οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης, αλλά ολόκληρης της Μακεδονίας και της Θράκης.  Η πείνα, η άθλια διαβίωση και η δύσκολη μεταφορά των ασθενών δυσχεραίνουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση.

Το 1951 κατασκευάζεται περιμετρική πτέρυγα μέσα στην αυλή για τη δημιουργία απαραίτητων χώρων.Το 1974 προστίθεται νέα πτέρυγα, η οποία έλυσε πολλά προβλήματα χώρου. Το 1978 στον μεγάλο σεισμό το Νοσοκομείο παθαίνει σοβαρές ζημιές και αναστέλλεται η λειτουργία του. Μετά τις απαραίτητες επιδιορθώσεις επαναλειτουργεί το 1980 τμηματικά.

Το 1984 παραχωρείται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Ανωτέρας σχολής Αδελφών νοσοκόμων οικόπεδο 700 τ.μ. που γειτονεύει με το Νοσοκομείο και κτίζονται τα τακτικά εξωτερικά ιατρεία του. Δύο χρόνια αργότερα δωρίζεται και το κτίριο της σχολής όπου στεγάζονται οι παιδιατρικές κλινικές ( Παιδοχειρουργική, παιδιατρική, ορθοπεδική ).Το 1986 με διυπουργικές αποφάσεις λειτουργούν 5 πανεπιστημιακές κλινικές.

Στις 6.6.1995 μετονομάζεται, ύστερα από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου του Νοσοκομείου, σε Νομαρχιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης Γ. Γεννηματάς», ενώ από το 2012 διασυνδέεται διοικητικά με το νοσοκομείο «Άγιος Δημήτριος». Το άγνωστο υπόγειο γερμανικό καταφύγιο Όταν το 1941 το νοσοκομείο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς ξεκίνησε η διάνοιξη καταφυγίου. Η είσοδος του είναι υπόγεια και φτάνεις εκεί σηκώνοντας ένα φύλλο λαμαρίνας – καταπακτή στην εσωτερική αυλή του Νοσοκομείου.

Είναι χτισμένο από μπετόν και πλέγμα σιδήρου και αποδείχθηκε ανθεκτικό στον χρόνο. Διαθέτει δύο διόδους διαφυγής, μία που έβγαζε στην αυλή του «Γ. Γεννηματάς» (η γνωστή καταπακτή) και μία στο κτίριο όπου βρίσκονται σήμερα τα γραφεία της διοίκησης του νοσοκομείου. Επίσης διέθετε κι έναν μεγάλο υπόγειο διάδρομο που ένωνε το «Γ. Γεννηματάς» με το νοσοκομείο «Άγιος Δημήτριος», ο οποίος, όμως, δεν είναι πια ανοικτός. Σήμερα το καταφύγιο χρησιμοποιείται ως αρχείο του νοσοκομείου ενώ η κατάβαση σ΄αυτό σε βάζει σε μια χρονοτρύπα που σε στέλνει κατυεθείαν στην κατοχική ιστορία της Θεσσαλονίκης.

Εικόνα: Facebook του Αλέξη Αθάνατου

Το καταφύγιο, αλλά και το διατηρητέο κεντρικό κτίριο του «Γ. Γεννηματάς», άνοιξε για πρώτη φορτά τις πύλες του στο πλαίσιο του Open House Thessaloniki 2016 με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την ίδρυση του νοσοκομείου και με πρωτοβουλία της νέας διοικήτριας, Μελπομένης Τσούγκα. Έτσι αυτό το Σαββατοκύριακο, στις 19 και 20 Νοεμβρίου,οι Θεσσαλονικείς από τις 10 το πρωί έως τις 2 το μεσημέρι θα έχουν την ευκαιρία να περιηγηθούν στους χώρους αλλά και να επισκεφθούν για πρώτη φορά το ιστορικό καταφύγιο.

Νοσοκομείο Παπανικολάου

Προς το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1917-1918) στην σημερινή θέση του νοσοκομείου στην Εξοχή Ασβεστοχωρίου Θεσσαλονίκης κατασκευάστηκαν από τον Βρετανικό Στρατό ορισμένα παραπήγματα για την επιτόπια νοσηλεία των τραυματιών .

Όλα ξεκίνησαν όταν ο βρετανικός στρατός, σύμφωνα με την από στόμα σε στόμα ιστορία που μεταφέρεται, ανακάλυψε πως εκατοντάδες από τα κουρασμένα του άλογα «ξαναγεννήθηκαν» αφήνοντάς τα στο σημείο όπου βρίσκεται και στους χώρους που λειτουργεί το σημερινό Γ.Ν.Παπανικολάου.

Μετά την εγκατάλειψη τους από τον Βρετανικό Στρατό τα παραπήγματα, αυτά αποτέλεσαν την βάση για την ίδρυση από το Ελληνικό κράτος του “Νοσοκομείου Φυματιώντων”.  Μετέπειτα, προστέθηκαν μερικές νέες εγκαταστάσεις και το Νοσοκομείο μετονομάστηκε σε “Σανατόριο Ασβεστοχωρίου”.

Το ξηρό κλίμα της περιοχής έγινε αμέσως γνωστό για την θεραπευτική του ιδιότητα με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί το πρώτο παράπηγμα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα φυματικοί από όλη την Ελλάδα να κατευθύνονται στο σημείο και να στήνουν σκηνές γύρω του με την ελπίδα πώς θα γιατρευτούν από την νόσο που ταλάνιζε την κοινωνία.

πτέρυγα-φάντασμα Παπανικολάου

Οι καπνεγάρτες, οι οποίοι ήταν από εκείνους που υπέφεραν κατά κόρον από την νόσο, άρχισαν να σηκώνουν μικρά κτίρια στην περιοχή με αποτέλεσμα την απόφαση του κράτους να βάλει τάξη στο ζήτημα. Λίγο πριν τον Β’ Παγκ. Πόλεμο, περίπου το 1938, διεξάγει μελέτη για την δημιουργία μιας μεγάλης δομής, του γνωστού μέχρι και σήμερα Πέτρινου. Αρχιτεκτονικά είναι ένας κεντρικός κορμός με κάθετες πτέρυγες.

Εντός του χτίστηκε η εκκλησία του νοσοκομείου, από ασθενείς πάσχοντες από φυματίωση. Ενώ λίγα χρόνια αργότερα προστέθηκε το “Πέτρινο Κτίριο” που αποτέλεσε τη ραχοκοκκαλιά του Νοσοκομείου  Το“Σερραϊκό Κτίριο”, όπου στεγάζεται σήμερα η Τεχνική Υπηρεσία. Ονομάστηκε Σεραϊκό γιατί χτίστηκε από Σερραίους και δεχόταν μόνο Σερραίους.

Οι μισές πτέρυγες προορίζονταν για τους άνδρες ασθενείς και οι υπόλοιπες για τις γυναίκες ενώ υπήρχε και ξεχωριστό κτίριο με σχολείο στο εσωτερικό του για τα παιδιά, με την πρόβλεψη πάντα να μην έρχονται σε επαφή με τους μεγαλύτερους ηλικιακά ασθενείς. Οι δυνατότητες του Σανατορίου άγγιζαν την παροχή νοσοκομειακής περίθαλψης ταυτόχρονα 700 περίπου ασθενών. Εντυπωσιακός αριθμός αν αναλογιστεί κανείς τα δεδομένα της εποχής.

Το Πέτρινο φέρει την υπογραφή του Δεσποτόπουλου, μεγάλου αρχιτέκτονα της περιόδου. Την ονομασία του την οφείλει στην εξωτερική του επένδυση καθώς είναι χτισμένο με πέτρες από την περιοχή. Ξεκινάει να χτίζεται αλλά ο πόλεμος σταματάει τα πάντα. Έτσι μετά το τέλος του χτίζεται το μισό και ξεκινάει την επίσημη λειτουργία του ως Σανατόριο. Το πρώτο μάλιστα της Ελλάδας, μαζί με το Σωτηρία της Αθήνας και η πρώτη μεγάλη πανευρωπαϊκή δομή για φυματικούς

Για την φυματίωση ήταν βασικός παράγοντας ο ήλιος και ο αέρας. Από τη μία το γεγονός πως μόλις με δύο ώρες έκθεσης στον ήλιο ήταν αρκετές για να εξαφανστεί το μικρόβιο της φυματίωσης και από την άλλη η απαραίτητη προϋπόθεση οι χώροι και τα σκεπάσματα να αερίζονται. Ο Δεσποτόπουλος άλλωστε που σχεδίασε το Σανατόριο, έστησε τη μελέτη για την κατασκευή του σύμφωνα με τον ήλιο. Οι γιατροί με αυτοθυσία εξέταζαν καθημερινά χιλιάδες ασθενών, παρά το γεγονός πως πάρα πολλοί από αυτούς τελικά κόλλησαν φυματίωση.

Μητέρες ερχόντουσαν στην πύλη που άλλαζε την ζωή των παιδιών τους, και δίχως να επιθυμούν να τα συναντήσουν άφηναν καλάθια με τρόφιμα. Το κοινωνικό στίγμα, στην περίπτωση της φυματίωσης, ήταν ισχυρότερο από κάθε άλλο δεσμό αγάπης. Κοπέλες δεν μπορούσαν να ξαναφτιάξουν την ζωή τους, νεαροί ξεγράφονταν από τις οικογένειές τους και άλλαζαν το όνομά τους κατά την εισαγωγή τους. Μικρά φυματικά παιδιά παραλάμβαναν τον εγκλεισμό ως “κανονικότητα” ζωής καθώς οι γονείς τους τα άφηναν στην επιβλητικη πύλη και δεν τα ξαναέβλεπαν ποτέ.

Ωστόσο, Έτσι δημιουργήθηκε ένας μικρόκοσμος, μια πιστή μικρογραφία μιας ολόκληρης κοινωνίας, περιφραγμένη στα καταπράσινα στρέμματα της πλαγιάς Ασβεστοχωρίου .Η κοινότητα των φυματικών εντός του Σανατορίου, εξαιτίας της καθημερινής βίωσης και αντιμετώπισης του θανάτου, είχε ως πρόκληση αυτού, έντονη σεξουαλική υπερδραστηριότητα.

Έτσι στο Σανατόριο γεννήθηκαν παιδιά στο περιθώριο αυτής της ζωής. Παιδιά που μεγάλωσαν στην έκτασή του και πήγαν σχολείο στη σχολική αίθουσα που δημιουργήθηκε για αυτά. Η ζωή πέρα από τις θεραπείες και ανάμεσα στους γάμους, τους θανάτους και τις γεννήσεις, κινούνταν σε κανονικούς ρυθμούς.

Οι φυματικοί δημιούργησαν θερμοκήπια και παραγωγή κηπευτικών, φυτώρια που διατηρούνται μέχρι και σήμερα φιλοξενώντας ακριβώς για αυτό το λόγο φυτά που θεωρούνται πλέον σπάνια, ακόμα και κινηματογράφο. Πρόβαλλαν κινηματογραφικά έργα, ανέβαζαν θεατρικές παραστάσεις, δημιουργούσαν ρεμπέτικες κομπανίες… Στο Σανατόριο στήνονταν κανονικές γιορτές.

Κάποια χρόνια αργότερα χτίστηκαν κι άλλες βοηθητικές εγκαταστάσεις, Δεξαμενή Λυμάτων,  Μηχανοστάσιο, Θυρωρείο. Το 1962 δημιουργήθηκε το Βρογχοσκοπικό Τμήμα, και το Νοσοκομείο χάρη στο τμήμα ονομάστηκε “Κέντρο Νοσημάτων Θώρακος Βορείου Ελλάδος” (Κ.Ν.Θ.Β.Ε.) και δημιουργήθηκαν η Θωρακοχειρουργική,η Παν/κή Πνευμονολογική, η Καρδιολογική και η ΩΡΛ κλινική.

Το 1969 παραδόθηκε το Κτίριο Διοίκησης. Το Σανατόριο σταμάτησε να λειτουργεί περίπου το 1970. Η φυματίωση μειώνεται πάρα πολύ με την κυκλοφορία των νέων φαρμάκων. Το 1978  το “Σχολείο Φυματιώντων Παίδων” που λειτουργούσε στους χώρους της σημερινής Γναθοχειρουργικής κλινικής κλείνει.

Λίγα χρόνια αργότερα ανακατασκευάζονται διάφορα κτίρια όπως το “Τρίδυμο”, “Δ’ Πτέρυγα του Πέτρινου Κτιρίου” κ.α. Μετά το 1981 αυξήθηκαν αλματωδώς οι χώροι των καθαρά ιατρικών κτιρίων. Το 1983 Μετονομάστηκε αρχικά σε “Γενικό” και στη συνέχεια σε “Γενικό Περιφερειακό Νοσοκομείο Γ. Παπανικολάου” .

Έκτοτε ιδρύθηκαν στο νοσοκομείο: Το 1983 Μονάδα Αναπνευστικής Ανεπάρκειας, Στεφανιαία Μονάδα Καρδιολογικής Κλινικής-Αιμοδυναμικό, η Α΄ Παθολογική Κλινική, η Β΄ Παθολογική Κλινική, η Αιματολογική, η Β΄ Χειρουργική, η Κλινική Πλαστικής Χειρουργικής, Ακτινοδιαγνωστικό, η Καρδιοχειρουργική, η Εντατική Καρδιοχειρουργική Μονάδα, το Χειρουργείο Νέου Κτιρίου, το Τμήμα Εξωτερικών Ιατρείων και η Ορθοπαιδική Κλινική.

Το 1984 ιδρύθηκαν η Νευροχειρουργική Κλινική, η Κεντρική Αποστείρωση, η Μονάδα Τεχνητού Νεφρού, ο Σταθμός Αιμοδοσίας, το Εργαστήριο Γαστρεντερολογικής, η Νευροχειρουργική και η Διεύθυνση Νοσηλευτικής Υπηρεσίας.

Το 1985 δημιουργήθηκε η Μονάδα Αιματολογικής, η Ω.Ρ.Λ. και η Γναθοχειρουργική, καθώς επίσης και τα χειρουργεία Γνάθου, Οφθαλμολογικό, Ωτορυνολαρυγγολογικό και το Χειρουργείο του Πέτρινου Κτιρίου.

Το 1986 δημιουργήθηκαν: Η Α’ και η Β’ Πνευμονολογική Κλινική, η Α’ Χειρουργική, η Οφθαλμολογική Κλινική, το Αναισθησιολογικό Παλαιού Κτιρίου, το Αναισθησιολογικό Νέου Κτιρίου και το Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών.

Το 1987 το νοσοκομείο που αρχικά λειτουργούσε χωρίς να συμμετέχει στις γενικές εφημερίες της Θεσσαλονίκης, εντάχθηκε στο πρόγραμμα εφημεριών και δημιουργήθηκαν η Μονάδα Εντατικής Θεραπείας και η Γαστρεντερολογική Κλινική, ενώ η Καρδιολογική Κλινική χωρίστηκε σε Α’ και Β’.

Το 1988 δημιουργήθηκαν η Δ’ Χειρουργική και η Νευρολογική Κλινική. Το 1998 δημιουργήθηκε η Ψυχιατρική Κλινική (Ψυχιατρικό Τμήμα Ενηλίκων – Ψυχιατρικό Τμήμα Παίδων – Εφήβων), ενώ το 1999 άρχισε η λειτουργία του Αιματολογικού Τμήματος και της Μονάδας Μεταμόσχευσης Μυελού των οστών στο κτίριο «Στοργή». Το 2001 εγκαινιάστηκε η Μονάδα Εντατικής Θεραπείας Εγκαυμάτων (ΜΕΘΕ), η οποία καλύπτει τα περιστατικά ολόκληρου του χώρου της Βορείου Ελλάδας.

ΑΧΕΠΑ

Η ιστορία του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «ΑΧΕΠΑ» είναι στενά συνδεδεμένη με αυτή της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η ίδρυση της Ιατρικής Σχολής πραγματοποιήθηκε το 1942.

Την ίδια εποχή η Ελληνοαμερικανική Κοινότητα προσπαθεί να βοηθήσει την τραυματισμένη από τον πόλεμο και τον εμφύλιο πατρίδα.  Μέρος αυτής της βοήθειας φαίνεται στα πρακτικά των συνελεύσεων της αδελφότητας ΑΧΕΠΑΝΣ (από τα αρχικά των λέξεων American Hellenic Educational Progressive Association που μεταφράζεται ως Αμερικανικός Ελληνικός Εκπαιδευτικός Προοδευτικός Σύνδεσμος)  και έχει σχέση με την παροχή υπηρεσιών υγείας.

Οι ΑΧΕΠΑΝΣ στο Συνέδριο τους στην Ουάσιγκτον το 1945, σε συνεργασία με την Ελληνική Οργάνωση Αρωγής αποφασίζουν να ιδρύσουν νοσοκομειακές μονάδες 300-400 κλινών σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας και φυσικά και στη Θεσσαλονίκη. Υποστηρικτής της ιδέας ενός Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου στη Θεσσαλονίκη, εμφανίζεται ο Καθηγητής Σαμαράς του Πανεπιστημίου, ο οποίος είναι και μέλος της Οργάνωσης. Έτσι δόθηκε η αφορμή για το ξεκίνημα της ιστορίας του Νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ.

Εικόνα Facebook: Έφη Σταθοπούλου

Το 1947 οι ΑΧΕΠΑΝΣ αποφασίζουν σε συνεργασία με την νέα Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου, να ενισχύσουν την ίδρυση ενός σύγχρονου νοσοκομείου στη Θεσσαλονίκη, του Νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ. Λίγα χρόνια αργότερα, συγκεκριμένα το 1951 η ίδρυση του νοσοκομείου πραγματοποιήθηκε, αλλά η ουσιαστική του  λειτουργία ξεκίνησε το 1953 το οποίο τότε είχε 120 διαθέσιμες κλίνες, διέθετε  τρεις (3) χειρουργικές κλινικές, μία (1) Παθολογική Κλινική και τα αντίστοιχα εξωτερικά τους ιατρεία, και τέσσερα (4) Εργαστήρια (Ακτινολογικό, Μικροβιολογικό, Βιολογικής χημείας και Παθολογοανατομικό).

Το 1955 μέσω δωρεάς της Σουηδικής Φιλανθρωπικής Οργάνωσης RAEDDA BARNER, ανεγείρεται και εξοπλίζεται πλήρως μία νέα Πτέρυγα Παιδιατρικής, δύναμης 100 κλινών. Στην συγκεκριμένη πτέρυγα, το 1958, εγκαθίσταται η Πανεπιστημιακή Παιδιατρική Κλινική. Πέριπου μία δεκαετία μετά, ακόμη μία Πτέρυγα ξεκινά τη λειτουργία της με αποτέλεσμα η δυναμικότητα του νοσοκομείου να φτάσει τις 500 περίπου κλίνες. Το 1968 ιδρύεται και λειτουργεί η Σχολή Βοηθών Νοσοκόμων μονοετούς φοίτησης του Γενικού Νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ Θεσσαλονίκης, με το Βασιλικό Διάταγμα  589/11-9-1968.

Αρχικά το νοσοκομείο αποτελούνταν από δύο διώροφες πτέρυγες και είχε συνολικά 120 κρεβάτια, τρεις χειρουργικές κλινικές, μία Παθολογική Κλινική και τέσσερα εργαστήρια (Aκτινολογικό, Mικροβιολογικό, Bιολογικής Xημείας και Παθολογοανατομικό), σύμφωνα με τις προδιαγραφές και τις απαιτήσεις των δωρητών. Οι αυξανόμενες ανάγκες σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης και γενικότερα της Μακεδονίας οδήγησαν στην συνεχή επέκταση του Νοσοκομείου.

Ακόμη ανάμεσα στους μεγάλους ευεργέτες του Νοσοκομείου συγκαταλέγονται η Φούλα Καλλιτσάντση, ο Παρίσης Καλλιτσάντσης, ο Γεώργιος Παντελάκης και το Σωματείο για τη φροντίδα των ατόμων με νευρομυικές παθήσεις MDA Ελλάς.

Εικόνα Facebook: Έφη Σταθοπούλου

Το 2016 παραδόθηκε ανακαινισμένη η Β΄ πανεπιστημιακή παιδιατρική κλινική. Οι οκτάκλινοι θάλαμοι έγιναν δίκλινοι, με εσωτερικούς χώρους υγιεινής. Η δύναμη της κλινικής σήμερα είναι 60 κλίνες, εκ των οποίων οι 20 είναι στο ογκολογικό τμήμα. Κάθε χρόνο εξετάζονται στα τακτικά και επείγοντα εξωτερικά ιατρεία, περί τα 14.000 παιδιά και νοσηλεύονται ετησίως περί τα 3.000 παιδιά. Σήμερα το ΑΧΕΠΑ, είναι νοσοκομείο αναφοράς του COVID-19.

424 Γ.Σ.Ν.Ε. 

Το Νοσοκομείο συγκροτήθηκε, ως Γ΄ Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο, το 1912 και με πρώτο Διευθυντή τον Αρχίατρο Νικόλαο Βασιλειάδη. Εγκαταστάθηκε στο Στρατόπεδο “ΚΩΤΤΑ” (όπου λειτούργησε μέχρι την 25 Αυγ. 2007 συνεχώς, εκτός μιας διακοπής στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής. ). Κτίσθηκε στο τέλος του περασμένου αιώνα (1888) και λειτούργησε ως Τουρκικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο το οποίο μετά το 1912, μετετράπη σε Ελληνικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο.

Μετά το 1912, μετετράπη σε Γ′ Ελληνικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Το 1925 μετονομάζεται σε Παθολογικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης και το 1929 σε Α′ Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Πρώτος Έλληνας αρχίατρος μετά την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό, υπήρξε ο Νικόλαος Βασιλειάδης, ο οποίος διαδέχθηκε τον τελευταίο οθωμανό γενικό αρχίατρο Νισσίμ Πασσά.

Eικόνα: Facebook Paul Zepdji

Το 1940 είχε τη δυνατότητα περίθαλψης άνω των 500 ασθενών. Ήταν η μεγαλύτερη στρατιωτική νοσηλευτική μονάδα της επικράτειας. Τόσο κατά τη μεσοπολεμική περίοδο (μεταξύ Α′ και Β′ παγκοσμίων πολέμων) όσο και μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, λειτούργησε στη Θεσσαλονίκη και δεύτερο στρατιωτικό νοσοκομείο, στη Βίλλα Αλλατίνη. Το σύνολο των ανεπτυγμένων κλινών του Νοσοκομείου είναι 300.

Κατά τη Γερμανο-Ιταλική κατοχή έπαυσε να λειτουργεί λόγω καταστροφής από βομβαρδισμούς και από το 1948 επαναλειτουργεί και  μετονομάσθηκε σε 424 ΓΣΝΕ. Το Νοσοκομείο το συγκροτούσε ένα μεγάλο κτίριο, που μπορούσε να δεχθεί μέχρι και 750 άτομα.

Τον Αύγουστο του 2007 γίνεται η μετεγκατάσταση στο νέο 424 ΓΣΝΕ σε οικόπεδο 100 στρεμμάτων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας δίπλα στο Νοσοκομείο Παπαγεωργίου, στη Δυτική Θεσσαλονίκη.

Πηγές: Βιβλίο: ”H Θεσσαλονίκη Εκτός Των Τειχών” του Βασίλη Κολώνα, Βιβλίο: ”Η Θεσσαλονίκη Στη Διάρκεια Του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου”, Βικιπέδια, ngda.gr, 424gsne.army.gr,

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα