Πάμε αεροδρόμιο: Τα λαμπερά βράδια μιας άλλης καλοκαιρινής Θεσσαλονίκης
Αναμνήσεις από μια Θεσσαλονίκη προς κρίσης, που γλεντούσε το καλοκαίρι στην περιοχή Αεροδρομίου.
Λέξεις: Θοδωρής Μπούντας | Εικόνες: Πάνος Κονιός
Στροφή καζίνο Αεροδρόμιο. Αυτό έγραφαν όλα τα διαφημιστικά των καλοκαιρινών κλαμπ και μπουζουκιών στη Θεσσαλονίκη όχι πριν από πολλά χρόνια. Στροφή καζίνο. Κάποτε για να την διαβείς (50 μέτρα απόσταση) με αυτοκίνητο έκανες 30 λεπτά τουλάχιστον. Στροφή καζίνο. Από εκεί ξεκινούσε το όνειρο της διασκέδασης για χιλιάδες άτομα, όλων των ηλικιών, κοινωνικών τάξεων, περιοχών κατοίκησης της Θεσσαλονίκης και όχι μόνο. Στροφή στο χρόνο και φύγαμε για να θυμηθούμε (οι παλαιότεροι) κάτι υπέροχο που άρχισε το 1998 για να σβήσει δέκα χρόνια αργότερα.
Ήταν το Σωτήριο έτος 1998, ακόμη δεν ξέραμε το ΔΝΤ, την Μέρκελ, τον Σόιμπλε, την τρόικα και γενικότερα δεν ξέραμε ό,τι θα ακολουθούσε. Τώρα που το σκέφτομαι όλη η ιστορία αυτή μου θυμίζει αυτούς τους γάμους που βλέπουμε στις ειδήσεις και σε ταινίες, όπου όλοι διασκεδάζουν και ξαφνικά βγαίνουν τα όπλα και το γλέντι γίνεται μακελειό. Κάπως έτσι έγινε όπως τα θυμάμαι. Μια εκδοχή του τι συνέβη σε όλη τη χώρα, ένα prequel, του σήμερα.
Δυστυχώς ή ευτυχώς επίσης δεν ξέραμε το wifi, τα κινητά ήταν σε βρεφική ηλικία σε σχέση με τώρα, χωρίς κάμερες, φίλτρα, stories κτλ. Δεν υπήρχαν Ίνσταγκραμ, ινφλουένσερς, φόλοουερς, σέλφι. Ο μόνος τρόπος απόδειξης για το ότι βρισκόσουν εκεί ήταν απλά να σε δούνε οι άλλοι. Γι’ αυτό και έπρεπε να χαιρετήσεις όσο το δυνατόν περισσότερα άτομα.
Μερικά δεδομένα
Στη Θεσσαλονίκη οι μεγάλοι χώροι καλοκαιρινής διασκέδασης από τις αρχές του ‘70 μέχρι τα τέλη του ‘80 βρίσκονταν είτε μετά το αεροδρόμιο προς Περαία με μεγάλα νυχτερινά κέντρα πχ Νεράιδα και Θεσσαλονικιά απλησίαστα για τη νεολαία ή κλαμπ όπως Amnesia, Cocos ή το μοναδικό Ακρόαμα είτε στο χώρο δίπλα στη θάλασσα απέναντι από το σημερινό Διαβαλκανικό εκεί που τώρα υπάρχουν εμπορικά κέντρα, με θρυλικά κλαμπ σαν το Bodrum ή μπουντρούμι όπως το έλεγαν οι περισσότεροι. Για τη μεν πρώτη περίπτωση υπήρξε αυτό που λέμε «ολοκλήρωση του κύκλου» τους αφού τα περισσότερα δούλευαν πλέον περισσότερο με χορούς ή και καθόλου ενώ στη δεύτερη περίπτωση το τέλος ήρθε με την ανέγερση του Διαβαλκανικού, διότι η απόστασή τους από νοσοκομείο δεν επέτρεπε πλέον τη λειτουργία τους.
Αυτό που άλλαξε τα πράγματα και έδωσε το έναυσμα για τη δημιουργία του μεγαλύτερου τοπίου καλοκαιρινής διασκέδασης που είδε ποτέ η πόλη ήταν το Καζίνο που δημιουργήθηκε το 1996 σε μια έκταση 75 στρεμμάτων δίπλα στο αεροδρόμιο. Για δύο χρόνια ήταν μόνο του έχοντας από τη μια πλευρά το αεροδρόμιο και από την άλλη τεράστιες εκτάσεις, οι οποίες ήταν ανεκμετάλλευτες. Χέρσα χωράφια αφού κανείς μέχρι τότε δεν ήθελε να πάει σε έναν ερημικό τόπο και μάλιστα δίπλα στο αεροδρόμιο.
Το 1998 όλα αλλάζουν
Εκείνη την εποχή όπως είναι γνωστό χρήματα υπήρχαν, ήταν πολλά και ζητούσαν να ξοδευτούν. Δύο χρόνια μετά κάποιοι επιχειρηματίες βλέποντας την επιτυχία του καζίνο σε μια περιοχή «παρθένα» αποφάσισαν να μπουν στο παιχνίδι. Οικόπεδα νοικιάστηκαν (σε πολύ χαμηλές τιμές στην αρχή), μπήκαν περιφράξεις και οι φαγάνες άρχισαν να δουλεύουν , αφού είπαμε όλα έπρεπε να γίνουν από την αρχή. Δεν υπήρχε καμία υποδομή αν και η κατασκευή του καζίνο είχε φέρει δίκτυα (αποχέτευσης, ύδρευσης κτλ) που πριν δεν υφίσταντο.
Στο πρώτο μαγαζί που γίνεται (κλαμπ) επικρατεί το αδιαχώρητο επτά βράδια την εβδομάδα non stop και μολονότι είναι μεγάλων διαστάσεων αποδεικνύεται μικρό για τα χιλιάδες άτομα που περιμένουν καρτερικά έξω από την πόρτα του για να μπούνε. Η αρχή είχε γίνει και το σήμα δόθηκε και σε άλλους επιχειρηματίες που αρχίζουν να νοικιάζουν οικόπεδα δεξιά και αριστερά από τον δρόμο που οδηγεί στο καζίνο. Η περιοχή γεμίζει από κλαμπ και νυχτερινά κέντρα. Privilege, Decadence, Ρόδον, Μαμούνια, Πολιτεία, Hotel, Collonial , Odeon, Boom, Lido σηκώνουν τις ταμπέλες τους δημιουργώντας την παραλιακή (όπως λέγεται η αντίστοιχη κατάσταση στην Αθήνα) της Θεσσαλονίκης.
Κάποιοι κάνουν απόπειρες και δημιουργούν χώρους διασκέδασης λίγο πριν τη στροφή ή λίγο μετά που στις περισσότερες φορές όμως δεν έχουν μεγάλη επιτυχία αφού όλοι θέλουν να παρκάρουν σε ένα από τα κεντρικά μαγαζιά ώστε να πηγαίνουν με τα πόδια από το ένα στο άλλο. Είπαμε, χρήματα υπήρχαν πάρα πολλά.
Η περιοχή είναι πλέον τόσο υπερφωτισμένη και με τόσους προβολείς που αρκετές φορές πιλότοι αεροσκαφών από διάφορες χώρες επισήμαναν στις αρχες του αεροδρομίου πως λίγο έλειψε να μπερδευτούν και να ακολουθήσουν τα φώτα των μαγαζιών κατά την προσγείωση και όχι αυτά του διαδρόμου. Να σημειωθεί πως τότε το αεροδρόμιο «Μακεδονία» είχε εξοπλισμό πολύ ξεπερασμένο. Μάλιστα, επειδή στα μέσα Μαΐου κάθε χρόνου στα περισσότερα μαγαζιά τα openings συνοδεύονταν από πυροτεχνήματα, η ΥΠΑ (Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας) είχε ζητήσει να ειδοποιείται εκ των προτέρων προκειμένου να ενημερώνει με τη σειρά της τα πληρώματα.
Πάμε αεροδρόμιο;
Μια από τις πιο δημοφιλείς ερωτήσεις της εποχής εκείνης ήταν «Πάμε αεροδρόμιο;». Η ερώτηση αυτή γινόταν μεταξύ φίλων, ζευγαριών και γενικά μεταξύ ατόμων από όλες τις περιοχές της πόλης, όλων των ηλικιών και ταξικών ή οικονομικών στρωμάτων, καθημερινά επτά ημέρες την εβδομάδα αφού τότε, σε αντίθεση με τώρα, οι εργαζόμενοι είχαν φτάσει – μολονότι τα νυχτοκάματα ήταν υψηλά, όπως και τα tips – να εκλιπαρούν για ένα ρεπό την εβδομάδα. Για να γίνει κατανοητή η κατάσταση, ενδεικτικό είναι πως αν ένα μαγαζί Δευτέρα βράδυ είχε μόνο 600 με 700 πελάτες θεωρούσε αποτυχημένη τη βραδιά ενώ τώρα αν έχει τον ίδιο αριθμό πελατών Παρασκευή πρόκειται για επιτυχία. Χαρακτηριστικό του «οργασμού» που επικρατούσε ήταν πως γίνονταν καταγγελίες στην αστυνομία για ηχορύπανση από κατοίκους της Πυλαίας. Ναι, τόσα πολλά ήταν τα ντεσιμπέλ.
Η ουρά των αυτοκινήτων ξεκινούσε από τα πράσινα φανάρια και έφτανε μέχρι τη στροφή καζίνο. Για την απόσταση αυτή που απαιτεί τώρα 5 λεπτά εκείνα τα βράδια μπορεί να χρειαζόταν και μια ώρα. Οι πιο ριψοκίνδυνοι και μυημένοι πήγαιναν από τον περιφερειακό και ακολουθούσαν κάτι ολοσκότεινα δρομάκια μέσα από χωράφια ενώ και ο στενός εκείνος δρόμος της Γεωργικής Σχολής θύμιζε πολλές φορές Τσιμισκή στις γιορτές των Χριστουγέννων. Ήταν τέτοιο το μποτιλιάρισμα αλλά και τόσα πολλά τα χρήματα για να πληρώσουν οι επιχειρηματίες την μελέτη κατασκευής κόμβου στη στροφή του καζίνο. Μάλιστα, την παρουσίασαν στη Νομαρχία προτείνοντας να αναλάβουν και το κόστος κατασκευής. Όπως πάντα, το ελληνικό Δημόσιο τους αγνόησε αφήνοντας χιλιάδες άτομα να ταλαιπωρούνται.
Η επιστροφή το πρωί ήταν το ίδιο δύσκολη και χρονοβόρα ενώ πολλοί είχαν βρεθεί με τα αυτοκίνητά τους στα χωράφια εκεί που τώρα είναι το ΙΚΕΑ, αφού το αλκοόλ ήταν περισσότερο από το αίμα στις φλέβες τους. Η πρωινή επιστροφή ήταν ρώσικη ρουλέτα με εκατοντάδες αυτοκίνητα που τα οδηγούσαν μεθυσμένοι. Ευτυχώς για τους εργαζόμενους των μαγαζιών μεσολαβούσε σχεδόν ένα δίωρο πριν αναχωρήσουν οπότε οι κίνδυνοι ήταν λιγότεροι.
Το μεσοδιάστημα όμως ήταν μαγικό. Όλα ξεκινούσαν από τη στιγμή που το αυτοκίνητο δινόταν σε κάποιον παρκαδόρο. Ακολουθούσε η αναμονή στην ουρά έξω από την πόρτα του μαγαζιού με τα κορίτσια και τα αγόρια που δούλευαν ως πόρτα ή υποδοχή (ναι, τότε γιγαντώθηκε το επάγγελμα της υποδοχής, δεν είναι κάτι το καινούργιο) να μοιάζουν με ροκ σταρς που με ένα νεύμα τους σε έκαναν και εσένα να νιώθεις μοναδικός, εκλεκτός. Αν τύχαινε να ξέρεις και προσωπικά αυτόν που έκανε το ξεδιάλεγμα (συνήθως ήταν ο γιός ή η κόρη της γειτόνισσας που δεν πολυχώνευες αλλά τι να κάνεις ή κάποιος από το Λύκειο) τότε γινόσουν ο πιο δημοφιλής της παρέας αφού οι υπόλοιποι έμπαιναν λέγοντας το μαγικό «είμαι μαζί του». Ιστορία έχει γράψει πορτιέρης μεγάλου κλαμπ του αεροδρομίου όταν δεν επέτρεψε την είσοδο στον τραγουδιστή Γιώργο Αλκαίο που την εποχή εκείνη ήταν από τα πιο καυτά ονόματα με την επιτυχία «Τι, τι». Αιτία του αποκλεισμού του ήταν ότι φορούσε… σκισμένο μπλου τζην. Άλλος είχε «κόψει» παρέα μοντέλων που φορούσαν τα ολοκαίνουρια και πανάκριβα τότε παπούτσια της Prada επειδή τα θεώρησε… αθλητικά. Άλλες εποχές.
Κλαμπ ή μπουζούκια;
Όταν πρωτοδημιουργήθηκε η «Ντίσνειλαντ» ενηλίκων του αεροδρομίου υπήρχε μια άτυπη κόντρα μεταξύ των κλαμπ και των μπουζουκιών. Αυτό όμως στην αρχή, αφού γρήγορα κατανόησαν ότι δεν υπάρχει λόγος να ανταγωνίζονται και πως καλύτερα είναι να λειτουργούν συμπληρωματικά, μιας και δεν ήταν λίγοι αυτοί που πήγαιναν αρχικά στα μπουζούκια και κατέληγαν αργότερα στα κλαμπ ή το αντίστροφο.
Τα μπουζούκια από την μια είχαν ήδη οικειοποιηθεί πολλά στοιχεία των κλαμπ αντικαθιστώντας τα περισσότερα από τα κλασικά τραπέζια με καναπέδες και αναβαθμίζοντας τα μπαρ τους που μπορούσαν πλέον να εξυπηρετήσουν τους νέους που έμπαιναν με εισιτήριο και απολάμβαναν το πρόγραμμα όρθιοι. Ένα πρόγραμμα που είχε εμπλουτιστεί από τραγουδιστές και τραγουδίστριες που τραγουδούσαν ή τουλάχιστον προσπαθούσαν να «εκτελέσουν» ποπ τραγούδια ελληνικά και ξένα. Ήταν η εποχή των κλώνων του Σάκη Ρουβά και του Μάικλ Τζάκσον. Επίσης είχαν χαλαρώσει το dress code επιτρέποντας το νεανικό και χαλαρό νεανικό στυλ στο ντύσιμο. Βέβαια, η κατηγοριοποίηση των πελατών είχε παραμείνει ίδια όπως παλιά και όπως ισχύει ακόμη και σήμερα. Όσο μεγαλύτερο λογαριασμό σε μπουκάλια και λουλούδια έκανε κάποιος τόσο πιο κοντά στην πίστα καθόταν. Την εποχή των πολλών χρημάτων, των θαλασσοδανείων, των εορτοδανείων και των αγροτικών επιδοτήσεων ο λουλουδοπόλεμος ήταν καθημερινή υπόθεση. Μάλιστα έφτασε σε τέτοιο σημείο ώστε οι εισαγωγές των εν λόγω λουλουδιών που γίνονταν κυρίως από την Τουρκία δεν ήταν αρκετές και μπήκαν στο παιχνίδι λουλούδια και από την Αργεντινή. Ναι, φέρναμε γαρίφαλα από την άκρη του κόσμου λόγω μπουζουκιών. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός από τους καλύτερους πελάτες, που καθόταν πάντα στο πρώτο τραπέζι και έκανε πολλά μα πολλά λουλούδια. Και θα πει κάποιος «οκ , και τι το ιδιαίτερο είχε;». Το ιδιαίτερο ήταν ότι, ναι μεν πετούσε πολλά λουλούδια, αλλά ήθελε να είναι μόνο λευκά. Έτσι, όταν έκλεινε τραπέζι έπρεπε από νωρίς οι λουλουδούδες να φτιάξουν εκατοντάδες δισκάκια μόνο με λευκά γαρίφαλα. Όλοι πίστευαν πως είχε να κάνει με κάποια ερωτική ιστορία. Η αλήθεια (την μάθαμε πολύ αργότερα) ήταν πως είχε χάσει τη μητέρα του που αγαπούσε αυτά τα άσπρα άνθη. Ενώ λοιπόν οι τραγουδίστριες νόμιζαν πως η «ζημιά» γινόταν για αυτές ο τύπος έκανε τη «ζημιά» για τη συγχωρεμένη μητέρα του.
Από τα νυχτερινά κέντρα του αεροδρομίου εκείνης της εποχής ξεκίνησαν τραγουδιστές που αργότερα έγιναν πρώτα ονόματα παραμένοντας ακόμη και σήμερα στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας. Η Πάολα και ο Νίκος Μακρόπουλος έκαναν ρεκόρ παραμένοντας στα Μαμούνια για 4 συνεχόμενες σεζόν non stop πριν τους ανακαλύψουν τα λαγωνικά της Αθήνας. To ίδιο συνέβη με το Νίκο Βέρτη που από μουσικός του μπουζουκιού, πέρασε στο μικρόφωνο στο Ρόδον αρχίζοντας μια λαμπρή καριέρα. Η Αγγελική Ηλιάδη τραγουδούσε στις καλοκαιρινές Μούσες όταν την εντόπισαν και της έδωσαν την ευκαιρία ανέλιξης στην Αθήνα. Επίσης, δημιουργήθηκαν και ζευγάρια με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Νίκο Κουρκούλη με την Κέλλυ Κελεκίδου που γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν στο Ρόδον όπου τραγουδούσαν. Λίγο καιρό αργότερα μάλιστα παντρεύτηκαν. Άλλοι τραγουδιστές και τραγουδίστριες που ξεκίνησαν από τη Θεσσαλονίκη αλλά είχαν πάει στην Αθήνα πριν το 1998 (Αντώνης Ρέμος, Δέσποινα Βανδή κ.α.) τώρα επέστρεφαν ως πρώτα και καταξιωμένα ονόματα, επικεφαλής προγραμμάτων σε μεγάλα νυχτερινά μαγαζιά του αεροδρομίου.
Τα προγράμματα ήταν υπερπαραγωγές (ο Σάκης Ρουβάς να ίπταται, η Πέγκυ Ζήνα να ξεπροβάλλει μέσα από ένα τεράστιο κοχύλι ως άλλη αναδυομένη, τα πολυάριθμα μπαλέτα να χορεύουν σε πολυεπίπεδα παράθυρα κ.α.) με τεράστια σκηνικά, ένα στρατό από συνεργάτες εξ Αθηνών και βέβαια χώρους ικανούς να φιλοξενήσουν 3000 πελάτες. Τα πράγματα βέβαια ξέφευγαν αρκετές φορές αφού τα «καλάμια» που πετούσαν πάνω από το αεροδρόμιο ήταν περισσότερα από αεροπλάνα. Για παράδειγμα, ο Μιχάλης Χατζηγιάννης, όταν ήταν στα καλύτερά του, πανίσχυρος και άκρως δημοφιλής, τραγουδούσε σε ένα χώρο που ήταν κάτι μεταξύ κλαμπ και μπουζουκιών. Εκεί, λοιπόν, ο αοιδός είχε απαιτήσει όταν βρίσκεται επί σκηνής και τραγουδάει να μην τον κοιτάζει κανένας από τους εργαζόμενους στον χώρο. Για ποιον ακριβώς λόγο κανείς δεν έμαθε ποτέ. Είπαμε, τα «καλάμια» πετούσαν σαν σκούπες του Χάρι Πότερ στην περιοχή.
Άλλη περίπτωση είναι το Boom. Ένα νυχτερινό κέντρο φαραωνικών διαστάσεων και υποδομών μεταξύ των οποίων η κατασκευή σάουνας και υδρομασάζ στο καμαρίνι της Άννας Βίσση. Η τραγουδίστρια, που είχε βαφτίσει και το εν λόγω κέντρο από το τότε ομώνυμο σουξέ της, είχε απαιτήσει όλες αυτές τις ανέσεις. Το εν λόγω μαγαζί συνδέθηκε με το σκάνδαλο πολλών εκατομμυρίων που ξέσπασε στο Δήμο Θεσσαλονίκης.
Υπήρχαν όμως και καταστάσεις περίεργες όπως αυτή ατόμου από τη Θεσσαλονίκη που αργότερα έγινε ηθοποιός και ο οποίος ένα βράδυ πυροβόλησε (ευτυχώς στον αέρα) έναν καντινιέρη γιατί απλά τον είχε κοιτάξει περίεργα. Ενώ από τα πιο δύσκολα βράδια της περιοχής ήταν όταν επέστρεψε μετά από μακρά απουσία για να τραγουδήσει ο Αντώνης Ρέμος την εποχή που δεχόταν απειλές από οπαδούς του Ηρακλή. Απειλές τόσο σοβαρές ώστε όσα βράδια τραγουδούσε η περιοχή γύρω από το μαγαζί φυλασσόταν από δεκάδες άτομα σεκιούριτι, ενώ και μέσα στο μαγαζί υπήρχαν άτομα γύρω από την πίστα για την περίπτωση «καμικάζι». Υπήρξαν ακόμη και πυροβολισμοί και μάλιστα με καλάσνικοφ. Κάτι τέτοιο συνέβη στο τραγουδιστή Νίνο όταν δέχτηκε επίθεση ενώ βρισκόταν στο τζιπ του πηγαίνοντας στο ξενοδοχείο όπου διέμενε. Αιτία ήταν μια γυναίκα στην οποία είχε δείξει προτίμηση αλλά η οποία συνδεόταν με γνωστό αρχηγό του υποκόσμου της πόλης.
Τα κλαμπ
Τα κλαμπ από την άλλη, κατανοώντας τη δυναμική της ελληνικής δισκογραφίας προσπάθησαν, άλλα με επιτυχία και άλλα με αποτυχία, να συνδυάσουν τις μουσικές από όλο τον κόσμο με αυτές που ακούγονταν στα ραδιόφωνα με ελληνική μουσική. Έτσι, εκεί που άκουγες το τελευταίο χιτ των ΗΠΑ ξαφνικά πεταγόταν η Δέσποινα Βανδή με το «Α πα πα». Ομηρικός έχει μείνει ο καυγάς επιχειρηματία με dj κατά τον οποίο ο πρώτος ούρλιαζε «δεν με ενδιαφέρει τι ακούς εσύ. Θέλω να παίζεις ραδιοφωνικές επιτυχίες». Ο καυγάς έμεινε ιστορικός γιατί ο επιχειρηματίας φώναζε τόσο δυνατά που ακούστηκε σε όλο το κλαμπ σε ένα κατέβασμα του τραγουδιού. Αργότερα, ο εν λόγω dj έγινε πετυχημένος φροντ μαν ελληνικού συγκροτήματος.
Υπήρχαν βέβαια και κλαμπ που παρέμειναν σταθερά πιστά στην ξένη μουσική βιομηχανία προσκαλώντας διάσημα ονόματα όπως ο David Moralles, Tiesto, Danny Tenaglia κ.α. Τα χάουζ και τέκνο παρτι ήταν συχνά με όλες τις… παρενέργειές τους που κυρίως τις έβλεπε ο κήπος που είχε σε μια άκρη το γνωστό για τα πάρτι του κλαμπ του αεροδρομίου. Μάλιστα, στο εν λόγω κλαμπ ένα βράδυ λίγο πριν το ξημέρωμα, ένας πελάτης έβγαλε τρία χαρτονομίσματα των 500 ευρώ και τα έδινε στο dj με μοναδικό αντάλλαγμα να παίξει ένα ρεφρέν του Βοσκόπουλου. Ο dj βέβαια δεν το έκανε παρά το δέλεαρ γιατί ήξερε πως θα απολυόταν και δεν θα έπαιζε ποτέ ξανά μουσική.
Τη διαφορά μεταξύ των πελατών έκαναν τα ονομαζόμενα πριβέ. Ήταν ένας συγκεκριμένος χώρος μέσα στο κλαμπ, ορατός από όλους, στον οποίο όμως έμπαιναν μόνο παρέες που έκαναν μεγάλους λογαριασμούς και «επώνυμοι» κάθε είδους βγαλμένοι από το δελτίο του Star. Αρκούσε ένα σχοινί γύρω από μερικούς καναπέδες και όλα άλλαζαν. Το «στάτους» κάποιων ανέβαινε αρκεί να μπορούσε να περάσει το σχοινί αυτό. Το στάτους επίσης ανέβαινε από κάποια πολύ μικρά… πυροτεχνήματα. Τι εννοώ: κάποια στιγμή έγινε μόδα να τοποθετείται στο λαιμό της σαμπάνιας ένα πολύ μικρό πυροτέχνημα. Έτσι, όταν κάποιος ζητούσε για το τραπέζι του σαμπάνια, ο σερβιτόρος άναβε το πυροτέχνημα και μετέφερε το μπουκάλι κρατώντας το πολύ ψηλά. Με τον τρόπο αυτό όλο το κλαμπ έβλεπε μια σαμπάνια που έβγαζε σπίθες και βέβαια όλοι έβλεπαν ποιος είχε τη δυνατότητα να παραγγείλει σαμπάνια. Η επίδειξη για κάποιους στο μεγαλείο της και για άλλους στην κατάντια της.
Και μετά… ήρθε η κρίση
Τα μαύρα σύννεφα πάνω από το αεροδρόμιο άρχισαν να φαίνονται εκεί γύρω στο 2009, όταν όλες οι επιχειρήσεις της περιοχής άρχισαν να κάνουν περικοπές. Σε προσωπικό, σε νυχτοκάματα και τελικά σε ημέρες λειτουργίας. Τα επτά βράδια λειτουργίας έγιναν έξι, πέντε… για να φτάσουν στα δύο, Παρασκευή και Σάββατο. Όταν μια χώρα ξαφνικά σε ένα βράδυ χρεοκοπεί (γιατί αυτό συνέβη) το πρώτο που θα περικόψει ο περισσότερος κόσμος είναι τα πολυτελή έξοδα και ένα από αυτά είναι η διασκέδαση.
Το αεροδρόμιο ήταν μακριά, ειδικά για τους προερχόμενους από τα δυτικά της πόλης αλλά και του κέντρου. Η μετάβαση απαιτούσε είτε κατανάλωση βενζίνης είτε χρήση ταξί. Με τα χρήματα αυτά κάποιος μπορούσε να πάει σε ένα μπαρ της γειτονιάς του ή κάπου κοντά και να διασκεδάσει.
Με τον καιρό, οι φωτεινές ταμπέλες των επιχειρήσεων του αεροδρομίου, που κάποτε ενοχλούσαν τους πιλότους, έσβησαν η μια μετά την άλλη. Οι χώροι σταδιακά αλλά ταχύτατα εγκαταλείφθηκαν, για να απομείνουν άδεια κουφάρια. Μνημεία μιας άλλης Ελλάδας που τα βλέπεις περνώντας από το δρόμο για Περαία. Σκουριασμένες σιδηροκατασκευές, τρύπιες γυψοσανίδες, χόρτα παντού και τα πάρκινγκ νοικιασμένα από τράπεζες για να σταθμεύσουν τα εκατοντάδες αυτοκίνητα που κατασχέθηκαν τα τελευταία χρόνια.
Περνώντας από εκεί πρόσφατα, νόμιζα ότι είμαι στο σκηνικό του Chernobyl (σειρά του HBO). Μόνο που εδώ δεν έσκασε ο σταθμός κάποιου πυρηνικού εργοστασίου αλλά μια ψεύτικη ραστώνη πασπαλισμένη με γκλίτερ, φώτα νέον, ψευδαισθήσεις, γαρίφαλα από την Αργεντινή, σαμπάνιες με πυροτεχνήματα, τουαλέτες αγορασμένες από εραστές βαλκανικού τύπου και χρήματα που άλλαζαν χέρια με ταχύτητα φωτός. Αλλά όπως συμβαίνει με όλες τις ψευδαισθήσεις, ήταν υπέροχα.
ΔΕΙΤΕ:
90s: Ήμασταν κάποτε party animals